31/12/13

Μόνον οι εραστές μένουν ζωντανοί (Only lovers left alive)

Έχω κατατάξει την ταινία «Συνέντευξη με έναν βρικόλακα» (1994) του Νιλ Τζόρνταν στις 100 καλύτερες που έχω δει, με την αιτιολογία ότι τότε ήταν η μοναδική ταινία με θέμα τα βαμπίρ, που προβάλλει τη δυστυχία που αποπνέει η ιδιότητα του να είσαι αθάνατος. Είναι δυστυχία να μη φθείρεσαι, έγραφα, όταν όλα γύρω σου μεταβάλλονται συνεχώς. Υπάρχει μια μοναξιά που δεν αναπληρώνεται με τίποτα και όταν λέμε «μόνος ούτε στον Παράδεισο», σκεφτείτε τη μοναξιά μέσα στην Κόλαση. Γιατί είναι κόλαση, να ζεις στους αιώνες και να βλέπεις την ανθρωπότητα να αναλώνεται σε πολέμους και μάταιους ανταγωνισμούς και εσύ να πρέπει να επιβιώνεις πίνοντας το αίμα των άλλων.
Έτσι, το «Μόνον οι εραστές μένουν ζωντανοί» του Τζιμ Τζάρμους, άλλου ένα ιδιόρρυθμου καλλιτέχνη της κινηματογραφίας, έρχεται δεύτερο στην ίδια θεματική, αλλά ίσως πρώτο στην πιο σοφιστικέ αντιμετώπιση, με τον έναν από τους δυο άφθαρτους ήρωες να ανήκει στον καλλιτεχνικό χώρο (ο Τομ Χίντλεστοουν υποδύεται έναν underground μουσικό), ενώ η σύντροφός του (Τίλντα Σουίντον, με τουπέ και διακριτική υπεροψία σύμφωνα με το ρόλο της) ανήκει στο χώρο της ποίησης και της λογοτεχνίας, αφού έχει συναναστραφεί κατά το απώτερο παρελθόν, με τον Μπάιρον και τη Σέλεϊ, όπως προκύπτει από το σενάριο.
Οπότε, αυτοί οι δύο αιώνιοι, στην κυριολεξία εραστές, έχουν πραγματικά ένα σοβαρό λόγο, να αισθάνονται απογοητευμένοι από την πορεία της ανθρωπότητας: είναι σοβαροί διανοούμενοι που παραμένουν στο περιθώριο.

20/12/13

Αγνωσία (Agnosia)

Βιομηχανική κατασκοπία με τον «ισπανικό τρόπο», πάνω στα χνάρια, δηλαδή, του πρώτου διδάξαντος φιλμ «Ο λαβύρινθος του Πάνα», αλλά και με επιρροές από την «Τελευταία ακροβάτιδα της Μαδρίτης», αφού η «Αγνωσία» πέρα από τη δομή του θρίλερ βιομηχανικής κατασκοπίας, κάνει ένα σύντομο σχόλιο και για την πολιτική κατάσταση της εποχής στην Ισπανία, με τους αθρόους και «χωρίς να δίνουμε λογαριασμό» σκοτωμούς.
Παράλληλα, διαθέτει και ένα ερωτικό τρίγωνο, που δημιουργεί ένα πρόσθετο ενδιαφέρον για την εξέλιξή του.
Όλα αυτά, μέσα σε μια σκοτεινή ατμόσφαιρα, με πλαστική φωτογραφία και συνεχή μουσική υπόκρουση που συνοδεύει όλες τις καταστάσεις και τα συναισθήματα των ηρώων, θυμίζοντας έτσι τη φιλμική τεχνοτροπία των δεκαετιών ’40 και ’50.

