14/12/11

New Year' s Eve

Τι άλλο θα μπορούσε να έχει δημιουργήσει ο σκηνοθέτης Γκάρι Μάρσαλ για τις μέρες που έρχονται, τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, παρά μια «αγαπησιάρικη» ταινία. Μια ταινία ύμνο στην αγάπη, την ελπίδα, τη συγχώρεση, τις δεύτερες ευκαιρίες και τα νέα ξεκινήματα, όπως αναφέρει και το δελτίο τύπου της εταιρίας διανομής.
Πραγματικά, η φετινή ταινία του Μάρσαλ μοιάζει να είναι συνέχεια της περσινής «Valentine’ s Day». Μια ταινία πολλών γνωστών ηθοποιών, που υποδύονται ζευγάρια ή μοναχικούς ανθρώπους, οι οποίοι περιμένουν με αγωνία τη στιγμή που θα αλλάξει ο χρόνος: Ο άρρωστος πατέρας στο νοσοκομείο (Ρόμπερτ Ντε Νίρο) που περιμένει την κόρη (Χίλαρι Σουάνκ), η οποία όμως τρέχει και δεν φτάνει ως υπεύθυνη της γιορτής, η οποία πρέπει να βρει ηλεκτρολόγο να διορθώσει τα λαμπάκια της τεράστιας μπάλας, που θα κυλήσει στα τελευταία δευτερόλεπτα πριν το νέο έτος. Η μεσήλικας, ας πούμε, Μισέλ Πφάιφερ που τα παρατά όλα για να ζήσει μέσα σε λίγες ώρες, όσα δεν έκανε μια ολόκληρη ζωή και μπλέκει με ένα νεαρό που τις κάνει όλα τα τρελά χατίρια. Η Χάλι Μπέρι, που υποδύεται τη νοσοκόμα του Ντε Νίρο και τα παρατά όλα, επίσης, για να καθίσει δίπλα του. Ο Άστον Κούτσερ, που δεν πολυσυμπαθεί τις γιορτές και τα πανηγύρια, αλλά κλείνεται με μια τελείως αντίθετη σε αντιλήψεις στο ασανσέρ όλο το βράδυ. Ο Τζον Μπον Τζόβι που πρόκειται να τραγουδήσει το τραγούδι της πρωτοχρονιάς στην πλατεία και έχει μια προβληματική σχέση με την Κάθριν Χάιλ, ο Τζος Ντουχάμελ, η Σάρα Τζέσικα Πάρκερ, η Άμπιγκέιλ Μπρέσλιν, η Κάρλα Κουτζίνο, ο Ζακ Έφρον, ο Τιλ Σβάιγκερ, ο Λουντάκρις, η Λέα Μισέλ, η Σοφία Βεργκάρα, ο Τζέιμς Μπελούτσι, ο Μάθιου Μπρόντερικ και ένα σωρό ακόμα γνωστοί ηθοποιοί, κυκλοφορούν σ’ αυτή την εορταστικής ατμόσφαιρας ταινία.
Ο σκηνοθέτης Γκάρι Μάρσαλ που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μπρονξ ανέκαθεν είχε στενούς δεσμούς με την Νέα Υόρκη. Έτσι, είχε μια πλούσια πηγή αναμνήσεων για να αντλήσει έμπνευση. Λέει λοιπόν, για την ταινία: «Για μένα ήταν πάντα πολύ σπουδαία βραδιά, ακόμα και τότε που ήμουν μικρό παιδί. Είναι μια γιορτή που ταιριάζει περισσότερο στους μεγάλους, αλλά αρέσει πολύ και στα παιδιά, δεδομένου ότι υπάρχει ένας διάχυτος ενθουσιασμός. Πώς να μην νιώσουν ότι γίνεται κάτι σπουδαίο; Άσε που αν είναι αρκετά τυχερά, οι γονείς τους θα τα ξυπνήσουν εκεί, γύρω στα μεσάνυχτα, ώστε μισοκοιμισμένα ακόμα να υποδεχθούν με θόρυβο τον καινούργιο χρόνο. Εμείς θυμάμαι, στην οικογένειά μου, βαρούσαμε κατσαρολικά και φωνάζαμε από το παράθυρο. Μετά, όταν μεγάλωσα λίγο, πήγαινα στην Times Square για να δω τη μπάλα να πέφτει και πολύ αργότερα, ως μουσικός έπαιζα σε κάποια κλαμπ της περιοχής.
«Ήταν υπέροχο που ξανάζησα όλες αυτές τις στιγμές γυρίζοντας την ταινία,» συνεχίζει ο Μάρσαλ. «Άλλωστε αυτό κάνει και μια παραμονή Πρωτοχρονιάς στην Νέα Υόρκη. Ξυπνά αναμνήσεις. Σε κάνει να κοιτάς το μέλλον και το παρελθόν ταυτόχρονα και να σκέφτεσαι “Πού θα είμαι τέτοια μέρα του χρόνου;”»
Ξεχάστε, λοιπόν, τα προβλήματα και την οικονομική κρίση για λίγο και ξεχαστείτε μπροστά στη μεγάλη οθόνη και στη μαγεία του κινηματογράφου. Ο Γκάρι Μάρσαλ εγγυάται δύο διασκεδαστικές ώρες.

10/12/11

Βασιλιάς σε μια κόλαση

Θα σταθώ ιδιαίτερα σ' αυτή την ταινία που προβάλλεται αυτές τις μέρες, όχι μόνον επειδή είναι βασισμένη σε ένα πραγματικό περιστατικό, το οποίο έλαβε χώρα το δριμύ χειμώνα του 1915 στη νήσο Bastøy, στα νότια του Όσλο, αλλά και διότι είναι μια διαχρονική, πανανθρώπινη ιστορία αλληλεγγύης και αυταπάρνησης, που φέρνει αντιμέτωπα το αδάμαστο νεανικό πνεύμα, με το σκληρό πρόσωπο της εξουσίας ακόμα και όταν αυτή ασκείται από άνθρωπο που προσπαθεί να δείξει καλή θέληση. Αριστουργηματική είναι η φωτογράφηση των παγωμένων τοπίων και τέλεια η απόδοση των εξ ίσου ψυχρών απάνθρωπων χαρακτήρων αλλά και του ορμητικού και αδάμαστου νεανικού πνεύματος.

Η υπόθεση: Στις αρχές του 20ου αιώνα, σε ένα απομονωμένο σωφρονιστικό ίδρυμα ενός νησιού στα νορβηγικά φιόρδ, μια ομάδα από αγόρια ηλικίας 11 έως 18 ετών βιώνει καθημερινά συνθήκες εντονότατης σωματικής και ψυχολογικής βίας. Αντί να τους παρέχουν την απαιτούμενη εκπαίδευση, ο διευθυντής του ιδρύματος και οι φύλακες τούς υποβάλλουν σε επίπονες χειρωνακτικές εργασίες και σε κάθε μορφής εξευτελισμούς. Όμως, η άφιξη του 17χρονου Έρλινγκ στο ίδρυμα, πρόκειται να αλλάξει τα πράγματα, καθώς η σφοδρή του επιθυμία να αποδράσει, θα οδηγήσει σταδιακά τον ίδιο και τους συγκρατούμενούς του σε μια βίαιη εξέγερση ενάντια στο απάνθρωπο καθεστώς...

Τι λέει ο σκηνοθέτης: «Η ταινία αποτελεί κατά βάση μια διαχρονική ιστορία παραλογισμού, καταπίεσης και ανταρσίας. Παράλληλα, όμως, ανιχνεύει το κακό που “φωλιάζει” σε ιδρύματα αποκομμένα από τον υπόλοιπο κόσμο, εξετάζοντας το πόσο εύκολα μπορεί να χαθεί ο έλεγχος, όταν εκείνοι που θέτουν τους κανόνες καταφεύγουν σε κατάχρηση εξουσίας....Πρόκειται για ένα από τα πλέον σκοτεινά κεφάλαια της σύγχρονης νορβηγικής ιστορίας, καθώς μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη χρειάστηκε να επέμβει προκειμένου να καταστείλει την ανταρσία μιας ομάδας ανήλικων αγοριών. Αυτό το –σχετικά άγνωστο στο ευρύ κοινό– συμβάν ήταν αρκετό για να με βοηθήσει να προσδώσω στην ταινία έναν επικό χαρακτήρα, συνδυάζοντας όλη εκείνη τη δράση και την αγωνία που προσφέρει η επίπονη προσπάθεια των αγοριών να αποδράσουν προς την ελευθερία, με την οικειότητα που εξασφαλίζει η λεπτομερής καταγραφή των αναμεταξύ τους σχέσεων, κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού τους στο ίδρυμα».

Βραβεία: Βραβείο Καλύτερης Ταινίας και Βραβείο Κοινού στο φεστιβάλ Nordic Film Days του Λούμπεκ
Amanda Awards Καλύτερης Ταινίας, Β’ Ανδρικού ρόλου και Πρωτότυπης Μουσικής
Βραβείο Καλύτερης Φωτογραφίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Γκέτεμποργκ

Σκηνοθεσία: Μάριους Χολστ
Παίζουν: Στέλαν Σκάρσγκαρντ, Κρίστοφερ Γιόνερ, Μπέντζαμιν Χέλσταντ, Τροντ Νίλσεν, Μάνιους Λανγκλέτ

4/12/11

Αυτοί που σιωπούν είναι οι μόνοι που ο λόγος τους μετράει


  • Αλίμονο στο νέο που δεν είναι επαναστάτης και αλίμονο στο γέρο που θέλει να γίνει.
  • Μόνον που δεν θυμάμαι ποιος το έχει πει αυτό…
  • Αλλά ακούω ανθρώπους που επαναστατούν ή θέλουν να επαναστατήσουν, σε μια κοινωνία που δεν ξέρει τι θέλει.
  • Και επαναλαμβάνομαι για πολλοστή φορά και ερωτώ...
  • Γιατί δεν ξεπετάγεται ένας ηγέτης να μας κάνει να επαναστατήσουμε;
  • Διότι επανάσταση χωρίς κάποιο ηγέτη δεν γίνεται.
  • Ας το πάρουμε απόφαση…
  • Και ειδικά αυτοί που επικαλούνται την επανάσταση από τον καναπέ του σπιτιού τους ή από την πολυθρόνα της καφετερίας.
  • Μπουλούκια στους δρόμους που αλληλοχτυπιούνται και σπάζουν βιτρίνες δίνοντας ευκαιρία σε άλλα μπουλούκια να κάνουν πλιάτσικο, δεν είναι επανάσταση.
  • «Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατική δράση», που έλεγε και ο Λένιν.
  • Εδώ, ένα ψήφισμα για συμπαράσταση στους εργαζόμενους του Δήμου Αμαρουσίου δεν μπορούμε να ψηφίσουμε ομόφωνα, η επανάσταση μας μάρανε.
  • (Διότι ξέρεις τι είναι φίλε μου, να υποβάλλεις ένα ψήφισμα συμπαράστασης για τους εργαζόμενους και να το ψηφίζεις μόνον εσύ που το υπόβαλες;)
  • Ούτε είναι επανάσταση, να διαφωνείς για τον τρόπο υπολογισμού των Δημοτικών Τελών μέσα στο οικογενειακό σου περιβάλλον και όταν έρχεται η στιγμή της ψηφοφορίας στην αίθουσα τουΔημοτικού Συμβουλίου να τον ψηφίζεις…
  • Διότι, είναι για να επαναστατείς, όταν ακούς ότι τα Δημοτικά Τέλη με συντελεστή 1% μειώνονται και γίνονται… 1,85%…
  • Αλλά ούτε είναι επανάσταση, να κάθεσαι στο χολ του σπιτιού που σε θρέφει και να βρίζεις το νοικοκύρη και να απειλείς «θα κάνω και θα του δείξω» και μόλις μπεις μέσα (ειδικά στην τραπεζαρία που γίνεται το φαγοπότι) να κάνεις την πάπια και να λες τα καλύτερα λόγια…
  • … και να τρως και να λες «για στα χέρια σας μαντάμ».
  • Η επανάσταση λοιπόν, ξεκινάει από μας τους ίδιους. Από μέσα μας.
  • Και ειδικά τους νεώτερους, που έχουν το μέλλον μπροστά τους και πρέπει να πορευτούν «αλλιώς».
  • ‘Όταν οι νέοι συμβιβάζονται στα τετριμμένα του παρελθόντος και μιλάνε με την ίδια ξύλινη γλώσσα των «πατεράδων» τους και ψηφίζουν ΝΑΙ αντί για ΟΧΙ, λόγω «πειθαρχίας στο συνδυασμό».
  • Όταν δεν μπορείς να πεις ότι το 1,85 είναι μεγαλύτερο και όχι μικρότερο από το 1 τότε δεν πάμε για καμία επανάσταση.
  • Και θα μείνουν στα λόγια των ηλικιωμένων οι αντιδράσεις.
  • Οι οποίες αντιδράσεις των ηλικιωμένων και οι επαναστατικές προτροπές, από τους καναπέδες τους και τις καρέκλες των καφενείων δεν οδηγούν σε επανάσταση.
  • Μάλλον προς κάτι σαν φαιδρότητα το βλέπω.
  • Οι υστερικές φωνές για ξεσηκωμό και «καλή λευτεριά» από ανθρώπους που κάνουν δυο και τρεις δουλειές για το παντεσπάνι τους και στερούν τη δεύτερη και τρίτη θέση από τον άνεργο νέο, τον οποίο λυπούνται ότι «δεν έχει στον ήλιο μοίρα», μόνον κακό κάνουν.
  • Μου θυμίζουν αυτό που είχε πει ένα Γάλλος ποιητής και συγγραφέας, ο Σαρλ Πεγκύ: «Αυτοί που σιωπούν είναι οι μόνοι που ο λόγος τους μετράει».
  • «Αρχίστε την επανάσταση χωρίς εμένα», λοιπόν, όπως ήταν και ο τίτλος της παλιάς κωμωδίας με τον Τζιν Γουάιλντερ
(Δημοσιεύτηκε στην Αμαρυσία της 3ης/12/2011)

