30/3/13

Η γεύση της εκδίκησης (Dead man down)

Νέο-νουάρ ταινία με μπόλικη δράση, εξαιρετικό σενάριο, πλήρεις χαρακτήρες και μια ερμηνεία έκπληξη, αυτή του Κόλιν Φάρελ, για τον οποίο - δεν το κρύβω - είχα μια ανησυχία. Κι όμως, καταφέρνει να κρατήσει πάνω του την ταινία, με το βλέμμα του, την εσωστρέφειά του και τις αινιγματικές σιωπές του.
Δίπλα του, η γνωστή μας από το «Κορίτσι με το τατουάζ» Νούμι Ράπας, άλλη μια εσωστρεφής και λιγομίλητη, εξαιτίας μιας ατυχίας: χαράχτηκε για πάντα το πρόσωπό της, πάνω σε αυτοκινητικό δυστύχημα (και ήταν αισθητικός). Γλυκιά φυσιογνωμία και ταυτόχρονα σκληρή, γιατί έτσι την έκανε η ζωή.
Μαζί της στο καταθλιπτικό διαμέρισμα, απέναντι από το διαμέρισμα του Φάρελ, η κουφή μητέρα της, η Ιζαμπέλ Ιπέρ, που σκέπτεται το καλό της και θέλει να δει το κορίτσι της ευτυχισμένο,. Συμπαθητική, ήρεμη και υπομονετική «έχει τη διαίσθηση» ότι η κόρη της στο πρόσωπο του Κόλιν Φάρελ έχει βρει το στήριγμά της. Έλα όμως, που αυτός είναι μια μηχανή που σκοτώνει (και ο θεατής στο τέλος μένει με την απορία «που είχε μάθει αυτός ο ήσυχος άνθρωπος να είναι άτρωτος και που έβρισκε τόσα όπλα;»).
Αλλά δεν θα κολλήσουμε εκεί, διότι δεν μας το επιτρέπει η δράση, η σφιχτοδεμένη σκηνοθεσία, το γεμάτο ανατροπές σενάριο, οι ερμηνείες, η σωστή φωτογραφία και η μουσική υπόκρουση.
Υπόθεση: Ο Βίκτορ είναι το δεξί χέρι ενός άρχοντα του υπόκοσμου, του Αλφόνς, ο οποίος

Hasta la vista!

Όταν φέτος έχεις δει την ταινία «Άθικτοι» και το «The sessions» νομίζεις πια ότι τα έχεις δει όλα.
Η ταινία με τους τρεις κολλητούς με ειδικές ανάγκες που θέλουν να κάνουν διακοπές και να έχουν ταυτόχρονα σεξουαλικές σχέσεις αντιμετωπίζεται με συμπάθεια, αλλά σαν ταινία δεν σου προσθέτει το κάτι παραπάνω από αυτό που έχεις αντιμετωπίσει με την κωμωδία «Άθικτοι» και τη σοβαρή, αλλά ευχάριστη ταινία «The sessions», όπου στην πρώτη γελάς με την καρδιά σου και στη δεύτερη χαμογελάς με τη σοβαρότητα και το χιούμορ των ηρώων της.
Υπάρχουν μόνον δύο σημεία για συζήτηση, η συμπεριφορά και οι μηδενιστικές αντιλήψεις του ομορφότερου της παρέας, που οι γιατροί δεν του έχουν αφήσει περιθώρια ζωής. Όπως υπάρχει και η στάση της χοντρής μεν, αλλά με λεπτά αισθήματα νοσηλεύτριας, που τους συνοδεύει σ’ αυτό το παράξενο ταξίδι τους. Δύο σημεία, που όμως χάνονται μέσα στην υπόλοιπη αισιόδοξη και δυστυχώς (για την ταινία) προβλέψιμη ατμόσφαιρα.
Διότι, όλα είναι προβλέψιμα σ’ αυτή την ταινία, από την αρχή μέχρι το τέλος. 
Τελικά, είναι πολύ δύσκολη, η σοβαρή σκηνοθετική προσέγγιση του θέματος της αναπηρίας. Hasta la

27/3/13

Η αφοσίωση του υπόπτου Χ

Ο Keigo Higashino θεωρείται σήμερα ο πλέον δημοφιλής συγγραφέας της σύγχρονης Ιαπωνίας και μετά την ανάγνωση του μυθιστορήματός του «Η αφοσίωση του υπόπτου Χ» (των εκδόσεων Κλειδάριθμος), δεν μου κάνει εντύπωση ο χαρακτηρισμός. Το μυθιστόρημά του εάν είχε γραφτεί έναν αιώνα πριν θα μπορούσε να συγκριθεί με το «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι.
Δεν είναι μόνον η πλοκή και η κοφτερή γραφή του, αλλά και ο πλούτος των συναισθημάτων όλων ανεξαιρέτως των ηρώων του, που περιγράφονται με την οξυδέρκεια ενός ψυχαναλυτή και με αποκορύφωμα αυτών του καθηγητού μαθηματικών Ισιγκάμι, ο οποίος επιχειρεί να στήσει το τέλειο άλλοθι, για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε και παίζει ένα σκοτεινό παιχνίδι στρατηγικής, με

Συγχαρητήρια στους Αισιόδοξους?

Πέντε χρόνια μετά το  «Valse Sentimentale», η νέα σκηνοθέτις Κωνσταντίνα Βούλγαρη επανέρχεται με  μία ακόμα προσωπική  ταινία που αγγίζει με διεισδυτική ματιά μια σύγχρονη αθηναϊκή ιστορία. 
Με επίκεντρο την Ηλέκτρα μια νεαρή γυναίκα που προσπαθεί να βρει τον ρυθμό της,  το «Συγχαρητήρια στους Αισιόδοξους?» (από το ομώνυμο κόμικ της Μαφάλντα) περιγράφει τη σημερινή πραγματικότητα με χιούμορ, προβληματισμό αλλά  και τρυφερότητα και η παρουσία του  αναρχικού χώρου, η αντισυμβατική στάση ζωής της ηρωίδας, τα Εξάρχεια με τις καταλήψεις και τα αυτοσχέδια πάρκα και μια παρέμβαση ομάδας αναρχικών σε ραδιοφωνικό σταθμό αποτελούν τα συστατικά της ταινίας.
Η Ηλέκτρα, απογοητευμένη από την αντιφατική σχέση με τους γονείς και κυρίως με την μητέρα της, απρόθυμη να υποκύψει στα κλισέ της καλής δουλειάς και του γάμου, ανήσυχη για την τύχη του φυλακισμένου συντρόφου της βρίσκει καταφύγιο σε δύο ανορθόδοξες σχέσεις. Από τη μια συζητά ισότιμα με το οχτάχρονο αγόρι που προσέχει ως babysitter, από την άλλη εξομολογείται τα όνειρα και τους φόβους τους σε έναν πενηνταπεντάχρονο γείτονα με αφορμή τη βόλτα του σκύλου της.
Η Κων. Βούλγαρη μας ξεναγεί στις προσωπικές στιγμές της ηρωίδας χωρίς συναισθηματική φόρτιση, χωρίς επιτήδευση.  Οι συναντήσεις της Ηλέκτρας με τον  περίγυρό της  γίνεται όχημα για να

24/3/13

Welcome to the show

Η ταινία "Welcome to the show" είναι μια καταγραφή της μουσικής κληρονομιάς του ανθρώπου που θεωρήθηκε "πρίγκιπας" της ελληνικής ροκ σκηνής Παύλου Σιδηρόπουλου, όπως αυτή πέρασε στις επόμενες γενιές καλλιτεχνών και έφτασε μέχρι τις μέρες μας.
Είναι η προσπάθεια να καταγραφεί το μουσικό αποτύπωμα  ενός καλλιτέχνη  που αποτέλεσε έμπνευση και άνοιξε δρόμους για εκατοντάδες συγκροτήματα και τραγουδοποιούς, που δημιούργησαν ιστορία με τη σειρά τους.
Στην ταινία,  ντοκουμέντα  από  ανέκδοτες συνεντεύξεις του Παύλου Σιδηρόπουλου ντύνονται με τα animation του Νίκου Μπλεμπουτζάκη, με γνωστές και ανέκδοτες φωτογραφίες, βίντεο, ποιήματα και