19/12/13

Ο μπάτλερ (The butler)

Παρά την αντιρατσιστική τάση που φαίνεται να διαπνέει τις πρόσφατες παραγωγές και δείχνει να είναι «κατευθυνόμενη» (βλ. και «12 χρόνια σκλάβος»), ο «Μπάτλερ» είναι συγκλονιστικός και αυτό οφείλεται περισσότερο στην ερμηνεία του Φόρεστ Γουίτακερ, ο οποίος υποδύεται ένα υπαρκτό πρόσωπο, που κατάφερε υπομονετικά και με επιμονή να διατηρήσει την προσωπικότητά του και τις αρχές του, σε ένα περιβάλλον απόλυτα εχθρικό απέναντί του.
Η αντιρατσιστική αυτή ταινία, σε πρώτο επίπεδο αναφέρεται σ’ αυτήν ακριβώς την προσαρμοστικότητα του ατόμου, στη δύναμη της θέλησης. Σε δεύτερο επίπεδο

Last Vegas

Άλλη μια ταινία με ηλικιωμένους για ηλικιωμένους από αυτές που μόνο το Χόλιγουντ ξέρει να κάνει καλά.
Με ένα σενάριο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των τεσσάρων παλαίμαχων ηθοποιών, τους οποίους υπό άλλες συνθήκες θα τους βλέπαμε σε ταινίες μόνον ως καρατερίστες, ενώ εδώ πρωταγωνιστούν και με καταστάσεις που ταιριάζουν απόλυτα στην ηλικία τους, στις δυνατότητές τους και στο περιβάλλον τους και τέλος, με χιούμορ που συναντά κανείς μόνο στην Καλιφόρνια και στο Λας Βέγκας, την πόλη με τη μεγαλύτερη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας στις ΗΠΑ, η ταινία καταφέρνει να διασκεδάζει ελαφρά και ίσως πιο σοβαρά από ότι η ταινία Hangover (όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε συνάδελφος, «πρόκειται για ένα Hangover ηλικιωμένων»).

Γελαστός πρίγκηπας (Prince Avalanche)

Δύο τύποι, πρώτα φίλοι και μετά συγγενείς εξ αγχιστείας (ο ένας αρραβωνιασμένος με την αδερφή του άλλου) διασχίζουν ένα καμένο δάσος του Τέξας και συζητούν, συμφωνούν, ή διαπληκτίζονται. Συνεχίζουν όμως να διατηρούν τη φιλία τους. Δουλειά τους: να χαράξουν τις γραμμές της τροχαίας στην άσφαλτο. Πόσο ενδιαφέρον μπορεί να έχει η κουβέντα τους; Αυτό εξαρτάται από το σενάριο, που όμως πάσχει. Εκτός από ένα σημείο, στο ότι στην πορεία τους θα συναντήσουν ορισμένους ανθρώπους που έχουν πληγεί από την πρόσφατη φωτιά στο δάσος (στην πραγματικότητα η φωτιά στο εθνικό εκείνο πάρκο του Τέξας το 2011 είχε καταστρέψει δεκάδες σπίτια).  Όπως αναφέρει η παραγωγή η συνάντηση με μια συγκεκριμένη γυναίκα ήταν τυχαία.

12/12/13

12 χρόνια σκλάβος (12 years a slave)

Μια ταινία, βασισμένη σε αληθινή ιστορία, που φαντάζει απίστευτη, με θέμα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τη θέληση για ελευθερία.
Ο Μακ Κουΐν καταφέρνει με το σκηνοθετικό του ρυθμό να καθηλώνει το θεατή παρά τη μεγάλη διάρκεια της ταινίας και με τη δύναμη των εικόνων του να συγκινεί, στο ίδιο θέμα που ο Ταραντίνο είχε θίξει σαρκαστικά και με υποδόριο χιούμορ στην ταινία «Τζάνκο ο τιμωρός» που είδαμε πέρυσι.
Ο Τσιούιτελ Ιτζίοφορ, που υποδύεται τον ελεύθερο και καλλιεργημένο μαύρο του Βορρά, ο οποίος πέφτει θύμα εκμετάλλευσης και πωλείται ως σκλάβος στον άγριο Νότο της εποχής, διαθέτει μια απέριττη εκφραστικότητα και συγκλονίζει με το πάθος του για ελευθερία, αλλά και την εσωτερική του πάλη για συγκράτηση των βίαιων συναισθημάτων του, κατά των υπανθρώπων που τον διαφεντεύουν, αλλά και των ανθρώπινων αδυναμιών του που μπορεί να τον εκθέσουν στους συντρόφους του.

