29/5/13

Ιδιαίτερες αδυναμίες (Two mothers)

Υπόθεση: Η Ροζ και η Λίλ είναι κολλητές. Μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά μιας ειδυλλιακής παραθαλάσσιας πόλης και έχουν ανατραφεί με τα ίδια, λίγο πολύ, βιώματα, αναπτύσσοντας κοινές συνήθειες, με έναν παρόμοιο τρόπο ζωής. Η σχέση τους είναι πολύ ιδιαίτερη και η φιλία τους φαντάζει αληθινή και αδιάσπαστη. Οι έφηβοι γιοι τους - στα χνάρια των μανάδων τους και ειδικά από τη στιγμή που ο Ιαν (Σάμιουελ) έχασε το μπαμπά του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα - έχουν αναπτύξει μια παρόμοια σχέση μεταξύ τους, μέχρι εκείνο το υπέροχο, ζεστό καλοκαίρι, το οποίο φέρνει πλέον στην επιφάνεια όλα τα συναισθήματα που σιγόβραζαν για καιρό στο εσωτερικό τους. Αποτέλεσμα αυτού είναι να ανατραπούν όλες οι ισορροπίες και να αλλάξουν για πάντα τα μέχρι τότε δεδομένα.
Κριτική: Το θέμα είναι, πόσοι γνωρίζουν τη γεννημένη στο Ιράν (πρώην Περσία) και βραβευμένη με Νόμπελ Λογοτεχνίας Ντόρις Λέσινγκ. Διότι στο δικό της μυθιστόρημα «Οι γιαγιές» (που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη) είναι βασισμένη

The hangover III

Η συνταγή, συνεχίζεται για τρίτη φορά και απ’ ότι φαίνεται πάει για τέταρτη και ας διαφημίζεται ότι είναι η τελευταία.
Ατυχείς συμπτώσεις, γκάφες, εξυπνακίστικες ατάκες (προσοχή, όχι έξυπνες), λίγο αστυνομικό ενδιαφέρον, με τον Τζον Γκούντμαν να είναι απολαυστικός ως Μάρσαλ, λίγο θέαμα από Λας Βέγκας και η σαχλαμαρίτσα καλά κρατεί.
Οι φίλοι του είδους (όσοι δεν έχουν χάσει την υπομονή τους, διότι απ’ ότι κατάλαβα οι πρωταγωνιστές την έχουν χάσει αλλά παίζουν για τα λεφτά πλέον) μπορεί να γελάσουν… λίγο.

23/5/13

Νομοταγείς τύποι (Stand up guys)

Ο Αλ Πατσίνο μόλις έχει αποφυλακιστεί και καταρρακωμένος από την πολυετή φυλάκιση προσπαθεί να επανέλθει με τη βοήθεια του πιστού του φίλου Κρίστοφερ Γουόκεν, ο οποίος όμως εκβιάζεται να τον σκοτώσει μέσα στις επόμενες 24 ώρες.
Οι δύο μαζί θα βγάλουν από τον οίκο ευγηρίας τον τρίτο φίλο τους Άλαν Άρκιν, ο οποίος βγαίνοντας θα βρει τον εαυτό του και θα οδηγήσει αυτοκίνητο όπως παλιά. Θα μπλέξουν σε απίθανες σεναριακά καταστάσεις, αλλά θα ξεμπλέξουν θεαματικά και με μια απώλεια. Δεν σας τη λέω.
Ο Πατσίνο, φαίνεται τόσο κουρασμένος που νομίζεις ότι δεν υποδύεται, αλλά παίζει τον εαυτό του. Από την άλλη,

The fast and the furious 6

Σούπερ αυτοκίνητα, σκληροί bodybuilders και αδίστακτες κούκλες, συνεχίζουν να αποτελούν την απόλυτη συνταγή της σειράς, συν τον Τζέισον Στέιθαμ που εμφανίζεται στην τελευταία σκηνή και μας υπόσχεται ότι το νούμερο επτά είναι καθ’ οδόν.
Η έκτη ταινία της σειράς, έχει φτιαχτεί για να ικανοποιήσει τους φίλους του είδους. Μέσα από ένα απίθανο σενάριο και ακραίες καταστάσεις, είναι βέβαιο ότι θα τους χαρίσει δύο απολαυστικές ώρες περιπέτειας, καταιγιστικής δράσης, ταχύτητας, «πειραγμένων» αυτοκινήτων και πλάκας.
Το ωραίο δε της υπόθεσης, είναι ότι σε κάποια στιγμή, ένας από τους πρωταγωνιστές (δεν έχει σημασία ποιος), λέει στους υπόλοιπους, «εδώ δεν παίζουμε σε ταινία με τον 007, είναι πραγματικότητα».

