28/2/11

Τι κρίμα

Κανείς δεν έρχεται να δει και να θαυμάσει
Αυτήν την όαση
Που μερικοί
Περνώντας μέσα
Απ' την οδύνη της απώλειας
Δημιούργησαν για μας.

(Ποίημα του Τάσου Δενέγρη από τον τόμο «Μιλάει ο αγριόχοιρος», Υψιλον/Βιβλία, 2008)

20/2/11

Ο κόσμος είναι μεγάλος και η σωτηρία της ψυχής βρίσκεται στη γωνία

Δεν πρόκειται για ένα τυχαίο αφορισμό, αλλά για τίτλο ταινίας. Μιας ταινίας για τη ζωή, την τύχη, τις δυνατότητες και τις πιθανότητες που έχουμε για να επιβιώσουμε αρμονικά, τόσο με τον εαυτό μας, όσο και με τους γύρω μας. Μια ταινία, γεμάτη χιούμορ, που υμνεί, τόσο την επίλυση κάθε δυσκολίας της ζωής, όσο και την έλξη των αντίθετων ανθρώπινων χαρακτήρων. Μια ιστορία στην οποία όλα είναι δυνατά (όπως και στο τάβλι, που παίζει κυρίαρχο ρόλο στην αφήγηση).

Έπειτα από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ο Άλεξ δεν μπορεί να θυμηθεί ποιος είναι. Για να μπορέσει να του επαναφέρει τη μνήμη, ο παππούς του ο Μπάι Νταν ταξιδεύει στη Γερμανία, προκειμένου να οργανώσει ένα ταξίδι στο παρελθόν, ένα ταξίδι μνημών πίσω στη χώρα που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Σύννεφα «γεμίζουν» τα μέχρι τότε ειδυλλιακά παιδικά χρόνια του Άλεξ, ο οποίος ζει σε μια μικρή επαρχιακή πόλη στη Βουλγαρία του 1980. Η τοπική αστυνομία πιέζει τον πατέρα του να κατασκοπεύσει και να καταδώσει τον πεθερό του, τον Μπάι Νταν, που είναι ο βασιλιάς του ταβλιού στην περιοχή. Η οικογένεια πολύ γρήγορα αποφασίζει να μεταναστεύσει στη Δύση για να γλιτώσει από όλα αυτά. 25 χρόνια μετά, ο Άλεξ βρίσκεται στο νοσοκομείο μετά από έναν βαρύ τροχαίο, στο οποίο σκοτώθηκαν και οι δυο του γονείς. Εκεί πηγαίνει να τον βρει ο παππούς του, που θέλει να τον βοηθήσει. Ενώ «ταξιδεύουν» διαμέσου του χρόνου και του τόπου, διασχίζουν τη μισή Ευρώπη παίζοντας τάβλι, το πιο απλό και συνάμα περίπλοκο από όλα τα παιχνίδια. Αυτή η καθημερινότητα βοηθά τον Άλεξ να συνειδητοποιήσει ποιος είναι, καθώς το τάβλι μπορεί να ξεκλειδώσει όλο του το παρελθόν.