22/11/11

Ξύπνησαν

  • Δεν ξέρω τι λέει ο κόσμος, αλλά σωστή ή λάθος, η απόφαση για το δημοψήφισμα στάθηκε αφορμή να ξυπνήσουν όλοι οι κοιμώμενοι «τον ύπνο του δικαίου» (και «αδίκου», θα συμπλήρωνα).
  • Όλοι αυτοί που κοιμούνταν και ξυπνούσαν μέσα στη δική τους εικονική πραγματικότητα.
  • Διότι η αναγγελία του λειτούργησε ως «ευεργετικμάθημα».
  • Ακόμα και για τον πιο νυσταλέο πολίτη αυτής της χώρας.
  • Περιλαμβανομένων και των πολιτικών, που τον εκπροσωπούσαν.
  • Ακόμα και αυτός που δεν ψήφιζε μνημόνια, μεσοπρόθεσμα, συμφωνίες με τη δικαιολογία ότι «υποθηκεύουν την ανεξαρτησία της χώρας», ξύπνησε ξαφνικά και τα υπερψηφίζει.
  • Όσοι ζητούσαν «επαναδιαπραγμάτευση», «έκαναν αντίσταση» και ήθελαν «άλλες λύσεις», ξύπνησαν για να καταλάβουν ότι «δεν πρότειναν λύσεις».
  • Αντιλήφθηκαν, ότι στο δανειστή σου δεν μπορείς να «πουλάς τον τσαμπουκά του αγανακτισμένου».
  • Δεν μπορείς να βάζεις δικούς σου όρους, για τα λεφτά που ζητάς να σου δώσει.
  • Ακόμα και ο πιο άσχετος πολίτης ξύπνησε και κατάλαβε ότι το πρόβλημα της Ελλάδας («κοινωνικό» από τη δεκαετία του ’90, που εξελίχθηκε σε «οικονομικό»), δεν προερχόταν αποκλειστικά από μια κυβέρνηση που είχε «κατεβάσει ρολά».
  • Ήταν πρόβλημα που προερχόταν και από μια αντιπολίτευση που «έπαιζε» με γενικολογίες, όπως «χούντα», «χώρα σε δημοκρατική εκτροπή», «κατεχόμενη», «προτεκτοράτο», «υποτελής σε ξένες δυνάμεις».
  • Ακόμα και ο πιο άσχετος πολίτης, ξύπνησε και είδε την αντιπολίτευση που ήθελε «λαϊκάδικαστήρια» στην πλατεία Συντάγματος, να αποκαλεί την προσφυγή στο λαό, «εκβιαστικό δίλημμα».
  • Οι δε εκπρόσωποι στη Βουλή, του κάθε σχετικού ή άσχετου πολίτη, ξύπνησαν και κατάλαβαν ότι χωρίς συναίνεση ή κάποιας μορφής συμφωνία μεταξύ τους, «δεν τραβάει άλλο».
  • Και φτάσαμε στη κυβέρνηση του κ. Λ. Παπαδήμου με ταχείες διαδικασίες (οξύμωρο: παρά τη βραδύτητα στην επιλογή προσώπων και τη λήψη των αποφάσεων).
  • Διαδικασίες τέτοιες, που η «απ’ έξω» αντιπολίτευση, να μιλάει πάλι για «εκτροπή», «μη τήρηση των συνταγματικών προθεσμιών και διαδικασιών» και να θέλει «εκλογές εδώ και τώρα» (αν σας θυμίζει κάτι αυτό).
  • Αλλά το σοκ, από την προκήρυξη και ανάκληση του δημοψηφίσματος, ξύπνησε και αυτούς, που πίστευαν ό,τι τους έδειχναν τα κανάλια.
  • Οι οποίοι κατάλαβαν, πως «οι απόψεις» των παραθύρων δεν είναι και «ειδήσεις».
  • Ειδήσεις είναι τα γεγονότα (όσα «έχουν γίνει») και όχι όσα οι τηλεοπτικοί αστέρες «εικάζουν» ότι «πιθανόν», ή «προφανώς», ή «μάλλον» έγιναν ή θα γίνουν μεταξύ των πολιτικών (αρχηγών και μη).
  • Διαπίστωσαν, πως οι συμπεριφορές των πολιτικών μπροστά στο φακό, δεν διαπνέονται πάντα από «πατριωτισμό», αλλά από μια προσωπική προοπτική για την πρωθυπουργία, το βουλευτιλίκι, την τοποθέτηση σε οργανισμό, κλπ.
  • Τελικά, είχε δίκιο η Ναόμι Κλάιν στο βιβλίο της το «Δόγμα του Σοκ».
  • Μόνο που στο «πείραμα της Ελλάδας», το σοκ ήταν ευεργετικό και για τους πολίτες που δεν έδιναν και πολλή σημασία στα πολιτικά.
  • Και ελπιδοφόρο.
  • Προς μια «κοινωνική συναίνεση».
  • Όχι «κομματική», που επετεύχθη (εν μέρει) με την κυβέρνηση Παπαδήμου.
  • Αρκεί να μην αμφισβητηθούν οι προθέσεις της, διότι τότε η «μετά Παπαδήμο» κυβέρνηση, θα αρχίσει από εκεί που ξεκίνησε και η απελθούσα.
  • Σας αιφνιδίασα σήμερα, αλλά η κρίση της κοινωνίας γύρω μου, δεν μου δίνει έμπνευση γι’ αστεία.
  • Ο Δήμος Αμαρουσίου, που με εμπνέει συνήθως, αποτελεί κι αυτός μέρος του όλου προβλήματος.
  • Μπορεί να περιμένει.
(Δημοσιεύτηκε στην Αμαρυσία στις 19/11/2011)

8/11/11

Άξιοι της τύχης μας

Ενώ η χώρα μας περνά τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία της, κάποιοι συνεχίζουν να ενεργούν με τη σκέψη και με το βλέμμα τους στις επόμενες (όποτε γίνουν) εκλογές και μιλούν με προεκλογική ορολογία.
Επαναλαμβάνομαι βαρετά: Δεν έχουμε αλλάξει νοοτροπία και είμαστε άξιοι της τύχης μας.

3/11/11

Ο Τεντέν και το Χρυσόμαλλο Δέρας

Ακριβώς 50 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση του Τεντέν και αυτή τη χρονιά διάλεξαν ο σκηνοθέτης της τριλογίας «Άρχοντας των δαχτυλιδιών» Πίτερ Τζάκσον και ο διάσημος σκηνοθέτης Στίβεν Σπίλμπεργκ να παρουσιάσουν την πρώτη μιας νέας σειράς ταινιών (όπως υπόσχονται) με ήρωα το γνωστό νεαρό δημοσιογράφο, που μπλέκεται σε κάθε είδους περιπέτειες.
Πρόκειται για την τριών διαστάσεων ταινία «Τεντέν, το μυστικό του Μονόκερου», συμπαραγωγής Σπίλμπεργκ και Τζάκσον και σκηνοθεσία του πρώτου, η οποία θα προβάλλεται στη χώρα μας από τις 3 Νοεμβρίου 2011.
(Ζορζ Γουιλσόν και Ζαν Πιέρ Ταλμπό)
Το σημερινό αφιέρωμα, όμως δεν είναι γι’ αυτήν, αλλά για την πρώτη (με ηθοποιούς) κινηματογραφική μεταφορά των ηρώων του Ερζέ, οι οποίοι στην προσπάθειά τους να λύσουν κάποιο μυστήριο πέρασαν από την Ελλάδα και έμπλεξαν με «κακούς» Έλληνες, ενώ έχει ακολουθήσει και δεύτερη λιγότερο γνωστή με τους ίδιους συντελεστές.
Για την ιστορία, πρέπει να αναφερθεί ότι ο Τεντέν, ως κόμικ, δημιουργήθηκε το 1929 από τον Βέλγο καλλιτέχνη Ζορζ Ρεμί και γνωστότερο με το ψευδώνυμο Ερζέ, ο οποίος λάτρευε να αφηγείται και σχεδιάζει φανταστικές περιπέτειες.
Ο Τεντέν του Ερζέ, λοιπόν, είναι ένας νεαρός και ακούραστος δημοσιογράφος, ο οποίος έχοντας μαζί του το σκυλάκι του Μιλού και παρέα με ένα ζάπλουτο πλοίαρχο, τον καπετάνιο Χάντοκ μπλέκει σε μυστήριες υποθέσεις σε όλο τον κόσμο, πολλές φορές μάλιστα έχοντας μαζί του και τους δίδυμους ντετέκτιβ Ντυπόν και Ντυπόν και έναν τρελό επιστήμονα τον Τουρνεσόλ. Γυναίκα δεν υπάρχει στη μόνιμη παρέα του Τεντέν και γι’ αυτό πολλές υποθέσεις έχουν γραφτεί, ενώ έχει χαρακτηρισθεί ακόμα και «άφυλος». Το γεγονός δε ότι ο συντηρητικός Ερζέ, μέσα από τις ιστορίες του Τεντέν, έκανε κοινωνικό και πολιτικό σχολιασμό, ο ήρωάς του απασχόλησε ακόμα και την παγκόσμια πανεπιστημιακή κοινότητα με συζητήσεις στα αμφιθέατρα της Γαλλίας και με πανεπιστημιακές διατριβές.
(Δήμος Σταρένιος)
Η πρώτη ιστορία του Τεντέν δημοσιεύτηκε το 1929 στην εφημερίδα «20ός αιών» και είχε τίτλο «Ο

23/10/11

Ποιός θα τολμήσει;

Έλεγα λοιπόν, στην προηγούμενη ανάρτηση, ότι η μεγάλη αλλαγή, η Επανάσταση που οραματίζονται μερικοί με το "ουστ, έξω από δω", προκειμένου να αλλάξουν το πολιτικό σύστημα, δεν δείχνει ωριμότητα.
Αυτού του είδους η βία, διότι περί βίαιης αλλαγής μιλούν οι "Ουστ έξω από δω" στα δίκτυα κοινωνικής δικτύωσης, δεν σημαίνει ότι θα φέρει και την πολυπόθητη αλλαγή και ας έλεγε ο Μαρξ ότι η βία είναι η μαμή της ιστορίας.
Το πολιτικό σύστημα μπορεί να αλλάξει, όταν θα έχει αλλάξει και ο κόσμος τις προσωπικές επιλογές του, τα ατομικά του συμφέροντα, που είναι αυτά που έφεραν στην εξουσία αυτούς που σήμερα δεν θέλουμε.
Άρα, λοιπόν, χρειάζεται υπευθυνότητα εκ μέρους του λαού. Όπως χρειάζεται και υπευθυνότητα εκ μέρους αυτών που κυβερνούν.
Όπως έγραψε και ο κ. Κ. Βαξεβάνης στο Lifo: "Δεν γίνεται άνθρωποι που δεν είπαν ποτέ στη ζωή τους ένα ΟΧΙ αξιοπρέπειας να εκφέρουν ξαφνικά τα μεγάλα ιστορικά ΟΧΙ"

22/10/11

Θεωρητικά τινά

Δεν διαφωνώ ότι υπάρχει αυξημένη δυσαρέσκεια στον κόσμο γύρω μου. Ανήκω κι εγώ στους πληγέντες από τα μέτρα που λαμβάνονται. Διαφωνώ όμως με τον τρόπο που ορισμένοι βλέπουν τις εξεγέρσεις του κόσμου και μιλούν για Επανάσταση. Για μια αλλαγή δηλαδή του πολιτικού κατεστημένου. "Να φύγουν αυτοί και βλέπουμε", ακούω να λένε. "Ουστ και έξω από δω", γράφεται στο Φέισμπουκ
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από την εποχή που σπούδαζα πολιτική επιστήμη και κοινωνιολογία, αλλά από όσα θυμάμαι δεν αρκεί μόνον Δυσαρέσκεια και Καταπίεση για να εξεγερθεί ένα μεγάλο τμήμα του λαού και να γίνει Επανάσταση. Πρέπει να υπάρχει και κάποιος ιδολογικός στόχος μαζί με κάποιον εμπνευσμένο ηγέτη που θα κατευθύνει τους απογοητευμένους και δυσαρεστημένους, ώστε να μη καταλήξουν σε άναρχες καταστροφές και πλιάτσικο και πιθανόν σε διαμάχες μεταξύ του ίδιου του λαού που θέλει την αλλαγή, την επανάσταση.
Με λίγα λόγια (για να μην παραδίδω μαθήματα), ομάδες πίεσης που κυκλώνουν ένα Κοινοβούλιο και καταλήγουν να ρημάζουν άναρχα τα γύρω καταστήματα και τα ξενοδοχεία και να χτυπιούνται μεταξύ τους, χωρίς άλλο σκοπό και στόχο, ΔΕΝ είναι επανάσταση και μπορεί να καταλήξουν σε εμφύλιο (μακριά από μας) πόλεμο.
Στα χαρακτηριστικά ενός προεπαναστατικού περιβάλλοντος, υπάγεται επίσης, και η ανικανότητα μιας κυβέρνησης να επιβάλλει την τάξη. Ως εδώ καλά, αλλά άν μια ανίκανη να επιβάλλει την τάξη κυβέρνηση (με την αστυνομία της, φυσικά), καλέσει το στρατό για βοήθεια και αναγκαστεί να γίνει πιό αυταρχική (διότι ως πότε θα επιτρέπει να καταστρέφονται περιουσίες;), τότε τι θα πούμε; Ότι μια κοινοβουλευτική διακυβέρνηση εξελίχθηκε σε κοινοβουλευτική δικτατορία;
Τα θέματα είναι πολύ λεπτά και απαιτούνται ψυχραιμία, μελέτη της ιστορίας προς αποφυγή λαθών του παρελθόντος, αυτογνωσία και στόχοι. Φυσικά και εμπνευσμένοι ηγέτες στην πλατεία Συντάγματος, για να το πω ακόμα πιό απλά.
Θεωρείται πολύ ρηχή και επικίνδυνη η... άποψη "ουστ, έξω από δω" που διαβάζω στο Φέισμπουκ. Όλοι έχουμε καταλάβει ότι με αυτούς δεν πάει άλλο, αλλά τους εκλέξαμε. Δεν μας έκατσαν μόνοι τους στο σβέρκο ένα ωραίο πρωί, όπως η επταετία του Παπαδόπουλου. Με εκλογές τους φέραμε, με εκλογές θα φύγουν. Γιατί αν φύγουν νύχτα, πρέπει να έχουμε έτοιμους τους καινούργιους το πρωί. Βλέπετε εσείς κανέναν; Πείτε μου για να μη γράφω θεωρητικολογίες...

21/10/11

Το πάρτυ τελείωσε, ας το πάρουμε απόφαση

Δεν ξλέρω τι να γράψω πιά.
Διαδηλώνουμε και διαμαρτυρόμαστε εναντίον αυτών που μας έδιναν τόσα χρόνια δανεικά για να επιβιώσουμε και εμείς τα τρώγαμε σε διασκέδαση (όχι εμείς ακριβώς, αλλά αυτοί που ψηφίζαμε, αν θέλετε).
Τι ζητάει η Τρόικα; Μα τα λεφτά τους πίσω.
Ενώ εμείς, τι θέλαμε; Να μας δανείζουν "δανεικά κι αγύριστα".
Αναρωτιέμαι, υπάρχει κάποιος (στην Ελλάδα) που να δανείζει χωρίς να θελει πίσω τα λεφτά του;
Υπάρχει δανειστής που να μην είναι (έστω και έμμεσα) κερδοσκόπος;
Μόνον αφελείς το πιστεύουν αυτό.
Πιθανόν και όσοι εθελοτυφλούν για τους δικούς τους λόγους.
Έχω ξαναγράψει: Καιρός να στρωθούμε στη δουλειά.
Ας κάνουμε, επιτέλους και μερικές δουλειές από αυτές που (υποτιμητικά) τις αναθέτουμε σε μετανάστες.
Εκτός αν προτιμάμε να πάμε εμείς μετανάστες.
Όπως γινόταν τη δεκαετία του '50.

