29/1/13

Ξέρεις τι είναι, εσύ ως πολιτικός να έχεις το όραμά σου και να έρχεται το στέλεχος της διαφημιστικής εταιρείας και να προσπαθεί να περάσει αυτό σου το όραμα στον κόσμο με βιντεοκλίπ που θυμίζει διαφήμιση γνωστής κόλα;
Διότι αυτό συμβαίνει σ’ αυτήν την κατά τα άλλα φιλότιμη προσπάθεια να αναβιώσει το καταπιεστικό καθεστώς του Πινοσέτ στη Χιλή και τις προσπάθειες μιας ομάδας ακτιβιστών να στήσουν μια αντικαθεστωτική τηλεοπτική εκστρατεία, πείθοντας τον κόσμο να ψηφίσει επιτέλους ΟΧΙ στην παραμονή του Πινοσέτ στην εξουσία.
Η ομάδα που ετοιμάζει την εκστρατεία του ΟΧΙ, θυμίζει έντονα τις κομματικές ομάδες που ξεπετάχτηκαν μετά το δικό μας Πολυτεχνείο και εξελίχθηκαν σε κατεστημένο στη συνέχεια. Οι εικόνες από τη δράση του φασιστικού καθεστώτος έχουν δύναμη, η οποία μάλιστα εντείνεται περισσότερο από τη φωτογραφία, που θυμίζει ταινίες της εποχής εκείνης, αλλά τελικά η ταινία δεν σου αφήνει τίποτα συγκλονιστικό μετά τους τίτλους του τέλους.
Ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, διεκπεραιώνει ουσιαστικά το ρόλο του, σε ένα σενάριο που προβλέπεις το τέλος του, από τη στιγμή που οι διαφημιστικές στρατηγικές του, θυμίζουν αμερικανική πολυεθνική εταιρεία. Θα μπει στο χωνευτήρι του κατεστημένου κι αυτός. Η μόνη στιγμή της ερμηνείας του που μπορεί να… απογειώσει τον θεατή είναι στο τέλος, όταν όλοι πανηγυρίζουν τη νίκη του ΟΧΙ και αυτός με το γιο του προσπερνούν τους ευτυχισμένους(;) διαδηλωτές, χωρίς να σκάσει ούτε ένα χαμόγελο. Αυτός ήξερε. Και δεν είχε άδικο ο καθηγητής Vance Packard που είχε διαχωρίσει το βιβλίο του The Hidden Persuaders (έκδοση 1957, παρακαλώ!) σε δυο μεγάλα κεφάλαια (τα μεταφράζω): «Πώς να τους πείσεις ως καταναλωτές» και «Πώς να τους πείσεις ως πολίτες».
Υπόθεση: Το 1988, όταν ο Πινοσέτ ετοιμάζεται για το δημοψήφισμα που θα καθορίσει την προεδρία του στη Χιλή, η αντιπολίτευση αναθέτει σ’ ένα νεαρό μαρκετίστα την καμπάνια της. O Gael Garcia Bernal υποδύεται έναν παράτολμο νέο, στέλεχος μιας διαφημιστικής εταιρίας που ηγείται της εκστρατείας ‘ΝΟ’, εναντίον του Πινοσέτ. Δεκαπέντε χρόνια μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους καθεστωτικούς ο René Saavedra παράλληλα με την δική του μάχη στην προσωπική του ζωή, επιστρατεύει τους πιο δυνατούς όρους μάρκετινγκ και με τη βοήθεια των ακτιβιστών της αντιπολίτευσης καταστρώνουν ένα σχέδιο κι έχουν 27 ημέρες για να το εκτελέσουν σωστά, να κερδίσουν τις εκλογές και να απελευθερώσουν την χώρα τους.
Σκηνοθεσία: Πάμπλο Λαρέν
Με τους: Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, Αλφρέντο Κάστρο, Αντονία Ζέγκερς, Αλεχάντρο Γκόιτς, Ρικάρντο, Λούις Γκνέκο, Νέστορ Καντιλιάνα
Προβάλλεται από 31-1-2013

(Κριτική μου στο myFilm)

Οδηγός αισιοδοξίας (The silver linings playbook)

Εντάξει, όταν διαβάζετε το χαρακτηρισμό «κωμωδία», μη νομίζετε ότι θα πάτε και θα ανοίξει η ψυχή σας από το γέλιο και θα φύγετε ενθουσιασμένοι για το σπίτι λέγοντας «πω, πω δάκρυσα από τα γέλια σήμερα, μπράβο στον, πως-τον-λένε-μωρέ το σκηνοθέτη;».
Συμφωνώ, ότι υπάρχει πραγματικά ένα έξοχο σενάριο, ενώ και οι ερμηνείες είναι τόσο πειστικές που ο θεατής επηρεάζεται έντονα, αλλά σκηνοθετικά η ταινία σε στέλνει από τη σχιζοφρενική και νευρωτική καταπίεση και το βιτριολικό χιούμορ του πρώτου μέρους, στην κατάσταση της απόλυτης αμερικανιάς και του - αναμενόμενου - happy end.
Ο θεατής καλείται να υποστεί τις νευρώσεις των πρωταγωνιστών, που έχουν κυριολεκτικά «πάθει πλάκα» από τις σύγχρονες συνθήκες ζωής (αποξένωση, απομόνωση και οικονομική δυσπραγία) και τις υφίσταται επειδή οι βασικοί ηθοποιοί Bradley Cooper και Jennifer Lawrence είναι τόσο πειστικοί, που πραγματικά συμπάσχεις (και αν όχι, τότε σου δημιουργείται η διάθεση να τους χαστουκίσεις για να συνέλθουν), ενώ ο Robert De Niro, που ομολογουμένως επαναλαμβάνεται τα τελευταία χρόνια, δίνει έναν επιπλέον τόνο στην όλη νευρωτική εικόνα. Άψογα.
Η ταινία τελικά, με τις καταστάσεις της, σου προκαλεί έναν κλαυσίγελο, αλλά δεν τη βαριέσαι. Είναι πολύ καλή συνολικά και ειδικά αν ξεπεράσετε το πρώτο μέρος, θα εκτιμήσετε τον σκηνοθέτη που καταφέρνει να συνδυάζει το δράμα της καθημερινότητας με το χιούμορ (άλλωστε τι θα ήταν η ζωή μας αν δεν το ρίχναμε και λίγο στη τρέλα;) και αν δώσετε λίγη προσοχή παραπάνω, παρουσιάζει ενδιαφέρον (έχει και suspense) η πιθανότητα όλα αυτά που βιώνει ο πρωταγωνιστής, ίσως να είναι και στημένα.
Υπόθεση: Ο Μπράντλεϊ Κούπερ υποδύεται τον Πατ Σολατάνο, έναν πρώην δάσκαλο που έχει χάσει τα πάντα: τη δουλειά του, το σπίτι και τη γυναίκα του. Έχοντας περάσει τα τέσσερα τελευταία χρόνια σε ψυχιατρικό ίδρυμα, αναγκάζεται να γυρίσει στο σπίτι των γονιών του (Ρόμπερτ ΝτεΝίρο και Τζάκι Γουίβερ), αποφασισμένος να ανακτήσει την παλιά του ζωή, καθώς και την πρώην σύζυγο. Το μόνο που θέλουν οι γονείς του Πατ είναι να σταθεί ξανά στα πόδια του, τα πράγματα όμως περιπλέκονται όταν γνωρίζει την Τίφανι (Τζένιφερ Λόρενς), ένα μυστηριώδες κορίτσι με πολλά προβλήματα. Εκείνη προθυμοποιείται να τον βοηθήσει να επανασυνδεθεί με τη γυναίκα του και το μόνο που έχει να κάνει εκείνος είναι κάτι πολύ σημαντικό για να της το ανταποδώσει. Καθώς ο καιρός περνά, ένα αναπάντεχο δέσιμο δημιουργείται μεταξύ τους, και σημάδια αισιοδοξίας αρχίζουν να παρουσιάζονται στις ζωές τους. 
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Ο' Ράσελ
Με τους: Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Μπράντλεϊ Κούπερ, Τζένιφερ Λόρενς, Τζούλια Στάιλς, Κρις Τάκερ, Τζάκι Γουίβερ, Άνουπαμ Κερ
Προβάλλεται από 31/1/2013