Η σκηνοθεσία είναι του Στεφάν Κομαντάρεφ, ο οποίος για την ταινία του αναφέρει τα εξής: «Το κεντρικό νόημα της ιστορίας με συναρπάζει τόσο γιατί πραγματεύεται μερικά από τα πιο σημαντικά αλλά και απλά ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης : ποιος είμαι, ποιες είναι οι ρίζες μου, πως πρέπει να ζω τη ζωή μου; Η ανακάλυψη προσωπικών και συγκεκριμένων απαντήσεων σε αυτά τα ερωτήματα, προϋποθέτει ένα δύσκολο πνευματικό ταξίδι βάσει του χαρακτήρα του καθενός. Κάποιος μπορεί να ξεκινήσει το ταξίδι από μόνος του, κάποιος άλλος όμως μπορεί να δοκιμάσει μια άλλη λύση, που προέρχεται από την Ανατολή : να πραγματοποιήσει το ταξίδι ως μαθητευόμενος πλάι σε έναν δάσκαλο (γκουρού), που έχει ήδη βρει τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά.
Πολλοί από τους φίλους και τους συγγενείς μου μετανάστευσαν στη Δύση έχοντας στις αποσκευές τους ελπίδες και όνειρα. Στη συνέχεια, οι ελπίδες αυτές ανακατεύτηκαν με τη νοσταλγία και τη σύγχυση, όπως ακριβώς συμβαίνει με μια ξένη γλώσσα όταν αυτή διεισδύει στη ντόπια λαλιά του καθενός. Μένεις ή φεύγεις; Επιστρέφεις στο σπίτι σου ή προσπαθείς να προσαρμοστείς στη νέα σου πατρίδα; Σε ποιον κόσμο ανήκεις : σε αυτόν που γεννήθηκες ή σε αυτόν που θα πεθάνεις;
Για πρώτη φορά στον κινηματογράφο, μια ταινία ασχολείται με το τάβλι, τη φιλοσοφία του και τη δική του θεώρηση για τον κόσμο. Η γοητεία των παιχτών του ταβλιού, το λεκτικό τους ιδίωμα και τα χαρακτηριστικά τους αστεία, καθώς και η αινιγματική ατμόσφαιρα που υπάρχει στα στέκια του παιχνιδιού, όλα αυτά φτιάχνουν έναν ιδιαίτερο κόσμο. Το τάβλι είναι το αρχαιότερο παιχνίδι. Το συναντάς σε όλο τον κόσμο, είναι όμως πιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των Βαλκάνιων. Στην ιστορία της ταινίας μου, μέρος του χαρακτήρα των ηρώων είναι το τάβλι : καθοδηγεί τα πεπρωμένα τους διαμέσου του χρόνου και του τόπου. Οδηγός σε αυτό το ταξίδι είναι ο Μπάι Νταν, ο βασιλιάς του ταβλιού. Ευφυής και ευγενικός, η “φωνή” του οδηγεί τα γεγονότα με τη φρόνηση και το χιούμορ ενός σύγχρονου φιλοσόφου».

Πρωταγωνιστουν οι: Μίκι Μανόλοβιτς, Κάρλο Λιούμπεκ, Χρίστο Μουταφτσίεφ και Άννα Παπαδοπούλου

Η ιστορία της ταινίας, που γυρίστηκε το 2008 και έκτοτε έχει πάρει αρκετά βραβεία σε όποια φεστιβάλ πήγε, βασίστηκε στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Ilija Trojanow, που έγινε μπεστ σέλερ στη Βουλγαρία και την αναφέρω επειδή αυτές τις μέρες προβάλλεται στον κινηματογράφο της γειτονιάς μας, (ΔΙΑΝΑ - Περικλέους, πάνω από το σταθμό ΗΣΑΠ).

5/2/11

Αντικοινωνική συμπεριφορά

Καιρό είχα να ασχοληθώ με τους πολυπληθείς αναγνώστες μου, που κατά καιρούς με τιμούν με τα mails τους.
Το πράττω σήμερα.
Αφορμή στάθηκε πρόσφατο μήνυμα της φίλης αναγνώστριας Μαρίνας (με την επιθυμία να μη δημοσιεύσω το επώνυμό της) που μου γράφει: «Κύριε Πολύδωρε. Τώρα τελευταία, η στήλη σας δεν έχει μια σταθερή θέση και κάθε Σάββατο αναγκαζόμαστε να ξεφυλλίζουμε την εφημερίδα για να σας βρούμε. Γιατί συμβαίνει αυτό;».
Αγαπητή μου κ. Μαρίνα, όχι μόνον εσείς, αλλά και άλλοι αναγνώστες και αναγνώστριες, που είχαν συνηθίσει πολύ καιρό τώρα να με βρίσκουν πάντοτε στην ίδια θέση, μου υπέβαλαν το ίδιο ερώτημα.
Σήμερα είμαι υποχρεωμένος πλέον να απαντήσω, αποκαλύπτοντας μικρά μυστικά της δουλειάς.
Όπως είχε διαπιστωθεί από τους ειδικούς ερευνητές της εφημερίδας, ύστερα από εμπεριστατωμένη