19/10/11

Μεσάνυχτα στο Παρίσι

Με το που αρχίζει η ταινία, ο Γούντι Άλεν σε βομβαρδίζει με ωραίες εικόνες του Παρισιού επενδεδυμένες με κλασσική μουσική και ρομαντική διάθεση. Εικόνες πρωινές, απογευματινές ή βραδινές, που αμέσως σε προδιαθέτουν για το τι θα επακολουθήσει και αυτό που έρχεται στη συνέχεια, είναι μια συνεχής αναδρομή στην κουλτούρα και στην ατμόσφαιρα του Παρισιού των αρχών του 20ού αιώνα.
Κι όμως βρισκόμαστε στο 2011, όταν δύο ζευγάρια φτάνουν στο Παρίσι για δουλειές και αναψυχή. Πρόκειται για τους μελλόνυμφους Ζιλ και Ινέζ (που υποδύονται αντίστοιχα ο Όουεν Γουίλσον και η Ρέιτσελ Μακ Άνταμς) και τους γονείς της Ινέζ, τον πατέρα της Τζον (Kερτ Φούλερ), και τη μητέρα της ‘Ελεν (Μίμι Κένεντι).
Ο Τζον είναι ένας συντηρητικός επιχειρηματίας που έχει έρθει στο Παρίσι για να οριστικοποιήσει μια σημαντική συμφωνία και ο οποίος δεν κάνει καμία προσπάθεια να κρύψει την αποδοκιμασία του για τον Ζιλ, τον οποίο δεν θεωρεί καλό γαμπρό, αφού η συνεχής ενασχόληση του Ζιλ με το μυθιστόρημα που γράφει, αντί για το προσοδοφόρο επάγγελμα του σεναριογράφου που τον περιμένει στο Λος Άντζελες, τον κάνει να φαίνεται επιπόλαιος.
Ο Ζιλ, από την άλλη, ενώ είχε για πρότυπα Αμερικανούς συγγραφείς όπως ο Χέμινγουεϊ και ο Φιτζέραλντ και ήθελε να ακολουθήσει τη δική τους συγγραφική «παράδοση», κάπου βγήκε από αυτό το μονοπάτι και ανακάλυψε ότι είχε ταλέντο στο να γράφει σενάρια, συνηθίζοντας έτσι σε μια καλά αμειβόμενη ρουτίνα, στην οποία ωστόσο δεν αισθανόταν και πολύ άνετα.
Κάπου, οι δρόμοι γαμπρού και πεθερικών δεν ταιριάζουν και μέσα σε όλα η άφιξη στο Παρίσι ξυπνάει στον Ζιλ τις λογοτεχνικές του φιλοδοξίες και όνειρα, τα οποία από το πρώτο κιόλας βράδυ, που αποφασίζει να κάνει μια βόλτα μόνος στο Παρίσι και χάνεται, τα πραγματοποιεί.
Ζει δηλαδή, τις ψευδαισθήσεις του με ένα τρόπο που μόνον ο Γούντι Άλεν θα μπορούσε να δημιουργήσει, έχοντας την προηγούμενη εμπειρία του από το έργο «Το πορφυρό ρόδο του Καΐρου» (στο οποίο ο πρωταγωνιστής μιας ταινίας βγαίνει από την οθόνη του σινεμά και περιπλανιέται στους δρόμους του Λος Άντζελες).
Με τον ίδιο ευρηματικό τρόπο και ο Ζιλ, αρχίζει τις μεταμεσονύκτιες περιπλανήσεις του στο Παρίσι των αρχών του 20ού αιώνα. Μαζί του και μια γνωριμία, η Αντριάνα (την υποδύεται η Μαριόν Κοτιγιάρ), μία όμορφη και επίδοξη σχεδιάστρια μόδας, ερωμένη και μούσα μίας σειράς γνωστών καλλιτεχνών, η οποία έχει και αυτή την τάση να λατρεύει κάθε τι παλιό και ρομαντικό. Στο μεταμεσονύκτιο διάβα τους, θα έχουν την ευκαιρία να συναντήσουν όλους όσους σκιαγράφησαν την παρισινή κουλτούρα των αρχών του προηγούμενου αιώνα (μεταξύ των οποίων ο Νταλί, ο Τουλούζ Λοτρέκ, οι αγαπημένοι του Ζιλ συγγραφείς, Χέμινγουεϊ και Φιτζέραλντ αλλά και άλλοι πολλοί).
Η ρετρό φωτογραφία και η αντίστοιχη μουσική, αγγίζουν τον ρομαντικό θεατή, ενώ το πέρασμα του φακού από γνωστά σημεία του Παρισιού (το βιβλιοπωλείο Shakespeare & Co., η αίθουσα με τους καθρέπτες στις Βερσαλίες, οι κήποι του Μονέ στο Ζιβερνί, το Μουσείο Οrangerie, το μουσείο Rodin, το μουσείο Arts Forains, η ανοιχτή αγορά Paul Bert, ο δρόμος Montagne St. Genevieve, η πλατεία Jean XXXIII μπροστά από την Παναγία των Παρισίων, η πλατεία Dauphin, η προκυμαία Quai de la Tournelle με τα υπαίθρια βιβλιοπωλεία, η γέφυρα Alexandre III, καθώς και τα εστιατόρια Le Grand Véfour, Les Lyonnais, και Lapérouse), ξυπνούν ρομαντικές και αισθαντικές αναμνήσεις και εξάπτουν την φαντασία ακόμα και όσων δεν έχουν επισκεφθεί ποτέ την Πόλη του Φωτός.
Ας σημειώσω εδώ, ότι ανάμεσα στους ηθοποιούς βλέπουμε και την κυρία Κάρλα Μπρούνι – Σαρκοζί να υποδύεται μια ξεναγό, που βοηθά τον Ζιλ να μάθει κάποια πράγματα παραπάνω για την πόλη.
Συνοπτικά, ο Γούντι Άλεν έχει κάνει την απόλυτα ρομαντική και αισιόδοξη ταινία, με φόντο μια πόλη που έχει αγαπήσει, μέσα από ένα πραγματικά ασυνήθιστο ταξίδι του ήρωά του. Ένα ταξίδι μαγικό.
Είναι μια ταινία που αξίζει να δει κανείς και να αντιληφθεί ότι καμιά φορά οι αυταπάτες μπορεί να φαίνονται όμορφες, αλλά όπως και ο Ζιλ καταλαβαίνει προς το τέλος της ταινίας, είναι καλύτερα να ζει χωρίς αυτές και να προσπαθεί να βρει την ισορροπία με τον εαυτό του και να συνειδητοποιεί ότι η ικανοποίηση, η ευτυχία και η πνευματική ηρεμία που χρειάζεται για να τα βγάλει πέρα στη ζωή είναι μέσα του.


19/9/11

"Η Ελλάδα των κρίσεων"

Σχόλιο πάνω στο "προσωπικό δοκίμιο" του Βασιλείου Μαρκεζίνη

Δεν είμαι του μεγέθους του κ. Βασιλείου Μαρκεζίνη, ώστε να του απαντήσω αναλυτικά πάνω σε όσα διαφωνώ, τα οποία είναι λιγότερα από αυτά με τα οποία συμφωνώ. Μπορώ όμως να σχολιάσω το ρεζουμέ του, το οποίο δημοσιεύεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του «Η Ελλάδα των κρίσεων». Βιβλίο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα (εκδ. Λιβάνη) και το διάβασα με τρομερό ενδιαφέρον.
Γράφει λοιπόν: «Kατηγορούμαστε ότι “όλοι μαζί τα φάγαμε” και ότι όλοι είμαστε υπαίτιοι για το σημερινό χάος. Διαφωνώ. Ο απλός λαός είχε και έχει συνείδηση των καθηκόντων του, ήταν και είναι ευαισθητοποιημένος ως προς τη σπουδαιότητα των θεσμών, καταφεύγοντας στη μικροαπάτη μόνο όταν ενθαρρύνεται από ένα αδιάφορο, πολιτικοποιημένο κράτος»
Διαφωνώ με τον κ. Μαρκεζίνη, ο οποίος πάνω σε έναν αφορισμό, διαφωνεί με άλλο αφορισμό. Δεν ξέρω πως ο απλός λαός έχει συνείδηση των καθηκόντων του, όταν δεν γνωρίζει τι ακριβώς θέλει. Θέλει να παραμείνουμε εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή όχι. Αν η πλειοψηφία των ελλήνων πολιτών δέχεται να παραμείνουμε εντός της ΕΕ – στην οποία σημειωτέον την παρούσα χρονική περίοδο το πάνω χέρι έχουν συντηρητικές νεοφιλεύθερες δυνάμεις - δεν θα πρέπει να ακολουθήσει την πολιτική της, τους όρους της; Είναι έτοιμος ο ελληνικός λαός να χάσει το βόλεμα και τις ανέσεις του (τα σινιέ ρούχα, το τζιπ, το εξοχικό, το σπίτι στα βόρεια προάστια κ.τ.λ.) και να ζήσει φτωχικά για μια ιδέα και για κάποιο χρονικό διάστημα, ώστε να πάει προς ένα καλύτερο κόσμο;
«Μικροαπατεώνας» είναι, ο συστηματικά φοροδιαφεύγων ή αυτός που βοηθά άλλους να φοροδιαφεύγουν; Μικροαπατεώνας, ο βολεμένος από το παράθυρο στο Δημόσιο; Ο αυθαίρετος οικιστικής, ο διεφθαρμένος υπάλληλος που τα παίρνει, ο πανεπιστημιακός της οικογενειοκρατίας και των κομματικών σχέσεων που μάχεται να μην αλλάξει τίποτα; Ο ανήκων σε διάφορες συντεχνίες (δικηγόρος, γιατρός, μηχανικός, φαρμακοποιός ταξιτζής φορτηγατζής, και άλλοι ων ουκ έστι αριθμός;
Διότι εδώ, απεδείχθη ότι δεν έχουμε απλά μια μικροαπάτη, που «ενθαρρύνεται από ένα αδιάφορο, πολιτικοποιημένο κράτος», αλλά έχουμε την ισχύ -σε υπερθετικό βαθμό- της παροιμίας των πατεράδων μας «δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι», που ξεκινά από τον απλό πολίτη και φτάνει στους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους του. Εδώ ισχύει και το «αφού παρανομεί ο απέναντι, θα παρανομήσω κι εγώ».
Γράφει επίσης, o κ. Β. Μαρκεζίνης: «Από τις τάξεις του απλού αυτού κόσμου, θα μπορούσε η χώρα

30/8/11

Πού ήσουν φίλε μου;

Και ενώ εσείς λείπατε στις διακοπές του Αυγούστου, η στήλη έλαβε το πιο κάτω μήνυμα με τίτλο «Εσύ πού ήσουν;» και εγώ τι να απαντήσω; Που να ήμουν; Εδώ ήμουν, μαζί με όλους τους «άλλους». Αλλά διαβάστε το καλύτερα και το όνομα του αποστολέα δεν χρειάζεται:
  • «Έχω βουλιάξει κι εγώ μεσ’ τη συλλογική κατήφεια, μεσ’ την κατάθλιψη. Φοβάμαι, ανησυχώ, θλίβομαι, αναρωτιέμαι για το μέλλον των παιδιών μου, για το γκρέμισμα των ονείρων μου και των μακρυχρόνιων προσπαθειών μου. Αλλά ακόμα και αυτά καλύπτονται από την βαθιά μου οργή...
  • Πού ήμουν όλα αυτά τα χρόνια εγώ;
  • Πού ήσουν όλα αυτά τα χρόνια εσύ, εαυτέ μου;
  • Πού ήσουν όλα αυτά τα χρόνια εσύ, φίλε μου;
  • Πού ήσουν όταν μας κορόιδευαν, μας ξεπουλούσαν, μας πέταγαν τα πλαστικά όνειρα στη μούρη κι εσύ τα κυνηγούσες;
  • Πού ήσουν, όταν ο γιατρός ζητούσε το φακελάκι για να σε κάνει καλά και αντί να τον καταγγείλεις, τον πλήρωνες αποκαλώντας τον «γιατρέ μου»;
  • Πού ήσουν, όταν έβλεπες τους μεγαλοδικηγόρους να γίνονται μοντελάκια ζωής στην τηλεόραση και να κόπτονται για το κοινό καλό και το δίκαιο, δηλώνοντας 10.000 ευρώ εισόδημα;
  • “Πόσο καλά τα λέει ο π...” έλεγες.
  • Πού ήσουν, όταν έτρεχες στα γραφεία των βουλευτών για να τους παρακαλέσεις να βολέψουν το σπλάχνο σου, το άχρηστο σπλάχνο σου, που δεν κατάφερε να κάνει τίποτα περισσότερο στη ζωούλα του από το να γλύφει κατουρημένες ποδιές και βρώμικους κ...;
  • Πού ήσουν, όταν ανταγωνιζόσουν στις συγκεντρώσεις των προβάτων (ουπς, κομμάτων ήθελα να πω), με τους λοιπούς «συντρόφους» για το ποιος θα σηκώσει τη μεγαλύτερη σημαία;
  • Πού ήσουν, όταν ξελαρυγγιαζόσουν για το δίκαιο του λαού, πηδώντας πάνω κάτω μόλις έβλεπες φακό για να σιγουρευτείς ότι θα σε δει ο πολιτευτής που θα σε βάλει εποχικό, συμβασιούχο στο δήμο; (Άλλος ένας που θα μπαίνει στο Facebook, εν ώρα εργασίας).
  • Πού ήσουν μικρομεγαλεπιχειρηματία, όταν μαγείρευες τα βιβλία σου για να πληρώσεις λιγότερα, για να πάρεις το τέρας SUV, που θα κάλυπτε τη libido σου με το μέγεθός του;
  • Πού ήσουν, όταν γελούσες σαν ηλίθιος στη δασκάλα του παιδιού σου, που μαλ…. έμαθε, μαλ…. το μαθαίνει; Αλλά πού να τρέχεις για καταγγελίες τώρα; Έχεις κι άλλες δουλειές.
  • Άλλωστε το παιδί θα το στείλουμε στο Λονδίνο να σπουδάσει». Εκεί θα καλυφθούν όλες οι ανεπάρκειες, οι δικές του, αλλά και του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
  • Πού ήσουν, συνδικαλιστή της πλάκας και του ελέους, όταν με τη δύναμη που σου δίνει το βόλεμα σε μια δημόσια επιχείρηση, κατέβαζες τους διακόπτες μιας ολόκληρης χώρας, δημιουργώντας τόσα προβλήματα, ίσα για να διαμαρτυρηθείς - εκβιάσεις για τα δικά σου μικροσυμφέροντα;
  • Πού ήσουν, όταν το ελληνικό όνειρο έσκασε μύτη; (Αγόραζες ροζ εφημερίδες εξυπνάκια και έπαιζες χρηματιστήριο λες και είναι Λόττο).
  • Πού ήσουν, όταν εταιρείες ανύπαρκτες, με ένα γραφειάκι 2Χ3 και ένα άτομο προσωπικό, χτύπαγαν limit up κάθε μέρα;
  • Πού ήσουν, όταν έπαιρνες μετοχοδάνεια και υποθήκευες τα χωραφάκια του παππού, πιστεύοντας ότι θα γίνεις πλούσιος σε ένα μήνα; (Και πολύ λέω).
  • Πού ήσουν, όταν πέταγες τα σκουπίδια, δεξιά και αριστερά μέσα στο δάσος, όταν γέμιζες τις παραλίες αποτσίγαρα και πλαστικά ποτήρια φραπέ; (Και φρέντο, τώρα που εξελιχθήκαμε).
  • Πού ήσουν, όταν το παιδί σου ούρλιαζε στο αυτί του διπλανού, αδιαφορώντας για την ύπαρξή του;
  • Πού ήσουν, όταν έβλεπες τα σκάνδαλα να σκάνε το ένα μετά το άλλο;
  • Πού ήσουν, όταν η χώρα σου καιγόταν απ’ άκρη σε άκρη;
  • Πού ήσουν, όταν λίγο έλειψε να χαθεί η Ολυμπία; Πήρες το τριχίλιαρο και το βούλωσες και ναι (ναι, ναι) τους ξαναψήφισες και ξανά και ξανά.
  • Πού ήσουν, όταν οι ροζ ιστορίες πλημμύρισαν τη ζωή σου; Έσκυψες κι εσύ στην κλειδαρότρυπα, αυτό έκανες.
  • Και για το πάπλωμα κουβέντα κανείς. Για την ταμπακέρα σιωπή.
  • Όλοι βολεμένοι στον μικρόκοσμό τους. Ποιος θα έχει την πιο μεγάλη τζιπάρα, την πιο ξανθή γκόμενα, την πιο σικ γυναίκα, τα πιο όμορφα παιδιά, τις πιο καλές σπουδές, το πιο μεγάλο σπίτι, το πιο μεγάλο τζάκι, το πιο άνετο σαλόνι, τον πιο βαθύ καναπέ, την πιο μεγάλη τηλεόραση, το πιο σύγχρονο ηχοσύστημα, τις πιο σικάτες διακοπές, τις πιο χλιδάτες αποδράσεις, τις πιο γκλαμουράτες εξόδους.
  • Και δανειζόσουν βλάκα, δανειζόσουν. Όχι χρήμα όμως, χρόνο δανειζόσουν.
  • Αλλά απλά ο χρόνος τέλειωσε. Κάποτε θα ερχόταν η ώρα. Νομοτελειακό είναι.
  • Τώρα μη φωνάζεις, λοιπόν. Αποδέξου και μη φωνάζεις... γιατί φταις για όλα.
  • ΚΙ εγώ φταίω. Φταίμε.
  • Καιρός είναι να κάνουμε μια καλή αυτοκριτική, να πούμε εγώ φταίω και να δούμε πώς θα καθαρίσουμε τα σκ… που εμείς δημιουργήσαμε.
  • Που εμείς ψηφίσαμε και μάλλον θα ξαναψηφίσουμε γιατί είμαστε και λίγο μ… (μην πω).
  • Που εμείς αφήσαμε να μας πνίξουν...
  • Σταμάτα λοιπόν τις κορώνες, κατέβασε τους τόνους της “αγανάκτησής” σου και σκέψου τη δική σου συμμετοχή, τα δικά σου λάθη.
  • Ελληνάρα, ε ελληνάρα.»
(Δημοσιεύτηκε στην Αμαρυσία στις 27/8/2011)