Stoker

Ο σκηνοθέτης του Old Boy μας χαρίζει ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ με πρωτότυπο σενάριο που περιέχει ανατροπές, αλλά και λίγο φλύαρο, όσον αφορά στις σκηνές που υποτίθεται ότι πρέπει να προσφέρουν αγωνία στον θεατή. Η σκηνοθεσία μου φάνηκε λίγο αργή με μια αρκετά καλή και πρωτότυπη εναλλαγή ορισμένων πλάνων, ενώ και η μουσική παίζει μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της κλειστοφοβικής και περιρρέουσας ατμόσφαιρας.
Αυτή τη φορά, έχουμε το μοιραίο άντρα με τον άγνωστο σκοπό της ύπαρξής του, ανάμεσα σε δύο αρκετά γοητευτικές, αλλά και δηλητηριώδεις γυναίκες. Μια μάνα και την κόρη της, που ανταγωνίζονται για μια θέση δίπλα του, με τη μάνα να εμφανίζεται ότι έλκεται από την παρουσία του και την κόρη να μην πηγαίνει πίσω.
Η Νικόλ Κίντμαν διαθέτει μια αρκετά σκοτεινή φυσιογνωμία στο έργο, όπως και η κόρη της Μία Βασικόβσκα που με ανέκφραστο πρόσωπο καταφέρνει να αποδώσει το διφορούμενο ψυχισμό της νεαρής ηρωίδας. Από την άλλη ο baby face Μάθιου Γκουντ δεν διαθέτει τη στόφα του ανθρώπου που μπορεί να σε τρομοκρατήσει με μια ματιά, εκτός κι αν αυτή ήταν η επιδίωξη του σκηνοθέτη. Να βγάλει το «κακό» από μια ευγενική μορφή. Τέλος πάντων.
Αν δεν είχε και τις επιρροές από το «δάσκαλο» Άλφρεντ Χίτσκοκ (με τους ανθρώπους που γνωρίζουν κάτι παραπάνω και «εξαφανίζονται»), η ταινία θα μπορούσε να θεωρηθεί καλύτερη.
Υπόθεση: Όταν η Ίντια (Mία Γουασικόβσκα) χάσει τον πατέρα της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ο θείος Τσάρλι (Μάθιου Γκούντι), του οποίου αγνοούσε την ύπαρξη, έρχεται να μείνει μαζί με την κοπέλα και την συναισθηματικά ασταθή μητέρα της (Νικόλ Κίντμαν). Λίγο μετά την άφιξή του η Ίντια αρχίζει να υποψιάζεται ότι ο γοητευτικός και μυστηριώδης άντρας έχει απώτερα κίνητρα, αντί όμως να αισθανθεί οργισμένη ή φοβισμένη, το μοναχικό κορίτσι αρχίζει να τον ερωτεύεται 
Σκηνοθεσία: Τσαν Γουκ Παρκ
Με τους: Μία Βασικόβσκα, Μάθιου Γκουντ, Ντέρμοτ Μαλρόνεϊ, Τζάκι Γουίβερ, Νικόλ Κίντμαν
Προβάλλεται από 28-3-2013
(Κριτική μου στο myFilm)

Broken city

Κλασική νουάρ ιστορία με το διεφθαρμένο δήμαρχο που αναθέτει σε ιδιωτικό ντετέκτιβ και πρώην αστυνομικό να παρακολουθήσει τη γυναίκα του, αλλά χωρίς ο σκοπός του να είναι η απόδειξη της μοιχείας.
Ο ντετέκτιβ, από την άλλη, βρίσκεται ανάμεσα στο δήμαρχο, τον αστυνομικό διευθυντή της πόλης και τη μοιραία γυναίκα (τη σύζυγο του δημάρχου) και προσπαθεί να βγάλει άκρη.
Αλλά τα στοιχεία του νουάρ από μόνα τους δεν χαρίζουν ταυτότητα, για να μην πω και ποιότητα σε μια ταινία. Το σενάριο έχει ανατροπές βέβαια, αλλά σ’ αυτού του είδους τις ταινίες πάντα υπάρχουν ανατροπές κα ειδικά όταν υπάρχουν μοιραίες γυναίκες, που δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι.
Ο ντετέκτιβ (Μαρκ Γουόλμπεργκ) δεν διαθέτει το πρόσωπο του κυνισμού που απαιτεί ο ρόλος, ο δήμαρχος (Ράσελ Κρόου) δεν μοιάζει και τόσο διεφθαρμένος, παρόλο που από την αρχή καταλαβαίνεις ότι δεν είναι καθαρός. Ίσως γιατί ο Ράσελ Κρόου έχει συνηθίσει να παίζει το καλό παιδί και το αδικημένο. Τέλος, η Κάθριν Ζέτα Τζόουνς διαθέτει μια ψυχρή ομορφιά και γατίσια μάτια, αλλά ο ρόλος της είναι προβλέψιμος.
Συμπερασματικά, έχουμε τρεις καλούς ηθοποιούς σε μέτριες εμφανίσεις, πάνω σε ένα κλασικό σενάριο και μια καλή σκηνοθεσία.
Υπόθεση: Σε μια εξαθλιωμένη πόλη που κυριαρχεί η αδικία, ο πρώην αστυνομικός Μπίλι Τάγκαρτ αναζητά λύτρωση και εκδίκηση, μετά την προδοσία από έναν ισχυρό άνδρα της πόλης, τον Δήμαρχο. Το ανελέητο κυνήγι του Μπίλι για δικαιοσύνη, σε συνδυασμό με την έμπειρη κυνικότητά του, τον κάνει μια ασταμάτητη δύναμη καθώς και τον χειρότερο εφιάλτη του Δημάρχου.
Σκηνοθεσία: Άλεν Χιουζ
Με τους: Μαρκ Γουόλμπεργκ, Ράσελ Κρόου, Κάθριν Ζέτα Τζόουνς, Μπάρι Πέππερ, Κάιλ Τσάντλερ, Νάταλι Μαρτίνεζ, Τζέφρι Ράιτ
Προβάλλεται από 28-3-2013
(Κριτική μου στο myFilm

21/3/13

Passion

Μετά από πολλά χρόνια, ο «μιμητής» του Χίτσκοκ, Μπράιαν Ντε Πάλμα επανήλθε κάνοντας ένα remake του έργου που είχαμε δει το 2010 με τίτλο «Οι αντίζηλες», με την Κριστίν Σκοτ Τόμας και την Λουντβίν Σανιέ. Ένα ερωτικό θρίλερ με αντιζηλίες, μίση και διαστροφικές καταστάσεις μέσα στον εργασιακό χώρο μεγάλης πολυεθνικής εταιρίας. 
Αν και οι «Αντίζηλες» ήταν πιο ατμοσφαιρικό, ετούτο δω είναι γνήσιο θρίλερ με τη σφραγίδα Ντε Πάλμα, ο οποίος, επιπλέον, δεν διστάζει να χρησιμοποιεί στις σκηνές των φόνων, την έγχορδη μουσική του «Ψυχώ» (θα τρίζουν τα κόκαλα του Μπέρναρ Χέρμαν), που στοιχειώνει όχι μόνο τα όνειρά μας, αλλά και τα όνειρα πολλών σκηνοθετών.
Οι ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστριών είναι εξαιρετικές, ενώ η κίνηση της κάμερας στους ultra-modern εργασιακούς χώρους, η φωτογραφία του έργου και η μουσική του, συμβάλλουν στη δημιουργία του σασπένς και όσοι δεν έχουν δει τις «Αντίζηλες» θα το απολαύσουν, διότι… δεν γνωρίζουν το τέλος.
Υπόθεση: Το “Passion”, διηγείται την ιστορία ενός αγώνα δύναμης και εξουσίας μεταξύ δύο γυναικών, στον αδυσώπητο κόσμο των επιχειρήσεων. Η Κριστίν διαθέτει τη φυσική κομψότητα και την ανεπιτήδευτη άνεση που έχουν συνήθως οι άνθρωποι που διατηρούν μια υγιή σχέση με το χρήμα και την εξουσία. Η αθώα, χαριτωμένη και εύπλαστη προστατευόμενη της, η Ίζαμπελ, είναι γεμάτη καινοτόμες ιδέες που η Κριστίν «κλέβει» χωρίς ενδοιασμούς. Άλλωστε, οι δυο τους είναι ομάδα! Η Κριστίν αρέσκεται να ασκεί τον έλεγχο της, επί της νεότερης γυναίκας, οδηγώντας την κάθε φορά ένα βήμα πιο βαθιά στο παιχνίδι της αποπλάνησης, της χειραγώγησης, της εξουσίας και της ταπείνωσης. Όταν όμως η Ιζαμπέλ θα κοιμηθεί με έναν από τους εραστές της Κριστίν, θα ξεσπάσει πόλεμος. Τη νύχτα της δολοφονίας, η Ίζαμπελ παρακολουθεί μπαλέτο, ενώ η Κριστίν δέχεται μια διαφορετική πρόσκληση. Από ποιον όμως; Η Κριστίν λατρεύει τις εκπλήξεις... Γυμνή θα πάει να συναντήσει τον μυστηριώδη εραστή της που την περιμένει στο υπνοδωμάτιό της... 
Σκηνοθεσία: Μπράιαν Ντε Πάλμα
Με τους: Ρέιτσελ Μακ Άνταμς, Νούμι Ράπας, Πολ Άντερσον
Προβάλλεται από 21-3-2013
(Κριτική μου στο myFilm)

