28/2/13

Πειρατεία στον ωκεανό (Kapringen / A Hijacking)


Περισσότερο ψυχολογική περιπέτεια παρά δράσης, η ταινία αναδεικνύει την αδιαφορία του μεγάλου κεφαλαίου που δείχνει προς την ανθρώπινη ζωή και την προτεραιότητα που δίνει στο κέρδος με κάθε θυσία.
Υπόθεση: Πάνω σε ένα φορτηγό πλοίο, κάπου στα ανοιχτά του Ινδικού Ωκεανού, ένας Δανός μάγειρας περιμένει πως και πως να επιστρέψει στην πατρίδα του για να βρεθεί με τη γυναίκα του και τη μικρή του κόρη. Ωστόσο, τα σχέδια του βυθίζονται στην αβεβαιότητα, όταν μία ομάδα Σομαλών πειρατών καταλαμβάνει το πλοίο απαιτώντας λύτρα από τη ναυτιλιακή εταιρεία στην Κοπεγχάγη. Ο Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας με τεράστια εμπειρία στις οικονομικές διαπραγματεύσεις, αποφασίζει να αναλάβει ο ίδιος τις διαβουλεύσεις με τους πειρατές, αγνοώντας τις συμβουλές του επαγγελματία διαπραγματευτή και προσπαθεί να μειώσει τα λύτρα κερδίζοντας χρόνο κα παρατείνοντας την αγωνία του πληρώματος.
Σκηνοθεσία: Τομπίας Λίντχολμ
Με τους: Πίλου Άσμπεκ, Σέρεν Μάλινγκ, Νταρ Σαλίμ, Ρόλαντ Μέλερ
 
(Κριτική μου στην Αμαρυσία του Σαββάτου / Τέχνες - Γράμματα) 

Η γη της Επαγγελίας (Promised land)

Το έργο περιστρέφεται γύρω από ένα επίκαιρο και πολύ σημαντικό περιβαλλοντικό ζήτημα που απασχολεί την Αμερική (και όχι μόνο), αλλά και πολλές οικολογικές οργανώσεις ανά τον κόσμο.
Μια εταιρία φυσικού αερίου με τους εκπροσώπους της μετέρχεται όλα τα νόμιμα, αλλά και κάτω από το τραπέζι μέσα, προκειμένου να κάνει την περιοχή… Σκουριά Χαλκιδικής και ο σκηνοθέτης Γκας Βαν Σαντ καταφέρνει να εκφράσει όλες τις απόψεις, περί της αναπόφευκτης εξέλιξης της περιοχής, αλλά και περί της καταστροφής της από αυτή την… εξέλιξη, χωρίς όμως ιδιαίτερη δυναμική, τηρώντας αποστάσεις και προσπαθώντας να εξισορροπήσει τις αντιθέσεις. Αυτό δίνει το δικαίωμα να χαρακτηριστεί η ταινία άνιση και αδύναμη. Απλά, περνάει το οικολογικό μήνυμα περί σεβασμού του περιβάλλοντος και του ανθρώπινου παράγοντα και ταυτόχρονα αποκαλύπτει τη (κοινότοπο!) δύναμη των επιχειρήσεων του είδους που πετυχαίνουν συνήθως το σκοπό τους. Δεν σε απογειώνει όμως, ούτε ο σκηνοθετικός ρυθμός, ούτε οι ερμηνείες συνολικά, ούτε και η μουσική του Ντάνι Έλφμαν.
Κάπου στη μέση του έργου, αρχίζεις και καταλαβαίνεις ότι ο Στιβ (που τον υποδύεται ο αρκετά καλός Ματ Ντέιμον), είναι ένας συναισθηματικός τύπος, ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση, λίγο θέλει να μεταπεισθεί και να μην πετύχει την εξαγορά των εδαφών που χρειάζεται η εταιρεία φυσικού αερίου για τις γεωτρήσεις της. Λίγο θέλει δηλαδή, για να μεταβληθεί από golden boy σε άνθρωπος της υπαίθρου. Έχει όμως δίπλα του τη συνεργάτιδά του την Σου (Φράνσις Μακ Ντόρματ), που είναι πιο ψυχρή και σκληρή στη δουλειά της και τον επαναφέρει στην τάξη.
Παρά την προβλέψιμη εξέλιξη, η ταινία διαθέτει μια ανατροπή, η οποία δεν έχει τη δύναμη που (προφανώς) απαιτεί το σενάριο. Τι μένει λοιπόν; Η ερμηνεία του Ντέιμον, η φωτογραφία και η περιγραφή των ανθρώπων της ενδοχώρας των ΗΠΑ, με επικεφαλής τον καρατερίστα Χολ Χόλμπρουκ, που υποδύεται έναν ηλικιωμένο καθηγητή (Φρανκ Γέιτς), ο οποίος και θα είναι αυτός που με τα επιχειρήματά του, θα ποτίσει τις πρώτες αμφιβολίες στον Στιβ. Ευχάριστη έκπληξη αποτελεί ο Τζον Κραζίντσκι, που υποδύεται έναν άνετο, θαρραλέο και θρασύ ακτιβιστή, τον Ντάστιν, που βρίσκεται πάντα ένα βήμα μπροστά από τον Στιβ.
Σκηνοθεσία Γκας Βαν Σαντ
Με τους Ματ Ντέιμον, Τζον Κρασίνσκι, Φράνσις Μακντόρμαντ, Ρόζμαρι Ντεβίτ, Σκουτ Μακνέρι, Τίτους Γουέλιβερ, Χαλ Χόλμπρουκ
Προβάλλεται από 28.2.2013