16/5/13

Ο υπέροχος Γκάτσμπι

Ο Μπαζ Λούρμαν, με μια επιτυχημένη μεταφορά του Σαίξπηρ στο σήμερα, το Romeo + Juliet του 1996 (με τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο και την Κλαιρ Ντέινς), με ένα μέτριο Moulin Rouge! το 2001 (με τη Νικόλ Κίντμαν) και με μια αποτυχία το 2008 (το Australia, πάλι με τη Νικόλ Κίντμαν), επανέρχεται πάλι με μια μετριότητα. Θορυβώδη όμως αυτή τη φορά.
Η ταινία του (έχουν προηγηθεί οι κλασικές ομότιτλες ταινίες των Τζακ Κλέιτον με τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ του 1974 και του Έλιοτ Νάτζεντ του 1949 με τον ξανθό επίσης Άλαν Λαντ), ενώ διατηρεί το θέμα του βιβλίου αρκετά πιστά, θα έλεγα, με αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο από το νεαρό Νικ Κάραγουεϊ (τον υποδύεται ο Τόμπι Μαγκουάιρ), αναλώνεται σε υπερβολική επίδειξη πλούτου, υπερβολικό σάουντρακ, υπερβολικούς θορύβους και ουσιαστικά αχρείαστο 3D, ώστε χάνεται η ουσία. Χάνονται δηλαδή, ο χαρακτήρας του Γκάτσμπι, αλλά και της Ντέζι Μπιουκάναν, που ενώ αναπτύσσουν ένα ωραίο ρομάντσο με τη βοήθεια και του Νικ, που οδηγεί σε τραγική κατάληξη, θάβονται κάτω από τον πλούτο, τόσο των σκηνικών και των φανταχτερών κοστουμιών, όσο και της πληθωρικότητας της σκηνοθεσίας.
Ο Γκάτσμπι του Λεονάρντο Ντι Κάπριο, δεν μοιάζει να κρύβει μέσα του τον τυχοδιωκτισμό

14/5/13

Μικρές εξεγέρσεις

Η εξαίρετη Κάτια Γέρου, σ’ αυτή την ταινία υποδύεται μια απομονωμένη και ψυχικά τραυματισμένη ώριμη γυναίκα, που ασχολείται με έναν ερασιτεχνικό θίασο στην προσπάθειά της να βρει διέξοδο από τους εφιάλτες της παιδικής ηλικίας (ο πατέρας της την κακοποιούσε) και τη μίζερη γεμάτη ανεκπλήρωτα όνειρα ενήλικη ζωή της (η αφίσα του Ιντιάνα Τζόουνς, δεσπόζει στο μυστικό της δωμάτιο που καταφεύγει συχνά για να μην αντικρίζει τον άντρα της).
Ο άντρας της είναι ο κλασσικός «ελληναράς», που επιπλέον διακινεί πόρνες και κάνει και λαθρεμπόριο. Κάτι που δεν γνωρίζει η Άννα, ενώ το σχεδόν έρημο χωριό το έχει «τούμπανο».
Ένας νεαρός περιπλανώμενος ζωγράφος (Δημήτρης Πλειώνης), «κυριευμένος» από τον Πανσέληνο (Βυζαντινό ζωγράφο του 13ου αιώνα), ψάχνει παντού τα έργα του και έτσι φτάνει στο χωριό της. Βλέπει, την Άννα τη φωτογραφίζει, την ερωτεύεται και όταν

8/5/13

Η πέτρα της υπομονής (The patience stone)


Μέσα από έναν πρωτοφανή μονόλογο της πρωταγωνίστριας, που διακόπτεται από εξωτερικές σκηνές δράσης, ο σκηνοθέτης καταφέρνει με αυτή την ταινία να θίξει ένα σωρό θέματα, από την εμπόλεμη κατάσταση και τις συνέπειές της σε διάφορες χώρες (εδώ μάλλον υπαινίσσεται το Αφγανιστάν, διότι πουθενά δεν αναφέρεται σε ποια χώρα διαδραματίζεται η υπόθεση), μέχρι τα ήθη και τα έθιμα των χωρών της μέσης Ανατολής, τις θρησκευτικές αντιλήψεις, τη θέση της γυναίκας σ’ αυτές τις κοινωνίες, την πίστη, την τιμή, την οικογένεια, τις διαφορετικές αξίες και προτεραιότητες σε σχέση με το δυτικό πολιτισμό.
Η ταινία είναι ένα πραγματικό διαμάντι, τόσο για το ρυθμό αφήγησης, όσο και για τα θέματα που θίγει, καθώς και για την ερμηνεία της Γκολσίφτεχ Φαραχανί, αυτής της μελαχρινής Ιρανής καλλονής με τα μεγάλα εκφραστικά μάτια, η οποία μάλιστα εξορίστηκε από τη χώρα της για τις φωτογραφήσεις της στο περιοδικό Madame Figaro.
Μια ταινία που αξίζει να δει κανείς και να τη σκεφτεί μετά με την ησυχία του.