Δεν κρατιέμαι (Los amantes pasanjeros)

Εντάξει, όσοι βλέπετε τα ονόματα της Πενέλοπε Κρουζ και του Αντόνιο Μπαντέρας στους τίτλους, μη τρέξετε μόνο γι’ αυτούς γιατί θα απογοητευτείτε. Η εμφάνισή τους δεν διαρκεί πάνω από δύο λεπτά (και των δύο μαζί) στην αρχή της ταινίας, όπου υποτίθεται ότι εμφανίζονται για να προσφέρουν λίγο γέλιο και αυτοί, όπως και οι υπόλοιποι συντελεστές της ταινίας.
Μάλιστα, μιλάμε για κωμωδία από αυτές που μπορεί να κάνει ο Πέντρο Αλμοδοβάρ και σε όποιον αρέσουν. Εξαιρετικά σουρεαλιστική και με σατιρική διάθεση κατά πάντων. Σε αυτούς που τους αρέσει ο Αλμοδοβάρ (όπως εγώ, ας πούμε), η ταινία θα αρέσει πάρα πολύ. Οι άλλοι που μέσα από τη σουρεαλιστική του ματιά επιζητούν κοινωνική κριτική, θα απογοητευτούν. Η κοινωνική κριτική αυτή τη φορά είναι έμμεση και ασκείται μέσα από το κλειστό χώρο του αεροπλάνου, όπου πολύς κόσμος αρκετές φορές δεν δείχνει αυτό που είναι και χρειάζεται κάποιος κίνδυνος, να τους ενώσει, να τους φέρει κοντά, ώστε όλοι να ανοίξουν τις ψυχές τους, όπως τα οστρακοειδή (τώρα τη Σαρακοστή) στο βραστό νερό. Πραγματικά, ο Αλμοδοβάρ αυτή τη φορά παίρνει τους πρωταγωνιστές του και τους… βράζει στο ζουμί τους, Αποτέλεσμα; Γέλιο, από τον τρόπο που τους αντιμετωπίζει και γενικότερα από το περιβάλλον που τους περιβάλλει. Το εσωτερικό ενός αεροπλάνου σε χρώματα… λούνα-παρκ, που δεν έχουν σχέση με καμία γνωστή αεροπορική εταιρία και φωτογραφημένο υπέροχα και παιχνιδιάρικα.
Η μουσική της ταινίας, θυμίζει βραζιλιάνικο καρναβάλι (παρεμβάλλεται και ένα χορευτικό) και οι ερμηνείες είναι ανάλογες του χώρου και του θέματος της ταινίας, από ηθοποιούς που, μου φαίνεται, ότι το διασκεδάζουν πραγματικά.
Βλέπεται ευχάριστα.
Υπόθεση: Έστω ότι είστε αεροσυνοδός και το αεροπλάνο με το οποίο πετάτε έχει ένα «σοβαρότατο τεχνικό πρόβλημα». Οι πιλότοι – παρόλο που είναι από τους πιο έμπειρους και άριστα εκπαιδευμένους που υπάρχουν – δυσκολεύονται να βρουν μια λογική λύση, μέσα σε μια καμπίνα που γεννά συνεχώς απρόβλεπτες καταστάσεις. Οι επιβαίνοντες – μια θεότρελη μίξη ετερόκλητων χαρακτήρων – δείχνουν σαστισμένοι και εμφανώς αγχωμένοι για την περίεργη εξέλιξη της πτήσης τους και η προοπτική της ασφαλούς προσγείωσης δεν φαίνεται καν στον άμεσο ορίζοντα. Εσύ είσαι ο πιο περήφανος αεροσυνοδός του κόσμου, αλλά φυσικά – ως άνθρωπος – είσαι γεμάτος προβλήματα και πίνεις ένα-δύο ποτηράκια για το στρες! Η σωτηρία τόσο του πληρώματος, όσο και των επιβατών της πτήσης 2549 για Μεξικό, περνάει από τα χέρια σου και μόνο. Τι θα κάνεις; Τι άλλο, πέρα από χορό, τραγούδι και…καλώς ήρθατε στην πτήση των ονείρων σας! 
Σκηνοθεσία: Πέντρο Αλμοδοβάρ
Με τους: Πενέλοπε Κρουζ, Αντόνιο Μπαντέρας, Ραούλ Αρέμπαλο, Χαβιέ Κάμαρα, Κάρλος Αρέθες, Παθ Βέγκα, Μπλάνκα Σουάρεθ, Λόλα Δουένιας, Χούγκο Σίλβα, Σεσίλια Ροθ, Μιγέλ Άνχελ Σιλμπέστρε
Προβάλλεται από 21-3-2013
(Κριτική μυ στο myFilm)

20/3/13

Μαθήματα ζωής (Detachment)