(Κριτική μου στο myFilm)
 

23/2/13

Πού πάμε;

Άλλη μια έκρηξη βίας, αυτή τη φορά στα ορυχεία χρυσού στις Σκουριές στη Χαλκιδική, που λειτουργούν εκεί κάμποσα χρόνια. Πάλι κάποιοι κουκουλοφόροι ξεφύτρωσαν από το πουθενά (;) και κατάστρεψαν περιουσίες. Προφανώς τους ενοχλούν τα ορυχεία με τη δικαιολογία ότι καταστρέφουν το περιβάλλον. Έχουν δίκιο... Σκέφτομαι, λοιπόν, ότι με αυτή τη λογική κάθε είδους βιομηχανία στη χώρα μας μπορεί να καταστρέψει το περιβάλλον, είτε με απόβλητα στο έδαφος, είτε στη θάλασσα, είτε στον αέρα. Τί πρέπει να γίνει; Να μην φέρουμε βιομηχανίες στην Ελλάδα; Να μην έρθει κανείς να επενδύσει τα λεφτά του; Να μην τολμήσει κανείς ντόπιος να δημιουργήσει κάτι; Ακόμα και μια δεύτερη σιδηροδρομική γραμμή να θέλουμε, πάλι δέντρα θα κόψουμε. Τι πρέπει να κάνουμε; Και πώς την βλέπουν την ανάπυξη μερικοί; Μόνο μέσα από τη γεωργία, την αλιεία και τον τουρισμό; Αλλά ούτε και προς αυτή την κατεύθυνση βλέπω προθυμία από τους νεώτερους... Πού (το) πάμε;

21/2/13

"Side by side" του Κιάνου Ριβς

Η Επιστήμη, η Τέχνη και ο Αντίκτυπος 
του Ψηφιακού Κινηματογράφου
Το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ του Keanu Reeves Side By Side θα προβληθεί για πρώτη φορά στην Ελλάδα, την Κυριακή 24 Φεβρουαρίου, στις 15:30 το μεσημέρι, στον Κινηματογράφο Δαναό (Κηφισίας 109 & Πανόρμου, Αμπελόκηποι) για μια και μοναδική προβολή. Η  είσοδος θα είναι ελεύθερη.
Το Side by Side έκανε πρεμιέρα στο 62ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου ως ειδική προβολή. Στην καρέκλα του σκηνοθέτη κάθεται ο Chris Kenneally, ενώ ο Keanu Reeves εκτελεί χρέη παραγωγού και δημοσιογράφου - παρουσιαστή, αφού ο ίδιος παίρνει συνεντεύξεις από τα μεγαλύτερα ονόματα της κινηματογραφικής τέχνης. Ανάμεσά τους οι σκηνοθέτες: Martin Scorsese (στη φωτογραφία με τον Keanu Reeves), James Cameron, Steven Soderbergh, David Fincher, George Lucas, Robert Rodriguez, Danny Boyle, David Lynch, Lars Von Trier, oι Διευθυντές Φωτογραφίας Wally Pfister ASC, Michael Chapman ASC, John Mathieson BSC, Vittorio Storaro ASC και πολλοί άλλοι.
Το ερώτημα που τίθεται είναι απλό: Η παραδοσιακή κινηματογράφηση με φωτοχημικό φιλμ θα τελειώσει οριστικά, ή έχει πιθανότητες να επικρατήσει ξανά μετά την επέλαση των ψηφιακών κινηματογραφικών μηχανών που μοιάζουν να έχουν κερδίσει κατά κράτος το μεγαλύτερο ποσοστό παραγωγής ταινιών στον κόσμο;
Κρατήσεις θέσεων: sidebyside@alexandrosmaragos.com ή στο 6936506677
Με την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου

Zero dark thirty

Όπως και στο Hurt Locker έτσι και σ’ αυτή την ταινία η Κάθριν Μπίγκελοου αποδεικνύεται άριστη κινηματογραφίστρια. Η ταινία, παρά το γεγονός ότι βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, διαθέτει σενάριο με αγωνία, σφιχτή σκηνοθεσία, ρεαλισμό σε όλα τα επίπεδα (τεχνικό, ντεκόρ, ερμηνείες) και μια έξοχη Τζέσικα Τσαστέιν στον πρώτο ρόλο. Ψυχρή, υπολογιστική, κυνική όταν χρειάζεται και με υποψία ανθρωπισμού στην αντιμετώπιση ακραίων καταστάσεων.
Όσον αφορά το προπαγανδιστικό μέρος της ταινίας. Θεωρώ ότι ο κινηματογράφος κάνει πάντα πολιτική (ακόμα και ο Τζον Φορντ έκανε, με τους ινδιάνους, στις αρχές του 20ού αιώνα), οπότε γιατί να μην κάνει και η Μπίγκελοου. Αν μάλιστα, λάβουμε υπόψη τον μεγάλο Αϊζενστάιν και την γνωστή Ρίφενσταλ, τότε θα δικαιολογήσουμε και την Μπίγκελοου, χωρίς να τη συγκρίνουμε μ’ αυτούς, διότι αυτοί δεν είχαν ούτε τα τεχνικά μέσα που αυτή διαθέτει, ούτε και την άπλετη κρατική, τεχνική υποστήριξη.
Για να μη πολυλογώ, η τρομοκρατία πρέπει να πατάσσεται από οπουδήποτε και αν προέρχεται (όπως είπε και ο υπουργός μας «δεν αντιμετωπίζεις τα καλάσνικοφ με ροδοπέταλα»), οπότε καλώς έχει να επιδεικνύεται όλη αυτή η υπεροπλία των αμερικανών (που έχουν πάθει άλλωστε και τη μεγαλύτερη ζημιά), αυτό όμως που δεν διαχωρίζεται σε πολλές από αυτές τις ταινίες, είναι το από ποιά ηθική βάση και μετά, μια βίαιη ενέργεια χαρακτηρίζεται τρομοκρατική. Αλλά νομίζω ότι αυτό είναι θέμα πολιτικών επιστημόνων, χωρίς όμως να αφήνει αδιάφορο και τον ψαγμένο θεατή, διότι όπως είπε κάποιος γνωστός «και ο Θόδωρος Κολοκοτρώνης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τρομοκράτης, από μερίδα ιστορικών της αντιπέρρα του Αιγαίου όχθης», ενώ για εμάς «υπερασπιζόταν τα άγια και ιερά χώματα της πατρίδας», που το 1821 κανείς δεν γνώριζε ότι έκρυβαν πετρέλαιο στη Θάσο, χρυσό στη Χαλκιδική, φυσικό αέριο στο Καστελόριζο και άλλα, θα συμπλήρωνα εγώ.
Άρα, βλέπουμε την ταινία με ενδιαφέρον και από απόσταση, όσον αφορά στις ρίζες του κακού. Και από αυτή την άποψη, η ταινία είναι πάρα πολύ καλή. Πείθει, προκαλεί, τρομάζει και συγκινεί (τους πατριώτες αμερικανούς, οπότε να και τα Όσκαρ στο Hurt Locker) και το πετυχαίνει με τη συνταγή που προανέφερα: σωστό σενάριο, κοφτό μοντάζ, πειστικές ερμηνείες, δράση στο δεύτερο μέρος, επική μουσική που αγγίζει τα συναισθήματα και ρεαλιστική φωτογραφία.
Υπόθεση: Το κυνήγι για τον Οσάμα μπιν Λάντεν, απασχόλησε τον κόσμο και δύο αμερικανικές προεδρικές κυβερνήσεις, για περισσότερο από μία δεκαετία. Όμως, τελικά, χρειάστηκε μία μικρή, ελίτ ομάδα πρακτόρων της CIA για τον εντοπισμό του. Κάθε ενέργεια της αποστολής τους καλύφθηκε με μυστικότητα. Αν και κάποιες λεπτομέρειες δημοσιοποιήθηκαν από τότε, πολλά από τα πλέον σημαντικά στοιχεία της επιχείρησης των μυστικών υπηρεσιών-συμπεριλαμβανομένου και του βασικού ρόλου που διαδραμάτισε η ομάδα- μεταφέρονται στην οθόνη για πρώτη φορά.
Σκηνοθεσία: Κάθριν Μπίγκελοου
Με τους:
Τζέσικα Τσαστέιν, Τζόελ Έγκερτον, Σκοτ Άντκινς, Μαρκ Στρονγκ, Τζένιφερ Έλε, Κρις Πρατ, Τέιλορ Κίνεϊ, Κάιλ Τσάντλερ, Έντγκαρ Ραμίρεζ, Φρανκ Γκρίλο, Μαρκ Ντιπλάς, Στίβεν Ντιλέιν, Τζέισον Κλαρκ, Τζέιμς Γκαντολφίνι
Προβάλλεται από 21-2-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

Μαθήματα ενηλικίωσης (The sessions)