6/5/13

Almanya - Καλώς ήλθατε στη Γερμανία

Πρόκειται για μια γλυκιά, τρυφερή, συγκινητική και γεμάτη χιούμορ ταινία για τη νοσταλγία της πατρίδας, από μετανάστες που αφιέρωσαν όλη τους τη ζωή σε μια ξένη χώρα και κάποια στιγμή θέλουν να επιστρέψουν. Ένα θέμα, που δεν αφορά μόνο στους Τούρκους.
Η ταινία στο πραγματικά διασκεδαστικό δίωρο, καταφέρνει να θίξει όλα εκείνα τα θέματα που απασχολούσαν τους πρώτους Τούρκους μετανάστες στη Γερμανία, τη δυσκολία προσαρμογής τους, την ένταξή τους σε μια αυστηρά πειθαρχημένη κοινωνία, τις σχέσεις μεταξύ τους και την προσπάθεια να διατηρήσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα σε μια χώρα που κύριο μέλημά της ήταν να… την χάσουν και να τους εκμεταλλεύεται.
Πολύ σωστά ο μικρός πρωταγωνιστής αναρωτιέται κάποια στιγμή: «Τελικά, είμαστε Τούρκοι ή Γερμανοί;», όπως άλλωστε ενδόμυχα και οι υπόλοιποι ήρωες της ταινίας. Είναι τέτοιο το «χωνευτήρι» της Γερμανίας, που ο «φιλοξενούμενος εργαζόμενος» πιέζεται πάρα πολύ ώστε να μπορέσει να αντισταθεί και να ... μη γίνει Γερμανός. Όλοι μας δε, γνωρίσαμε κάποτε κάποιον που πήγε στη Γερμανία και, πρώτον, έκανε μια δουλειά για την οποία εδώ στην Ελλάδα ντρεπόταν, και δεύτερον, άρχιζε να μας κάνει μαθήματα πόσο πειθαρχικοί είναι «αυτοί εκεί πέρα».
Λαμβάνοντας, λοιπόν, αυτά τα δεδομένα υπόψη και το γεγονός ότι όλες οι ερμηνείες στην ταινία είναι αρκετά καλές και αποδίδουν, τόσο τη σύγχυση των απέναντί μας γειτόνων στη «φιλόξενη χώρα» (από το Gastarbeiter που είναι ο «φιλοξενούμενος εργάτης»), όσο και την προσπάθειά τους να μη χάσουν την εθνικότητά τους, η ταινία κρίνεται αρκετά καλή, με σωστές δόσεις κωμωδίας, και δράματος ακόμα και αυτοσαρκασμού των ελαττωμάτων της φυλής τους, ενώ το μοντάζ και τα flashback, είναι αρκετά καλά, όπως η φωτογραφία και η ευχάριστη μουσική, που την έχουμε υιοθετήσει και εξελληνίσει.
Όσο για το πολιτικό μήνυμα του τέλους της ταινίας,

Το πρόσωπο του κακού (Evil dead)

Υπόθεση: Πέντε εικοσάχρονοι φίλοι είναι κλεισμένοι σε μια απόμερη καλύβα, όπου ανακαλύπτουν το Βιβλίο των νεκρών και μαζί τη μαγνητοσκοπημένη μετάφρασή του από έναν αρχαιολόγο. Όταν τα ξόρκια θα ακουστούν ξανά, η παρέα άθελά της θα ξυπνήσει τους δαίμονες που κατοικούν στο δάσος. Έτσι θα ξεκινήσει μια εφιαλτική καταδίωξη μέχρι τελικής πτώσης.
Κριτική: Πριν φτάσετε σ’ αυτή εδώ την (χμ) κριτική, θα πρέπει να έχετε διαβάσει πιο πάνω την υπόθεση. Οπότε είναι σα να έχετε δει τη μισή ταινία. Μια ταινία που

1/5/13

Ο μύλος και ο Σταυρός (The Mill and the Cross)