Μια εξαιρετική ταινία που διαπραγματεύεται το θέμα της διαπαιδαγώγησης. Της εκπαίδευσης από το σπίτι και της εκπαίδευσης από το σχολείο και ο σκηνοθέτης θίγει το θέμα αυτό μέσα από τη ματιά ενός αναπληρωτή καθηγητή, ο οποίος όμως κουβαλάει κι αυτός τραυματικές εμπειρίες από την παιδική του ηλικία.
Με μια άριστη ερμηνεία ο Άντριεν Μπρόντι, υποδύεται τον καθηγητή που αντικαθιστά άλλους κατά τη διάρκεια της αδείας τους και είναι κλειστός, ήρεμος και πράος (μέχρι τη στιγμή βέβαια, που κάτι θα τον εξαγριώσει και θα εκραγεί) και προσπαθεί πάντοτε να δίνει λύσεις πάνω σε ζητήματα ηθικής συμπεριφοράς, τρόπους διαβίωσης και συμβίωσης, ενώ δεν παραλείπει να κάνει και τα τυπικά του μαθήματα. Στο δρόμο του, συναντά κάθε καρυδιάς καρύδι, αλλά εκείνος είναι απτόητος και φυσικά δεν παύει να δείχνει ενδιαφέρον για τον κατάκοιτο παππού του στο νοσοκομείο.
Η ταινία κυλάει σε στυλ «Η ζούγκλα του μαυροπίνακα», εξελίσσεται σε κάτι από «Στον κύριό μας με αγάπη» και τελειώνει με κάτι από «Ασυμβίβαστη γενιά». Δεν τη συγκρίνω, διότι αυτές ανήκουν σε άλλες εποχές (και άλλα έθιμα και ήθη), αλλά τελικά, το θέμα της διαπαιδαγώγησης της νεολαίας, αλλά και της χειραγώγησής της από τα media κάνει «μπαμ» από μακριά και ο σκηνοθέτης το πιάνει χωρίς κενά και χάσματα, ακόμα και μέσα από τα χρονικά πισωγυρίσματα που στοιχειώνουν τον πρωταγωνιστή.
Πρέπει να επισημανθεί, ότι τα παιδιά στο σχολείο ανήκουν σε όλα φυλετικά είδη και παρόλα ταύτα τα προβλήματά τους είναι τα ίδια, όπως ίδια είναι και τα συναισθήματά τους απέναντι σε γονείς που τα παράτησαν και στην κοινωνία που τα εγκαταλείπει και τα σπρώχνει στο περιθώριο. Είναι χαρακτηριστική η σκηνή, κατά την οποία ο καθηγητής συναντά για πρώτη φορά την ανήλικη Έρικα στο λεωφορείο, μετά την επαγγελματική σεξουαλική της σχέση με άλλον ενήλικα επιβάτη. Η μικρή Έρικα γνωρίζοντας τον καθηγητή, τον βλέπει σα νέο πελάτη και δεν γνωρίζει ότι αυτή η γνωριμία της την οδηγεί σε έναν άλλο διαφορετικό κόσμο.
Τελικά, ο κλειστός και εσωστρεφής καθηγητής μέσα από τις εμπειρίες του στο συγκεκριμένο σχολείο και μετά από το θάνατο του παππού του θα βρει κι αυτός το δρόμο του, μέσα από τα σκοτεινά μονοπάτια των αναμνήσεών του και θα αποφασίσει να γίνει πατέρας.
Μη θεωρηθεί ότι φανερώνω το τέλος, αλλά η ταινία συνολικά είναι τόσο καταπιεστική, τόσο αγχωτική, που αξίζει να αναφερθεί ότι η λύτρωση, η Αριστοτέλεια κάθαρση, επέρχεται ταυτόχρονα με ένα δυσάρεστο και ένα ευχάριστο γεγονός.
Πρέπει να δείτε την ταινία.
Υπόθεση: Ο Χένρι Μπαρθς είναι ένας αναπληρωτής καθηγητής που αποφεύγει συστηματικά οποιαδήποτε συναισθηματική σύνδεση με συναδέλφους και μαθητές. Μια χαμένη ψυχή σε διαρκή πάλη με ένα τραυματικό παρελθόν, ο Μπαρθς θα κληθεί να καλύψει κάποια κενά διδασκαλίας σε μια από τις πιο ζόρικες περιοχές της Νέας Υόρκης. Οι καθηγητές δεν έχουν καμιά όρεξη να ασχοληθούν με το εκπαιδευτικό τους έργο, ενώ οι μαθητές δείχνουν παντελώς αδιάφοροι στη γνώση που τους προσφέρεται. Η διαφορετική στάση του Χένρι απέναντί τους θα αλλάξει την απαθή συμπεριφορά των μαθητών, οι οποίοι θα αρχίσουν σιγά-σιγά να δένονται με τον αναπληρωτή καθηγητή τους. Όταν χτυπά το κουδούνι, όμως, ο Χένρι καλείται να αντιμετωπίσει τα δικά του προβλήματα. 
Σκηνοθεσία: Τόνι Κέι
Με τους: Κριστίνα Χέντρικς, Μπράιαν Κράνστον, Άντριεν Μπρόντι, Τζέιμς Κάαν, Λούσι Λίου, Μπλάιθ Ντάνερ, Μάρσια Γκέι Χάρντεν, Μπέτι Κέι, Σάμι Γκέιλ
Προβάλλεται από 21-3-2013
 (Κριτική μου στο myFilm)

17/3/13

«Ο Θάλαμος αρ. 6» του Άντον Τσέχοφ

Πρόκειται για μια κλασσική και διαχρονική νουβέλα, για την οποία όπως αναφέρουν στο επίμετρο οι Παπαρήγα και Χουρδάκης «ακόμα και αν είχε καταστραφεί όλο το έργο του Τσέχοφ, μόνον με αυτή θα τον χαρακτηρίζαμε έναν κορυφαίο συγγραφέα του 19ου αιώνα». Με αυτή τη νουβέλα ο Τσέχοφ καθιερώνεται ως ένας κατ’ εξοχήν ανθρωπιστής συγγραφέας.
Η νουβέλα «Ο Θάλαμος αρ. 6» (εκδόσεις Γκοβόστη - σελίδες 96) αποτελεί μια τομή στην πνευματική και λογοτεχνική εξέλιξη του Τσέχοφ. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ρούσκαγια Μισλ το Νοέμβριο του 1892. Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος αναφέρει πως πολλοί κριτικοί διέκριναν ότι μ’ αυτή του τη νουβέλα ο Τσέχοφ αποκόπηκε από την τολστόια επιρροή κι έκτοτε διέγραψε τη δική του μοναδική λογοτεχνική πορεία.
Υπόθεση: Σε μια, ανώνυμη πόλη της ρωσικής επαρχίας υπάρχει ένα δημοτικό νοσοκομείο στο οποίο επί μια 20ετία εργάζεται ως γιατρός διευθυντής ο Αντρέι Εφίμιτς Ράγκιν. Στο νοσοκομείο αυτό, το οποίο περιγράφεται σαν ένα εγκαταλελειμμένο από τις αρχές της πόλης ίδρυμα, υπάρχει μια πτέρυγα στην οποία στεγάζεται ο Θάλαμος αρ. 6. Εκεί «φιλοξενείται», όπως θα λέγαμε σήμερα, η ψυχιατρική κλινική-άσυλο του Νοσοκομείου. Στο θάλαμο αυτό διαμένουν πέντε νοσηλευόμενοι με τη διάγνωση «τρελοί». Τους επιβλέπει ο Νικήτας, ο οποίος με την συμπεριφορά του εκφράζει την πιο ακραιφνή κατασταλτική βία εμποτισμένη με την αξία του καθήκοντος και της «τάξης». Όπως θα έλεγε ένας Έλληνας συγγραφέας που έζησε για χρόνια στο Δαφνί: «Οι νοσοκόμοι που είναι στο ψυχιατρείο [...] δεν είναι σαν τους νοσοκόμους που ξέρει ο καθένας, που ξέρουν ν’ αλλάζουν πληγές, να κάνουν ενέσεις και γενικά να περιποιούνται έναν ασθενή. Αυτοί είναι γεροί άντρες με σκληρή καρδία που ξέρουν να δέρνουν τους τρελούς, όπως ο θηριοδαμαστής τα θηρία του».
Ένα συνταρακτικό δείγμα γραφής αποτελεί «ο Θάλαμος αρ. 6» (1892). Μετά από επτά περίπου δεκαετίες (1964) το μετέφρασε στα ελληνικά ο Άρης Αλεξάνδρου που ξεκινούσε τη λαμπρή σταδιοδρομία του ως μεταφραστής της ρωσικής λογοτεχνίας. Η επανέκδοση τώρα του Θαλάμου αρ. 6 πιθανόν να αποτελέσει την απαρχή μιας νέας ανάγνωσης αυτού του έργου εμπλουτισμένης με τη σύγχρονη εμπειρία μας.
Για το συγγραφέα: Ο Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχοφ γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου του 1860 στην κωμόπολη Ταγκανρόγκ της νότιας Ρωσίας. Πέθανε στις 2 Ιουλίου 1904 στη γερμανική πόλη Μπαντενβέιλερ. Ο Τσέχοφ έγινε γνωστός περισσότερο για τα θεατρικά του έργα, με τα οποία αναμόρφωσε το ρωσικό και επηρέασε το παγκόσμιο θέατρο. Ωστόσο, ποτέ δεν παραγνωρίστηκε από τους κριτικούς και το κοινό το πεζογραφικό του έργο, που αποτελεί, έναν αιώνα μετά, πολύτιμη παρακαταθήκη, λογοτεχνική και κοινωνική. Στα έργα του αποτυπώνεται η διαρκής φθορά της καθημερινής ζωής. Οι ήρωές του είναι άνθρωποι της ανώτερης κυρίως τάξης, που «ξοδεύουν» τη ζωή τους μέσα στην πνιγερή ατμόσφαιρα της ρώσικης επαρχίας. Από τα γνωστότερα έργα του είναι οι Τρείς Αδελφές, ο Θείος Βάνιας και Βυσσινόκηπος.