Χωρίς να κάνω συγκρίσεις, η ταινία αυτή μου έφερε στο μυαλό τη «Θάλασσα μέσα μου» και τους «Άθικτους». Δύο ταινίες που αντιμετώπιζαν την τετραπληγία με δυο διαφορετικούς τρόπους, αλλά πολύ σοβαρά και με αξιοπρέπεια. Η πρώτη με μια αισιόδοξη τραγικότητα και η δεύτερη με λυτρωτικό, ενίοτε και καυστικό χιούμορ.
Τα «Μαθήματα Ενηλικίωσης» συνδυάζουν και τα δύο. Αυτή τη φορά, στην αντιμετώπιση της έλλειψης σεξουαλικής δραστηριότητας που απασχολεί τον κατάκοιτο από μικρή ηλικία Μαρκ Ο’ Μπράιαν.
Δύσκολο εγχείρημα, αλλά η σκηνοθετική ματιά του Μπεν Λέβιν, βγάζει όλους μας από τη δύσκολη θέση και μας χαρίζει μια αισιόδοξη ταινία. Βγάζει δε από τη δύσκολη θέση και τον ήρωα της ταινίας, βάζοντας δίπλα του δύο πολύ ανθρώπινες και προσγειωμένες φιγούρες. Τη σεξοθεραπεύτρια της Έλεν Χαντ (που πάει για Όσκαρ) και τον καθολικό ιερέα του Γουίλιαμ Μέισι, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τον Μαρκ με στωικότητα και εξαιρετική συμπάθεια. Όλα δε, θα πάνε καλά μέχρι τέλους.
Η Έλεν Χαντ, υποδύεται τέλεια την ψυχρή επαγγελματία, που παρασύρεται προς στιγμήν από τα συναισθήματά της για τον ασθενή της, ο οποίος έχει αποθέματα και ενέργειας (ειρωνεία: στην αέναη αδράνειά του) και χιούμορ που γοητεύει. Ο δε Γουίλιαμ Μέισι, στο ρόλο του ανοιχτόμυαλου ιερέα, που πλησιάζει τον ασθενή και ως απλός άντρας πλέον, δίνει ρέστα ηθοποιίας. Δεν συζητώ δε, τον πρωταγωνιστή Τζον Χόκς, που κρατά και το δυσκολότερο ρόλο! Θα έδινα Όσκαρ στον υπεύθυνο της επιλογής των ηθοποιών (ελληνιστί: casting) για τις τρεις αυτές επιλογές. 
Υπόθεση: Στην ηλικία των 38 ετών, ο Μάρκ Ο΄Mπράιαν, ένας ποιητής που έχει μείνει τετραπληγικός λόγω πολιομυελίτιδας και έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, αποφασίζει πως δεν θέλει πλέον να είναι παρθένος. Με τη βοήθεια της σεξοθεραπεύτριάς του και την καθοδήγηση του ιερέα του έρχεται σε επαφή με την Σέριλ Κόεν-Γκριν, μια ειδική θεραπεύτρια και πρακτικό του σεξ, μια γυναίκα με παιδί, σύζυγο και υποθήκη. 
Σκηνοθεσία: Μπεν Λέβιν
Μμε τους: Τζον Χοκς, Έλεν Χαντ, Γουίλιαμ Μέισι
Προβάλλεται από 21/2/2013

(Κριτική μου στο myFilm)

Ο έρωτας της βασίλισσας (A royal affair)

Ο Νικολάι Αρσέλ έχει καταφέρει να γυρίσει μια δραματική ταινία για μια ερωτική ιστορία, που είναι ταυτόχρονα και μια ιστορία ίντριγκας και πολιτικών παθών. Ο συνδυασμός όλων αυτών των στοιχείων έχει ισορροπηθεί τέλεια και με τη βοήθεια της πιστής, ιδανικής απεικόνισης (περιβάλλον, ντεκόρ και κοστούμια αγγίζουν την τελειότητα ενός Τζέιμς Άιβορι) και των ερμηνειών την έστειλαν δίκαια στα Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας («αν και δεν έχει ελπίδα δίπλα στο Amour του Μίκαελ Χάνεκε», όπως μας είπε ο σκηνοθέτης μέσα από τη Skype σύνδεση που πέτυχε η εταιρεία διανομής). Ίσως το αδύναμο στοιχείο της ταινίας να είναι ο αργός ρυθμός στην εξέλιξη της ιστορίας, παρά το γεγονός ότι το σενάριο δεν είναι κακό.
Ο ρόλος του προβληματικού βασιλιά, που ανακαλύπτει τον εαυτό του, μετά τη φιλία του με το γιατρό των ανακτόρων, από τον Μίκελ Μπόε Φόλσγκαρντ εξυπηρετείται πραγματικά υπέροχα, ενώ ο Μαντς Μίκελσεν, είτε παίζει τον «κακό» Λε Σιφρ στο Casino Royal, είτε τον «καλό» γιατρό του βασιλιά στο Royal Affair παραμένει αδιάφορος και με το ίδιο αφηρημένο και κενό βλέμμα. Πολύ καλός ήταν στην τελευταία ταινία του «Το κυνήγι» του Τόμας Βίντεμπεργκ, όπου υποδυόταν τον δάσκαλο που κινδύνευσε η υπόληψή του και η καριέρα του, από το ψέμα μιας μαθήτριας για σεξουαλική παρενόχληση.
Αρκετά καλή είναι η Αλίσια Βικάντερ στο ρόλο της στερημένης βασίλισσας Καρολάιν, που δεν βρίσκει κατανόηση από τον παρανοϊκό σύζυγο και πέφτει στην αγκαλιά του άνευρου, πλην ονειροπόλου και παθιασμένου για μια καλύτερη κοινωνία, γιατρού Γιόχαν Στρούνζεε (του Μίκελσεν).
Χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις η μουσική των Όφορτ και Γιάρε δίνει σε μερικές δραματικές στιγμές το σωστό βάρος με τα -πραγματικά ονειρικά και καταθλιπτικά- μπάσα της, ενώ και η φωτογραφία του χειμωνιάτικου τοπίου της Δανίας είναι ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η ταινία.
Υπόθεση: Μια νεαρή βασίλισσα, στη Δανία του 18ου αιώνα, παντρεμένη με έναν ψυχικά διαταραγμένο βασιλιά, ερωτεύεται κρυφά τον γιατρό της αυλής και μαζί ξεκινούν μια επανάσταση που θα αλλάξει για πάντα ένα ολόκληρο έθνος. 
Σκηνοθεσία: Νικολάι Αρσέλ
Μμε τους: Μαντς Μίκελσεν, Αλίσια Βικάντερ, Μίκελ Μπόε Φόλσγκαρντ, Τρίνε Ντίρχολμ, Ντέιβιντ Ντένσικ, Σιρόν Μέλβιλ
Προβάλλεται από 21-2-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