1/2/11

Οι Διακοπές Του Κ. Ιλό (1953 - Les Vacances De M. Hulot)

Γιατί στις 100: Γιατί ενώ δεν ανήκει χρονολογικά στην κατηγορία του βωβού κινηματογράφου, έχει πρωταγωνιστή έναν τύπο που μιλά ελάχιστα και δημιουργεί ή πέφτει στις γνωστές κλισέ γκάφες του βωβού κινηματογράφου. Πρόκειται για γάλλο ήρωα αντίστοιχο του Σαρλώ, ψηλόλιγνο, άχαρο με παντελόνια που συνήθως φτάνουν μέχρι τον αστράγαλο και κινήσεις που αγγίζουν τα όρια του μπαλέτου. Αλλά σ’ αυτό το φιλμ δεν είναι μόνον ο ήρωας που απασχολεί τον σκηνοθέτη. Είναι ο τρόπος που κάνουν διακοπές οι μεσο- και μικροαστοί γάλλοι, ο τρόπος που συμπεριφέρονται στο καλοκαιρινό θέρετρο, όπου καταφθάνει ο πρωταγωνιστής μας και ανατρέπει κάθε καθιερωμένη συμπεριφορά. Η ταινία δεν είναι μια κωμωδία που βασίζεται πάνω στον κ. Ιλό. Είναι μια κοινωνική κριτική, δια μέσου του κ. Ιλό, μια παρατήρηση πολλών μικρών λεπτομερειών που δίνουν ένα εξωφρενικό κοινωνικό σύνολο. Μια παρατήρηση, που δεν είναι κουτσομπολίστικη, αλλά εκλεκτική και αριστοκρατική. Εξαιρετικά έξυπνη και διασκεδαστική ταινία, η οποία συνιστάται για πλήρη χαλάρωση.
Δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει υπόθεση. Απλά, ακολουθούμε το μοναχικό κ. Ιλό, να παίρνει την άδειά του και να πηγαίνει για διακοπές σε παραλιακό θέρετρο.
Σκηνοθεσία – Πρωταγωνιστής: Ζακ Τατί

Σιωπηλός Μάρτυς (1958 – Rear Window)

Γιατί στις 100: Γιατί είναι κινηματογράφος… μέσα στον κινηματογράφο. Μια ταινία αγωνίας, από έναν επιδέξιο σκηνοθέτη που μας πείθει «με ευγενικό τρόπο», ότι το να κρυφοκοιτάζουμε μέσα από το παράθυρό μας τις κινήσεις των γειτόνων, μπορεί να εξελιχθεί σε τρομερά επικίνδυνη υπόθεση. Μη σας πω και μοιραία. Καλύτερα να παρακολουθούμε τηλεόραση, που λέει ο λόγος. Ευρηματικό σενάριο, σωστά δομημένοι χαρακτήρες και εξαιρετικές ερμηνείες είναι τα χαρακτηριστικά της ταινίας, την οποία πολλοί σκηνοθέτες μιμήθηκαν αργότερα. Ήταν υποψήφια και για 4 Όσκαρ.
Υπόθεση: Επαγγελματίας φωτογράφος καθηλώνεται σπίτι του, λόγω του σπασμένου του ποδιού και περνάει την ώρα του παρατηρώντας τους γείτονες με τον τηλεφακό της μηχανής του, από το πίσω παράθυρο, που βλέπει σε πολυκατοικία αρκετών διαμερισμάτων. Ώσπου θα γίνει μάρτυρας ενός εγκλήματος, κατά τα φαινόμενα. Ποιος θα τον πιστέψει όμως, όταν δεν έχει άλλες αποδείξεις εκτός από το γεγονός ότι κρυφοκοίταζε; Έτσι, αναλαμβάνει να αποκαλύψει το υποτιθέμενο έγκλημα, χρησιμοποιώντας την όμορφη φίλη του, που τον επισκέπτεται πότε – πότε. Το κακό είναι ότι ο ύποπτος για το φόνο, αντιλαμβάνεται τις κινήσεις τους και αντιδρά.
Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ
Πρωταγωνιστούν: Τζέιμς Στιούαρτ, Γκρέις Κέλι