5/12/13

Μικρά Αγγλία


Όχι απλώς μια Ελληνική ταινία, αλλά ένα έργο βασισμένο σε ένα βραβευμένο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη, γύρω από τον παράφορο έρωτα μιας γυναίκας για ένα ναυτικό που όμως αγαπάει και τη θάλασσα, και μιας μητέρας που θέλει να παντρεύει τις κόρες της με οικονομικά κριτήρια. Μια ιστορία που διαδραματίζεται στη χώρα μας και στο κατ’ εξοχήν ναυτικό νησί της Άνδρου.
Ο Παντελής Βούλγαρης, αν και με αργό ρυθμό ειδικά στο δεύτερο μέρος, μας χαρίζει ένα λιτό μελόδραμα, που διαδραματίζεται κάτω από ένα συννεφιασμένο ουρανό και μια φουρτουνιασμένη θάλασσα, που κάθε φορά συνδυάζονται με τα συναισθήματα των χαρακτήρων.
Η φωτογραφία της ταινίας είναι εξαιρετική, είτε βλέπει προς την ανοικτή θάλασσα, είτε προς το ξερό τοπίο της στεριάς και τα πανέμορφα νησιώτικα αρχοντικά. Η Άνδρος του 1930 αναδεικνύεται μέσα από εικόνες που καταγράφουν τις φουρτούνες όχι μόνο της θάλασσας, αλλά και της ζωής.

Behind the candelabra

Όπως και με τη «Diana» που προβλήθηκε πρόσφατα, έτσι και το σημερινό  «Πίσω από τα κηροπήγια» δεν είναι μια βιογραφία, αλλά μια δραματοποιημένη αφήγηση της ερωτικής σχέσης του διάσημου Λιμπεράτσε με τον μικρότερό του Σκοτ Τόμσον.
Μια σχέση, η οποία περνάει τα στάδια όλων των σχέσεων. Ενθουσιασμό, έρωτα, αφοσίωση, ζήλια, μίσος, χωρισμό. Τελικά, είτε μεταξύ ετεροφυλόφιλων, είτε μεταξύ ομοφυλόφιλων, οι σχέσεις έχουν τις διακυμάνσεις τους, τα πάνω και τα κάτω τους και το θέμα είναι πως αντιμετωπίζονται από τους ενδιαφερόμενους, αλλά και από τους σκηνοθέτες (ας θυμηθούμε - από gay άποψη - και την επίσης πρόσφατη «Ζωή της Αντέλ»).
Εδώ, ο Σόντεμπεργκ αναπτύσσει τη σχέση των δύο ανδρών με ρυθμό θρίλερ, αποστασιοποιημένος, χωρίς μελοδραματισμούς και έχοντας στη διάθεσή του δύο έξοχους ερμηνευτές. Εξετάζει τη σχέση των δυο ανδρών σα να γυρίζει ντοκιμαντέρ,

Carrie

Σίγουρα πρόκειται για μια νέα προσέγγιση του «Έκρηξη οργής» (ο επιτυχημένος ελληνικός τίτλος της ταινίας του Ντε Πάλμα), που είχαμε δει το 1976. Πολλά στοιχεία συμβάλλουν και το κυριότερο είναι η γυναίκα σκηνοθέτις, η οποία αντιμετωπίζει το θέμα από την πλευρά της γυναικείας ψυχοσύνθεσης και ρίχνει το βάρος στο χαρακτήρα της Κάρι και λίγο παραπάνω σε εκείνον της θρησκόληπτης μητέρας της. Ένα ρόλο που έχει αναλάβει η έξοχη Τζούλιαν Μουρ, η οποία είναι καταπιεστική ακόμα και όταν δεν μιλάει. Η έκφρασή της είναι η επιτομή της θρησκόληπτης πουριτανής. Το άλλο στοιχείο, είναι η χρήση των social media, που δεν υπήρχαν τότε και στα οποία ο καθένας ανεβάζει ό,τι βιντεάκι θέλει, αρκεί να έχει έτοιμο το κινητό του.
Από εκεί και ύστερα, τα πάντα είναι τυποποιημένα και καλώς μοιρασμένα:

Εκεί που δεν το περιμένεις (Enough said)

Αυτός θα έπρεπε να ήταν ο σωστός ελληνικός τίτλος, σ’ αυτή την ταινία που είναι βασισμένη στα λίγα λόγια και τα ουσιαστικά. Το «Αρκετά είπαμε», διαθέτει ένα γλυκερό σενάριο, το οποίο στα χέρια της Νικόλ Χολοφσίνερ (στη φωτογραφία με τους πρωταγωνιστές) και στις έξοχες ερμηνείες του Τζέιμς Γκαντολφίνι και της Τζούλια Λούις Ντρέιφους (η οποία «παίζει» με τις εκφραστικές γκριμάτσες της) αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Πραγματικά είναι απόλαυση να βλέπεις τον Γκαντολφίνι (Θεός σχωρέσ’ τον), στο ρόλο ενός απλού και ειλικρινούς ανθρώπου, απέναντι σε μια ανασφαλή μασέζ, που ενώ θέλει να κάνει τη ζωή της απλούστερη μετά το διαζύγιό της, τη δυσκολεύει λόγω αυτής της ανασφάλειάς της.

Απρόσκλητος επισκέπτης (Homefront)

Άλλη μια περιπέτεια του Τζέισον Στάθαμ πάνω σ’ αυτό που ξέρει καλά. Να πλακώνει θανάσιμα τους αντιπάλους του, να κυνηγάει και να συγκρούεται με αυτοκίνητα, να πυροβολεί χωρίς να αστοχεί ποτέ και να τη βγάζει καθαρός με αμυχές (στις οποίες, δεν ξέρω αν το έχετε προσέξει, αν τους βάλει κάποια νοσοκόμα λίγο οινόπνευμα ή οξυζενέ, τότε… ο πρωταγωνιστής μας, κάνει γκριμάτσες πόνου, ενώ αν του κάνει ράμματα χωρίς νάρκωση, τότε την κοιτά με λάγνο ύφος «τι-θα-κάνεις-το-βράδυ;»). Τέλος πάντων.
Η ιστορία είναι τόσο κλασική, που αναρωτιέμαι αν κουράστηκε καθόλου ο Σιλβέστερ Σταλόνε στο σενάριο. Η σκηνοθεσία είναι τυπική, η δράση είναι καταιγιστική και τα εφέ ανάλογα.
Κρίμα που ο Στάθαμ στελεχώνεται από κάποια σοβαρά ονόματα, όπως η Ράιντερ, ο Φράνκο και η Μπόσθγουορκ.
Θα αρέσει στους φίλους της περιπέτειας και του Τζέισον Στάθαμ.

1/12/13

Η τέλεια ομορφιά (La grande bellezza)

«Στα 65 μου διαπίστωσα ότι έχω πλέον το δικαίωμα να απολαμβάνω μόνον αυτά που πραγματικά μου αρέσουν», λέει σε κάποια στιγμή της ταινίας ο συγγραφέας Τζεπ Γκαμπαρντέλα (που τον υποδύεται λιτά και υπέροχα ο Τόνι Σερβίλο), ομολογώντας έτσι, ότι στη μέχρι τότε γεμάτη με εφήμερες απολαύσεις ζωή του, έκανε πράγματα που δεν του άρεσαν (ακολουθώντας τη μόδα, τις συμβάσεις μιας πολυτελούς ζωής, ή «φίλους» που δεν τον αντιπροσώπευαν).
Έτσι, τον παρακολουθούμε να περπατά νωχελικά στο επιχρυσωμένο κλουβί του, που είναι η Ρώμη με όλη την εκπληκτική ομορφιά της, την αρχιτεκτονική, τα σιντριβάνια, τα γλυπτά και τους πίνακες ζωγραφικής και να αναζητά το χαμένο νόημα της μέχρι τότε ζωής του, αλλά και την τέλεια ομορφιά του σήμερα, αφού το αύριο κανείς δεν το ξέρει.