15/2/13

Οι άθλιοι (Les Misérables )

Μια αριστουργηματική ταινία βασισμένη στο επιτυχημένο μιούζικαλ, το οποίο με τη σειρά του έχει στηριχθεί στο διάσημο (και διαχρονικό) μυθιστόρημα του Βίκτορος Ουγκώ. Ένα μυθιστόρημα, που εξελίσσεται σε μια διάρκεια 20 ετών περίπου και περιλαμβάνει πολλές επί μέρους ιστορίες με ανθρώπους κυρίως του («άθλιου») περιθωρίου και βασικό ήρωα τον Γιάννη Αγιάννη, που από κλέφτης και σκληρός κατάδικος, μετά την αποφυλάκισή του μετατρέπεται στην κυριολεξία σε άγιο άνθρωπο, που βοηθάει τους φτωχούς και τους αδύναμους μέχρι το βαθμό να εκλεγεί δήμαρχος σε μια μικρή πόλη και να συνεχίσει εκεί το έργο του με ψευδώνυμο. Ο Χιού Τζάνκμαν υποδύεται έξοχα το χαρακτήρα του Αγιάννη, που προσπαθεί να γίνει καλύτερος, αλλά το παρελθόν του δεν τον αφήνει.  Διαθέτει μάλιστα και εξαιρετική φωνή, η οποία βγαίνει αβίαστα χωρίς να επηρεάζει την υποκριτική του ικανότητα, αντίθετα τη συμπληρώνει.
Από την άλλη, ο Ράσελ Κρόου που υποδύεται το διώκτη του, τον Ιαβέρη, έναν σκληρό και αδίστακτο επιθεωρητή της αστυνομίας, που δεν αφήνει σε ησυχία τον Αγιάννη, αποτελεί τη μεγάλη έκπληξη. Όχι από την άποψη της υποκριτικής, αλλά της φωνητικής του ικανότητας, που αγγίζει, τη δυναμική ενός τενόρου της λυρικής
Υπέροχοι είναι και οι υπόλοιποι συντελεστές της ταινίας, με αποκορύφωμα το ζεύγος των «κακών» Θερναντιέ, που υποδύονται η Έλενα Μπόναμ Κάρτερ και ο Σάσα Μπαρόν Κοέν, που δίνουν και μια κωμική νότα στην ταινία, ενώ το αίσθημα μεταξύ της Κοζέτ και του Μάριου (Μάριο και Τιτίκα, τους γνωρίσαμε οι παλαιότεροι), στο τρίτο μέρος, αποδίδεται αριστουργηματικά από τους Αμάντα Σέιφριντ (γνωστή από την ταινία Mamma Mia!) και τον Έντι Ρέντμαϊν.
Η σκηνοθεσία του Τόμ Χούπερ, καταφέρνει να κρατήσει το πνεύμα του συγγραφέα Βίκτορα Ουγκό (που σ’ αυτό το μυθιστόρημα αναπτύσσει τις απόψεις του σχετικά με τη θρησκεία, την πολιτική και την κοινωνία) και ξεκινά την ιστορία όχι από την περιγραφή της κλοπής του Αγιάννη και της σύλληψής του και της ζωής του στο κάτεργο, αλλά από την απόλυσή του και μετά. Έτσι, η ταινία δίνει περισσότερο βάρος στη συναισθηματική πορεία του ήρωα και μέσα από αυτή περιγράφει τον κοινωνικό περίγυρο της εποχής, τη διαφθορά, την πτώση των αξιών, την οικονομική εξαθλίωση, την απογοήτευση, την απόγνωση του λαού (αν αυτό σας θυμίζει κάτι) και την εξέγερση, μέσα από ένα καλά μελετημένο κρεσέντο δράσης και μουσικής, που είναι και το ατού της ταινίας.
Οι φίλοι των μιούζικαλ (και της όπερας τολμώ να πω), θα λατρέψουν τους «Αθλίους» του Τομ Χούπερ.
Οι φίλοι του κινηματογράφου, θα δουν μια ταινία που «τα έχει όλα»: Σφικτή σκηνοθεσία, εκπληκτικές ερμηνείες, ωραία κοστούμια και ντεκόρ, επική μουσική, ατμόσφαιρα, δράση, αγωνία, αίσθημα, κοινωνική (και πολιτική) κριτική και ψήγματα από λεπτό χιούμορ.
 Σκηνοθεσία Τομ Χούπερ
Με τους Χιου Τζάκμαν, Ράσελ Κρόου, Αν Χαθαγουέι, Αμάντα Σέιφριντ, Σάσα Μπαρόν Κοέν, Έλενα Μπόναμ Κάρτερ, Έντι Ρεντμέιν, Σαμάνθα Μπαρκς
Προβάλλεται από 14-2-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

Παράδεισος του έρωτα (Paradies: Liebe)