(Δημοσιεύτηκε στην Αμαρυσία στις 11-3-2013)

13/3/13

Σαββατοκύριακο στο Hyde Park (Hyde Park on Hudson)

Μια ρομαντική ματιά στη σχέση του προέδρου των ΗΠΑ Φράνκλιν Ρούσβελτ και της μακρινής του ξαδέρφης Ντέιζι, αλλά μόνον για ένα σαββατοκύριακο, εκείνο που ο βασιλιάς και η βασίλισσα της Αγγλίας είχαν επισκεφθεί τη Νέα Υόρκη.
Μέσα από την πυκνή αφήγηση της Ντέιζι, βλέπουμε όχι μόνο τη σχέση του Φράνκλιν και της Ντέιζι, την ιδιόρρυθμη αλλά απαραίτητη και για τους δύο, τελικά, αλλά και την αμηχανία των ανθρώπων που έχουν διαφορετικές κουλτούρες καθώς και τους τρόπους προσέγγισης.
Ο φακός του σκηνοθέτη κινείται αργά, απαλά, ανάμεσα στους οικοδεσπότες της οικίας της μαμάς Ρούσβελτ και στους καλεσμένους της και καταγράφει αντιδράσεις, σχόλια και ψιθύρους. Παρόλο δε που η συνάντηση των ηγετών είναι πολιτική και από αυτή θα κριθούν οι σχέσεις των δύο χωρών, η ταινία δεν στέκει στο πολιτικό μέρος, αλλά στους χαρακτήρες των προσώπων με μια σχολαστική - ολίγον από Τσέχωφ - ματιά και τους κάνει προσιτούς και ανθρώπινους.
Στη χαλαρή ατμόσφαιρα, συμβάλει ιδιαίτερα η απαλή μουσική του Τζέρεμι Σαμς, που αν την ακούσεις με κλειστά μάτια, είναι κατάλληλη για φουαγιέ ξενοδοχείου πολυτελείας (και δη αμερικανικού), ενώ τα κοστούμια και τα ντεκόρ της ταινίας είναι αρκούντως πειστικά και βοηθούν στην υπέροχη φωτογράφιση, τόσο των εσωτερικών χώρων όσο και της αμερικανικής υπαίθρου.
Από τις ερμηνείες, μπορώ να πω ότι βλέπουμε έναν έξοχο Μπιλ Μάρεϊ και μακριά από τους ρόλους που τον έχουμε συνηθίσει, εκτός ίσως από τον ρόλο του στο «Χαμένοι στη μετάφραση», που ήταν εξίσου καλός και εσωτερικός. Πρόκειται για έναν εξαιρετικό καρατερίστα και η ταινία αυτή βρήκε τον ιδανικό ηθοποιό για Ρούσβελτ. Εξίσου καλή είναι και η Λόρα Λίνεϊ στο ρόλο της στενής-μακρινής ξαδέρφης, ενώ ο βασιλιάς της Αγγλίας βρήκε το σωστό εκφραστή του στο πρόσωπο του Σάμιουελ Γουέστ.
Ταινία καρτ-ποστάλ που χαρίζει δύο ευχάριστες οπτικο-ακουστικές ώρες.
Υπόθεση: Το 1939, ο Ρούζβελτ και η σύζυγός του Έλενορ (Ολίβια Γουίλιαμς) φιλοξενούν το βασιλικό ζεύγος της Αγγλίας στο σπίτι τους στην πόλη Χάιντ Παρκ, κοντά στον ποταμό Χάτσον της Νέας Υόρκης. Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που ένας Βρετανός μονάρχης επισκέπτεται την Αμερική: η Αγγλία αντιμετωπίζει τον κίνδυνο πολεμικής σύρραξης με τη Γερμανία, και οι βασιλείς της αναζητούν απεγνωσμένα την υποστήριξη του Ρούζβελτ. Οι διεθνείς σχέσεις όμως περνούν μέσα από την πολυπλοκότητα των οικογενειακών σχέσεων του Προέδρου, καθώς η μητέρα, η σύζυγος και οι ερωμένες του συνωμοτούν, με αποτέλεσμα το σαββατοκύριακο να μείνει αξέχαστο στο βασιλικό ζεύγος. Μέσα από τα μάτια της Ντέιζι (Λόρα Λίνεϊ), της γειτόνισσας και ερωμένης του Ρούζβελτ, θα παρακολουθήσουμε την ιδιαίτερη σχέση που θα αναπτυχθεί ανάμεσα σε δύο μεγάλα έθνη, και θα κατανοήσουμε τα μυστήρια του έρωτα και της φιλίας.
Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Μίτσελ
Με τους: Μπιλ Μάρεϊ, Λόρα Λίνεϊ, Ολίβια Γουίλιαμς, Ολίβια Κόλμαν, Έλενορ Μπρον, Σάμιουελ Γουέστ, Μπλέικ Ρίτσον
Προβάλλεται από 14-3-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

Η περιπολία (End of watch)

Η πρωτοτυπία της περιπέτειας εξαντλείται από τις πρώτες σκηνές, όταν διαπιστώνεις ότι όλα τα γυρίσματα έχουν γίνει «μέσα από το βίντεο φορητών βιντεοκαμερών από το πρίσμα των αξιωματικών της αστυνομίας, των μελών συμμοριών, των καμερών ασφαλείας, των ψηφιακών καμερών και των πολιτών που βρίσκονται στη γραμμή του πυρός», όπως αναφέρεται και στην υπόθεση του έργου (πιο κάτω).
Από εκεί και πέρα, η ταινία είναι μια αφορμή για να δεις τον εξοπλισμό της αστυνομίας των ΗΠΑ και να τον θαυμάσεις ή… να τρομοκρατηθείς. Ουσιαστικά, μέσα από ευρυγώνιες κάμερες βλέπεις διάφορα περιστατικά από τη ζωή των δύο μελών ενός περιπολικού, που αναγκαστικά γίνονται φίλοι και καταλαβαίνεις πόσο ψυχοφθόρα είναι η δουλειά τους. Πόσο ψυχοφθόρο είναι να προσπαθείς να μείνεις στην καλή μεριά, όταν όλοι γύρω σου είναι βουτηγμένοι στη λάσπη.
Το κακό είναι, ότι εξίσου ψυχοφθόρο είναι και το αποτέλεσμα της παρακολούθησης αυτής της περιπετειώδους ταινίας, παρά τις καλές ερμηνείες των Τζέικ Τζίλενχαλ και Μάικλ Πένια.
Υπόθεση: Στο καθήκον τους να τηρούν τον όρκο τους για την υπηρεσία του πολίτη ο αστυνομικός Μπράιαν Τέιλορ (Τζέικ Γκίλενχαλ) και ο αστυνομικός Μάικ Ζαβάλα (Μάικλ Πένια) δέθηκαν με μια ισχυρή φιλία προκειμένου να διασφαλίσουν ότι θα επιστρέφουν σπίτι τους κάθε βράδυ στη λήξη της βάρδιας. Η μόνη εγγύηση γι’ αυτούς τους αστυνομικούς είναι ότι δεν υπάρχουν εγγυήσεις όταν περιπολείς τους δρόμους του Νοτιοκεντρικού Λος Άντζελες. Ανάμεσα στο μπλε φως, τις σειρήνες του περιπολικού και τις σκηνές υψηλής αδρεναλίνης, κυριαρχούν τα έντιμα και συχνά κωμικά σχόλια μεταξύ των συναδέλφων που περνούν τον περισσότερο χρόνο τους σε ένα περιπολικό περιμένοντας την επόμενη κλήση. Οι αστυνομικοί έχουν αναπτύξει μια σχέση που τους επιτρέπει να λειτουργούν ως μονάδα αντιμέτωποι στον κίνδυνο, γνωρίζοντας πολύ καλά, ότι οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να κληθούν να θυσιαστούν. Η έντονη δράση ξεδιπλώνεται εξ ολοκλήρου μέσα από το βίντεο φορητών βιντεοκαμερών από το πρίσμα των αξιωματικών της αστυνομίας, των μελών συμμοριών, των καμερών ασφαλείας, των ψηφιακών καμερών και των πολιτών που βρίσκονται στη γραμμή του πυρός. Αυτή η οπτική των 360 μοιρών δημιουργεί ένα καθηλωτικό και άμεσο πορτρέτο των πιο σκοτεινών και βίαιων δρόμων και των γενναίων ανδρών και γυναικών που τους περιπολούν. 
End of watch (τέλος βάρδιας), γράφουν οι αστυνομικοί στο τέλος του δελτίου της ημερήσιας αναφοράς τους, στην οποία αναφέρουν ψυχρά τα περιστατικά της ημέρας, χωρίς να εκφράζουν τα συναισθήματά τους, που κυμαίνονται από μίσος μέχρι συμπάθεια (είτε για τη δουλειά τους, είτε για τα είδη των ανθρώπων που συναντούν).
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Άγιερ
Με τους: Τζέικ Τζίλενχαλ, Μάικλ Πένια, Άνα Κέντρικ, Νάταλι Μαρτίνεζ, Φράνκο Γκρίλο, Αμέρικα Φερέρα, Ντέιβιντ Χάρμπουρ
Προβάλλεται από 14-3-2013
(Κριτική μου στο myFilm)