(Κριτική μου στο myFilm)

25/1/13

Λίνκολν (Lincoln)

«Πάντα ήθελα να διηγηθώ την ιστορία του Λίνκολν. Είναι μια από τις πιο συναρπαστικές μορφές ολόκληρης της ιστορίας και της ζωής μου», λέει ο Σπίλμπεργκ και συνεχίζει: «Θυμάμαι τον εαυτό μου γύρω στα τέσσερα ή πέντε, που πρωτοείδα το Lincoln Memorial και ήμουνα τρομερά εντυπωσιασμένος από το μέγεθος αυτού του αγάλματος που κάθεται στην καρέκλα, και καθώς πλησίαζα πιο κοντά, με είχε αιχμαλωτίσει το πρόσωπό του. Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη στιγμή, έχοντας με αφήσει να αναρωτιέμαι για αυτόν τον άνθρωπο που καθόταν εκεί ψηλά».
Αφού λοιπόν είχε εντυπωσιαστεί από το άγαλμα του Λίνκολν ο Σπίλμπεργκ, αποφάσισε όταν μεγάλωσε, να κάνει ταινία τους τελευταίους μήνες της ζωής του, επειδή ήθελε «να δείξει  πόσο πολύπλευρος ήταν ο Λίνκολν. Ήταν πολιτικός, στρατιωτικός αρχηγός, και ταυτόχρονα πατέρας, σύζυγος και άντρας, ο οποίος πάντα έψαχνε βαθιά μέσα του και γιατί ότι κατάφερε εκείνο το διάστημα ήταν πραγματικά τεράστιο.
Θέλαμε όμως να δείξουμε ότι και εκείνος ήταν άνθρωπος, όχι ένα μνημείο».
Αυτό ακριβώς κατάφερε ο Σπίλμπεργκ. Να τονίσει τον αγώνα του Λίνκολν για να διατηρήσει ενωμένες τις Πολιτείες και μάλιστα μετά από ήττα των Νότιων που τους ήθελε πλήρως παραδομένους. Εκεί τουλάχιστον η ταινία είναι ειλικρινής, δείχνοντας τον Λίνκολν να περνάει έφιππος μέσα από το πεδίο της τελευταίας μάχης όπου έχει γίνει σφαγή στην κυριολεξία. Άλλωστε ο Λίνκολν είχε πει: «Υπέρτατος σκοπός μου στον αγώνα αυτό είναι να διασώσω την Ένωση και όχι να διασώσω ή να εξαλείψω τη δουλεία. Αν μπορούσα να διασώσω την Ένωση χωρίς να απελευθερώσω τους δούλους , θα το έκανα. Αν πάλι τη διέσωζα ελευθερώνοντας όλους τους δούλους, θα το έκανα. Αν μπορούσα να τη διασώσω ελευθερώνοντας μερικούς και αφήνοντας τους άλλους να παραμείνουν δούλοι και αυτό θα το έκανα» («Οι πολιτικοί – Λίνκολν: ο πρόεδρος της ενότητας» εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ).
Ύστερα από αυτό, ο εξωραϊσμός του από τον Σπίλμπεργκ και ο τονισμός της πλευράς του, που ήθελε την ενότητα των Πολιτειών πάση θυσία, φαντάζει εύλογος πλέον. Άλλο θέμα, το γεγονός ότι διασώζοντας τη γεωγραφική συνοχή της χώρας, κατάστρεψε το πνεύμα της εθελοντικής ενότητας και σύμπνοιας, που θεωρούνται το θεμέλιο των ΗΠΑ.
Ο Σπίλμπεργκ με αυτή την άρτια ταινία, που έχει όλα τα υλικά της υπερπαραγωγής (πλούσια σε κόσμο, ντεκόρ, υλικά και κοστούμια και φυσικά το μεγάλο ατού που λέγεται Ντάνιελ Ντέι Λιούις καθώς και την ανθρώπινη Σάλι Φιλντ που υποδύεται τη σύζυγο του Λίνκολν, αλλά και τη μουσική επένδυση μαζί με τη φωτογραφία, που θυμίζει πίνακες του Ζαν Λεόν Ζερόμ Φέρις από την εποχή) καταφέρνει - για άλλη μια φορά- να συγκινεί το κοινό του.
Μόνο που εγώ, στο πρώτο μέρος ψιλοβαρέθηκα με όλο εκείνο το κουβεντολόι για το πώς θα πεισθούν (ή και θα εξαγοραστούν με διορισμούς) οι γερουσιαστές για να ψηφίσουν. Είναι και η μεγάλη διάρκεια της ταινίας βλέπετε (150 λεπτά). Ευτυχώς, που με αποζημίωσε ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις.
Σκηνοθεσία: Στίβεν Σπίλμπεργκ
Μμε τους: Ντάνιελ Ντέι-Λιούις, Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ, Τόμι Λι Τζόουνς, Τζέιμς Σπέιντερ, Ντέιβιντ Στράθερν, Σάλι Φιλντ, Τζάρεντ Χάρις, Λι Πέις, Τζάκι Ερλ Χάλει
Προβάλλεται από 24/1/2013