14/8/11

Η ώρα του φεγγαριού

Ερήμωσε η πόλη, καταλάγιασε ο θόρυβος στα λιμάνια απ' αυτούς που έφευγαν, άδειασαν οι δρόμοι από αυτοκίνητα. Χθες βράδυ πολύς κόσμος ανεβοκατέβαινε τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου στην Αθήνα, όπου όλα τα τραπεζάκια καφετεριών και ταβερνών ήσαν κατηλλειμένα εν αναμονή της πανσέληνου πάνω από την Ακρόπολη. Ένα μοναδικό θέαμα, που το ακολούθησαν απανωτές λάμψεις φωτογραφικών φλας. Όλοι ήθελαν να θυμούνται τη στιγμή. Πόζες, γέλια, φιλιά κάτω απ' το Αυγουστιάτικο φεγγάρι.
Τι απέγιναν άραγε οι "αγανακτισμένοι" της πλατείας Συντάγματος;

3/8/11

Έχουμε τη θέληση

Πριν από μερικές μέρες πριν από τα τραγικά γεγονότα στο νησί Οτόγια, μιλούσα με έναν φίλο για το πώς η χαρά της ζωής και η θλίψη για το ότι τα πάντα αλλάζουν πάνε πάντα μαζί. Για το πώς ακόμα και το πιο λαμπρό μέλλον δεν μπορεί να αναπληρώσει το γεγονός ότι κανένας δρόμος δεν επιστρέφει ποτέ πίσω: Στην αθωότητα της παιδικής μας ηλικίας. Στην πρώτη φορά που ερωτευτήκαμε. Στις ευωδιές του Ιουλίου, στο χορτάρι που γαργαλά την ιδρωμένη πλάτη σου, λίγο πριν πηδήξεις από τους βράχους και βρεθείς την άλλη στιγμή μέσα στα παγωμένα νερά του νορβηγικού φιόρδ έχοντας στο στόμα και τη μύτη σου τη γεύση του αλατιού και των παγετώνων. Κανένας δρόμος που να οδηγεί στα δεκαεφτά σου, όταν είχες μόνο δέκα φράγκα στην τσέπη και παρατηρούσες στο λιμάνι των Καννών δύο άντρες ντυμένους με την ίδια ηλίθια στολή να τραβάνε κουπί οδηγώντας στη στεριά μια γυναίκα με το κανίς και τις πιστωτικές της κάρτες, και συνειδητοποιούσες πως η κοινωνία ισότητας από την οποία προερχόσουν ήταν μάλλον η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Ή όταν έκπληκτος κοιτούσες εθνικές συγκεντρώσεις άλλων χωρών να βρίσκονται περικυκλωμένες από φρουρούς με αυτόματα όπλα – ένα θέαμα που σε έκανε να κουνάς αποδοκιμαστικά το κεφάλι με ένα μείγμα παραίτησης και ικανοποίησης σκεπτόμενος: στην πατρίδα μου δεν έχουμε ανάγκη από τέτοια μέτρα. Γιατί στην πατρίδα μου ο φόβος του άλλου δεν έχει ρίζες. Μια χώρα από την οποία μπορούσες να λείψεις για τρεις μήνες για να ταξιδέψεις αλλού και να ζήσεις δύο πραξικοπήματα, έναν καταστροφικό λιμό, ένα μακελειό σε σχολείο, δύο δολοφονίες, ένα τσουνάμι, για να γυρίσεις πάλι πίσω και διαβάζοντας την εφημερίδα να διαπιστώσεις πως το μόνο πράγμα που άλλαξε ήταν το σταυρόλεξο της τελευταίας σελίδας. Μια χώρα που κατάφερε να καλύψει τις υλικές ανάγκες των κατοίκων της, όταν βρήκε πετρέλαιο το 1970, και που απέκτησε πολιτικό όραμα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ομοψυχία ήταν διάχυτη, οι πολιτικές συζητήσεις επικεντρώνονταν στην εύρεση των καλύτερων τρόπων για να επιτευχθούν εκείνοι οι στόχοι που όλοι (δεξιοί και αριστεροί) είχαν χαράξει. Μια χώρα που πίστευε πως εξυπηρετεί τα συμφέροντά της με το να ασχολείται μόνο με ό,τι την αφορούσε και επέλεξε να μείνει εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν αντίστοιχα μικρές χώρες θα έκαναν τα πάντα για να γίνουν δεκτές.
Οι ιδεολογικές διαμάχες ανέκυψαν μόνο όταν η παγκόσμια πραγματικότητα άρχισε να χτυπά την πόρτα μας. Όταν ένα έθνος που μέχρι τη δεκαετία του 1970 αποτελούνταν από μια ίδιας εθνικότητας και κουλτούρας πλειοψηφία έπρεπε να αποφασίσει αν οι νέοι της κάτοικοι δικαιούνται να φοράνε μπούρκα και να χτίζουν τζαμιά και όταν νορβηγοί στρατιώτες στάλθηκαν στο Αφγανιστάν και στη Λιβύη. Αλλά πριν από τις 22 Ιουλίου η εικόνα της Νορβηγίας ήταν εκείνη μιας παρθένας φύσης ακόμα ανέγγιχτης. Ένα έθνος αμόλυντο από τα δεινά της κοινωνίας.
Υπερβολή βεβαίως. Μια ματιά στα αστυνομικά αρχεία ήταν αρκετή. Κι όμως. Τον Ιούνιο έκανα ποδήλατο στους δρόμους του Όσλο με τον πρωθυπουργό της χώρας Jens Stoltenberg και έναν κοινό μας φίλο, ξεκινώντας για μια πεζοπορία σε μια δασώδη πλαγιά εντός των συνόρων αυτής της μεγάλης αλλά μικρής πόλης. Δύο σωματοφύλακες μας ακολουθούσαν ποδηλατώντας. Καθώς σταματήσαμε σε ένα κόκκινο φανάρι, ένα αυτοκίνητο με ανοιχτό παράθυρο προσέγγισε τον πρωθυπουργό. Ο οδηγός φώναξε το όνομά του. «Jens!». Το γεγονός ότι ο νορβηγικός λαός μιλά συνήθως για τον ηγέτη της χώρας και του απευθύνεται στον ενικό είναι σύμφυτο με το πνεύμα ισότητας της κοινωνίας μας και δεν μου προκαλεί καμία έκπληξη πλέον.
«Υπάρχει εδώ ένας μικρός που θέλει πολύ να σου πει ένα γεια», είπε ο οδηγός.
Ο Jens Stoltenberg χαμογέλασε και έδωσε το χέρι στο αγοράκι. «Γεια σου, είμαι ο Jens.»
Ο πρωθυπουργός φορούσε το ποδηλατικό του κράνος. Το αγόρι φορούσε τη ζώνη ασφαλείας του. Και οι δύο σταμάτησαν στο κόκκινο φανάρι. Οι σωματοφύλακες είχαν σταματήσει διακριτικά λίγα μέτρα πιο πίσω. Χαμογελώντας. Ήταν μια εικόνα ασφάλειας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Η εικόνα της ειδυλλιακής νορβηγικής κοινωνίας που όλοι είχαμε ως δεδομένο, αυτού που θεωρούσαμε απολύτως φυσιολογικού. Πώς θα μπορούσε να πάει κάτι στραβά; Είχαμε κράνη και ζώνες και υπακούγαμε στον κώδικα οδικής κυκλοφορίας.
Και βέβαια κάτι μπορούσε να πάει στραβά. Πάντα κάτι μπορεί να πάει στραβά.
[…]

Έχουμε τη θέληση.
Κι όμως, δεν υπάρχει δρόμος που να οδηγεί στο αθώο παρελθόν.
Χθες άκουσα έναν άντρα να ουρλιάζει θυμωμένος μέσα στο τρένο. Πριν από τις 22 Ιουλίου η αυτόματη αντίδρασή μου θα ήταν να γυρίσω να κοιτάξω ίσως και να τον προσεγγίσω. Θα μπορούσε να ήταν μια ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση που θα μου επέτρεπε να διαλέξω πλευρά έπειτα από μια αντικειμενική αξιολόγηση των επιχειρημάτων. Τώρα όμως η αυτόματη αντίδρασή μου ήταν να γυρίσω να κοιτάξω αν η κόρη μου ήταν ασφαλής και να εντοπίσω ασφαλή έξοδο κινδύνου. Ελπίζω πως αυτή η αντίδραση με τον καιρό θα καταλαγιάσει. Αλλά ήδη γνωρίζω ότι ποτέ –μα ποτέ- δεν πρόκειται να εκλείψει τελείως. Η ημερομηνία θα επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, 22 Ιουλίου, και για εμάς που ζούμε σήμερα θα είναι μια εφόρου ζωής υπενθύμιση πως τίποτα δεν είναι δεδομένο παρά τα κράνη και τις ζώνες ασφαλείας.
Αφού εξερράγη η βόμβα –κάτι που έγινε αισθητό στο Όσλο όπου μένω- και άρχισαν να συρρέουν ειδήσεις για όσα συνέβησαν στο νησί της Οτόγια, ρώτησα την κόρη μου αν φοβόταν. Απάντησε με μια φράση που της είχα κάποτε πει: «Ναι, αλλά αν δεν φοβάσαι, δεν μπορείς και να είσαι γενναίος.»
Αν λοιπόν δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής στο παρελθόν, στην απόλυτη, ασύνειδη και αφελή έλλειψη φόβου και σε όλα όσα παρέμεναν ανέγγιχτα, υπάρχει ωστόσο ένας δρόμος που μας πάει μπροστά. Που μας κάνει γενναίους. Που μας κάνει να συνεχίζουμε όπως πριν. Που μας κάνει να γυρνάμε το άλλο μάγουλο ρωτώντας «Τι, αυτό ήταν μόνο;». Που μας κάνει να αρνούμαστε στον φόβο να ορίσει τον τρόπο που θα συνεχίσουμε να χτίζουμε τη δική μας κοινωνία.

Ήταν ένα κείμενο του Nορβηγού συγγραφέα Jo Nesbo που γράφτηκε σε περίληψη στις 26 Ιουλίου στους Νew York Times (εδώ είναι ολόκληρο σε mετάφραση Κυριάκου Χαρίτου).
Στην Ελλάδα, από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ κυκλοφορεί το βιβλίο του Jo Nesbo "Νέμεσις", ενώ τον Οκτώβριο πρόκειται να κυκλοφορήσει "Το αστέρι του διαβόλου", το επόμενο της σειράς με πρωταγωνιστή τον cult ντετέκτιβ Χάρι Χόλε.





18/6/11

Στροφή στην επαρχία

Με δύο διαφορετικές ματιές είδα την ταινία THE COMPANY MEN, που πρόκειται να βγει στους κινηματογράφους στις 23 Ιουνίου 2011.

Η μια είναι η ματιά του σκηνοθέτη, που αν και είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, την πήγε πολύ καλά, εικονογραφώντας την αμερικανική ύφεση. Άνθρωποι που εργάζονται σκληρά επί χρόνια για να προσφέρουν στην επιχείρησή τους την άνοδό της, αλλά και στον εαυτό τους μια καλύτερη ζωή, βρίσκονται ξαφνικά στο δρόμο. Με τις γνώσεις τους και τα πτυχία τους να μην έχουν καμία αξία μπροστά στις νέες συνθήκες της αμείλικτης αγοράς, η οποία λόγω της κερδοσκοπίας των τραπεζών, αλλά και του τζόγου στον οποίο επιδίδονται τα ανώτερα στελέχη, δεν «σέβεται» τίποτα και ισοπεδώνει τα πάντα. Οι δε τραπεζίτες και τα πολύ μεγάλα στελέχη συνεχίζουν την επιδρομή, θησαυρίζοντας και θυσιάζοντας τους πάντες και τα πάντα, χωρίς αίσθημα ενοχής, ενώ κάποιος κόσμος την ίδια στιγμή χάνει το σπίτι του, ή δεν μπορεί να συντηρήσει την οικογένειά του.

Η άλλη ματιά είναι αυτή του Έλληνα θεατή, ο οποίος συνειδητοποιεί ότι αυτό το σύστημα που δεν υπολογίζει τους δικούς του ανθρώπους, που πάσχιζαν να το κάνουν πανίσχυρο, αυτό το «αχάριστο» σύστημα δεν θα διαστάσει να «κουρέψει» έναν ολόκληρο λαό, ο οποίος δεν του προσφέρει τίποτα εκτός από το να καταναλώνει τα προϊόντα που του πλασάρονται και δεν παράγει τίποτα το πρωτογενές, εκτός από τουρισμό (που μάλιστα τον ακριβοπουλάει) και γεωργικά προϊόντα (που τα εγκατέλειψε με τις πρώτες επιχορηγήσεις της ΕΕ για να μετατρέψει τις επιχορηγήσεις σε βίλες, πισίνες, κότερα, τζιπ, δεύτερα και τρίτα σπίτια σε νησιά και βουνά και πάει λέγοντας).

Η ταινία εστιάζει στην καθημερινότητα τριών ανδρών, που προσπαθούν να επιβιώσουν μιας σειράς αλλαγών που επέρχονται σε μια πολυεθνική κατασκευαστική εταιρεία – και στο πώς αυτό επηρεάζει τόσο τους ίδιους, όσο και τις οικογένειες τους. Και οι τρεις απολύονται, χωρίς έλεος, μπροστά στις νέες συνθήκες της αγοράς (πτώση εργασιών, συγχωνεύσεις, ανταγωνισμός) και αντιμετωπίζουν ο καθένας με το δικό του τρόπο τη νέα του κατάσταση, με τον πρωταγωνιστή να επιμένει στην αλαζονική και μη συμβιβαστική του διάθεση και στο τέλος να υποχωρεί και να αποδέχεται τη θέση που του προτείνει ο αδερφός του να δουλέψει πηλοφόρι ή ξυλουργός στην οικοδομή μαζί του.

Η ταινία δείχνει ένα μάλλον ελπιδοφόρο και αισιόδοξο τέλος, το οποίο υπακούει στον κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο πρέπει να δουλεύουμε και να αγωνιζόμαστε για να αναγεννηθεί ένας νέος κόσμος δικαιότερος και πιο ανθρώπινος και συμπονετικός και αφήνει ένα επίκαιρο για την Ελλάδα δίδαγμα: πως όταν ξεπεράσουμε τον πανικό του «τι κάνουμε τώρα;» μας μένει η λύση του «πήραμε το μάθημά μας και αλλάζουμε» και όπως δηλώνει ένας από τους πρωταγωνιστές στην ταινία: «Αυτό σημαίνει ότι ανησυχούμε λιγότερο για το τι αυτοκίνητο έχουμε στο γκαράζ και περισσότερο για το πόσο χρόνο περνάμε με τις οικογένειές μας και τους ανθρώπους, που πρόκειται να μας στηρίξουν στις δύσκολες στιγμές».