Τελικά, ποιος χάνει πρώτος την αξιοπρέπειά του; Αυτός που πληρώνει για να γευτεί τον έρωτα, ή αυτός που πληρώνεται για να τον προσφέρει; Δικαιολογίες υπάρχουν και από τις δύο πλευρές, τόσο από αυτούς/αυτές που τον αναζητούν σε ξωτικές τοποθεσίες (οι άντρες στην Ταϋλάνδη όπως στην ταινία Teddy Bear πριν λίγο καιρό και οι γυναίκες κατά την ταινία στην Κένυα), όσο και από αυτές/αυτούς που τον προσφέρουν.
Αν ασκήσεις κριτική σ’ αυτούς τους χαρακτήρες, δεν είναι απίθανο να χαρακτηρισθείς και ρατσιστής, αν πάλι τους αφήσεις στο απυρόβλητο, το αρχικό ερώτημα θα μείνει αναπάντητο.
Η ουσία είναι ότι ενώ ο «Παράδεισος του έρωτα» ξεκινάει με μια αξιοπρεπή αντιμετώπιση του θέματος, τόσο από την πλευρά της παχουλής και ώριμης κυρίας που έχει δικαίωμα στις χαρές της ζωής, όσο και από την πλευρά των εξαθλιωμένων ντόπιων, που έχουν ανάγκη του εισαγόμενου συναλλάγματος, στο δεύτερο μέρος κάνει μια ανατροπή, που είναι να τους λυπάσαι όλους και πρώτο-πρώτο το σκηνοθέτη (αναρωτιέμαι πού πήγαν τα 3,6 εκατομμύρια € της παραγωγής;).
Στο δεύτερο μέρος λοιπόν, η ταινία σοκάρει με τον κυνισμό της και τη χυδαιότητα των σκηνών της, που προσωπικά δεν είδα σε τι αποσκοπούν, πέραν από το να μας δείξουν ότι η ηρωίδα ήταν πάρα πολύ αφελής που περίμενε να βρει τον πραγματικό έρωτα σ’ εκείνο το μέρος.
Ηθικό δίδαγμα: η χώρα μας καλό θα είναι να ξεκινήσει μια επιθετική εκστρατεία στο είδος του τουρισμού της δεκαετίας του ‘60, που τα νοικιαζόμενα δωμάτια ήταν ζεστά και φιλόξενα και οι παραλιακές ταβέρνες είχαν ψάθινες καρέκλες (γιατί τα πλαστικά της Κένυας μου έβγαλαν τα μάτια) και τραπέζια με καρό τραπεζομάντιλα που σερβίριζαν αγνά ελληνικά προϊόντα και όχι γκουρμέ και σος μπερνέζ, που βρίσκω σήμερα και στις πιο ψηλές βουνοκορφές της Πίνδου.
Στους δε κρυόπλαστους, που έδωσαν € 3,6 εκατ. € για να γυριστεί αυτή η ταινία, θα πρέπει να προσφέρουμε στο εξής και το παλιό «λεβέντικο» καμάκι και τη γνήσια χωριάτικη (ολίγον brutal) φιλοξενία μας, διότι μεταβήκαμε πολύ απότομα από τη γεωργική μας φύση στη μεταβιομηχανική και χάσαμε το μπούσουλα και την αξιοπιστία μας.
Όχι τίποτα άλλο, αλλά ξεχάσαμε ότι εμείς πλασάραμε πρώτοι τον τύπο του Ζορμπά και πολύ γρήγορα τον στείλαμε, πρώτα στο χρηματιστήριο και αργότερα για διακοπές σε κάτι παραλίες σαν κι αυτές της ταινίας. 
Σκηνοθεσία Ούλριχ Ζάιντλ
Με τους Μάργκαρετ Τίζελ, Πίτερ Καζούνγκου, Ίνγκε Μο, Ντούνζα Σόβινετζ, Γκάμπριελ Μουάρουα, Κάρλος Μκουτάνο
Προβάλλεται από 14-2-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

Πολύ σκληρός για να πεθάνει σήμερα (Die Hard 5)

Μετά τους πατεράδες με τις κόρες, που καταδιώκονται από τους «κακούς» ήρθε και ο Μακ Λέιν με το γιο του να καταδιώκεται και αυτός, από Ρώσους αυτή τη φορά. Τον Μακ Λέιν όλοι τον θυμόμαστε… Δράση σε ξέφρενο ρυθμό, εξυπνακίστικες ατάκες, καμιά φορά και πραγματικό χιούμορ. Ε, λοιπόν, πάει κι αυτός. Ξόφλησε.
Τι να το κάνω εγώ, που Μακ Λέιν και υιός ισοπεδώνουν στη Μόσχα ό,τι είχε αφήσει όρθιο ο Τζέιμς Μποντ του Πιρς Μπρόσναν; Οι ερμηνείες των Μπρους Γουίλις και Τζέι Κόρτνεϊ βρίσκονται στο επίπεδο «άντε να τελειώνουμε και μ’ αυτή την παραγωγή». Βαρεμάρα και έντονη η αίσθηση ότι διεκπεραιώνουν τους ρόλους τους.
Από την άλλη, να σου και ο «κακός» Σεμπάστιαν Κοχ, ίδιος ο Βαρβάκης. Λίγο ακόμα και θα τον ρωτούσε ο Μπρους Γουίλις «πού έχεις κρύψει το χαβιάρι;».
Κρίμα.
Υπόθεση: Ο βετεράνος σκληροτράχηλος πράκτορας φτάνει στη Μόσχα, αναζητώντας τον γιο του, με τον οποίο έχουν απομακρυνθεί τελευταία. Εκεί λοιπόν ανακαλύπτει πως ο Τζακ - το σπλάχνο του - δουλεύει ως μυστικός πράκτορας της κυβέρνησης και συγκεκριμενα στην προσωπική ασφάλεια ενός σημαντικού πληροφοριοδότη της Αμερικής, του Κομάροφ, προσπαθώντας να αποτρέψει μια καταστροφική κομπίνα που θα μπορούσε έτσι απλά να προκαλέσει τον μεγαλύτερο πυρηνικό εφιάλτη της ανθρωπότητας. Θέτοντας σε κίνδυνο τις ζωές τους, οι αδιόρθωτοι, αεικίνητοι Μακλέιν δεν διστάζουν να αναμετρηθούν με το πιο σκληρό κομμάτι της Ρώσικης μαφίας και προσπαθούν να ξεπεράσουν τα απροσδόκητα εμπόδια, προκειμένου να καταφέρουν να προστατέψουν τον Κομάροφ και να αποτρέψουν ένα καταστροφικό έγκλημα στην περιοχή του Τσέρνομπιλ.
Σκηνοθεσία Τζον Μουρ
Με τους Μπρους Γουίλις, Τζέι Κόρτνεϊ, Σεμπάστιαν Κοχ, Μέρι Ελίζαμπεθ Γουινστέντ, Πάτρικ Στιούαρτ, Γιούλια Στιούαρτ
Προβάλλεται από 14-2-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