(Κριτική μου και στο myFilm)

Παίζοντας με την αγάπη (Playing to keep)

Είναι μαγεία, πραγματικά, να βλέπεις τον Τζέραρντ Μπάτλερ (τον Λεωνίδα του «300» και του «This is Sparta»), να σέρνεται από τις δυο αδυναμίες του, τις γυναίκες και το ποδόσφαιρο σε μια ταινία και μαζί του να σέρνονται υποκριτικά η Ούμα Θέρμαν (κούκλα όπως πάντα) και η Κάθριν Ζέτα Τζόουνς, (άλλη κούκλα). Όταν λέω «μαγεία», δεν εννοώ βέβαια την υποκριτική του ικανότητα, αλλά το γεγονός πως μπορεί ο κινηματογράφος να «περνάει» στο θεατή τις πιο απίθανες εικόνες. Αυτή του γίγαντα και brutal Λεωνίδα και αυτή του αδύναμου και looser, σε ένα πρόσωπο.
Η ταινία - θα σας απογοητεύσω - δεν λέει τίποτα πλην του χιλιο-ειπωμένου family togetherness, όρο τον οποίο διάβασα για πρώτη φορά πριν πολλά χρόνια (όταν σπούδαζα) σε μια κοινωνιολογική ανάλυση του χολιγουντιανού φιλμ και αφορούσε ένα σίριαλ της τηλεοράσεως μεγάλης ακροαματικότητας: το Bonanza, όπου μια ζωή (από το 1959 ως το 1973 το σίριαλ) συζούσαν, σε ένα κτήμα στη Νεβάδα, πατέρας και τρεις γιοι, από διαφορετικές μητέρες, που είχε παντρευτεί ο γέρος - και γερός - πατέρας τους (που τον υποδυόταν ο Λορν Γκριν). Απίστευτο, ε;
Κι όμως το Χόλιγουντ  έχει μια ευαισθησία στο θέμα της οικογένειας, η οποία στο τέλος των περισσότερων ταινιών συστήνεται και πάλι ύστερα από μια διάσπαση που έχει προηγηθεί και έχει προέλθει είτε από λιμό, λοιμό και καταποντισμό, είτε από διαζύγιο.
Εδώ έχουμε διαζύγιο. Ένα σύζυγο και πατέρα που αμφιταλαντεύεται μεταξύ συζύγου, άλλων γυναικών και ποδοσφαίρου και μια σύζυγο που αμφιταλαντεύεται μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου συζύγου, ενώ ο μικρός γιος τους λειτουργεί ως καταλύτης, μέσα από τις ποδοσφαιρικές του ενασχολήσεις.
Η ταινία αντιμετωπίζεται με συμπάθεια και το αποτέλεσμα έχει ως εξής: Family togetherness – American Soccer: 1 –1 
Υπόθεση: Ο Τζορτζ (Τζέραρντ Μπάτλερ) λίγο πριν τα 40, είναι ένας απένταρος και διαζευγμένος, άλλοτε επιτυχημένος, ποδοσφαιριστής που έπαιζε στις σημαντικότερες ευρωπαϊκές ομάδες, όπως η Ρεάλ και η Μίλαν. Η πρώην σύζυγός του, Στέισι (Τζέσικα Μπιλ), ετοιμάζεται να παντρευτεί έναν δικηγόρο και ο 9χρονος γιος του, Λιούις, θέλει να γίνει ποδοσφαιριστής όπως ο πατέρας του. Όταν δέχεται μια πρόταση για να γίνει προπονητής της ομάδας του Λιούις, ο Τζορτζ θεωρεί πως αυτός είναι ένας ιδανικός τρόπος για να έρθει ξανά κοντά με την Στέισι και τον Λιούις. Δεν έχει υπολογίσει ωστόσο έναν αστάθμητο αλλά ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα - το ισχυρό του σεξ απίλ και την επίδραση που έχει αυτό στις όμορφες μαμάδες των παιδιών που προπονεί. Η μπλεγμένη συνάρτηση της αγάπης, προκαλεί μια σειρά από κωμικές καταστάσεις. Στην αρχή εμφανίζεται η Μπάρμπ (Τζούντι Γκριρ), μια χωρισμένη γυναίκα, η οποία αναζητά την επιβεβαίωση για το αν είναι ακόμα ελκυστική. Ύστερα, η Ντενίζ (Κάθριν Ζέτα-Τζόουνς), νοικοκυρά και πρώην δημοσιογράφος, η οποία προθυμοποιείται να βοηθήσει τον Τζόρτζ να βρει μια δουλειά ως δημοσιογράφος αθλητικών ειδήσεων. Κάπου ανάμεσα σε αυτές στις γυναίκες υπάρχει και ο «χορηγός» της ομάδας, ο ευκατάστατος Καρλ Κινγκ (Ντένις Κουέιντ), ο οποίος αμέσως γίνεται φίλος με τον Τζόρτζ, με σκοπό να καυχηθεί στους συναδέλφους του ότι κάνει παρέα με τον δημοφιλή πρώην ποδοσφαιριστή. Ακόμη και η γυναίκα του Καρλ όμως, η Πάτι (Ούμα Θέρμαν), η οποία πάντα του ήταν πιστή, ρίχνεται στον Τζόρτζ επειδή θεωρεί ότι έχει ότι ακριβώς λείπει από τον σύζυγό της. Μέσα στο γήπεδο ο Τζόρτζ μπορεί όντως να έχει τον έλεγχο, αλλά άπαξ και βγει από εκεί, οι αμέτρητοι περισπασμοί τον κρατούν μακριά από το να περνά χρόνο με το γιο του. Πώς μπορεί ο Τζόρτζ να επικεντρωθεί στο να γίνει ένας καλός πατέρας και, ενδεχομένως να επανασυνδεθεί με τη Στέισι, όταν όλες οι άλλες γυναίκες συναγωνίζονται για το ποια θα του τραβήξει την προσοχή; 
Σκηνοθεσία: Γκάμπριελ Μουτσίνο
Με τους: Τζέραρντ Μπάτλερ, Τζέσικα Μπιλ, Ούμα Θέρμαν, Κάθριν Ζέτα Τζόουνς, Ντένις Κουέιντ
Προβάλλεται από 24/1/2013

(Κριτική μου στο myFilm)