Η ταινία είναι έξοχη και διαθέτει στη διανομή των ρόλων τους: Κέβιν Κόστνερ, Μπεν Άφλεκ, Τόμι Λι Τζόουνς, Μαρία Μπέλο, Κρις Κούπερ και Κρεγκ Τ. Νέλσον. Τη σκηνοθετεί με πολύ μαεστρία ο Τζον Γουέλς, που έχει γράψει και το πολυεπίπεδο σενάριο.

(Στη φωτογραφία, πρώην μεγαλοστελέχη επιχειρήσεων σε ηλικίες που κανείς δεν φαντάζονταν, να ψάχνουν για νέες δουλειές, με τον Κρις Κούπερ σε πρώτο πλάνο)

16/6/11

Ο Σεπουλβέδα για την κρίση

«Αν έγραφα ένα μυθιστόρημα για την κρίση, θα άρχιζε κάπως έτσι: “Ξημέρωσε μια υπέροχη μέρα, τα πτώματα χιλιάδων τραπεζιτών και χιλιάδων υπουργών κρέμονταν από τα φανάρια της Πλάθα Μαγιόρ”»
Αυτή ήταν μια δήλωση για την κρίση, του διάσημου χιλιανού συγγραφέα Λούις Σεπουλβέδα σε συνέντευξή του προς το ΒΗΜagazino (12/6/11), στην οποία συνέντευξη είπε και το άλλο: «Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είναι απαραίτητο να διαβάζουμε, να διαβάζουμε και να διαβάζουμε. Η ανάγνωση σώζει από την κατάθλιψη».
Έχω διαβάσει το βιβλίο του "Η ιστορία ενός γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει» 

9/6/11

Συνοικία το όνειρο

Η «Συνοικία το όνειρο» είναι μια ταινία που έχει αφήσει ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο και αυτό γιατί είναι μια από τις λίγες ελληνικές, που γυρίστηκαν στο ύφος του ιταλικού νεορεαλισμού.
Πρόκειται για μία έντονα πολιτικά και κοινωνικά φορτισμένη και άψογη ηθογραφία των φτωχότερων περιοχών της Αθήνας, επεισοδιακή στην πρώτη προβολή της και χτυπημένη βαριά από τη λογοκρισία της εποχής.
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης, πίσω από την κάμερα του σκηνοθέτη, αναλαμβάνει να δείξει μια Αθήνα πολύ μακριά από την «επίσημη», ωραιοποιημένη και «τουριστική» εικόνα της. Δημιούργησε μια ταινία, που φαινόταν -το λιγότερο- αριστερή, και εξαγρίωσε τους λογοκριτές, οι οποίοι την είδαν ως «κομμουνιστική προπαγάνδα», ενώ θεωρούσαν και απαράδεκτο να αφήνεται να βγαίνει προς τα έξω μια αληθινή, ωμή, ρεαλιστική και πικρή εικόνα της Ελλάδας, σε μια εποχή που άλλες ταινίες παρουσίαζαν ένα λαό ανέμελο και χαρούμενο. Η εικόνα του Αλεξανδράκη όμως ήταν πέρα για πέρα υπαρκτή…
Οι χαρακτήρες στην ταινία είναι αντι-ήρωες, υποφέρουν, δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, είναι πάμπτωχοι,

24/5/11

Αγανακτήστε!

«Για εκείνους και εκείνες που θα φτιάξουν τον 21ο αιώνα, λέμε με στοργή: Δημιουργία σημαίνει αντίσταση. Αντίσταση σημαίνει δημιουργία». Με αυτή την προτροπή κλείνει μια ολιγοσέλιδη μπροσούρα ενός 93χρονου πρώην διπλωμάτη που στήνει στον τοίχο το χρήμα, τις αγορές και τον εγωισμό. Το όνομα αυτού: Στεφάν Εσσέλ και υπήρξε αντιστασιακός και ένας ακούραστος αγωνιστής, που γλίτωσε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ και του Ντόρα-Μίττελμπαου, συντελεστής της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το 1948, πρέσβης της Γαλλίας και ανακηρύχθηκε αξιωματούχος της Λεγεώνας της Τιμής!
Γράφει στον πρόλογο του μικρού κειμένου του: «Ενενήντα τριών ετών. Το τέλος δεν είναι μακριά. Αλλά τι τύχη να μπορώ να υπενθυμίσω σε όλους μας αυτό που αποτέλεσε τη βάση της πολιτικής μου δράσης: το πρόγραμμα που εκπόνησε πριν από 67 χρόνια το Εθνικό Συμβούλιο της Αντίστασης!»
Για τον Στεφάν Εσσέλ, το «βασικό κίνητρο της Αντίστασης ήταν η αγανάκτηση».
Σίγουρα οι αιτίες που προκαλούν αγανάκτηση στον περίπλοκο σημερινό κόσμο φαίνονται λιγότερο σαφείς απ΄ ό,τι τον καιρό του ναζισμού. Αλλά, «όποιος ψάχνει βρίσκει»:
Η όλο και μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ πλουσίων και φτωχών, η περιβαλλοντική κρίση του πλανήτη, η κακομεταχείριση των λαθρομεταναστών αλλά και των νόμιμων μεταναστών και των τσιγγάνων...
Η κούρσα του «όλο και περισσότερο», ο ανταγωνισμός, η δικτατορία των χρηματαγορών, η επίθεση στα δικαιώματα που εξασφάλισε η Αντίσταση - συντάξεις, κοινωνική ασφάλιση... Όμως, για να είμαστε αποτελεσματικοί, πρέπει, όπως παλιά, να δικτυωθούμε και να δράσουμε συλλογικά.
Τι μας λέει, λοιπόν, ο Στεφάν Έσσελ;
Μας καλεί σε μια «ειρηνική εξέγερση και για μια αντίσταση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που παρουσιάζουν ως μοναδική προοπτική για τη νεολαία τη μαζική κατανάλωση, την περιφρόνηση για τους αδύναμους, την αδιαφορία για τον πολιτισμό, τη γενικευμένη αμνησία και τον ξέφρενο ανταγωνισμό όλων εναντίον όλων»
Το βιβλιαράκι του, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ σε μετάφραση: Σώτης Τριανταφύλλου

15/5/11

Τα παιδιά ενός άλλου θεού

Επιστρέφοντας από ένα γάμο σε γειτονική πόλη, ένας Κούρδος δημοσιογράφος, η σύζυγός του και τα τρία τους παιδιά – η Γκουλιστάν, ο Φιράτ και ο νεογέννητος αδερφός τους – πέφτουν σε ενέδρα τριών ενόπλων ανδρών, οι οποίοι εκτελούν εν ψυχρώ τους γονείς μπροστά στα έντρομα μάτια των παιδιών. Η θεία τους, μια ακτιβίστρια με έντονη δράση, αναλαμβάνει την κηδεμονία τους. Καθώς όμως ετοιμάζεται να τα πάρει μαζί της στη Σουηδία, όπου ζει ο παππούς τους, πέφτει θύμα απαγωγής από παραστρατιωτικούς, με αποτέλεσμα τα τρία αδέρφια να μείνουν ολομόναχα. Κι ενώ πλέον η καθημερινή διαβίωσή τους φαντάζει ολοένα και πιο δύσκολη, μια άστεγη νεαρά «μπασμένη» στα κόλπα και μία πόρνη με «χρυσή καρδιά», θα τους απλώσουν χέρι βοήθειας, παρέχοντάς τους τα εφόδια για να επιβιώσουν σε μια πόλη που βιώνει τη σκληρότητα της δεκαετίας του ’90 στην Τουρκία, όπου οι κουρδικές επαρχίες τέθηκαν σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και τέθηκαν υπό στρατιωτική κατοχή, αν και στην ταινία δεν προσδιορίζεται επακριβώς ο χρόνος, για εκείνη την περίοδο, η Διεθνής Αμνηστία δηλώνει ότι περισσότεροι από 18.000 πολιτικά ενεργοί Κούρδοι και Τούρκοι πολίτες σκοτώθηκαν ή εξαφανίστηκαν.

«Τα Παιδιά Ενός Άλλου Θεού» είναι μια προσπάθεια να πέσει λίγο φως σε αυτό το σκοτεινό παρελθόν. Όπως λέει ο σκηνοθέτης, η υπόθεση βασίζεται σε κάποιες πραγματικές καταστάσεις, που έχουν συμβεί στο Ντιγιαρμπακίρ. «Υπάρχουν αμέτρητες περιπτώσεις, όπου δημοσιογράφοι ή πολιτικοί ακτιβιστές έχουν πυροβοληθεί από εγκληματικές ομάδες και τα παιδιά τους έχουν μείνει ορφανά, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις κατέληξαν στους δρόμους. Η ταινία σου δείχνει όμως μόνο ένα κομμάτι τού τι μπορείς να δεις αν κάνεις μια συνηθισμένη βόλτα στην πόλη αυτή. Η πραγματική ζωή είναι πιο σκληρή εκεί και τα παιδιά είναι πιο άγρια και χυδαία. Ο πόλεμος έχει στερήσει από τους ανθρώπους το μέλλον τους. Είναι κολλημένοι σε ένα χαοτικό τέλμα με ελάχιστες ευκαιρίες προόδου. Η πορνεία και ο εθισμός στα ναρκωτικά είναι ευρέως διαδεδομένα, ακόμη και ανάμεσα στα παιδιά. Πολλοί γονείς είναι ψυχολογικά κατεστραμμένοι σε τέτοιο σημείο, που συχνά ωθούνται να νοιάζονται πρωταρχικά για τους ίδιους τους εαυτούς τους. Οι πολιτικά συνειδητοποιημένοι γονείς παλεύουν για να κρατήσουν τα παιδιά τους μακριά από τους δρόμους», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Μιράζ Μπεζάρ.

Η ταινία έχει γυριστεί εξ ολοκλήρου σε τοποθεσίες του Ντιγιαρμπακίρ, όπου και διαδραματίζεται η ιστορία. Είναι η μεγαλύτερη πόλη του τουρκικού Κουρδιστάν, μια πόλη που αναπτύχθηκε σε τοπική μητρόπολη μέσω της σταθερής συρροής εγχώριων προσφύγων από τις γύρω αγροτικές περιοχές. Κατά τη διάρκεια του πολέμου της δεκαετίας του '90, ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε από 300.000 σε 1,5 εκατομμύριο κατοίκους. Αυτή η πόλη είναι γνωστή για την πλούσια κουλτούρα της και τις λαϊκές παραδόσεις της, έχει υπάρξει όμως και το επίκεντρο της παραστρατιωτικής αντιτρομοκρατικής δράσης, με αποκορύφωμα τις χιλιάδες περιπτώσεις απαγωγών και θανάτων Κούρδων ακτιβιστών.

Ο σκηνοθέτης Μιράζ Μπεζάρ, ο οποίος έχει αποσπάσει στο παρελθόν ποικίλες διακρίσεις για τις μικρού μήκους δουλειές του, πραγματοποιεί το μεγάλου μήκους σκηνοθετικό και σεναριακό ντεμπούτο του με μια ταινία που θυμίζει ιταλικό νεορεαλισμό και έχει ένα μεγάλο ατού. Τις θαυμάσιες ερμηνείες από τους ερασιτέχνες, ανήλικους πρωταγωνιστές του. Ιδιαίτερα δε από τη 10χρονη Σενάι Οράκ με τα μεγάλα, εκφραστικότατα καστανά μάτια και τις «κραυγαλέες» σιωπές της, η οποία στηρίζει ουσιαστικά όλη την ταινία. Αποφεύγοντας τους περιττούς μελοδραματισμούς, κρατώντας ιδιαίτερα χαμηλούς τους τόνους και προσθέτοντας κάποιες ελάχιστες πινελιές χιούμορ, όπου έκρινε σκόπιμο, ο κουρδικής καταγωγής 38χρονος δημιουργός κερδίζει σε επίπεδο ρεαλισμού, πετυχαίνοντας έτσι να επικεντρώσει την προσοχή των θεατών, στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία του, ούτως ώστε οι όποιες τεχνικές ατέλειες να περνούν σε δεύτερη μοίρα.

«Τα παιδιά ενός άλλου θεού», δεν είναι μόνον μια καταγγελτική, αποκαλυπτική ταινία, μιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, αλλά και ένα ψυχογράφημα στην εξέλιξη του παιδικού ψυχισμού. Στη διαμόρφωση του παιδικού χαρακτήρα, που σημαδεύει την υπόλοιπη ζωή του ατόμου, κάτω από σκληρές συνθήκες. Τέλος, αναδεικνύει και τις έντονες κοινωνικές αντιθέσεις της γειτονικής μας χώρας, παρ’ όλο που δεν προσδιορίζει ακριβώς το χρόνο των όσων διαδραματίζονται. Από τη μία, βλέπουμε κακόφημες γειτονιές που μαραζώνουν μέσα στην ανέχεια και από την άλλη προνομιούχες αστικές συνοικίες, οι κάτοικοι των οποίων ζουν άνετα, αδιαφορώντας πλήρως για τους καταπιεσμένους Κούρδους συμπολίτες τους.

Σκηνοθεσία: Μιράζ Μπεζάρ
Παίζουν: Σενάι Οράκ, Μοχάμεντ Αλ, Χακάν Καρσάκ, Σουζάν Ιλίρ, Μπεριβάν Αγιάζ
(Διανομή Odeon)

Βέγγος ο αξέχαστος

Ήμουν έφηβος, όταν είδα τον Βέγγο από κοντά για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1964. Είχε έρθει στο σπίτι μας επί της οδού Κοιμήσεως Θεοτόκου 18 στο Μαρούσι, μαζί με τον Αλέκο Σακελλάριο επικεφαλής ενός κινηματογραφικού συνεργείου και τους ηθοποιούς Νίκη Λινάρδου, Λάμπρο Κωνσταντάρα και Γιώργο Μούτσιο, προκειμένου να γυρίσουν τα «εξωτερικά» της ταινίας «Θα σε κάνω βασίλισσα». Μιας ταινίας που βασιζόταν σε θεατρικό έργο «δωματίου» και τα ελάχιστα «εξωτερικά» της απαιτούσαν ένα δρόμο (από διάφορες γωνίες για να τον δείξουν σε πολλές διαφορετικές σκηνές) και ένα πλάνο από μπαλκόνι και αυλή με πολλά δέντρα, ώστε να φαίνεται η εξοχική τοποθεσία του σπιτιού του Βέγγου και της Λινάρδου. Το σπίτι μας είχε κριθεί κατάλληλο, επειδή διέθετε ταράτσα και μεγάλη αυλή με δύο τεράστια δέντρα και άλλο ένα στο πεζοδρόμιο.
Θυμάμαι το σκηνοθέτη, που ζήτησε από τη μητέρα μου να πάρουν λίγο ρεύμα από τις πρίζες μας (για την κάμερα και τους προβολείς), καθώς και ένα δωμάτιο του σπιτιού, για «να αλλάξει ο κύριος Κωνσταντάρας και η κυρία Λινάρδου».
Θυμάμαι επίσης, τον Βέγγο, που σεμνά αρνιόταν τα κεράσματα της μητέρας μου (η οποία ως θαυμάστρια του Κωσταντάρα, αλλά και του σινεμά γενικότερα, μαγείρεψε για όλο το συνεργείο, που έμεινε μέχρι αργά το απόγευμα) και της έλεγε «καλή μου κυρία, μη ξοδεύεσαι, θα τα βολέψουμε».
Θυμάμαι επίσης, τον Θανάση που πήγε στο μπακάλικο των αδελφών Λούη (γωνία Κοιμήσεως Θεοτόκου και Αναβρύτων) για να αγοράσει μια λεμονάδα ΗΒΗ Αμαρουσίου να ξεδιψάσει (όπως καταλάβατε τον ακολουθούσα συνέχεια) και όταν του απάντησε ο κυρ-Γιώργης ο Λούης «είναι κέρασμα», μόνον που δεν έκλαψε από συγκίνηση. «Όλοι κερνάνε σ’ αυτή τη γειτονιά;», γύρισε και μου είπε.
Θυμάμαι τέλος, ότι σε κάποιες φάσεις του γυρίσματος, δεν έκανε ακριβώς αυτά που του υποδείκνυε ο σκηνοθέτης («γιατί δε μου έρχεται βρε αδερφέ») και θυμάμαι ότι ο σκηνοθέτης δεν του τα έκοβε.
Ήταν πηγαίος, αυθόρμητος και ευρηματικός, κάτι που θεωρώ ότι λείπει σήμερα από τους περισσότερους κωμικούς. Ήταν αυτοδίδακτος ηθοποιός, υπόδειγμα ανθρωπιάς, ήθους και σεμνότητας και τολμώ να πω ότι ανήκε στην κατηγορία των ηθοποιών Τσάρλι Τσάπλιν και Μπάστερ Κίτον, που συνδύαζαν το κωμικό με την τραγικότητα. Ήταν «ένας άνθρωπος παντός καιρού», όπως τον αναφέρει και ο τίτλος ενός εξαιρετικού βιβλίου που γράφτηκε γι’ αυτόν από τον Γιάννη Σολδάτο πριν από λίγα χρόνια.
(Η φωτογραφία είναι από την ταινία "Θα σε κάνω βασίλισσα" και δείχνει τον Βέγγο καθισμένο στο πεζοδρόμιο απέναντι από το σπίτι μας, απογοητευμένο που εξ αιτίας ενός ψέματος που έχει πει, έχει δει τη γυναίκα του να φεύγει με το θείο της και έναν υποψήφιο γαμπρό από την Αμερική. Το ψέμα ήταν πως είναι χήρα, προκειμένου ο θείος να στέλνει δολάρια για να ζήσουν).