Μια ταινία που είναι ταυτόχρονα και ένα εικαστικό αριστούργημα. Πρόκειται για την ταινία «Ο μύλος και ο σταυρός» σε σκηνοθεσία Λεχ Μαγέφσκι, με τους Ρούντγκερ Χάουερ, Σαρλότ Ράμπλινγκ και Μάικλ Γιόρκ.
Ο Πολωνός σκηνοθέτης εικαστικός και ο ίδιος, εκτός από σκηνοθέτης, κάνει μια ταινία πάνω στην τέχνη της ζωγραφικής, χρησιμοποιώντας όλη του τη σκηνοθετική μαεστρία, όλο του το μεράκι και την αγάπη για το είδος αλλά και την τελευταία λέξη της ψηφιακής τεχνολογίας.
Με πλάνα που παραπέμπουν σε πίνακες της Φλαμανδικής και της Ολλανδικής ζωγραφικής, ο Μαγέφσκι ζωντανεύει έναν ζωγραφικό πίνακα του Μπριγκέλ και μια εποχή, που την παραλληλίζει με τη δική μας, σχολιάζοντας την ανθρώπινη μισαλλοδοξία, αλλά και τη σχέση ζωής και τέχνης. Δίνει δε ,τόση σημασία στη λεπτομέρεια, όση είχε δώσει και ο ζωγράφος Μπριγκέλ όταν ζωγράφιζε τον συγκεκριμένο πίνακα.
Ο πίνακας του Μπριγκέλ "Ο Χριστός φέρων τον Σταυρόν"
Υπόθεση: Φλάνδρα, 1564. Ο Φλαμανδός ζωγράφος Πιέτερ Μπριγκέλ ο Πρεσβύτερος, ετοιμάζεται να

Μια αξιοπρεπής οικογένεια (A Respectable Family)

Αυτοβιογραφική κυρίως ταινία, διαπραγματεύεται τη ζωή ενός καθηγητή που έζησε για λίγες μέρες από κοντά την επανάσταση του 1977 στην Περσία και ενώ νόμιζε ότι αποτελούσε μέλος μιας αξιοπρεπούς οικογένειας, διαπιστώνει με αφορμή τη διανομή ενός βιβλίου του στους φοιτητές του, ότι όχι μόνον αξιοπρεπής δεν ήταν, αλλά δεν είχαν διστάσει και να τον εμπλέξουν σε περιπέτεια.
Η ταινία θα μπορούσε να είναι πολιτικό θρίλερ, θα μπορούσε να είναι πολιτικο-κοινωνικό ντοκιμαντέρ, ή θα μπορούσε να είναι οικογενειακό δράμα. Τελικά, είναι ένα δράμα αναποφασιστικότητας πάνω στο είδος της ταινίας, που ήθελε να κάνει ο σκηνοθέτης και αυτό ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι έχει συνηθίσει να γυρίζει ντοκιμαντέρ και όχι ταινίες μυθοπλασίας.
Ο κεντρικός ήρωας, χαμένος μέσα στη δίνη του αυταρχικού καθεστώτος και στην οικογενειακή ίντριγκα, προσπαθεί να ανακαλύψει την ταυτότητά του και αυτό το πετυχαίνει πλέον προς το τέλος της ταινίας και αφού προηγουμένως έχει προδοθεί από την «αξιοπρεπή οικογένειά» του.
Το τελευταίο πλάνο, στο οποίο βλέπουμε από κοντά το πρόσωπό του ενώ γύρω του οι φοιτητές διαδηλώνουν, είναι χαρακτηριστικό. Ο καθηγητής, που κάποτε οι φοιτητές του, τού είχαν ζητήσει να τους βοηθήσει και δεν ήξερε πώς, σ’ αυτό το τελευταίο πλάνο δίνει την απάντηση πρώτα στον εαυτό

Chinese zodiac

Τουλάχιστον, όταν πάει κάποιος να δει Τζάκι Τσαν γνωρίζει εκ των προτέρων τι τον περιμένει: Άρτια κλωτσοπατινάδα, εφευρετικότητα στις καταδιώξεις, χιούμορ wanna be Britain και εξωτικά τοπία.
Η ταινία σε σκηνοθεσία και story από τον ίδιο, έχει απ’ όλα και αν ασκήσετε λίγο την ακοή σας, ανάμεσα στους ατελείωτους ήχους της μουσικής και τους θορύβους, μπορεί κάποιο μουσικό κομμάτι να σας θυμίσει το μοτίβο από τις «Επικίνδυνες αποστολές», ενώ πολλά πλάνα θυμίζουν άλλες ταινίες: από Τζέιμς Μποντ μέχρι Πειρατές της Καραϊβικής. Μάλιστα σε μια σκηνή, είδα και έναν κομπάρσο να μοιάζει απόλυτα του Τζόνι Ντεπ ως Τζακ Σπάροου.
Οι φίλοι του Τζάκι Τσαν (προς τους οποίους - αν καθίσετε να δείτε και όλα τα credits - θα δείτε ότι τους απευθύνει και χαιρετισμό με ταυτόχρονη υπόσχεση ότι θα επανέλθει) θα την χαρούν αυτή την ταινία.
Υπόθεση: Η θεαματική νέα περιπέτεια του Τζάκι Τσαν, τον μεταφέρει από το σατό και τους