9/3/13

Ο Όλιβερ Στόουν για τον Ούγκο Τσάβες

Στόουν και Τσάβες
«Πιστεύω ότι ο Ούγκο Τσάβες είναι μια εξαιρετικά δυναμική και χαρισματική φιγούρα. Είναι ανοιχτός και ζεστός, με έναν μεγαλοπρεπή, συναρπαστικό χαρακτήρα. Αλλά όταν επιστρέφω πίσω στις ΗΠΑ, ακούω συνέχεια αυτές τις απαίσιες ιστορίες ότι είναι "δικτάτορας", "κακός", "απειλή για την αμερικανική κοινωνία". Νομίζω ότι αυτή η ταινία ξεκίνησε ως ένα ντοκιμαντέρ για το πώς τα αμερικανικά media δαιμονοποιούν Λατίνους ηγέτες. Και τελικά έγινε κάτι πολύ μεγαλύτερο από αυτό, όσο πιο πολύ ασχολούμασταν. Ο Τύπος στην Αμερική, νομίζω ξέρετε, έχει χωρίσει τη λατινική ήπειρο σε "καλή αριστερά" και "κακή αριστερά". Τώρα έχουν κατατάξει τον Κορέα στην "κακή αριστερά", μαζί με τον Μοράλες και τον Τσάβες. Και αποκαλούν τον Λούλα, "καλή αριστερά". Δεν ξέρω πού θα κατατάξουν την Κίρτσνερ, γιατί όλο αλλάζουν γνώμη, αλλά νομίζω ότι στρέφονται εναντίον της όλο και περισσότερο. Κάνουν λοιπόν μια διάκριση και νομίζω ότι είναι μια εσφαλμένη διάκριση». Αυτά αναφέρει ο Όλιβερ Στόουν, ο οποίος με αφορμή την τελευταία του ταινία «South of the border» ταξιδεύει στη Λατινική Αμερική και παίρνει συνέντευξη από τον πρόεδρο της Βενεζουέλας Ούγκο Τσάβες. Πλησιάζοντας τον πολιτικό όσο και τον άνθρωπο, ο Στόουν προσπαθεί να αποδείξει πόσο παραπληροφορημένοι για τον Τσάβες είναι οι Αμερικανοί από τα μεγάλα αμερικανικά κανάλια, όπως Fox News και CNN, τα οποία έχουν κηρύξει ανελέητο τηλεοπτικό πόλεμο εναντίον του ίδιου και της πολιτικής κατάστασης στη χώρα του.
Η πραγματικότητα είναι διαφορετική
Ο Στόουν στη Βενεζουέλα βλέπει μια πραγματικότητα πολύ διαφορετική, πολύ καλύτερη, και για να

8/3/13

Το πρόσωπο της ομίχλης (In the fog)

Όταν αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας των συνταγματαρχών (1974) άρχισαν να κατακλύζονται οι αθηναϊκές αίθουσες (και ιδιαίτερα Αλκυονίδα και Στούντιο), με ταινίες που ερχόντουσαν από την Ανατολή (Σοβιετική Ένωση και όλα τα δορυφόρα κράτη), θες από ενδιαφέρον, θες από ένα ξέσπασμα, μια αντίδραση, επειδή μας είχε λείψει η ελεύθερη έκφραση επί 7 χρόνια, τουλάχιστον δύο φορές τη βδομάδα έπρεπε να πάμε να "προσκυνήσουμε" σ' αυτό το είδος του σινεμά, που αντιπροσωπεύει η ταινία In the fog. Αυτό του νέου σοβιετικού ρεαλισμού, που ταυτόχρονα αποτελούσε και μια υποβόσκουσα προπαγάνδα. Ανήκε όμως σε μια άλλη εποχή, πιό ηρωική. Σήμερα, αυτό το στυλ κινηματογράφησης φαντάζει παρωχημένο (ξεπερασμένο, πιό απλά). Μπορεί να υπάρχουν σκηνές που αναδεικνύουν χαρακτήρες δύσκολους, που ζουν υπό πίεση και αντιστέκονται, χαρακτήρες μονοκόματους που δεν γνωρίζουν παρά μόνο το άσπρο ή το μαύρο, ασυμβίβαστους. Μπορεί, επίσης να αναδεικνύουν τη παγωμένη και εχθρική φύση. Δεν φτάνουν όμως αυτά. Ο αργός ρυθμός σκοτώνει τα συναισθήματα που θέλει να προκαλέσει η ταινία και δυστυχώς δεν ζούμε σε μια εποχή που έχει ανάγκη αυτή την προπαγάνδα, ειδικά η ρωσική κοινωνία. Ας μη μιλήσουμε δε, για την ελληνική...
Υπόθεση: Δυτικά σύνορα της ΕΣΣΔ, 1942. Η περιοχή είναι υπό γερμανική κατοχή και οι ντόπιοι αντιστασιακοί μάχονται μια βίαιη εκστρατεία αντίστασης. Ένα τρένο εκτροχιάζεται κοντά στο χωριό, όπου κατοικεί ο Συσένια, ένας εργαζόμενος στο σιδηρόδρομο, με την οικογένεια του. Αν και αθώος, συλλαμβάνεται μαζί με άλλους σαμποτέρ, αλλά την τελευταία στιγμή ένας γερμανός αξιωματούχος αποφασίζει να τον αφήσει ελεύθερο. Οι φήμες ότι ο Συσένια έγινε προδότης κυκλοφορούν γρήγορα, και οι αντάρτες Μπούροφ και Βόιτικ φτάνουν από το δάσος για να πάρουν εκδίκηση. Καθώς οι αντάρτες οδηγούν το θύμα τους στο δάσος, δέχονται ενέδρα, και ο Συσένια μένει μόνος με τον τραυματισμένο εχθρό του. Βαθιά στο δάσος, εκεί όπου δεν υπάρχουν φίλοι και εχθροί, εκεί που η γραμμή μεταξύ προδοσίας και ηρωισμού είναι πολύ λεπτή, ο Συσένια αναγκάζεται να πάρει μια ηθική απόφαση σε ανήθικες καταστάσεις. 
Σκηνοθεσία: Σεργκέι Λόζνιτσα
Με τους:  Βλαντιμίρ Σβίρσκι, Σεργκέι Κολεσόφ, Βλάντισλαβ Αμπάσιν, Βλαντ Ιβάνοφ, Τζούλια Πέρεσιλντ, Νικίτα Περετόμοβς, Ναντέζχντα Μαρκίνα
Προβάλλεται από 7-3-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

Μετά το Μάη (Après Mai)

Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο -συναισθηματικά- για έναν άνθρωπο της γενιάς μου να παρακολουθήσει μια ταινία με αυτό το περιεχόμενο. Την εποχή δηλαδή μετά το Μάη του ‘68 και επέκεινα. Μέχρι σήμερα. Γιατί, όπως σήμερα έτσι και τότε, ήταν έντονη η αίσθηση της ματαιότητας για όσα γίνονται. Για τους αγώνες και τις αγωνίες. Ωστόσο η ένταση των νεανικών χρόνων και η επιθυμία για εμπειρίες υπερνικά, τελικά, τις όποιες απογοητεύσεις και οδηγεί τους ήρωες σε αυτό που τελικά προσδοκούν να γίνουν. Τους οδηγεί όμως, όπως έλεγε και ο πατέρας μου -όταν έτρεχα στη Νομική (λίγο πριν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου)- και «στην εξασφάλιση του άρτου ημών, του επιούσιου».
Η ταινία, δεν προσδιορίζει ακριβώς, την εποχή μετά το ’68 και αυτή η περίοδος θα μπορούσε με μια νοητή χρονική προέκταση να είναι και η σημερινή. Δεν έχει αλλάξει τίποτα… Μόνο τα κοστούμια και η μουσική της εποχής παραπέμπουν στην ταραχώδη εκείνη εποχή, η οποία εμφανίζεται ως πολιτικά ρευστή και επικοινωνιακά χαώδης. Αλλά, μήπως και σήμερα -εποχή του διαδίκτυου- δεν είναι χαώδης η πληροφόρηση, μέσα από την πληθώρα των sites και blogs; Τι να πρωτοπιστέψει κανείς;
Δεν ξέρω γιατί, αλλά είδα την ταινία μόνο με νοσταλγική ματιά και με μια νότα απογοήτευσης. Συμφωνώ με τον σκηνοθέτη που λέει: «Η ταινία απεικονίζει το μονοπάτι πάνω στο οποίο μαθαίνουμε να σκεφτόμαστε για τον εαυτό μας, ενώ απορροφούμε και την ατμόσφαιρα της εποχής, χωρίς όμως να γινόμαστε θύματά της. Πρόκειται για ένα δρόμο που αποφεύγει -όσο μπορεί- τα πιο δημοφιλή μέρη κοινωνικοτήτων και συμβιβασμών με τον ένα ή τον άλλο τρόπο».
Υπόθεση: Λίγο έξω από το Παρίσι στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ο Ζιλ, ένας νέος που τελειώνει το σχολείο παρασύρεται από την πολιτική και δημιουργική αναταραχή της εποχής. Όπως και οι φίλοι του, βρίσκεται ανάμεσα στις ριζοσπαστικές πολιτικές δεσμεύσεις και στις προσωπικές του προσδοκίες. Οι πράξεις τους θα τους φέρουν στην Ιταλία και αργότερα στο Λονδίνο, όπου μέσα από ερωτικές συναντήσεις και καλλιτεχνικές ανακαλύψεις, κάποια στιγμή θα αναγκαστούν  να κάνουν τις τελικές επιλογές τους για να βρουν τη θέση τους μέσα σε αυτούς τους ανήσυχους καιρούς. 
Σκηνοθεσία: Ολιβιέ Ασαγιάς
Με τους: Κλεμάν Μεταγιέρ, Λόλα Κρετόν, Φελίξ Αρμάν, Καρόλ Κομπς, Ίντια Μενουέζ
Προβάλλεται από 7-3-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

The paperboy

Τζον Κιούζακ
Ένα πολύ ωραίο φιλμ-νουάρ που διαθέτει όλα τα υλικά της συνταγής: Πρώτα-πρώτα υπάρχει ο φόνος, ύστερα έρχεται το βασικό ερώτημα «Ποιος-είναι-ο-δολοφόνος» ώστε να αθωωθεί ένας θανατοποινίτης. Κατόπιν, διαθέτει την εκτός οθόνης αφήγηση και μάλιστα από γυναίκα, στη συνέχεια δεν έχει ντετέκτιβ, αλλά έναν δημοσιογράφο-ερευνητή που κυνηγάει το Πούλιτζερ και ερευνά την υπόθεση μπαίνοντας σε επικίνδυνα μονοπάτια. Επίσης, διαθέτει τη μοιραία γοητευτική ξανθιά, που επί του προκειμένου είναι η «ανάφτρα» -παρά τα χρονάκια της-  Νικόλ Κίντμαν. Επίσης, έχει τους σκληρούς που εμποδίζουν αρχικά την έρευνα, αλλά και κάποιους χαρακτήρες που ανατρέπουν τα όσα βλέπεις από την αρχή. Υπάρχουν τα μπαρ και τέλος η άγρια φύση της αμερικανικής επαρχίας με τα δάση και τα έλη της, που αποτελεί και αυτή ένα σημαντικό στοιχείο στα έργα νουάρ (και μη ξεχνάτε τις βροχές και την υγρασία από τα ασπρόμαυρα φιλμ με τους ντετέκτιβ και τις βρεγμένες καπαρντίνες, μέχρι το Seven και το επιστημονικής φαντασίας Blade Runner).
Το σενάριο, εκτός από το ατού της αφήγησης διαθέτει ανατροπές. Η φωτογραφία επίσης είναι αρκετά καλή και μόνο η κίνηση της κάμερας μου τα χαλάει λίγο, που πότε βλέπει τους πρωταγωνιστές ντοκιμαντερίστικα και αποστασιοποιείται, ενώ άλλοτε πλησιάζει σε δραματικά κλόουζ απ (όπως τα λέμε ελληνικά) τα πρόσωπα, σα να θέλει να εμβαθύνει στους χαρακτήρες τους, ενώ προς το τέλος δεν χαρίζεται στις σκηνές ωμής βίας και αιφνιδιάζει, αλλά αυτό είναι και θέμα οπτικής του σκηνοθέτη. Τι να κάνουμε; Έχει προηγηθεί το Precious και πρέπει να είμαστε επιεικείς.
Από ερμηνείες, θα έλεγα ότι ο καλύτερος είναι ο Κιούζακ στο ρόλο του κατάδικου, σκληρός και απροσδόκητος. Η Κίντμαν ως ερωμένη του είναι αρκετά καλή και σέξι. Ο Μακόναχι, νομίζεις ότι έχει γεννηθεί με μια οδοντογλυφίδα στο στόμα. Μόνο τότε φαίνεται σκληρός, αλλά εδώ έχει και δισυπόστατο ρόλο! Όσο για τον πιτσιρικά και διαρκώς ερωτευμένο (πρώτα με τον εαυτό του και τα πορνοπεριοδικά του και στη συνέχεια με την Κίντμαν) Ζακ Έφρον,δείχνει να έχει μέλλον.
Υπόθεση: Η ταινία εκτυλίσσεται στον αμερικάνικο νότο και έχει ως πρωταγωνιστή ένα φιλόδοξο και ιδιοτελή δημοσιογράφο, ο οποίος με τη βοήθεια του μικρότερου αδελφού του προσπαθεί ν’ αποδείξει την αθωότητα ενός μελλοθάνατου, ελπίζοντας στο βραβείο Πούλιτζερ. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν μια γοητευτική γυναίκα που διατηρεί ερωτική αλληλογραφία με τον κατάδικο, αναστατώνει τα δύο αδέλφια. 
Σκηνοθεσία: Λι Ντάνιελς
Με τους: Μάθιου ΜακΚόναχι, Νικόλ Κίντμαν, Ζακ Έφρον, Τζον Κιούζακ, Ντέιβιντ Ογιέλοβο, Σκοτ Γκλεν, Μέισι Γκρέι
Προβάλλεται από 7-3-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

7/3/13

Οζ: Μέγας και παντοδύναμος (Oz the great & powerful)