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αμαρυσία στις 14/5/2011 και η φωτογραφία πάρθηκε από το http://amaroussion.blogspot.com)

14/5/11

Ο Σπύρος Λούης στον κινηματογράφο

Οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες, γνωστοί ως Θερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες 1896, διοργανώθηκαν στην Αθήνα από τις 6 Απριλίου έως τις 15 Απριλίου1896. Σύμφωνα με την ιστορία, το 1894 σε συνέδριο που οργάνωσε ο βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν στο Παρίσι, ιδρύθηκε η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή και αποφασίστηκε η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Έπειτα από πρόταση του Έλληνα εκπροσώπου Δημητρίου Βικέλα, ως τόπος διεξαγωγής των ορίστηκε η Αθήνα. Αν και ο αριθμός των αθλητών που πήραν μέρος ήταν μικρός, παρόλα αυτά η συμμετοχή ήταν η μεγαλύτερη μέχρι τότε σε αθλητική διοργάνωση. Οι Αγώνες είχαν μεγάλη επιτυχία και υπήρξε μεγάλη συμμετοχή του ελληνικού κοινού, ενώ η σημαντικότερη στιγμή για τους Έλληνες, ήταν η νίκη στο Μαραθώνιο Δρόμο (στις 10 Απριλίου) από τον αξέχαστο Μαρουσιώτη Σπύρο Λούη.
Απ’ όσα τυχαίνει να γνωρίζουμε, ο κινηματογράφος (ελληνικός και ξένος) δεν ασχολήθηκε ποτέ αποκλειστικά με τον Σπύρο Λούη, εκτός βέβαια από ένα ντοκιμαντέρ του Γιάννη Σμαραγδή (παραγωγής 2004 του Δήμου Αμαρουσίου, με πρωτοβουλία του τότε δημάρχου Παναγιώτη Τζανίκου), η οποία γυρίστηκε με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, στο πλαίσιο του προγράμματος Ειρήνης και Πολιτισμού 2004 του Δήμου Αμαρουσίου.

«Σπύρος Λούης» του Γιάννη Σμαραγδή

Η ταινία αυτή, πήρε το πρώτο βραβείο του Διεθνούς Φεστιβάλ Sports Movies, που πραγματοποιήθηκε στο Μιλάνο (από 29 Οκτωβρίου έως 3 Νοεμβρίου 2004), και είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι, ενώ είχε σταλεί για να συμμετάσχει -ως ντοκιμαντέρ- στη κατηγορία «Ολυμπιακό Πνεύμα», οι υπεύθυνοι του φεστιβάλ τη μετακίνησαν «τιμητικά» (και πρέπει να επισημανθεί αυτό) στις ταινίες, όπου και απέσπασε το πρώτο βραβείο «Guirlande d' Honneur 2004». Σημαντικό είναι επίσης, και το ότι επελέγη μεταξύ 100 ταινιών από 90 χώρες όλου του κόσμου.
Το ντοκιμαντέρ αυτό του Γιάννη Σμαραγδή, καταγράφει τον «λαϊκό άνθρωπο από το Μαρούσι, που έδειξε το πλήρες νόημα και την ουσία του ευ αγωνίζεσθαι των αρχαίων προγόνων μας και έγινε αθάνατος, μαθαίνοντας και πάλι στην Ελλάδα να ονειρεύεται», όπως είχε δηλώσει ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ συμπληρώνοντας: «Προσπάθησα να καταδείξω σε αυτό το ντοκιμαντέρ, πως με αυτήν την προσφορά ο Σπύρος Λούης θα είναι πάντα πλημμυρισμένος φως, στεφανωμένος και αθάνατος, για να μεταφέρει στους αιώνες το μήνυμα των αρχαίων προγόνων μας: Οι νίκες δεν είναι προσωπικές. Είναι της Ελλάδας, της ανθρωπότητας».
Το σενάριο (σε συνεργασία με τον Παναγιώτη Πασχίδη) είναι του σκηνοθέτη Γιάννη Σμαραγδή, η διεύθυνση φωτογραφίας του Νίκου Σμαραγδή, η σκηνογραφία του Δαμιανού Ζαρίφη και η μουσική του Δημήτρη Παπαδημητρίου, ενώ η εκτέλεση παραγωγής ανήκει στην «Αλέξανδρος Φιλμ», σε χρηματοδότηση του Δήμου Αμαρουσίου.
Το ρόλο του Σπύρου Λούη ερμηνεύει ο Αλμπέρτο Φάις, της συζύγου του Ελένης, η Εβίτα Ζυμάλη, τον Αυστραλό δρομέα Φλάκ ο Κώστας Δελακούρας και τον ταγματάρχη ο Αντώνης Αντωνίου.
Η εξαιρετική αφήγηση έγινε από τον Κώστα Κλεφτόγιαννη, ενώ στην Αγγλική βερσιόν από τον Γρηγόρη Πατρικαρέα.
Πρέπει δε να τονισθεί, ότι είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της τοπικής αυτοδιοίκησης, που μια ταινία χρηματοδοτούμενη από ένα δήμο, στη συγκεκριμένη περίπτωση από τον Δήμο Αμαρουσίου, κατακτά παγκόσμια διάκριση και μάλιστα πρώτο βραβείο.
Υπάρχει, όμως και άλλη μια ταινία, στην οποία ο Σπύρος Λούης, εμφανίζεται ως δευτεραγωνιστής στην εξέλιξη της ιστορίας. Ταινία μεγάλου μήκους, η οποία δεν είναι Ελληνική, έχει γυριστεί στην Ελλάδα όμως, με ξένους και Έλληνες ηθοποιούς και ξεχάστηκε γρήγορα. Τι συνέβη ακριβώς, θα το δούμε στη συνέχεια…

Όταν το Χόλιγουντ ανακάλυψε τον… Σπυρίδωνα Λούη

Τις δεκαετίες ’50 και ’60 η Ελλάδα είναι πρώτη επιλογή για τους τουρίστες όλου του κόσμου. Η χώρα μας, δεν έχει ακόμα επηρεασθεί από το «δυτικό» πολιτισμό και όλοι οι ξένοι την προτιμούν για την παρθενικότητα του τοπίου και την απλότητα και τον αυθορμητισμό των κατοίκων της.
Μεταξύ αυτών που συχνάζουν στα Ελληνικά νησιά και την ύπαιθρο χώρα είναι και οι καλλιτέχνες του Χόλιγουντ. Ο Τάιρον Πάουερ, ο Ζαν Κοκτό, η Ρίτα Χέιγουορθ, ο Γκάρι Κούπερ και η Λιζ Τέιλορ είναι από τους πρώτους αστέρες που επισκέπτονται τη χώρα μας και οι πρώτοι και καλύτεροι διαφημιστές της, προς το τέλος της δεκαετίας του ’50.
Την ίδια εποχή, το Χόλιγουντ έχοντας εξαντλήσει τη μυθοπλαστική του ικανότητα, στρέφεται προς την Ευρώπη και επειδή έχουν προηγηθεί οι τουριστικές επισκέψεις, διαπιστώνει ότι το Ελληνικό τοπίο διακρίνεται για την ποικιλία των μορφών του, την καθαρότητα και τη φωτεινότητά του και έρχεται με προτάσεις για γυρίσματα ταινιών.
Ο υπουργός… Βιομηχανίας της περιόδου εκείνης, αντιλαμβάνεται ότι εάν ενθαρρύνει τις ξένες παραγωγές, η χώρα μας θα βγει πολλαπλώς κερδισμένη και δίνει άδειες. Έτσι, ταινίες όπως «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» (1956), «Το Παιδί Και Το Δελφίνι» (1957), «Ποτέ την Κυριακή» (1960), «Ο Λέων Της Σπάρτης» (1962) και «Αλέξης Ζορμπάς» (1964) γίνονται οι καλύτεροι διαφημιστές μας και συμβάλλουν στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στην αύξηση του τουριστικού ρεύματος.
Μεταξύ αυτών το 1960, γυρίστηκε και στην Αθήνα μια Αμερικανική αισθηματική κωμωδία με υπόθεση που διαδραματίζεται κατά την περίοδο των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων του 1896, στην οποία ένα από τα πρόσωπα είναι και ο… Σπυρίδων Λούης!

«Συνέβη Στην Αθήνα» του Άντριου Μάρτον

Σύμφωνα με την υπόθεση της ταινίας που είχε τίτλο «Συνέβη Στην Αθήνα» (It happened in Athens), ο «νεαρός βοσκός Σπυρίδων Λούης», αποφασίζει να συμμετάσχει στο άθλημα του Μαραθωνίου Δρόμου. Μόλις φτάνει στην Αθήνα, συναντά την Χριστίνα Γκράτσου, μια νέα κοπέλα από το χωριό του το Μαρούσι, η οποία είναι προσωπική υπηρέτρια της Ελένης Κώστα, της πιο γοητευτικής Ελληνίδας ηθοποιού. Η Ελένη Κώστα, αγαπά έναν ανθυπολοχαγό, τον Μινάρδο, που συμμετέχει κι αυτός στον αγώνα και επειδή είναι σίγουρη ότι θα κερδίσει τον Μαραθώνιο, ανακοινώνει στον Τύπο ότι θα παντρευτεί τον νικητή του αγώνα. Όμως νικητής θα είναι ο… Σπυρίδων Λούης, ο οποίος έχει ερωτευτεί την υπηρέτριά της, Χριστίνα, και της έχει υποσχεθεί γάμο…
Η κωμωδία (που προβλήθηκε το 1962 και δεν πήγε καλά εισπρακτικά), ήταν μια παραγωγή της 20th Century Fox (της οποίας πρόεδρος από το 1942 ήταν ο δικός μας Σπύρος Σκούρας). Σκηνοθέτης ήταν ο Άντριου Μάρτον. Τους βασικούς ρόλους είχαν η πληθωρική ξανθιά Τζέιν Μάνσφιλντ (ως Ελένη Κώστα στη φωτογραφία), ο Τραξ Κόλτον (ως Σπύρος Λούης), ο Νίκος Μινάρδος (ως ανθυπολοχαγός Αλέξης Μινάρδος στη φωτογραφία), η Ξένια Καλογεροπούλου (ως Χριστίνα Γκράτσου), η Λίλι Βαλέντι (μητέρα του Λούη) και ο Τίτος Βανδής (πατέρας του Λούη), ενώ η μουσική που ακούγεται μέχρι σήμερα είναι του Μάνου Χατζιδάκι.
Ως ανέκδοτο αναφέρεται, πως ένα από τα μεγάλα λάθη της ταινίας, ήταν ότι «οι κομπάρσοι στο Παναθηναϊκό Στάδιο φορούσαν ρούχα εποχής 1960 και όχι του 1896». Πράγματι, όσοι είχαν πάει στο Στάδιο εκείνη την Κυριακή του καλοκαιριού του 1960 για το γύρισμα, φορούσαν τα κανονικά τους ρούχα, διότι δεν ήσαν κομπάρσοι, αλλά αθηναίοι που είχαν πάει να ακούσουν -και να δουν- τα «Χαρούμενα Ταλέντα» του Γιώργου Οικονομίδη, μια πολύ δημοφιλή ραδιοφωνική εκπομπή της εποχής, που είχε διαφημιστεί ότι θα μεταδοθεί ζωντανά από το Στάδιο. Κατά την είσοδό τους δε, τους έδιναν μόνον ένα καπέλο εποχής του 1896 στους άντρες, καθώς και ένα ομπρελίνο στις γυναίκες, με εντολή να τα πετάξουν στον αέρα κατά την είσοδο του δρομέα-ηθοποιού Λούη στο Στάδιο, όπως και έγινε για να αποδοθεί η ατμόσφαιρα της νίκης.

(Δημοσιεύτηκε στην Αμαρυσία στις 7/5/2011 και όλες οι φωτογραφίες είναι από το Google - Εικόνες)

1/5/11

Μαύρη Αφροδίτη

Πρόκειται για μια εξαιρετική ταινία βασισμένη σε γεγονότα. Μεγάλης διάρκειας μεν, αλλά με εξαιρετικό ενδιαφέρον και μια εκπληκτική ερμηνεία από την πρωταγωνίστρια, της οποίας η εκφραστικότητα βγάζει προς τα έξω όλη την τραγικότητα της κατάστασής της. Το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται, την εξάρτησή της από το σκληρό αφεντικό, το πόσο αναποφάσιστη είναι για το Αύριο. Όπως είπε και ο σκηνοθέτης: «Η ηρωίδα της ταινίας, Σάαρτζι, είναι ένας μυστηριώδης χαρακτήρας, που μου τράβηξε την προσοχή από την πρώτη στιγμή. Στο τέλος της ημέρας, ποτέ δε μαθαίνουμε ποιες είναι πραγματικά οι προθέσεις της»

Το 1810 ένα γυναικείο μέλος της αφρικανικής φυλής Κόι, με ιδιαίτερα ευτραφή σωματότυπο, έπεσε θύμα εκμετάλλευσης και παρασύρθηκε από έναν τυχοδιώκτη στο Λονδίνο για να εκτεθεί σε κοινή θέα ως κάτι το σεξουαλικά αξιοπερίεργο. Η περιπλάνησή της κατέληξε στο Παρίσι, όπου απεβίωσε το 1816.
Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Γαλλίας διατήρησε το σώμα της, που το απολάμβανε το γαλλικό κοινό σε κοινή θέα, μέχρι το 1974 στο Μουσείο του Ανθρώπου του Παρισιού, όπου το σώμα της κατέληξε να χρησιμοποιείται σαν αντικείμενο επιστημονικής «έρευνας».
Όταν ο Νέλσον Μαντέλα έγινε Πρόεδρος της Νότιας Αφρικής το 1994, ζήτησε να επιστραφούν αμέσως τα υπολείμματα της «Μαύρης Αφροδίτης», όπως την είχαν ονομάσει.
Μετά από μακροχρόνιες νομικές διατυπώσεις, η Γαλλία δέχτηκε το αίτημα στις 6 Μαρτίου του 2002, οπότε όργανα και εκμαγείο της Μαύρης Αφροδίτης επεστράφησαν στην πατρίδα της με τιμές και αποκαταστάθηκε η φήμη της..
Η αληθινή αυτή ιστορία, η οποία για τους περισσοτέρους είναι σκοτεινή και άγνωστη, γυρίστηκε ταινία από τον Αμπντελατίφ Κεσίς ο οποίος θεώρησε καθήκον του, να μην αφήσει την ιστορία και την τύχη της να ξεχαστεί, αλλά και να μιλήσει για τη μοίρα της γυναίκας ως σεξουαλικό αντικείμενο, με αμεσότητα, σκληρότητα αλλά και ευαισθησία.