24/1/13

50 αποχρώσεις του γκρι

Ολοκληρώθηκε η τριλογία της E. L. James, που έφερε τα πάνω κάτω στην ελαφριά λογοτεχνία και της οποίας το πρώτο βιβλίο με τίτλο «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι» διάβασα πρόσφατα απνευστί, όχι λόγω της λογοτεχνικής του αξίας, όσο από περιέργεια. 
Πρόκειται για μια καραυγαλέα περίτπωση μυθιστορήματος που διαβάζεται ακόμα και πηδώντας σελίδες. Αν το πάρεις στα σοβαρά, μπορείς να πεις ότι είναι ευχάριστο και ίσως τρυφερό. Διότι το διάβασα κι αυτό. Η ουσία είναι ότι οι περιπέτειες μιας φοιτητριούλας 21 ετών, άβγαλτης και παρθένας που πέφτει στα χέρια ενός πανέμορφου και πάμπλουτου άντρα, που θέλει να παίξει μαζί της το παιχνίδι του Κυρίαρχου αρσενικού με την Υποτακτική παιδούλα, είναι ελκυστικό τόσο μεταξύ των καταπιεσμένων σεξουαλικά γυναικών, όσο και μεταξύ των περίεργων αντρών.
Προσέξτε πως εξελίσσεται η υπόθεση, αυτού του αλλόκοτου ρομάντσου: Η φοιτήτρια λογοτεχνίας Αναστάζια Στιλ παίρνει συνέντευξη, για το περιοδικό του Πανεπιστημίου, από τον επιτυχημένο επιχειρηματία Κρίστιαν Γκρέυ (σ.σ. grey, όπως γκρι χρώμα στα αγγλικά) . Νιώθει αμέσως τη δύναμη της γοητείας του, αλλά ταυτόχρονα η σκέψη του, της προκαλεί βαθιά ανασφάλεια. Πεπεισμένη ότι η συνάντησή τους δεν πήγε καλά, προσπαθεί να τον βγάλει από το μυαλό της, ώσπου εκείνος εμφανίζεται αναπάντεχα στο μαγαζί που δουλεύει και της προτείνει να βγουν.
H Αναστάζια σοκάρεται μόλις συνειδητοποιεί πόσο πολύ επιθυμεί αυτόν τον άνδρα. Και, όταν εκείνος την προειδοποιεί να μείνει σε απόσταση, αυτό την κάνει να τον θέλει ακόμα περισσότερο.
Όμως ο Γκρέυ βασανίζεται από τους δικούς του δαίμονες και η ανάγκη να εξουσιάζει τον κυριεύει. Καθώς ξεκινούν μια παθιασμένη ερωτική σχέση, η Αναστάζια ανακαλύπτει περισσότερα για τις δικές της επιθυμίες καθώς και για τα σκοτεινά μυστικά που ο Γκρέυ κρατά κρυμμένα στις σκιές της προσωπικότητάς του (σ.σ. shades of  his personality, or shades of Grey).
Όπως προανάφερα, το βιβλιο δεν αποτελεί και δείγμα υψηλής λογοτεχνίας και αν κριθεί από τις πρώτες 250 σελίδες επί συνόλου 700 της ελληνικής έκδοσης, η μετάφραση δεν βοηθά στην ανάδειξη του ύφους της συγγραφέως. Ένα μόνο παράδειγμα αρκεί: σε κάποια στιγμή που η ηρωίδα έχει τρακ μπροστά στον πλούσιο, γοητευτικό άντρα και βιάζεται να τον εξυπηρετήσει, αυτός της λέει ότι δεν υπάρχει λόγος να βιάζεται χρησιμοποιώντας τον αγγλικό ιδιωματισμό «take your time» («με την ησυχία σου», όπως θα λέγαμε εμείς), πλην όμως η μεταφράστρια βάζει στο στόμα του τη φράση «πάρε το χρόνο σου» (δηλαδή, σα να μετέφραζε ένας άγγλος τη φράση «με την ησυχία σου» σε «with your quitness» και ο άγγλος αναγνώστης να μη καταλάβαινε τίποτα φυσικά).
Πάντως, πρόκειται για ένα ανάγνωσμα, λεπτομερούς περιγραφής σεξουαλικών φαντασιώσεων και πολυτελών καταστάσεων, το οποίο δεν απαιτεί ιδιαίτερη συγκέντρωση και αυτός είναι ένας από τους λόγους της τεράστιας επιτυχίας του.
Όπως άλλωστε είπε και η συγγραφέας με αφοπλιστική ειλικρίνεια, σε μια συνένετυξη: «Οι αναγνώστριές μου προέρχονται από όλα τα ηλικιακά και κοινωνικά στρώματα. Κάποιες θέλουν να ζήσουν τη φαντασίωση στο βιβλίο, κάποιες άλλες τη μεταφέρουν και στην πραγματική ζωή. Σε κάθε περίπτωση, είναι ένας ωραίος τρόπος να ξεχάσεις τα πιάτα και την μπουγάδα» και την οικονομική κρίση, θα συμπλήρωνα.
Στη χώρα μας κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ σε μετάφραση Τιτίνας Σπερελάκη. Κυκλοφορούν  επίσης, το «Πενήντα πιο σκοτεινές αποχρώσεις του γκρι» και το «Πενήντα αποχρώσεις του γκρι: η απελευθέρωση».
(Δημοσιεύτηκε στην Αμαρυσία στις 3/1/2013)

22/1/13

Έφυγε ο δημιουργός του «Εκδικητή της νύχτας»

Χθες, έφυγε από τη ζωή ο σκηνοθέτης Μάικλ Γουίνερ, και για όσους δεν τον θυμούνται, ο δημιουργός της γνωστής τριλογίας «Ο εκδικητής της νύχτας» με τον Τσαρλς Μπόνσον. 
Ο Μάικλ Γουίνερ είχε γεννηθεί τον Οκτώβριο του 1935 στο Λονδίνο και είχε σπουδάσει νομικά και οιονομικά. Από τα 16 του ξεκίνησε την κριτική κινηματογράφου και αργότερα άρχισε να ασχολείται με τη σκηνοθεσία στην τηλεόραση του  BBC για να φτάσει στην κορύφωση σκηνοθετώντας ταινίες με τον Όλιβερ Ριντ, όπως «Αμαρτωλό Σαββατοκύριακο», «Πως ληστέψαμε τον Πύργο του Λονδίνου», ο «Λοχίας Μπρουκς» και «Ποτέ δεν θα ξεχάσω το όνομά του». 
Εκεί όμως που έγινε ιδιαίτερα γνωστός ήταν όταν σκηνοθέτησε τον Τσαρλς Μπρόνσον σε τρεις ταινίες να υποδύεται έναν αρχιτέκτονα, τον Πολ Κράσνι, που αποφασίζει να  πάρει τον νόμο στα χέρια του για να εκδικηθεί την εν ψυχρώ δολοφονία της γυναίκας του και τον βιασμό της κόρης του από κακοποιούς της Νέας Υόρκης.  
Βέβαια, στην προσπάθειά του αυτή, ο Κράσνι ποτέ δεν βρίσκει τους πραγματικούς ενόχους, αλλά εκτελώντας συνεχώς περιθωριακά και εγκληματικά στοιχεία μετατρέπεται σε θρύλο. 