3/2/13

Χίτσκοκ (Hitchcock)

Είναι μαγεία να παρακολουθείς το παρασκήνιο μιας κινηματογραφικής παραγωγής. Γι’ αυτό άλλωστε και στα dvd των κινηματογραφικών ταινιών περιλαμβάνονται και διάφορα έξτρα από τα γυρίσματα ή και συζητήσεις με τους συντελεστές της. Το ενδιαφέρον μάλιστα, γίνεται μεγαλύτερο, όταν το παρασκήνιο έχει σχέση με το μεγάλο και ανεπανάληπτο «μετρ του suspense» Άλφρεντ Χίτσκοκ.
Η ταινία δεν είναι βιογραφική, αλλά περιγράφει τις μέρες του Χίτσκοκ πριν και κατά τα γυρίσματα της αξέχαστης ταινίας «Ψυχώ». Μας δείχνει τον Χίτσκοκ, πως αποφάσισε να γυρίσει την ταινία, με τι κριτήρια διάλεξε σεναριογράφο και ηθοποιούς και πως κλονίστηκε η σχέση του με τη σύζυγό του, η οποία τελικά τον στήριξε σ’ αυτή την προσπάθεια, ενώ δεν υπήρχαν ελπίδες να βρει παραγωγό, διότι η ταινία είχε χαρακτηριστεί προκλητική για την εποχή της.
Ο σκηνοθέτης Σάσα Τσερβάζι καταφέρνει να δώσει ένα ντοκιμαντερίστικο στυλ στην ταινία, παρά τις λίγες μεταφυσικές σκηνές που παρεμβάλλονται όταν σκέφτεται ο Χίτσκοκ, βάζοντας μάλιστα τον Χίτσκοκ-Χόπκινς να μας απευθύνει το λόγο άμεσα μπροστά στο φακό κατά την έναρξη, αλλά και στο τέλος της.
Ο Άντονι Χόπκινς είναι απλά υπέροχος για άλλη μια φορά και χωρίς να μοιάζει απόλυτα στον Χίτσκοκ (πώς θα ήταν δυνατόν άλλωστε;), τον θυμίζει έντονα και ειδικά στο προφίλ του. Όσο για τον χαρακτήρα, θεωρώ ότι μόνον ο Χόπκινς θα μπορούσε να ενσαρκώσει έναν άνθρωπο σαν τον Χίτσκοκ, με τις εμμονές του και τις αδυναμίες του απέναντι στις γοητευτικές πρωταγωνίστριές του.
Η Έλεν Μίρεν παίζει με εσωτερικότητα το ρόλο της Άλμα Ρεβίλ, συζύγου του και συνεργάτιδάς του, που επηρέαζε άμεσα τον Χίτσκοκ, ενώ η Σκάρλετ Γιόχανσον στο ρόλο της Τζάνετ Λι είναι εξόχως πειστική ως ξανθιά στάρλετ του Χόλιγουντ αρκούντως αγχωμένη απέναντι στον μεγάλο σκηνοθέτη. Κρίμα, που ο Τζέιμς Ντ’ Άρσι, στο ρόλο του Άντονι Πέρκινς εμφανίζεται πάρα πολύ λίγο, γιατί είναι τέλειος σε εκφραστικότητα και κίνηση, ώστε νομίζεις ότι έχεις μπροστά σου τον αξέχαστο και διαταραγμένο πρωταγωνιστή εκείνης της ταινίας.
Για τους νεώτερους σε ηλικία, η ταινία αυτή είναι, μια καλή αρχή να μελετήσουν το φαινόμενο Χίτσκοκ και να δουν μερικές από τις ταινίες του, που διακινούνται στα dvd-clubs και απαραιτήτως το «Ψυχώ». Ο άνθρωπος, μπορούσε να βγάλει φιλμ αγωνίας (σωστό θρίλερ) ακόμα και μέσα από αισθηματικές ιστορίες όπως π.χ. η «Ρεβέκκα».
Σκηνοθεσία: Σάσα Τζερβάζι
Με τους: Άντονι Χόπκινς, Έλεν Μίρεν, Σκάρλετ Γιόχανσον, Τζέιμς Ντ’ Άρσι, Τζέσικα Μπιλ, Τόνι Κολέτ, Ραλφ Μάτσιο 
Προβάλλεται από 7-2-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