Η υπόθεση της ταινίας έχει ως εξής: Παρίσι , 1817. Βασιλική Ακαδημία Ιατρικής. «Δεν έχω δει ποτέ ανθρώπινο κρανίο που να μοιάζει τόσο πολύ με το κρανίο ενός πιθήκου», λέει ο ανατόμος Ζωρζ Κουβιέ βλέποντας το γύψινο καλούπι του σώματος της Σάαρτζι Μπάρτμαν. Οι συνάδελφοι του χειροκροτούν. Την Σάαρτζι έφερε με τη βία από την πατρίδα της, τη Νότια Αφρική, το «αφεντικό» της ο Σεζάρ, ο οποίος την επιδείκνυε ως πρωτοφανές δημόσιο θέαμα εξαιτίας των υπερμεγεθών και ιδιαίτερων σωματικών αναλογιών της, στο Λονδίνο και αργότερα στο Παρίσι. Όταν ζητήθηκε από τη Σάαρτζι να γίνει αντικείμενο επιστημονικής έρευνας στη Βασιλική Ακαδημία Ιατρικής στο Παρίσι, εκείνη δε δέχθηκε με αποτέλεσμα ο Σεζάρ να την πουλήσει σε έναν παρουσιαστή άγριων θηρίων, ο οποίος άρχισε να την περιφέρει σε ερωτικές συγκεντρώσεις αριστοκρατών, μέχρι να καταλήξει τελικά σε πορνείο. Αυτή η «Hottentot Αφροδίτη» που ταπεινώθηκε, εξευτελίστηκε και έγινε αντικείμενο ακραίας εκμετάλλευσης, έγινε σύμβολο για τους καταπιεσμένους και τους φτωχούς και βρήκε λύτρωση πολλά χρόνια μετά το θάνατό της.

Σκηνοθεσία: Αμπντελατίφ Κεσίς
Παίζουν: Γιαχίμα Τόρες, Ολιβιέ Γκουρμέ, Αντρέ Ζακόμπς, Φρανσουά Μαρτουρέ

19/4/11

"Η θυσία" της Ελένης Σαραντίτη

Η φίλη μου η Αγγελική Βουλουμάνου, παρουσίασε τις προάλλες το ιστορικό μυθιστόρημα "Η θυσία" της Ελένης Σαραντίτη (εκδ. Πατάκη) στη Βορέειο Δημοτική Βιβλιοθήκη, ενώ η συγγραφέας διάβασε αποσπάσματα και ακολούθησε συζήτηση.
Το βιβλίο, όπως μας είπε η συγγραφέας, γραφόταν επί τρία χρόνια και η κ. Σαραντίτη χρησιμοποίησε πολλές πηγές. Σκοπός της ήταν να προσεγγίσει τον άνθρωπο Λεωνίδα και να κάνει γνωστό στον αναγνώστη αυτόν τον πραγματικά αξιοθαύμαστο άντρα, που έζησε μες στην αγάπη και για την αγάπη οδηγήθηκε στον δρόμο της θυσίας. Τον Λεωνίδα, μέσα από ιστορικές πηγές, τις οποίες η Ελένη Σαραντίτη εξάντλησε σε τέτοιο βαθμό, που μιλώντας στο ακροατήριο της Βορέειου, «ζούσε» αυτά που έλεγε σαν να ήταν εκεί.
Στο πλούσιο, σε ιστορικά στοιχεία, εκφράσεις και λέξεις μυθιστόρημα, ο Λεωνίδας ξαγρυπνά στις Θερμοπύλες, 20 του Αυγούστου του 480 π.Χ. Με πανσέληνο. Στην αγρυπνία του, κατακλύζεται από μνήμες και νοσταλγεί. Ο έρωτας και ο γάμος με τη γυναίκα του, ο οκτάχρονος γιος του Πλείσταρχος με την ανεπτυγμένη διαίσθηση, ο πατέρας του και η αφοσίωσή του στη γυναίκα του, την οποία πιεζόταν από την Πολιτεία να εγκαταλείψει, ως άτεκνη. Η σχέση του με την κόρη Μεσσήνιων αιχμαλώτων, τη Δελφίνη, η φιλία με τον εκπεσόντα βασιλιά της Σπάρτης, μετέπειτα σύμβουλο του Ξέρξη, Δημάρατο. Η επεισοδιακή γέννηση του τελευταίου και η θλιβερή φυγή του. Ο ισχυρός βασιλιάς Κλεομένης, ετεροθαλής αδερφός του Λεωνίδα, και η σύγκρουσή του με τους Εφόρους. Η γνωριμία του Λεωνίδα με την υπέροχη Αιθιοπίδα, Άμπα, το γράμμα με το φυλαχτό που αυτή του έστειλε όταν εκστράτευε, η σημαντική συνάντηση με τον σεβάσμιο είλωτα Ανθέα, η εξαδέλφη του Ευδώρα, φαρμακοπώλις και μουσικός, που πέθανε από αγάπη, οι σύντροφοι, το χιούμορ του, η Σπάρτη, οι εορτές, οι μάχες, το ιερό της Ωραίας Ελένης όπου λατρευόταν σαν θεά, ένα θαύμα της. Τέλος, η άφιξη στις Θερμοπύλες. Οι πρώτες συγκρούσεις. Οι προσφορές του Ξέρξη στον Λεωνίδα.

10/4/11

"Έφυγε" ο Σίντνεϊ Λιούμετ

Σε ηλικία 86 ετών πέθανε ο σκηνοθέτης Σίντνεϊ Λιούμετ, γνωστός για τις ταινίες του "Σέρπικο" και "Σκυλίσια Μέρα" (που αναδείκνυαν τη σκοτεινή πλευρά της Νέας Υόρκης).
Ο Λιούμετ είχε προταθεί τέσσερις φορές για Όσκαρ Σκηνοθεσίας (αλλά δεν το κέρδισε ποτέ) για ταινίες με κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις και ήρωες ψυχολογικά ασταθείς.
Μόνον το 2005 πήρε Όσκαρ για τη συνολική προσφορά του στον κινηματογράφο (έχει σκηνοθετήσει πάνω από 40 ταινίες).
Αξέχαστη ήταν η ταινία του "Το Δίκτυο", μια καυστική καταγγελία για την τηλεόραση και πως επιχειρεί να χειραγωγεί τα πλήθη, στην οποία ο πρωταγωνιστής (Πίτερ Φιντς), μη αντέχοντας ως παρουσιαστής να κοροϊδεύει τον κόσμο, βγαίνει μια μέρα στην εκπομπή του και φωνάζει την κλασσική ατάκα: "I'm mad as hell, and I'm not going to take it anymore!", που ελεύθερα σημαίνει: "Έχω τρελαθεί τελείως και δεν πρόκειται να το αντέξω άλλο", καλώντας όλους τους τηλεθεατές να βγουν να το φωνάξουν από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια τους, όπως και γίνεται.
Άλλες ταινίες του Λιούμετ που έχω δει και μου άρεσαν ήσαν οι: "Οι δώδεκα ένορκοι", "Έγκλημα στο Οριαν Εξπρές", "Εκβους", "Ενεχυροδανειστής", "Ενοχος σαν αμαρτία", "Ετυμηγορία", "Θανάσιμη παγίδα", "Λόφος", "Μεγάλη ληστεία της Νέας Υόρκης" και "Πριν ο διάβολος καταλάβει ότι πέθανες".


5/4/11

Ρωγμές στη σιωπή

Τρυφερό, εξομολογητικό, αποκαλυπτικό, ένα μυθιστόρημα που ανιχνεύει σε βάθος τις απόκρυφες πτυχές της ανθρώπινης ψυχής. Αυτό είναι επιγραμματικά, το μυθιστόρημα «Ρωγμές στη σιωπή» της Ζέτας Κουντούρη (εκδ. Κέδρος) που παρουσιάστηκε προ ημερών σε ειδική εκδήλωση διοργανωμένη από τη Δημοτική Βορέειο Βιβλιοθήκη, στην αίθουσα εκδηλώσεων του Δημαρχιακού Μεγάρου, παρουσία της αντιπροέδρου της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Γλυκερίας Μοστρού και αρκετών φίλων του καλού και ποιοτικού βιβλίου.
Το βιβλίο παρουσίασε και επένδυσε μουσικά με κιθάρα και τραγούδι η φίλη μου η Αγγελική Βουλουμάνου, ενώ η συγγραφέας διάβασε αποσπάσματα από το μυθιστόρημα και στη συνέχεια επακολούθησε συζήτηση.
Η Ζέτα Κουντούρη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Εργάστηκε επί σειρά ετών ως δικηγόρος και ως επιστημονική συνεργάτις στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 2007 έως το 2009 δίδαξε Δημιουργική Γραφή στο αντίστοιχο Εργαστήρι της Φοιτητικής Λέσχης του Πανεπιστημίου, το οποίο ίδρυσε η ίδια.
Έχει συνεργαστεί με γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά.
Από τη συλλογή της «Η Πρεμιέρα», το διήγημα «το Στοίχημα» έχει συμπεριληφθεί στο νέο τόμο Ανθολογίας των Ρένου, Ήρκου και Στάντη Αποστολίδη, ενώ από τη συλλογή της «Όμορφη ζωή» το ομώνυμο διήγημα έχει μεταφραστεί στα ισπανικά και έχει δημοσιευθεί στην ανθολογία Ελληνίδων Συγγραφέων της Teresa Sempere (escritoras GRIEGAS, 2004).
Εκδότης: Κέδρος / ISBN: 978-960-04-4120-8 / Σελίδες: 248 / Τιμή: 12.50 ευρώ.

(Δημοσιεύτηκε στην Αμαρυσία στις 24 Μαρτίου 2011)

4/4/11

Πεθαίνοντας για την αλήθεια

Πολύ λίγος κόσμος γνωρίζει ότι κάθε χρόνο, περισσότεροι από εκατό δημοσιογράφοι χάνουν τη ζωή τους στις καυτές περιοχές του πλανήτη. Ακόμα λιγότεροι γνωρίζουν ότι στο Ιράκ περισσότεροι από 350 δημοσιογράφοι και εργαζόμενοι στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης σκοτώθηκαν από την αρχή του πολέμου το Μάρτιο του 2003 μέχρι σήμερα. Είναι ο μεγαλύτερος αριθμός θανάτων σε εμπόλεμη περιοχή από την εποχή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
«Ο σκοπός του ντοκιμαντέρ “Πεθαίνοντας για την Αλήθεια”, λέει ο δημιουργός του, Νίκος Μεγγρέλης, είναι να πάει πέρα από τους αριθμούς και τις ψυχρές στατιστικές και να αφηγηθεί την ιστορία δημοσιογράφων που πέθαναν την ώρα που προσπαθούσαν να μεταφέρουν το ρεπορτάζ και την εικόνα στις εφημερίδες και στις τηλεοράσεις μας.».
Θέμα διεθνούς ενδιαφέροντος
Για πρώτη φορά στην Ελλάδα μια ερευνητική ομάδα καταπιάνεται με ένα τόσο μεγάλο, διεθνούς

2/3/11

Δημοτική συγκοινωνία με εισιτήριο

Άρχισε οργανωμένα, συστηματικά και με την πρέπουσα τάξη (βλ. φωτο), η ενημέρωση του επιβατικού κοινού για την καθιέρωση του εισιτηρίου των 0,50 λεπτών του ευρώ στη Δημοτική Συγκοινωνία Αμαρουσίου για τους ξένους.
Διότι εμείς οι γηγενείς θα μετακινούμεθα δωρεάν επιδεικνύοντας την Artemis Card.
Ήδη τα πρώτα διαφημιστικά φυλλάδια έκαναν την εμφάνισή τους στα «κόκκινα» και αναπτέρωσαν τις ελπίδες όλων ημών των γηγενών Μαρουσιωτών.
Ελπίδες, που συγκλίνουν στην «ανανέωση του στόλου των λεωφορείων».
Αρκεί βεβαίως οι ετεροδημότες να πληρώνουν το αντίτιμο του εισιτηρίου.
Το νέο σύνθημα του Δήμου Αμαρουσίου συνοψίζεται σε μια φράση και είναι ανάλογο του μηνύματος των πεσόντων στον Μαραθώνα εναντίον των Περσών.
«Ω ξειν’ αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις, ότι τήδε κείμεθα, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».
Ω, ξένε, πες και στους άλλους μη Μαρουσιώτες, να πληρώνουν εισιτήριο, για την ανανέωση του

28/2/11

Τι κρίμα

Κανείς δεν έρχεται να δει και να θαυμάσει
Αυτήν την όαση
Που μερικοί
Περνώντας μέσα
Απ' την οδύνη της απώλειας
Δημιούργησαν για μας.

(Ποίημα του Τάσου Δενέγρη από τον τόμο «Μιλάει ο αγριόχοιρος», Υψιλον/Βιβλία, 2008)

20/2/11

Ο κόσμος είναι μεγάλος και η σωτηρία της ψυχής βρίσκεται στη γωνία

Δεν πρόκειται για ένα τυχαίο αφορισμό, αλλά για τίτλο ταινίας. Μιας ταινίας για τη ζωή, την τύχη, τις δυνατότητες και τις πιθανότητες που έχουμε για να επιβιώσουμε αρμονικά, τόσο με τον εαυτό μας, όσο και με τους γύρω μας. Μια ταινία, γεμάτη χιούμορ, που υμνεί, τόσο την επίλυση κάθε δυσκολίας της ζωής, όσο και την έλξη των αντίθετων ανθρώπινων χαρακτήρων. Μια ιστορία στην οποία όλα είναι δυνατά (όπως και στο τάβλι, που παίζει κυρίαρχο ρόλο στην αφήγηση).

Έπειτα από ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ο Άλεξ δεν μπορεί να θυμηθεί ποιος είναι. Για να μπορέσει να του επαναφέρει τη μνήμη, ο παππούς του ο Μπάι Νταν ταξιδεύει στη Γερμανία, προκειμένου να οργανώσει ένα ταξίδι στο παρελθόν, ένα ταξίδι μνημών πίσω στη χώρα που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Σύννεφα «γεμίζουν» τα μέχρι τότε ειδυλλιακά παιδικά χρόνια του Άλεξ, ο οποίος ζει σε μια μικρή επαρχιακή πόλη στη Βουλγαρία του 1980. Η τοπική αστυνομία πιέζει τον πατέρα του να κατασκοπεύσει και να καταδώσει τον πεθερό του, τον Μπάι Νταν, που είναι ο βασιλιάς του ταβλιού στην περιοχή. Η οικογένεια πολύ γρήγορα αποφασίζει να μεταναστεύσει στη Δύση για να γλιτώσει από όλα αυτά. 25 χρόνια μετά, ο Άλεξ βρίσκεται στο νοσοκομείο μετά από έναν βαρύ τροχαίο, στο οποίο σκοτώθηκαν και οι δυο του γονείς. Εκεί πηγαίνει να τον βρει ο παππούς του, που θέλει να τον βοηθήσει. Ενώ «ταξιδεύουν» διαμέσου του χρόνου και του τόπου, διασχίζουν τη μισή Ευρώπη παίζοντας τάβλι, το πιο απλό και συνάμα περίπλοκο από όλα τα παιχνίδια. Αυτή η καθημερινότητα βοηθά τον Άλεξ να συνειδητοποιήσει ποιος είναι, καθώς το τάβλι μπορεί να ξεκλειδώσει όλο του το παρελθόν.