(Φωτογραφίες από το Google-Εικόνες)

16/1/13

Θερίζουν ό,τι έσπειραν

Ενώ δεν μου αρέσει να επαναλαμβάνομαι τα γεγονότα με αναγκάζουν. Επίσης, ενώ δεν θέλω να παριστάνω τον "μετά Χριστόν προφήτη", πάλι τα γεγονότα με αναγκάζουν. Έχω γράψει πολλές φορές ότι στη βία, απ' όπου και αν ασκείται δεν υπάρχουν όρια και κανείς δεν μπορεί να τα προσδιορίσει. Υπάρχουν όμως πολιτικές που ουσιαστικά υποθάλπτουν την άσκηση της βίας και οι πολιτικές είναι αυτές που πριν λίγο καιρό, χαρακτήριζαν ορισμένες βίαιες (και εγκληματικές) πράξεις, ως "κοινωνικές εκρήξεις". Τότε λοιπόν αναρωτιόμουν: ποιός θα ορίσει πότε σταματάει η "κοινωνική έκρηξη" και αρχίζει η "εγκληματική πράξη"; Εξέφραζα δε την απορία μου, τι θα συμβεί όταν ξεπεραστεί το όριο. Να λοιπόν, που φτάσαμε στο σημείο να πολυβολούνται τα γραφεία ενός κόμματος και ακόμα μέχρι τώρα που γράφω αυτή την ανάρτηση, κανείς δεν έχει "δικαιολογήσει", δεν έχει "αναλάβει την ευθύνη" αυτής της πράξης.
Θα μπορούσε να είναι και αυτή η ενέργεια "κοινωνική έκρηξη", όπως ήταν το "πέταγμα των γιαουρτιών" πριν ένα χρόνο; Ποιός ξέρει; Διότι, αν διαβάσει κάποιος σχετικά ρεπορτάζ, τα όπλα σήμερα έχουν αρχίσει να πωλούνται πιό εύκολα απ' ότι τα παλιά χρόνια και έτσι, άλλος έχει λεφτά για γιαούρτια, όταν θέλει να εκφράσει την αγανάκτησή του και άλλος έχει λεφτά για όπλα. Ποιός θα το ελέγξει; Το κράτος θα μου πείτε, όπως λένε όλοι, όταν θέλουν να "πετάξουν" από πάνω τους την ευθύνη. Όταν γράφω "όλοι" δεν αναφέρομαι φυσικά στους θαμώνες των καφενείων, που λύνουν όλα τα προβλήματα σε συζητήσεις πάνω στα "καυτά θέματα της επικαιρότητας", όπου για όλα  φταίει το κράτος (ακόμα και όταν οι ίδιοι θέλουν να αγοράζουν προϊόντα χωρίς απόδειξη).. Αναφέρομαι σε εκείνους τους βουλευτές (που απαρτίζουν και τη νομοθετική μας εξουσία), που παλαιότερα δικαιολογούσαν τις εξάρσεις βίας και έλεγαν ότι πρόκειται για "κοινωνικές εκρήξεις". Αν δε η βία είχε ασκηθεί στα δικά τους γραφεία, ήταν "τρομοκρατική πράξη, που δεν θα περάσει", όταν δε είχε ασκηθεί σε γραφεία του άλλου κόμματος, μπορούσε να είναι ακόμα και "προβοκατόρικη πράξη" (έχουν ακουστεί όλες οι εκδοχές).
Η ουσία είναι μια, για να μην πολυλογώ: Η βία είναι σαν τις αρρώστιες. Εάν κάνεις προληπτικές εξετάσεις, μπορείς να προλάβεις την επιδείνωση, ακόμα και να θεραπεύσεις. Εάν αφήσεις το σύμπτωμα στην τύχη του, ή εάν νομίζεις ότι με ασπιρίνες (με λόγια κενά) θα αντιμετωπίσεις κάθε σύμπτωμα, τότε σύντομα θα πληρώσεις το τίμημα της αμέλειας. Λυπάμαι, που υπάρχουν πολιτικοί που δεν μπόρεσαν να ξεχωρίσουν τις πραγματικά κοινωνικές, από τις "άλλες" εκρήξεις και τώρα (καταδικάζοντας με καθυστέρηση, αυτές τις πράξεις) προσπαθούν να θερίσουν ό,τι έσπειραν.

15/1/13

Django ο τιμωρός (Django unchained)