Τα μυθικά πλάσματα του νότου (Beasts of the southern wild)

Μια ταινία γεμάτη λυρισμό και με ένα τέλος που αποπνέει αισιοδοξία. Μια ταινία για τον κόσμο μας και τις αντιφάσεις του. Για τους ανθρώπους αυτούς που βρίσκουν τη δύναμη να στέκονται ζωντανοί, ακόμα και όταν βλέπουν ότι το μέρος που τους γέννησε πεθαίνει και ταυτόχρονα διατηρούν την ελπίδα και το εορταστικό πνεύμα που το καθορίζει.
Αυτοί οι άνθρωποι, είναι η εξάχρονη Χάσπαπι και ο πατέρας της Γουίνκ, που ζουν σε μια περιοχή τόσο μακριά, αλλά και τόσο κοντά μας. Σε μια περιοχή γεμάτη λάσπη, βρώμα και βιομηχανικά σκουπίδια, η οποία πλήττεται από κυκλώνες (Νότια Λουιζιάνα) που δεν σου επιτρέπουν να σηκώσεις κεφάλι. Κι όμως η Χάσπαπι (η 11χρονη Κουβένζανε Γουάλις φοράει τα γυαλιά σε μεγάλους ηθοποιούς) αντέχει, μάχεται να επιβιώσει και προσπαθεί να σώσει και τον πατέρα της (έξοχος και ο Ντουάιτ Χένρι), ο οποίος με τη σειρά του, αφού την έχει διδάξει πώς να αντιστέκεται, αρνείται την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των «πολιτισμένων» και θέλει να γυρίσει στο δικό του περιβάλλον, που τον γιατρεύει πρώτα ψυχολογικά και σωματικά στη συνέχεια.
Είναι πραγματικά μυθικό πλάσμα η Χάσπαπι, που βρίσκει το θάρρος να αντιμετωπίσει, όχι μόνον τα στοιχεία της φύσεως, όχι μόνο τους «πολιτισμένους» που θέλουν να τη σώσουν, αλλά και τα πλάσματα που ξυπνούν μέσα από τους πάγους του Νότιου Πόλου που λιώνουν (άλλη μια επιτυχημένη αλληγορία).
Και να σκεφτεί κανείς, ότι οι πρωταγωνιστές της ταινίας δεν είναι επαγγελματίες ηθοποιοί, αλλά απλοί άνθρωποι από την Ονδούρα. Εκεί πήγε και τους ψάρεψε ο Μπεν Ζάιτλιν, ο σκηνοθέτης που ήθελε να γεμίσει τη ζωή του και τις ταινίες του «με άγριους, γενναίους και καλόκαρδους ανθρώπους», όπως δηλώνει.
Μια άριστη ταινία, από έναν άριστο σκηνοθέτη, που «λέει πολλά», χωρίς πολλά λόγια και έξοδα, αφού είναι γυρισμένη εξ ολοκλήρου στη φύση –στην εχθρική μα και φιλική συνάμα- και συνοδεύεται από υποβλητική μουσική. Ο Μπεν Ζάιτλιν έχει κάνει μια ταινία γεμάτη ανθρωπιά και με αγάπη για το περιβάλλον. Ένα περιβάλλον που υπάρχει αρμονικά γύρω μας και όταν κάτι πάει να σπάσει την ισορροπία του, το ωθεί να δημιουργήσει κάτι καινούργιο. Επειδή η Φύση απεχθάνεται το Κενό.
Υπόθεση: Σε μία ξεχασμένη αλλά δυναμική κοινότητα, αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, ζει η εξάχρονη Χάσπαπι στο όριο της ορφάνιας. Η μητέρα της έχει φύγει από καιρό, ο πατέρας της είναι ένας άγριος σε διαρκές ξεφάντωμα, κι εκείνη έχει αφεθεί στην τύχη της σε ένα απομονωμένο περιβάλλον γεμάτο ημιάγρια ζώα. Αντιλαμβάνεται το φυσικό κόσμο σαν ένα εύθραυστο ιστό πραγμάτων, και το σύμπαν ολόκληρο εξαρτάται από αυτά τα πράγματα να δένουν αρμονικά και σωστά μαζί. Όταν μια καταιγίδα σηκώνει τα νερά, ο μπαμπάς της αρρωσταίνει, και άγρια ζώα ξυπνούν από τους παγωμένους τάφους τους, η Χάσπαπι βρίσκει τη φυσική τάξη όλων των αγαπημένων πραγμάτων γύρω της να καταρρέει. Απεγνωσμένη να αποκαταστήσει τη δομή του κόσμου της, για να σώσει το σπίτι της και τον πατέρα της , αυτός ο μικροσκοπικός ήρωας πρέπει να μάθει πως να επιβιώσει από μια ασταμάτητη καταστροφή επικών διαστάσεων. 
Σκηνοθεσία: Μπεν Ζάιτλιν
Με τους: Κουβενζχανέ Γουόλις, Ντουάιτ Χένρι
Πρβάλλεται από 7-2-2013

(Κριτική μου στο myFilm)