Η σκηνοθεσία είναι του Στεφάν Κομαντάρεφ, ο οποίος για την ταινία του αναφέρει τα εξής: «Το κεντρικό νόημα της ιστορίας με συναρπάζει τόσο γιατί πραγματεύεται μερικά από τα πιο σημαντικά αλλά και απλά ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης : ποιος είμαι, ποιες είναι οι ρίζες μου, πως πρέπει να ζω τη ζωή μου; Η ανακάλυψη προσωπικών και συγκεκριμένων απαντήσεων σε αυτά τα ερωτήματα, προϋποθέτει ένα δύσκολο πνευματικό ταξίδι βάσει του χαρακτήρα του καθενός. Κάποιος μπορεί να ξεκινήσει το ταξίδι από μόνος του, κάποιος άλλος όμως μπορεί να δοκιμάσει μια άλλη λύση, που προέρχεται από την Ανατολή : να πραγματοποιήσει το ταξίδι ως μαθητευόμενος πλάι σε έναν δάσκαλο (γκουρού), που έχει ήδη βρει τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά.
Πολλοί από τους φίλους και τους συγγενείς μου μετανάστευσαν στη Δύση έχοντας στις αποσκευές τους ελπίδες και όνειρα. Στη συνέχεια, οι ελπίδες αυτές ανακατεύτηκαν με τη νοσταλγία και τη σύγχυση, όπως ακριβώς συμβαίνει με μια ξένη γλώσσα όταν αυτή διεισδύει στη ντόπια λαλιά του καθενός. Μένεις ή φεύγεις; Επιστρέφεις στο σπίτι σου ή προσπαθείς να προσαρμοστείς στη νέα σου πατρίδα; Σε ποιον κόσμο ανήκεις : σε αυτόν που γεννήθηκες ή σε αυτόν που θα πεθάνεις;
Για πρώτη φορά στον κινηματογράφο, μια ταινία ασχολείται με το τάβλι, τη φιλοσοφία του και τη δική του θεώρηση για τον κόσμο. Η γοητεία των παιχτών του ταβλιού, το λεκτικό τους ιδίωμα και τα χαρακτηριστικά τους αστεία, καθώς και η αινιγματική ατμόσφαιρα που υπάρχει στα στέκια του παιχνιδιού, όλα αυτά φτιάχνουν έναν ιδιαίτερο κόσμο. Το τάβλι είναι το αρχαιότερο παιχνίδι. Το συναντάς σε όλο τον κόσμο, είναι όμως πιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των Βαλκάνιων. Στην ιστορία της ταινίας μου, μέρος του χαρακτήρα των ηρώων είναι το τάβλι : καθοδηγεί τα πεπρωμένα τους διαμέσου του χρόνου και του τόπου. Οδηγός σε αυτό το ταξίδι είναι ο Μπάι Νταν, ο βασιλιάς του ταβλιού. Ευφυής και ευγενικός, η “φωνή” του οδηγεί τα γεγονότα με τη φρόνηση και το χιούμορ ενός σύγχρονου φιλοσόφου».

Πρωταγωνιστουν οι: Μίκι Μανόλοβιτς, Κάρλο Λιούμπεκ, Χρίστο Μουταφτσίεφ και Άννα Παπαδοπούλου

Η ιστορία της ταινίας, που γυρίστηκε το 2008 και έκτοτε έχει πάρει αρκετά βραβεία σε όποια φεστιβάλ πήγε, βασίστηκε στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Ilija Trojanow, που έγινε μπεστ σέλερ στη Βουλγαρία και την αναφέρω επειδή αυτές τις μέρες προβάλλεται στον κινηματογράφο της γειτονιάς μας, (ΔΙΑΝΑ - Περικλέους, πάνω από το σταθμό ΗΣΑΠ).

5/2/11

Αντικοινωνική συμπεριφορά

Καιρό είχα να ασχοληθώ με τους πολυπληθείς αναγνώστες μου, που κατά καιρούς με τιμούν με τα mails τους.
Το πράττω σήμερα.
Αφορμή στάθηκε πρόσφατο μήνυμα της φίλης αναγνώστριας Μαρίνας (με την επιθυμία να μη δημοσιεύσω το επώνυμό της) που μου γράφει: «Κύριε Πολύδωρε. Τώρα τελευταία, η στήλη σας δεν έχει μια σταθερή θέση και κάθε Σάββατο αναγκαζόμαστε να ξεφυλλίζουμε την εφημερίδα για να σας βρούμε. Γιατί συμβαίνει αυτό;».
Αγαπητή μου κ. Μαρίνα, όχι μόνον εσείς, αλλά και άλλοι αναγνώστες και αναγνώστριες, που είχαν συνηθίσει πολύ καιρό τώρα να με βρίσκουν πάντοτε στην ίδια θέση, μου υπέβαλαν το ίδιο ερώτημα.
Σήμερα είμαι υποχρεωμένος πλέον να απαντήσω, αποκαλύπτοντας μικρά μυστικά της δουλειάς.
Όπως είχε διαπιστωθεί από τους ειδικούς ερευνητές της εφημερίδας, ύστερα από εμπεριστατωμένη

1/2/11

Οι Διακοπές Του Κ. Ιλό (1953 - Les Vacances De M. Hulot)

Γιατί στις 100: Γιατί ενώ δεν ανήκει χρονολογικά στην κατηγορία του βωβού κινηματογράφου, έχει πρωταγωνιστή έναν τύπο που μιλά ελάχιστα και δημιουργεί ή πέφτει στις γνωστές κλισέ γκάφες του βωβού κινηματογράφου. Πρόκειται για γάλλο ήρωα αντίστοιχο του Σαρλώ, ψηλόλιγνο, άχαρο με παντελόνια που συνήθως φτάνουν μέχρι τον αστράγαλο και κινήσεις που αγγίζουν τα όρια του μπαλέτου. Αλλά σ’ αυτό το φιλμ δεν είναι μόνον ο ήρωας που απασχολεί τον σκηνοθέτη. Είναι ο τρόπος που κάνουν διακοπές οι μεσο- και μικροαστοί γάλλοι, ο τρόπος που συμπεριφέρονται στο καλοκαιρινό θέρετρο, όπου καταφθάνει ο πρωταγωνιστής μας και ανατρέπει κάθε καθιερωμένη συμπεριφορά. Η ταινία δεν είναι μια κωμωδία που βασίζεται πάνω στον κ. Ιλό. Είναι μια κοινωνική κριτική, δια μέσου του κ. Ιλό, μια παρατήρηση πολλών μικρών λεπτομερειών που δίνουν ένα εξωφρενικό κοινωνικό σύνολο. Μια παρατήρηση, που δεν είναι κουτσομπολίστικη, αλλά εκλεκτική και αριστοκρατική. Εξαιρετικά έξυπνη και διασκεδαστική ταινία, η οποία συνιστάται για πλήρη χαλάρωση.
Δεν μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει υπόθεση. Απλά, ακολουθούμε το μοναχικό κ. Ιλό, να παίρνει την άδειά του και να πηγαίνει για διακοπές σε παραλιακό θέρετρο.
Σκηνοθεσία – Πρωταγωνιστής: Ζακ Τατί

Σιωπηλός Μάρτυς (1958 – Rear Window)

Γιατί στις 100: Γιατί είναι κινηματογράφος… μέσα στον κινηματογράφο. Μια ταινία αγωνίας, από έναν επιδέξιο σκηνοθέτη που μας πείθει «με ευγενικό τρόπο», ότι το να κρυφοκοιτάζουμε μέσα από το παράθυρό μας τις κινήσεις των γειτόνων, μπορεί να εξελιχθεί σε τρομερά επικίνδυνη υπόθεση. Μη σας πω και μοιραία. Καλύτερα να παρακολουθούμε τηλεόραση, που λέει ο λόγος. Ευρηματικό σενάριο, σωστά δομημένοι χαρακτήρες και εξαιρετικές ερμηνείες είναι τα χαρακτηριστικά της ταινίας, την οποία πολλοί σκηνοθέτες μιμήθηκαν αργότερα. Ήταν υποψήφια και για 4 Όσκαρ.
Υπόθεση: Επαγγελματίας φωτογράφος καθηλώνεται σπίτι του, λόγω του σπασμένου του ποδιού και περνάει την ώρα του παρατηρώντας τους γείτονες με τον τηλεφακό της μηχανής του, από το πίσω παράθυρο, που βλέπει σε πολυκατοικία αρκετών διαμερισμάτων. Ώσπου θα γίνει μάρτυρας ενός εγκλήματος, κατά τα φαινόμενα. Ποιος θα τον πιστέψει όμως, όταν δεν έχει άλλες αποδείξεις εκτός από το γεγονός ότι κρυφοκοίταζε; Έτσι, αναλαμβάνει να αποκαλύψει το υποτιθέμενο έγκλημα, χρησιμοποιώντας την όμορφη φίλη του, που τον επισκέπτεται πότε – πότε. Το κακό είναι ότι ο ύποπτος για το φόνο, αντιλαμβάνεται τις κινήσεις τους και αντιδρά.
Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ
Πρωταγωνιστούν: Τζέιμς Στιούαρτ, Γκρέις Κέλι

Τα παιδιά των ανθρώπων (2006 – Children Of Men)

Γιατί στις 100: Όχι μόνο για το πιο δυσάρεστο σενάριο σχετικά με το μέλλον της ανθρωπότητας, όσο για τα καταπληκτικά ντεκόρ της ταινίας, τα οποία αποτελούνται από σημερινές τοποθεσίες φωτογραφημένες και κινηματογραφημένες κατάλληλα. Πρόκειται για μια από τις καλύτερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας (γνήσιας, βασισμένης πραγματικά σε επιστημονικά δεδομένα) που έχω δει, η οποία προσεγγίζει ανατριχιαστικά τη σύγχρονη πραγματικότητα. Πείθει για τη συνέπειά της, στο είδος της επιστημονικής φαντασίας, ταυτόχρονα ανακαλεί υπαρκτά προβλήματα χωρίς να γίνεται υπερβολική και χωρίς να χρησιμοποιεί φουτουριστικά οπτικά και ηχητικά εφέ.
Υπόθεση: Το 2027, στο Λονδίνο. Πάνω σε ένα πλανήτη όπου πλέον δε γεννιούνται παιδιά, η κοινωνία μοιάζει με καζάνι έτοιμο να εκραγεί. Ο μικρότερος άνθρωπος είναι ηλικίας 17 ετών. Υπερπληθυσμός και ανεργία. Οι μετανάστες διώκονται σαν άγρια ζώα. Αθλιότητα, υποβάθμιση της ζωής και καθημερινός ζόφος. Ο στρατός κάνει κουμάντο παντού. Ο ήρωας μας, παθητικός και απόλυτα συμβιβασμένος, βλέπει αναπάντεχα το μέλλον του κόσμου να εξαρτάται από τη δική του δράση. Πρέπει να σώσει το μοναδικό μωρό που υπάρχει και είναι κοριτσάκι.
Σκηνοθεσία: Αλφόνσο Κουαρόν
Πρωταγωνιστούν: Κλάιβ Όουεν, Τζούλιαν Μουρ, Μάικλ Κέιν, Τσάρλι Χάναμ

Match Point (2005)

Γιατί στις 100: Επειδή είναι μια σύγχρονη ματιά στο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι «Έγκλήμα και τιμωρία» και η ματιά αυτή προέρχεται από τον Γούντι Άλεν, ο οποίος μέσα από αυτή την ταινία σε πρώτο επίπεδο, εξετάζει την τύχη και την επίδρασή της στις ζωές μας. Σε δεύτερο, έχουμε ένα αίσθημα και μπόλικο ερωτισμό, μέσα από μια σχέση πάθους, του οποίου ο σκηνοθέτης εξετάζει και τα όρια. Εξαιρετική η πρώτη Λονδρέζικη ταινία του Άλεν, με ένα σφιχτό και ανατρεπτικό –σε βαθμό κωμωδίας- σενάριο, με μεστούς και όχι επίπεδους χαρακτήρες ενώ οι διάλογοί του είναι εξαιρετικοί, γεμάτοι καυστικό χιούμορ και ειρωνεία. Το τέλος της ταινίας του είναι σαρκαστικό και μελαγχολικό συνάμα να πούμε ότι είναι επηρεασμένο από τον Χίτσκοκ.
Υπόθεση: Νεαρός δάσκαλος τένις, εισέρχεται στον κύκλο μίας εύπορης οικογένειας όταν αναλαμβάνει να κάνει μαθήματα στη κόρη, την οποία και παντρεύεται. Αναπάντεχα, μπλέκεται και σε μία παράνομη σχέση που θα τον βυθίσει σε αδιέξοδο και, όταν αποφασίσει να αναλάβει δράση για να ξεφύγει, τότε θα οδηγηθεί στα άκρα.
Σκηνοθεσία: Γούντι Άλεν
Πρωταγωνιστούν: Τζόναθαν Ράις Μέγιερς, Σκάρλετ Γιόχανσον, Αλεξάντερ Άρμστρονγκ, Μπράιαν Κοξ, Έμιλι Μόρτιμερ

Οι Ασυγχώρητοι (1992 – Unforgiven)

Γιατί στις 100: Επειδή είναι ένα γουέστερν που καταδικάζει με τον τρόπο του τα γουέστερν, την αδικαιολόγητη βία, την ηθική της εποχής και την υποκρισία. Μια ελεγειακή ταινία, γύρω από τη ζωή στην άγρια δύση και την έννοια της οικογένειας όπως την έβλεπαν τότε. Κατά τ’ άλλα, ένα τυπικό γουέστερν με κορυφούμενη δράση. Με καταπληκτικές ερμηνείες από μια σειρά μεγάλων σε ηλικία, θα έλεγα, ηθοποιών που υποδύονται ήρωες «υπό απόσυρση», αλλά που δεν μπορούν να το βάλουν κάτω. Πρόκειται για άρτια ταινία, η οποία ήταν υποψήφια για 9 Όσκαρ και πήρε 4: Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Μοντάζ και Β’ Αντρικού Ρόλου στον Τζιν Χάκμαν.
Υπόθεση: Πιστολάς, έχει αποσυρθεί και ζει ειρηνικά και φτωχικά ως αγρότης με τα παιδιά του αλλά χωρίς τη γυναίκα του, την οποία βλέπουμε ότι έχει χάσει από την πρώτη σκηνή με βίαιο τρόπο. Όπως σκότωνε κι αυτός παλαιότερα. Ξαφνικά θα μάθει για την επικήρυξη δύο πιστολέρο έναντι 1.000 δολαρίων και θα αναγκαστεί να «επανέλθει», γιατί η οικογένειά του έχει ανάγκη τα χρήματα.
Σκηνοθεσία: Κλιντ Ίστγουντ
Πρωταγωνιστούν: Κλιντ Ίστγουντ, Τζιν Χάκμαν, Μόργκαν Φρίμαν, Ρίτσαρντ Χάρις