Δεν αποτελεί πλέον έκπληξη. Ο Κουέντιν Ταραντίνο με ό,τι καταπιάνεται το εκτελεί τέλεια. Εδώ έχει πιάσει τα γουέστερν-σπαγγέτι, τα οποία πάντα ήταν πηγή έμπνευσης γι' αυτόν, ακόμα και όταν είχε το νου του σε άλλες ταινίες.
Η συνταγή για τους λάτρεις του Ταραντίνο, διότι υπάρχουν και πολλοί που δεν αποδέχονται το στυλ του, είναι γνωστή: βία και αίμα και σταθερές δόσεις βιτριολικού χιούμορ, με τη διαφορά ότι εδώ έχουμε το παραδοσιακό γουέστερν μέσα από την οπτική του Σέρτζιο Λεόνε τον οποίο και θαυμάζει. Πλάνα μαγευτικά, εικόνες θαυμάσιες και ερμηνείες καταπληκτικές. Όλοι οι ηθοποιοί έχουν κάτι να πουν και εν πάσει περιπτώσει υπάρχουν χαρακτήρες. Παρά το γεγονός ότι θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί κόμικ βίας, οι χαρακτήρες του έργου δεν είναι χάρτινοι και τους υποδύονται άριστοι ηθοποιοί, οι δε καταστάσεις αφορούν την περίοδο λίγο πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος και το βασικό θέμα είναι η δουλεία, η εκμετάλλευση του ανθρώπου. Η μουσική (που όλο και κάτι σου θυμίζει) συνοδεύει υπέροχα τις εικόνες και γενικά "υπάρχει μια μαγεία στον αέρα", παρά το μεγάλο μήκος της ταινίας (εγώ επιμένω πάντα σ' αυτό τον τομέα, του μήκους μιας ταινίας, το οποίο θα πρέπει να είναι πολύ πυκνά γεμάτο για να μη κάνει κοιλιά και το βαριέται ο θεατής). 
Φίλοι του Ταραντίνο, σπεύσατε και μη φίλοι, μπορείτε με αυτό το γουέστερν να τον γνωρίσετε.
Υπόθεση: Δύο χρόνια πριν ξεσπάσει ο αμερικανικός εμφύλιος, ο Django, ένας μαύρος σκλάβος από τον Νότο (Jamie Foxx) συναντά τον Γερμανό κυνηγό επικηρυγμένων/οδοντίατρο Dr. King Schultz (Christoph Waltz), ο οποίος ακολουθεί τα ίχνη των φονικών αδελφών Brittles. Καθώς μόνο ο Django μπορεί να τον οδηγήσει σε αυτούς, ο ανορθόδοξος Schultz συνεργάζεται μαζί του με την υπόσχεση ότι θα τον ελευθερώσει με το πέρας της αποστολής. Αφού πετύχουν το σκοπό τους, ο Schultz απελευθερώνει τον Django και οι δύο τους αποφασίζουν να συνεχίσουν την καταδίωξη των πιο γνωστών εγκληματιών του νότου. Εντωμεταξύ ο Django ακονίζει τα μαχαίρια του για τον δικό του σκοπό: τη σωτηρία της Broomhilda (Kerry Washington), της γυναίκας του που έχασε σε σκλαβοπάζαρο πριν από καιρό. Η έρευνα του Django και του Schultz τους οδηγεί στον Calvin Candie (Leonardo DiCaprio), τον ιδιοκτήτη της “Candyland” μιας κακόφημης φυτείας, όπου οι σκλάβοι παλεύουν μεταξύ τους μέχρι θανάτου. Η παρουσία των δύο πρωταγωνιστών τραβάει την προσοχή του Stephen (Samuel L.Jackson), που είναι ο έμπιστος του Candie. Ο κλοιός αρχίζει να σφίγγει γύρω τους και οι δυο σύντροφοι θα πρέπει να διαλέξουν ανάμεσα στη θυσία και την επιβίωση.
Σκηνοθεσία:Κουέντιν Ταραντίνο
Με τους: Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Κέρι Γουάσινγκτον, Σάμιουελ Λ. Τζάκσον, Σάσα Μπαρόν Κοέν, Κερτ Ράσελ, Κριστόφ Γουόλτζ, Τζέιμι Φοξ, Ντον Τζόνσον, RZA
Προβάλλεται από 17/1/2013

Πιετά (Pieta)

Εκεί που ο κορεατικός κινηματογράφος συναντά την αρχαία ελληνική τραγωδία και ίσως τον Οιδίποδα.
Με κύριο άξονα το χρήμα που κυριεύει τα πάντα και αλλοτριώνει χαρακτήρες, ο Ντουκ στήνει μια ιστορία εκδίκησης, στην οποία θύτης και θύμα είναι δύο πρόσωπα που αλλάζουν θέσεις αλληλοδιαδόχως.
Ο πρωταγωνιστής άντρας-θύτης σακατεύει για λογαριασμό τρίτου, όσους χρωστούν και δεν ξοφλούν τα δανεικά που έχουν πάρει. Η πρωταγωνίστρια γυναίκα, εμφανίζεται χωρίς να γνωρίζουμε τον πραγματικό σκοπό της και αποκαλύπτεται ότι είναι η μητέρα του.Αυτός ζει σε ένα σκοτεινό, ανήλιαγο, «βιομηχανικό» και «μολυσμένο» περιβάλλον μέσα στην αθλιότητα και η άφιξή της, θα του δώσει φως, ελπίδα αισιοδοξίας και αποκατάστασης. Τα πράγματα όμως δεν είναι πάντα όπως φαίνονται. Έτσι αυτός, ο μόνιμος θύτης θα βρεθεί στη θέση του θύματος.
Ο Κιμ Κι Ντουκ επιδέξια (αν και λίγο αργά, σε βαθμό που μπορεί να βγάλει από την αίθουσα τον ανυπόμονο θεατή), περνά από το σκοτεινό, σκληρό και βίαιο κόσμο του πρώτου μέρους, στο φως, τη γαλήνη της υπαίθρου και την ηρεμία που υπάρχει πάντοτε πριν από κάθε καταιγίδα και φτάνει στην Αριστοτελική κάθαρση, λίγα λεπτά πριν το τέλος, όπου όλοι οι χαρακτήρες του έργου αποκαθίστανται: ο θύτης μετανιώνει για όσα έχει κάνει, η μητέρα του ικανοποιείται με τον τρόπο της (που τον ώθησε να καταλάβει τα κακά που προξενούσε), λίγο πριν εξαναγκάσει μια άλλη μητέρα (ενός εκ των θυμάτων) να γίνει ο δολοφόνος της.
Υπόθεση: Έχοντας προσληφθεί ως μπράβος από τοκογλύφους, ένας άντρας εκφοβίζει και απειλεί αυτούς που χρωστάνε ώστε να επιστρέψουν τα χρήματα που έχουν δανειστεί. Αυτός ο άντρας, που ούτε οικογένεια έχει ούτε τίποτα να χάσει ουσιαστικά, συνεχίζει τη δουλειά και αυτό τον τρόπο ζωής παρά τον πόνο που προκαλεί σε τόσους ανθρώπους καθημερινά. Μια ημέρα, μια γυναίκα εμφανίζεται μπροστά του και ισχυρίζεται ότι είναι η μητέρα του. Ο άντρας την απορρίπτει ψυχρά στην αρχή, όμως σταδιακά την δέχεται στη ζωή του. Τότε είναι που αποφασίζει να εγκαταλείψει τη σκληρή δουλειά του και να ζήσει μια φυσιολογική, πιο κόσμια και λογική ζωή. Ξαφνικά όμως η μητέρα του απαγάγεται. Υποθέτοντας ο ίδιος ότι πιθανώς να είναι κάποιος από το παρελθόν που του έχει φερθεί βίαια, ξεκινάει και βλέπει έναν έναν αυτούς που είχε κάποτε ενοχλήσει ώστε να βρει τη μητέρα του. Τελικά βρίσκει τον απαγωγέα για να έρθει αντιμέτωπος όμως με τρομερά σκοτεινά μυστικά του παρελθόντος που τον φοβίζουν πραγματικά, και που είναι προτιμότερο να μην τα είχε ποτέ μάθει.
Σκηνοθεσία: Κιμ Κι Ντουκ
Με τους: Τσο Μιν Σου, Λι Γιουνγκ Τζιν
Προβάλλεται από 17/1/2013
(Κριτική μου στο myFilm)  

Άλλοθι (Arbitrage)