Τα παιδιά των ανθρώπων (2006 – Children Of Men)

Γιατί στις 100: Όχι μόνο για το πιο δυσάρεστο σενάριο σχετικά με το μέλλον της ανθρωπότητας, όσο για τα καταπληκτικά ντεκόρ της ταινίας, τα οποία αποτελούνται από σημερινές τοποθεσίες φωτογραφημένες και κινηματογραφημένες κατάλληλα. Πρόκειται για μια από τις καλύτερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας (γνήσιας, βασισμένης πραγματικά σε επιστημονικά δεδομένα) που έχω δει, η οποία προσεγγίζει ανατριχιαστικά τη σύγχρονη πραγματικότητα. Πείθει για τη συνέπειά της, στο είδος της επιστημονικής φαντασίας, ταυτόχρονα ανακαλεί υπαρκτά προβλήματα χωρίς να γίνεται υπερβολική και χωρίς να χρησιμοποιεί φουτουριστικά οπτικά και ηχητικά εφέ.
Υπόθεση: Το 2027, στο Λονδίνο. Πάνω σε ένα πλανήτη όπου πλέον δε γεννιούνται παιδιά, η κοινωνία μοιάζει με καζάνι έτοιμο να εκραγεί. Ο μικρότερος άνθρωπος είναι ηλικίας 17 ετών. Υπερπληθυσμός και ανεργία. Οι μετανάστες διώκονται σαν άγρια ζώα. Αθλιότητα, υποβάθμιση της ζωής και καθημερινός ζόφος. Ο στρατός κάνει κουμάντο παντού. Ο ήρωας μας, παθητικός και απόλυτα συμβιβασμένος, βλέπει αναπάντεχα το μέλλον του κόσμου να εξαρτάται από τη δική του δράση. Πρέπει να σώσει το μοναδικό μωρό που υπάρχει και είναι κοριτσάκι.
Σκηνοθεσία: Αλφόνσο Κουαρόν
Πρωταγωνιστούν: Κλάιβ Όουεν, Τζούλιαν Μουρ, Μάικλ Κέιν, Τσάρλι Χάναμ

Match Point (2005)

Γιατί στις 100: Επειδή είναι μια σύγχρονη ματιά στο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι «Έγκλήμα και τιμωρία» και η ματιά αυτή προέρχεται από τον Γούντι Άλεν, ο οποίος μέσα από αυτή την ταινία σε πρώτο επίπεδο, εξετάζει την τύχη και την επίδρασή της στις ζωές μας. Σε δεύτερο, έχουμε ένα αίσθημα και μπόλικο ερωτισμό, μέσα από μια σχέση πάθους, του οποίου ο σκηνοθέτης εξετάζει και τα όρια. Εξαιρετική η πρώτη Λονδρέζικη ταινία του Άλεν, με ένα σφιχτό και ανατρεπτικό –σε βαθμό κωμωδίας- σενάριο, με μεστούς και όχι επίπεδους χαρακτήρες ενώ οι διάλογοί του είναι εξαιρετικοί, γεμάτοι καυστικό χιούμορ και ειρωνεία. Το τέλος της ταινίας του είναι σαρκαστικό και μελαγχολικό συνάμα να πούμε ότι είναι επηρεασμένο από τον Χίτσκοκ.
Υπόθεση: Νεαρός δάσκαλος τένις, εισέρχεται στον κύκλο μίας εύπορης οικογένειας όταν αναλαμβάνει να κάνει μαθήματα στη κόρη, την οποία και παντρεύεται. Αναπάντεχα, μπλέκεται και σε μία παράνομη σχέση που θα τον βυθίσει σε αδιέξοδο και, όταν αποφασίσει να αναλάβει δράση για να ξεφύγει, τότε θα οδηγηθεί στα άκρα.
Σκηνοθεσία: Γούντι Άλεν
Πρωταγωνιστούν: Τζόναθαν Ράις Μέγιερς, Σκάρλετ Γιόχανσον, Αλεξάντερ Άρμστρονγκ, Μπράιαν Κοξ, Έμιλι Μόρτιμερ