Οι παλαιότεροι, έχετε δει την ταινία του 1939 με τίτλο «Ο μάγος του Οζ»; Ε, λοιπόν καμία σχέση, παρόλο που είναι εμπνευσμένη από το ίδιο μυθιστόρημα.
Είναι βέβαια, άρτια από τεχνική άποψη και μπορώ να πω, ότι ο σχεδιασμός και η φωτογραφία της είναι ό,τι καλύτερο έχω δει σε 3D. Αλλά πολύ παραμύθι φίλε μου και το ωραίο είναι ότι δεν μπορείς να προσδιορίσεις σε τι ηλικιακό κοινό απευθύνεται (ποιο τάργκετ γκρουπ σκοπεύει, στα ελληνικά). Έχει κάτι από ταινίες του Τιμ Μπάρτον: την «Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» σε έμπνευση, τον «Τσάρλι και το εργοστάσιο σοκολάτας» σε χρώματα, το «Frankenweenie» που ξεκινάει με μικρό format για να ξεδιπλωθεί στην εξέλιξη σε ευρεία οθόνη για να σε μαγέψει οπτικά. Επίσης, διαθέτει τη μουσική του Ντάνι Έλφμαν (αν τον θυμάστε από τους «Μπάτμαν» είναι εξαιρετικός συνθέτης), αλλά ως εκεί. Δεν έχει αυτό το κάτι, που θα σε κρατήσει στο κάθισμά σου, όπως οι ταινίες που προανάφερα (αν και το Frankenweenie με είχε απογοητεύσει λίγο προς το τέλος) και μάλλον πάσχει από σενάριο. Αυτό είναι… όλο προβλέψιμο.
Οι ερμηνείες των βασικών πρωταγωνιστών δεν παρουσιάζουν τίποτα το ιδιαίτερο, όπως και οι χαρακτήρες που υποδύονται. Οι «καλοί» είναι «πολύ καλοί» και οι «κακοί» είναι  «εκνευριστικά κακοί» και όλοι μαζί είναι πολύ κακοί, αν με πιάνετε.
Κατά την προβολή, καθίστε κοντά σε διάδρομο, με εύκολη πρόσβαση στο μπαρ. 
Υπόθεση: O Oscar Diggs, ένας πονηρός ερασιτέχνης μάγος, που δουλεύει σ’ ένα τσίρκο κάπου στο σκονισμένο Κάνσας, επιβιβάζεται στο αερόστατο του και καταλήγει από τύχη στη γεμάτη ζωντάνια κι εκπλήξεις Χώρα του Οζ. Φαίνεται να έχει μόλις χτυπήσει φλέβα χρυσού, αφού δόξα και φήμη του χαρίζονται απλόχερα, αλλά πολύ σύντομα θα έρθει αντιμέτωπος με τρεις καχύποπτες μάγισσες κι όλα θα αλλάξουν. Η Theodora (Mila Kunis), η Evanora (Rachel Weisz) και η Glinda (Michelle Williams) δεν είναι καθόλου σίγουρες ότι αυτός είναι ο σπουδαίος μάγος που όλοι περίμεναν, κι ο απρόθυμος Oscar θα κληθεί να αποδείξει την αξία του και να δώσει λύσεις στα προβλήματα που ταλαιπωρούν τους κατοίκους της μαγικής χώρας. Στην προσπάθεια του να ανακαλύψει ποιος είναι καλός και ποιος όχι, ο ήρωας θα επιστρατεύσει τα μαγικά του κόλπα και την ευφυΐα του για να μεταμορφωθεί όχι μόνο στον πανίσχυρο Μάγο της Χώρας του Οζ, αλλά και σε καλύτερο άνθρωπο.
Σκηνοθεσία: Σαμ Ράιμι
Με τους: Μίλα Κούνις, Τζέιμς Φράνκο, Μισέλ Γουίλιαμς, Ρέιτζελ Βάις, Άμπιγκεϊλ Σπένσερ, Ζακ Μπραφ
Προβάλλεται από 7-3-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

4/3/13

«Ους ο Θεός συνέζευξεν» της Βασιλικής Πιτούλη

«Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη γυρισμένη, δωσ’ της κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίσει». Από το πνεύμα αυτού του στίχου, που χρησιμοποιεί σαν πρόλογο στο διήγημά της «Το φάλτσο οργανάκι», διαπνέεται ολόκληρο το τελευταίο βιβλίο της Βασιλικής Πιτούλη, με τίτλο «Ους ο Θεός συνέζευξεν» (εκδόσεις ΑΜΑΡΥΣΙΑ), το οποίο περιλαμβάνει «είκοσι μία ιστορίες που ακροβατούν ανάμεσα στο γέλιο και το κλάμα. Περιπέτειες ανθρώπων όπως τις άκουσα, βγαλμένες από την αληθινή ζωή, αλλά και όπως τις έπλασα, ακολουθώντας τους ήρωες μου», όπως λέει και η ίδια η συγγραφέας.
Είκοσι ένα παραμύθια, λοιπόν, που ενίοτε λειτουργούν και ως διδακτικές παραβολές. «Η ιστορία αυτή, θέλει να μας δείξει ότι οι άνθρωποι κάποτε δαμάζουν τον εγωισμό και την κακή φύση τους», γράφει στον επίλογο του διηγήματος «Ο Λιμοκοντόρος», η Βασιλική Πιτούλη, που, όπως αναφέρει και στον πρόλογο του βιβλίου της, «όλοι τους, είτε ιδιοκτήτες τηλεοπτικών σταθμών, είτε απλοί άνθρωποι της γειτονιάς, είτε δήμαρχοι, είτε δασκάλες, είτε πάμπλουτοι, είτε απένταροι, γίνονται θύματα του έρωτα, της απληστίας ή της μιζέριας».
Όλοι δε οι ήρωες των ιστοριών, που «ερωτεύονται, προδίδουν, ή προδίδονται με την ίδια ευκολία που γελάνε ή κλαίνε και συνθέτουν μια πινακοθήκη που περιλαμβάνει πλούτο, φτώχια, αίγλη και ταπείνωση», φέρουν πολλές φορές σημαδιακά ονόματα. Ονόματα-σύμβολα, που προετοιμάζουν τον αναγνώστη για το δράμα, ή την ευτυχία που θα συναντήσουν στης ζωής τους το διάβα. Ο Τζιτζικάκης και η Μυρμηγκούλα στο διήγημα «Το τριτοδεύτερο στεφάνι», η Χοντρούλα, ο Κοντός και ο Νόστιμος στην ιστορία «Η χοντρή ποδηλατού» και η Πεταχτή, η Ψωροοπερήφανη και ο Καναλάρχης στο διήγημα «Καναλάρχης με κέρατα».
Όλοι τους, χαρακτήρες βγαλμένοι μέσα από την κοινωνική πραγματικότητα, ολοκληρωμένοι και σωστά δομημένοι από τη συγγραφέα. Άνθρωποι της διπλανής πόρτας ή του απλησίαστου ρετιρέ απέναντι, που μπορεί να τους ζηλεύουμε κιόλας, αλλά τελικά βιώνουν κι αυτοί το δράμα τους αγόγγυστα και καταλήγουν να μας προσφέρουν τη συγκίνηση ή το γέλιο, ανάλογα.
Άνθρωποι και ιστορίες που κάτι μας θυμίζουν, αλλά η συγγραφέας μας προσγειώνει -με υπαινιγμό- ότι όλα είναι προϊόν της φαντασίας της και «κάθε απόπειρα συσχετισμού με υπαρκτά πρόσωπα και γεγονότα είναι αυθαίρετη και επομένως αδυνατεί να τεκμηριώσει την αντίδραση οποιουδήποτε θεωρήσει ότι θίγεται προσωπικά».
Συμβολικοί όμως, είναι και οι τίτλοι ορισμένων διηγημάτων της, όπως «Το ταρανδοχώρι», «Σκάνδαλο στο Λύκειο»,  «Η ανήθικη γυναίκα», «Οι έρωτες ενός αχόρταγου», «Ο Σάκης ο ηλεκτρολόγος» «Κυρία Δημάρχου» και άλλοι. Διηγήματα με θέματα την αγάπη, τον έρωτα, την απιστία και άλλους μύθους.
* * *
Η Βασιλική Πιτούλη γεννήθηκε στο Βόλο από πατέρα Ηπειρώτη. Είναι καθηγήτρια οικονομολόγος και γαλλικής φιλολογίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Σε ηλικία 18 ετών βραβεύτηκε σε διαγωνισμό νεανικής ποίησης που οργάνωσε η εφημερίδα Θεσσαλία. Άρθρα και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά, είναι συνεργάτης της ΑΜΑΡΥΣΙΑΣ και μέλος της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς και της Ενωτικής Πορείας Συγγραφέων.
Βιβλία της: Η προδοσία οδηγεί στον παράδεισο, Δείπνο εκ προμελέτης, Διάλογοι περί έρωτος και άλλων δαιμονίων, Να με λες Άννα, Η είσπραξη της ημέρας,  Και το έρεβος να γίνεται φως.

(Δημοσιεύτηκε στην Αμαρυσία στις 28-2-2013)