Αχ, αυτοί οι πλούσιοι. Έχουν κι αυτοί τα προβλήματά τους. Όπως έχετε ήδη διαβάσει, ο πάμπλουτος Ρίτσαρντ Γκιρ (που είναι εξαιρετικός ως κεφαλαιοκράτης και φιλοχρήματος), κάνει τα πάντα για… την οικογένειά του και αποφασίζει να μοσχοπουλήσει την ευημερούσα(;) επιχείρησή του. Προηγουμένως όμως, έχει αλλοιώσει λογιστικά βιβλία και έχει κάνει παράξενες επενδυτικές κινήσεις προκειμένου να… τακτοποιήσει σύζυγο (αρκετά καλή και η Σούζαν Σαράντον) και παιδιά: έναν ατάλαντο γιο δικηγόρο και μια φιλόδοξη κόρη οικονομολόγο (καλή και η Μπριτ Μάρλιν), η οποία σκοπεύει μάλλον να τον διαδεχθεί. Επίσης, κάνει και φιλανθρωπίες, που ως γνωστόν παρέχουν και φοροαπαλλαγές… Ε, μετά απ’ όλα αυτά. να μην έχει και μια ερωμένη στο χώρο της τέχνης, όταν μάλιστα την υποδύεται η Λετίσια Κάστα; Τι στο καλό. Δικαιούται κι αυτός ένα δωράκι για τον εαυτό του. Τι τα έχουμε τα λεφτά; Μόνο που τύχη κακιά, του επιφυλάσσει ένα αυτοκινητικό δυστύχημα, ενώ είναι με την ερωμένη του και τότε αρχίζουν τα προβλήματα… Προβλέψιμο, ε;
Θα έλεγα ότι η σκηνοθεσία του Νίκολας Τζαρέκι έχει πάρει κάτι από παλιό καλό Χίτσκοκ. Πέραν του γεγονότος ότι είναι πυκνή (όπως και το σενάριο), από αλλού ξεκινάει και αλλού το πάει και μην ακούτε… Άλλωστε, τα πάντα στον καπιταλισμό, είναι θέμα «αγοραπωλησίας», όπως λέει και ο τίτλος και ο Τζαρέκι, αν και κάνει ολίγον συμπαθητικό τον Ρίτσαρντ Γκιρ, του κάνει γερή κριτική μέσα από τη γυναίκα του, αλλά και μέσα από την κόρη του  και επιπλέον επικεντρώνει το ενδιαφέρον του, πάνω σ’ έναν ντετέκτιβ (ωραίος και ο Τιμ Ροθ), ο οποίος δεν είναι και ό,τι καλύτερο διαθέτει το αστυνομικό τμήμα της Νέας Υόρκης. Οπότε τα πράγματα δεν εξελίσσονται ακριβώς όπως περιμένει ο θεατής, αφού ο Ρίτσαρντ Γκιρ, αντιμετωπίζει όλες τις καταστάσεις ως «τι σου δίνω, τι μου δίνεις», ως τη στιγμή που η γυναίκα του και η κόρη του τον αντιμετωπίζουν με τον ίδιο τρόπο.
Υπόθεση: Ο Ρόμπερτ Μίλερ (Ρίτσαρντ Γκιρ) είναι ένας 60χρονος επιχειρηματίας που βρίσκεται πολύ κοντά στο να πετύχει την πιο επιτυχημένη συμφωνία της ζωής του. Να πουλήσει την εταιρεία του σε ένα κολοσσό τραπεζών έναντι πολλών εκατομμυρίων δολαρίων! Όμως στην πραγματικότητα η οικονομική του κατάσταση δεν είναι αυτή που φαίνεται και ο Ρόμπερτ προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποκρύψει την αλήθεια μέχρι να ολοκληρωθεί η συναλλαγή. Όταν η σύζυγος του Έλεν (Σούζαν Σάραντον) και η κόρη του Μπρουκ (Μπριτ Μάρλινγκ) αρχίζουν να υποψιάζονται την κρυφή ζωή που διατηρεί ο Ρόμπερτ, τα πράγματα θα περιπλέκουν ακόμα περισσότερο. Ειδικά όταν ο Ρόμπερτ εμπλακεί σε ένα σκάνδαλο ανθρωποκτονίας η ένταση θα κλιμακωθεί και ο Ρόμπερτ θα πρέπει να βρει το τέλειο ΑΛΛΟΘΙ για να αποδείξει την αθωότητα του. 
Σκηνοθεσία: Νίκολας Τζαρέκι
Με τους: Ρίτσαρντ Γκιρ, Σούζαν Σαράντον, Τιμ Ροθ, Μπριτ Μόρλινγκ, Λαετίσια Κάστα, Νέιτ Πάρκερ
Προβάλλεται από 17/1/2013
(Κριτική μου στο myFilm)

11/1/13

They speak Greek and they don' t know it


Δεν θυμάμαι που το βρήκα, αλλά αξίζει τον κόπο:
"The genesis of classical drama was not symptomatic. An euphoria of charismatic and talented protagonists showed fantastic scenes of historic episodes. The prologue, the theme and the epilogue, comprised the trilogy of drama while synthesis, analysis and synopsis characterized the phraseology of the text. The syntax and phraseology used by scholars, academicians and philosophers in their rhetoric, had many grammatical idioms and idiosyncrasies.
The protagonists periodically used pseudonyms. Anonymity was a syndrome that characterized the theatrical atmosphere.
The panoramic fantasies, the mystique, the melody, the aesthetics, the use of the cosmetic epithets are characteristics of drama.
Even through the theatres were physically gigantic, there was no need for microphones because the architecture and the acoustics would echo isometric ally and crystal - clear. Many epistemologists of physics, aerodynamics, acoustics, and electronics, electromagnetic cannot analyse - explain the ideal and isometric acoustics of Hellenic theatres even today.
There were many categories of drama: classical drama, melodrama, satiric, epic, comedy, etc. The syndrome of xenophobia or dyslexia was overcome by the pathos of the actors who practiced methodically and emphatically. Acrobatics were also euphoric. There was a plethora of anecdotal themes, with which the acrobats would electrify the ecstatic audience with scenes from mythical and historical episodes.
Some theatrical episodes were characterized as scandalous and blasphemous. Pornography, bigamy, haemophilia, nymphomania, polyandry, polygamy and heterosexuality were dramatized in a pedagogical way so the mysticism about them would not cause phobia or anathema or taken as anomaly but through logic, dialogue and analysis scepticism and the pathetic or cryptic mystery behind them would be dispelled.
It is historically and chronologically proven that theatre emphasized pedagogy, idealism and harmony. Paradoxically it also energized patriotism a phenomenon that symbolized ethnically character and phenomenal heroism".
(Υπάρχει επίσης και η παροιμιώδης ομιλία του Ξενοφώντα Ζολώτα με οικονομικούς όρους, που είχε κάνει σε ένα φόρουμ του IMF στις 26/9/1957)