Οι Ασυγχώρητοι (1992 – Unforgiven)

Γιατί στις 100: Επειδή είναι ένα γουέστερν που καταδικάζει με τον τρόπο του τα γουέστερν, την αδικαιολόγητη βία, την ηθική της εποχής και την υποκρισία. Μια ελεγειακή ταινία, γύρω από τη ζωή στην άγρια δύση και την έννοια της οικογένειας όπως την έβλεπαν τότε. Κατά τ’ άλλα, ένα τυπικό γουέστερν με κορυφούμενη δράση. Με καταπληκτικές ερμηνείες από μια σειρά μεγάλων σε ηλικία, θα έλεγα, ηθοποιών που υποδύονται ήρωες «υπό απόσυρση», αλλά που δεν μπορούν να το βάλουν κάτω. Πρόκειται για άρτια ταινία, η οποία ήταν υποψήφια για 9 Όσκαρ και πήρε 4: Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Μοντάζ και Β’ Αντρικού Ρόλου στον Τζιν Χάκμαν.
Υπόθεση: Πιστολάς, έχει αποσυρθεί και ζει ειρηνικά και φτωχικά ως αγρότης με τα παιδιά του αλλά χωρίς τη γυναίκα του, την οποία βλέπουμε ότι έχει χάσει από την πρώτη σκηνή με βίαιο τρόπο. Όπως σκότωνε κι αυτός παλαιότερα. Ξαφνικά θα μάθει για την επικήρυξη δύο πιστολέρο έναντι 1.000 δολαρίων και θα αναγκαστεί να «επανέλθει», γιατί η οικογένειά του έχει ανάγκη τα χρήματα.
Σκηνοθεσία: Κλιντ Ίστγουντ
Πρωταγωνιστούν: Κλιντ Ίστγουντ, Τζιν Χάκμαν, Μόργκαν Φρίμαν, Ρίτσαρντ Χάρις

Koyaanisqatsi (1983)

Γιατί στις 100: Επειδή μιλούσε για το περιβάλλον… χωρίς λόγια σε μια περίοδο που δεν είχε αρχίσει ακόμα η φιλολογία για το μέλλον του πλανήτη μας. Το φιλμ είναι από εκείνα που σου εντυπώνονται. Θέλεις οι ανεπανάληπτες σκόρπιες εικόνες; Θέλεις η πρωτότυπη μουσική του Philip Glass; Η ταινία σου μένει.
Koyaanisqatsi είναι ινδιάνικη λέξη της φυλής των Χόπι και σημαίνει «ζωή εκτός ισορροπίας» ή «τρελή ζωή» και η ταινία αυτή που είναι η πρώτη και πιο γνωστή του σκηνοθέτη. Οι άλλες δύο είναι οι Powaqqatsi (1988) and Naqoyqatsi (2002) σχετικά με τον άνθρωπο και το περιβάλλον του, αλλά και τη σχέση του με την τεχνολογία.
Δεν έχει διάλογους, δεν έχει αφήγηση. Μόνον εικόνες που μιλούν στην καρδιά σου και στα συναισθήματά σου. Εικόνες από μεγάλες πόλεις, αστικά κέντρα, μικρές κωμοπόλεις και χωριά των Ηνωμένων Πολιτειών. Επί 90 λεπτά, η κάμερα κινείται πάνω, κάτω, κάθετα και οριζόντια, με μακρινά πλάνα ή κοντινά, με αργή, ή γρήγορη κίνηση για να προσδώσει ένταση. Με δύο λόγια είναι μια εκπληκτική ταινία, και, κατά τη γνώμη μου, ένα κλασικό έργο τέχνης.
Σκηνοθεσία: Γκόντφρεϊ Ρέτζιο