10/1/13

Οι αδελφοί Αδελφές (The Sisters brothers)

Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα (από τις εκδόσεις Ψυχογιός) το οποίο, αν και αουτσάιντερ, όπως διάβασα κατέπληξε κριτική και κοινό και ίσως δίκαια έφτασε μέχρι τη βραχεία λίστα για το Booker. Ο Πάτρικ Ντεγουίτ (με τίτλο στο πρώτο κεφάλαιο τη φράση "Και οι πιστολάδες έχουν ψυχή"), αποτίει φόρο τιμής στο κλασικό γουέστερν και ταυτόχρονα το υπερβαίνει, δημιουργώντας μια αλησμόνητη και άκρως συγκινητική μαύρη κωμωδία. Γράφει ένα μυθιστόρημα, που είναι μεν γουέστερν, αλλά δεν είναι σαν αυτά που γνώριζα μέχρι σήμερα και έχω διαβάσει στα αγγλικά αρκετό Louis L' Amour.  
Το βιβλίο, διαβάζεται στην κυριολεξία "μονορούφι". Διαθέτει την περιγραφικότητα που μας θυμίζει τη βίαιη σκηνοθετική ματιά του Σαμ Πέκινπα και της "Άγριας συμμορίας" του και ταυτόχρονα το λυρισμό και τα μαγευτικά πλάνα του Σέρτζιο Λεόνε από τις γνωστές κλασσικές ταινίες-σπαγγέτι του, όπως το "Για μια χούφτα δολλάρια" και "Μονομαχία στο Ελ Πάσο". 
Με πρωταγωνιστές ένα αλλόκοτο τσούρμο από απατεώνες και κάθε λογής κομπιναδόρους και τυχοδιώκτες, ο Ντεγουίτ μας παρουσιάζει μια συναρπαστική οδύσσεια στον υπόκοσμο του 1850, με όλο το χιούμορ, τη μελαγχολία και τη γενναιότητα της Άγριας Δύσης.
Αρκαί να διαβάσει κανείς, μια παράγραφο για να καταλάβει ότι ο Πάτρικ Ντεγουίτ, γράφει και οι εικόνες πλάθονται και ρέουν όπως σε μια κινηματογραφική ταινία γουέστερν, ενώ η μετάφραση του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη κατορθώνει να συγκεράσει το σκληρό ύφος της Δύσης με τη χιουμοριστική διάθεση του συγγραφέα και να πλησιάσει τον έλληνα ανγνώστη: "(...) Μάσησα λίγη σκόνη για τα δόντια και μετά η γυναίκα με οδήγησε στο διάδρομο αγκαζέ. Καθώς περάσαμε από την ανοικτή πόρτα της σάλας του Μέιφιλντ, είδα το αφεντικό να κοιμάται με τη μούρη στο γραφείο του, το κεφάλι και τα χέρια του να είναι ανάμεσα σε ανάκατα μπουκάλια, και στάχτη από πούρα και στα τρία αναποδογυρισμένα καμπανάκια. Μια νταρντάνα κοκότα, τσίτσιδη, ήταν σωριασμένη ανάσκελα δίπλα του. Το πρόσωπό της ήταν γυρισμένο από την άλλη και κοντοστάθηκα να δω το αποκοιμισμένο κορμί, τα βυζιά και την κοιλιά της να σκαμπανεβάζουν με την ανάσα της. Ιδού μια εικόνα ηθικής παραμέλησης, σκέφτηκα και αναστατώθηκα σαν είδα τα γεννητικά της όργανα με τις τρίχες μπλεγμένες και πατικωμένες (...)".
Η υπόθεση του μυθιστορήματος όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο έχει ως εξής: Ο Χέρμαν Κέρμιτ Γουόρμ πρέπει να πεθάνει. Το έχει διατάξει ο πανίσχυρος, αινιγματικός άντρας με το προσωνύμιο Στόλαρχος. Δυο επαγγελματίες πιστολάδες, ο Έλι και ο Τσάρλι Αδελφές, ξεκινούν να εκτελέσουν τη διαταγή του. Αντίθετα με τον αδελφό του, ο Έλι δε λατρεύει το ουίσκι, το πιστολίδι και τους σκοτωμούς αλλά, έτσι κι αλλιώς, συμμετέχει, μια και δεν ξέρει να κάνει και τίποτε άλλο. Ωστόσο, καθώς το υποψήφιο θύμα αποδεικνύεται δύσκολος στόχος και οι αδελφοί Αδελφές αναγκάζονται να κάνουν τη διαδρομή από το Όρεγκον μέχρι το Σακραμέντο, ο Έλι βρίσκει το χρόνο να προβληματιστεί και να αμφισβητήσει για πρώτη φορά, τόσο την επαγγελματική του δραστηριότητα, όσο και τον εργοδότη του.

8/1/13

Το τσουνάμι στον κινηματογράφο

Οι φυσικές καταστροφές στον κινηματογράφο πολλές φορές χρησιμοποιούνται ως φόντο ή αφετηρία ή και ως επίλογος διαφόρων ιστοριών με θέματα είτε οικογενειακών σχέσεων, είτε περιπετειών δράσης, επιστημονικής φαντασίας ή ακόμα και ως αλληγορία σε μεταφυσικές καταστάσεις.
Σεισμοί, πλημμύρες και πτώσεις αστεροειδών στον πλανήτη μας, είναι οι δημοφιλέστερες φυσικές καταστροφές που έχουμε δει σε ταινίες τα τελευταία χρόνια. Το Χόλιγουντ διαθέτοντας τέλεια ψηφιακή τεχνολογία μπορεί να αναπαριστά με μεγάλη πειστικότητα τις πιο ακραίες φυσικές καταστάσεις και τα παραδείγματα δεν είναι λίγα.
Τα τελευταία χρόνια, μια φυσική καταστροφή που άρχισε να εμπνέει τους σεναριογράφους, είναι αυτή του τσουνάμι, του μεγάλου δηλαδή παλιρροϊκού κύματος, που υψώνεται προς τις παραλίες, όταν γίνεται σεισμός σε μεγάλα ή μικρά βάθη των θαλασσών και η αφορμή υπήρξε ένα πραγματικό γεγονός: το φονικό τσουνάμι που χτύπησε τις ακτές της Ταϊλάνδης στις 26 Δεκεμβρίου 2004, με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα.