31/7/10

Ο κριτικός και η ανάγνωση

Εκτός από την απορία, εάν ο συγγραφέας μπορεί να είναι αντικειμενικός, υπάρχει και η συνακόλουθη «εάν μπορεί να είναι αντικειμενικός και ο κριτικός», διότι αναφέροντας σε προηγούμενο σημείωμα τους κριτικούς είπαμε ότι είναι και αναγνώστες αλλά και συγγραφείς των απόψεών τους, οπότε υπό τη δεύτερη ιδιότητα, πόσο αντικειμενικοί μπορούν να είναι αυτοί;
Δεν έχουν άραγε και αυτοί εσωτερικές συγκρούσεις, όχι μόνον ενώ διαβάζουν ένα έργο αλλά και ενώ καλούνται να γράψουν κάτι γι αυτό. Ένα άλλο δε ερώτημα που προκύπτει, είναι με βάση ποια κίνητρα αυτοί οι άνθρωποι καλούνται να γράψουν; Κριτικάρουν επειδή μια έμφυτη παρόρμηση τους σπρώχνει σ’ αυτό; Ή ασκούν κριτική με κίνητρο το κέρδος; Γράφουν κατά παραγγελία; Διαβάζουν σε βάθος κάποιο έργο; Ή το διαβάζουν κατά παραγγελία προκειμένου να «γεμίσει» η σελίδα κριτικής και παρουσίασης (βιβλίου, θεάτρου, κινηματογράφου);
Ας μην έχουμε προκατάληψη, στον κριτικό προηγείται η ιδιότητα του αναγνώστη, οπότε ισχύουν όσα έχουν προαναφερθεί επί του θέματος. Οφείλει να διαθέτει την παρθενικότητα, την ανεμελιά ενός νέου στην παρατήρηση του όποιου έργου θέλει να ασκήσει κριτική. Πρέπει να είναι ταυτόχρονα χαλαρωμένος αλλά και σε εγρήγορση, όπως και ο κυνηγός που λέγαμε, περιμένοντας το θήραμά του (μόνον που δεν χρειάζεται πάντα να πυροβολεί το δημιουργό ενός έργου). Θα πρέπει ο κριτικός να θυμίζει τον αθλητή που αποσύρεται του αθλήματός του και αποφασίζει να γίνει προπονητής ή και διαιτητής. Θα πρέπει να έχει πλήρη επίγνωση των κανόνων του παιχνιδιού. Ίσως γι αυτό και το έργο του γίνεται ακόμα πιο δύσκολο. Η αντικειμενικότητα είναι πρωτεύουσα προϋπόθεση κατά την άσκηση των καθηκόντων του κριτικού, που είναι πρώτα η ανάγνωση και ύστερα η συγγραφή.
Οι παρατηρήσεις του, οι επισημάνσεις του και οι επιλογές του είναι τόσο κρίσιμες, που είτε θα δημιουργήσουν μελλοντικούς αναγνώστες, είτε θα αποτρέψουν τους υποψήφιους για ανάγνωση κάποιου έργου, οποιοδήποτε είναι αυτό. Δημιουργείται όμως άλλη μια απορία: Μήπως τελικά διαβάζουμε, βλέπουμε, ακούμε, αυτό που θέλουν οι κριτικοί;
(Δημοσιεύτηκε στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ 10/5/1995)

29/7/10

Είναι αντικειμενικοί οι συγγραφείς;

Θεωρώ ότι είναι δύσκολο και θα πρέπει να κερδίσει έναν άνισο, ίσως και ατελείωτο, αγώνα μεταξύ των προκαταλήψεών του και ανάγκης να τις χρησιμοποιήσει σωστά προκειμένου να περιγράψει «αντικειμενικά» τη ζωή.
Η αντικειμενικότητα στην παρατήρηση προϋποθέτει μια παρθενικότητα στη σύλληψη, προϋποθέτει ένα «άδειασμα» του μυαλού, αυτού που κάθεται να γράψει. Ίσως να μοιάζει με την αδρανή προσπάθεια του κυνηγού. Ο καλός κυνηγός, μετά από εμπειρίες μιας ζωής σ’ αυτό το χόμπι, μπορεί να καταλάβει εάν από ένα μονοπάτι πέρασε ένα ελάφι ή μια νυφίτσα χωρίς να εντείνει ιδιαίτερα την προσοχή του. Έτσι και ο συγγραφέας, για να περιγράψει αντικειμενικά μια σκηνή θα πρέπει να διαθέτει την ανέμελη ετοιμότητα του κυνηγού. Προϋποθέτει δηλαδή, η αντικειμενική παρατήρηση κάτι από την αφέλεια και την άγνοια του παιδικού μυαλού. Την πεποίθηση ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ξέρει τίποτα. Κι ας έχει γνωρίσει κάτι παρόμοιο.
Θα πρέπει ο συγγραφέας να παρακολουθεί την εποχή του ή όχι; Διότι μέχρι σήμερα επικρατούσε η άποψη ότι οι συγγραφείς απομονώνονται για να δημιουργήσουν, αποξενώνονται, είναι απομακρυσμένοι, φευγάτοι… Έλεγαν για τους λογοτέχνες κάποτε ότι «ζούσαν στο δικό τους κόσμο».
Μάλλον είναι λάθος ισχυρισμός. Σήμερα ο συγγραφέας πρέπει να λαβαίνει υπόψη τους τις εξελίξεις σε όλους τους τομείς. Ίσως θα πρέπει να είναι οπαδός του Γιώργου Παμπούκη, που πλέκει το «Ημιμάθειας εγκώμιο – Για μια καθολική ματιά στο σύγχρονο κόσμο» (εκδ. Κριτική). Θα πρέπει να λαβαίνει υπόψη του τις κοινωνικές, πολιτικές, τεχνολογικές εξελίξεις, αλλά και τη ζωή γενικότερα, ώστε να μπορεί να τις συνδυάζει με τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του, παράγοντας ένα έργο πιο ξένο από τον ίδιο και πιο κοντά στη γενική αντίληψη, αλλά να είναι και το απόλυτο δημιούργημά του. Έκανα κύκλο; Ήταν μια προσπάθεια για να είμαι αντικειμενικός.
(Δημοσιεύτηκε στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ 9/5/1995)

27/7/10

Συγγραφέας, ο καλύτερος αναγνώστης του εαυτού του

Ο Τζορτζ Όργουελ σε ένα δοκίμιό του με τίτλο «Γιατί γράφω», είχε γράψει ότι ανάμεσα στους λόγους για τους οποίους γράφει κανείς είναι και ο έρωτας για τη γλώσσα και τη σωστή χρήση της. Εκείνος είχε ένα λόγο παραπάνω για να υποστηρίξει αυτή την άποψη. Όποιος έχει διαβάσει το έργο του «1984» στο πρωτότυπο θα έχει διαπιστώσει ότι όχι μόνον χρησιμοποιεί άψογα την αγγλική γλώσσα ο Όργουελ, αλλά δημιουργεί και άλλη μια (τη Newspeak) για τις ανάγκες του μυθιστορήματός του.
Χωρίς να θεωρώ την άποψη πρωτοποριακή, θέλω να πιστεύω ότι πολλοί συγγραφείς όταν γράφουν το κάνουν από μια προσωπική επιθυμία να εκφραστούν χωρίς να τους ενδιαφέρει σε πρώτο επίπεδο αν θα διαβαστούν και στην κατηγορία αυτή τοποθετώ και τους bloggers (για να μη ξεχάσουμε το λόγο που ξεκίνησα αυτά τα σημειώματα). Θεωρώ δε ότι οι συγγραφείς είναι και οι καλύτεροι αναγνώστες των γραπτών τους. Κανείς δεν μπορεί να διαβάσει όσα γράφονται με την ίδια προσοχή και αγάπη που αφιερώνει ο ίδιος ο συγγραφέας στο γραπτό του. Είναι ο μόνος που διαβάζει χωρίς τα κίνητρα των άλλων αναγνωστών και είναι ο μοναδικός που μέσα στο κείμενό του μπορεί να αναγνωρίσει ορισμένες νοητικές καταστάσεις που βρίσκονται κρυμμένες πίσω και από τις πιο απλές φράσεις, τις οποίες οι αναγνώστες αδυνατούν να κατανοήσουν.
Ο Ουμπέρτο Έκο που επικαλούμαι συχνά, μετά το μυθιστόρημά του «Το όνομα του ρόδου» εξέδωσε ένα μικρό βιβλίο με τίτλο «Επιμύθιο στο όνομα του ρόδου», στο οποίο εξηγεί τα κόλπα που χρησιμοποίησε στο μυθιστόρημα για να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ο αναγνώστης του «Επιμυθίου…» πέφτει από τα σύννεφα διαβάζοντας τα κίνητρα του συγγραφέα για κάθε κατάσταση που δημιούργησε.
Ακόμα και ο Άρθουρ Κλαρκ τελειώνοντας τη τετραλογία του «Οδύσσεια του διαστήματος» (2001, 2010, 2061 και 3001) αισθάνθηκε την ανάγκη να εξομολογηθεί στο τέταρτο βιβλίο του, τι σκεφτόταν όταν ξεκίνησε, και πώς δημιούργησε όλο αυτό το μύθο μέχρι την κατάληξή του.
Χαρακτηριστικό, είναι και το ογκώδες μυθιστόρημα του Τζέιμς Τζόις με τίτλο «Οδυσσέας». Ο Τζόις, περιγράφοντας σε 800 σελίδες το 24ωρο ενός Δουβλινέζου, κατάφερε να γραφτούν για το βιβλίο αυτό αναρίθμητες μελέτες και άρθρα. Είναι τόσα τα συγκριτικά πεδία που ανοίγει, τέτοια η πολυμορφικότητα και η κατασκευαστική του ιδιοτυπία, που για να περιγραφεί, απλώς και μόνο, θα χρειαζόταν ολόκληρο σεμινάριο. Διάβασα κάποτε ότι «το μυθιστόρημα του Τζόις συνιστά το απόλυτο αρχιτεκτόνημα της πεζογραφίας του 20ού αιώνα, το απόλυτο σχέδιο. Είναι ακόμη ο μεγάλος ύμνος στη γραφή και σε όσα την ορίζουν. Ο Τζόις ελέγχει το υλικό του με απαράμιλλη μαεστρία καταφέρνοντας να ενσωματώσει στη δική του αφηγηματική τεχνική, που την αποκαλούμε σήμερα εσωτερικό μονόλογο, όλες τις υφιστάμενες μορφές της - και ταυτοχρόνως να τις αλλάξει».
Γι' αυτό άλλωστε, μετά από τόσα χρόνια, οι αναγνώστες ανακαλύπτουν ακόμη καινούργιες πτυχές του.
(Δημοσιεύτηκε στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ 7-5-1995)

26/7/10

The politics of violence

Αν και στο βιβλίο αυτό του 1968 οι Carl Leiden & Karl Schmitt εξετάζουν την τρομοκρατία ως γνώρισμα της επαναστατικής διαδικασίας, ο ορισμός που της δίνουν ελάχιστα διαφέρει από αυτόν της τρομοκρατίας που ασκείται προκειμένου να «επιδράσει στην πολιτική συμπεριφορά».
Η τρομοκρατία είναι μια σειρά πράξεων ικανών να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα απόγνωσης και φόβου, γράφουν. Μπορεί να είναι ενέργειες που συνεπάγονται απειλή, ή εκφοβισμό ή και άσκηση βίας, ακόμα και θανατηφόρου. Π. χ. δολοφονίες πολιτικών ηγετών, αρχηγών ομάδων, ακόμα και μελών κάποιων ομάδων που πρέπει να «μειωθεί η αντίστασή τους» και να «πεισθούν».
Παρά το γεγονός ότι εκδόθηκε το 1968, το βιβλίο αυτό παραμένει πάντα ενδιαφέρον και από την άποψη ότι περιέχει τη μελέτη τεσσάρων χαρακτηριστικών επαναστάσεων και πραξικοπημάτων του 20ου αιώνα, ενώ δεν παραλείπει να κάνει προβλέψεις για τον 21ο αιώνα.

24/7/10

Χωρίς τίτλο

Τόσο γυμνός που ντρέπομαι τη μνήμη
Τόσο τυφλός που βλέπω την αλήθεια
Τόσο πιστός που απόμεινα μονάχος.

(Από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη «Ο ληξίαρχος» - Εκδόσεις Ευθύνη - 1989)

Απορίες

Μια, η πρώτη ίσως, από τις απορίες που δημιουργείται σε ένα σώφρον αναγνωστικό κοινό είναι «Γιατί γράφει, αυτός που γράφει;». Μια ερώτηση στην οποία εμπεριέχονται δύο άλλες: «Ποιο είναι το κίνητρο του γράφοντος;» και «Σε τι κοινό απευθύνεται;».
Γράφει για τη δόξα, για την αναζήτηση της αλήθειας, για τα χρήματα;
Σε ποιους τα λέει; Σε όλους ανεξαιρέτως; Σε κάποιο ειδικό κοινό; Και αν ναι, σε ποιο;
Είναι λίγο συναρπαστικές αυτές οι απορίες όταν διατυπώνονται γραμμένες, παρ’ όλο που η εξέλιξη και οι συνεχείς ανακαλύψεις, τόσο στο θεωρητικό, όσο και στο θετικό πεδίο, έχουν αμβλύνει σήμερα το ενδιαφέρον των αναγνωστών σε σχέση με παλαιότερες εποχές. Όσο δε, και να φαίνονται αστείες, έχουν κάποια εξήγηση, γιατί αυτός που γράφει έχει πάντα κάποιο κοινό στο νου του, το οποίο όμως δεν μπορεί να προσδιορίσει εκ των προτέρων. Εκτός ίσως από τον εξειδικευμένο επιστήμονα, που γράφει για να κατοχυρώσει τη σκέψη του, την έρευνά του, τις εμπειρίες του και απευθύνεται σε ειδικούς σαν κι αυτόν, αλλά και σε όσους ενδιαφέρονται για το αντικείμενό του.
Σ’ αυτό το σημείο, έρχεται στο νου, μια κατηγορία αναγνωστών, η οποία δεν εντάσσεται σ’ αυτές που προαναφέρθηκαν και παρουσιάζει μια ιδιορρυθμία. Είναι οι κριτικοί. Οι κριτικοί, όσο και αν φαίνεται παράξενο αυτή τη στιγμή, είναι πρώτα «αναγνώστες» (διαβάζουν ένα βιβλίο, μια ταινία κινηματογράφου, μια θεατρική παράσταση, μια συναυλία ακούγοντάς την) και μετά «γράφουν» τις απόψεις τους, για το κοινό τους, διότι έχουν κάποιο κοινό στο νου τους προς το οποίο απευθύνονται.
Προβλέπεται συνέχεια…
(Δημοσιεύτηκε στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ 4-5-1995)

22/7/10

Γιατί γράφουμε

Όταν ανοίγω το blog και βλέπω την ημερομηνία της προηγούμενης ανάρτησης πανικοβάλλομαι. Σκέφτομαι «τόσες μέρες και δεν έχω γράψει τίποτα, τι το θέλω;». Αυτή η ερώτηση τριγυρίζει κάθε φορά στο μυαλό μου και φυσικά γίνεται εμπόδιο για άλλη σκέψη. Θυμάμαι όμως, πάλι κάθε φορά, μια παλιά σειρά επιφυλλίδων μου στην Αμαρυσία με γενικό τίτλο «Ανα-γνώσεις», που ήταν αφιερωμένη στο «γράψιμο» και στο «διάβασμα» και θυμάμαι που έγραφα ότι το γράψιμο ήταν πάντα μια ανάγκη του ανθρώπου από τη στιγμή που ήθελε να επικοινωνήσει και επίσης ήταν και ένα μέσο των μελλοντικών γενεών για να γνωρίζουν τις προηγούμενες. Θα μου πείτε, καλά ό,τι γράφεται είναι και μνημειώδες; Όχι, αλλά ακόμα και από τις «χαζομάρες» που γράφονται, ο ιστορικός του κάθε μέλλοντος μπορεί να βγάζει συμπεράσματα για το παρελθόν μιας κοινωνίας.
Αρκετοί, λοιπόν, άνθρωποι γράφουν και περισσότεροι διαβάζουν, ενώ μεγάλη μερίδα αναγνωστών θεωρεί όντα συναρπαστικά και μυστηριώδη τους συγγραφείς (σε πρώτο βαθμό) και τους δημοσιογράφους (σε δεύτερο), επειδή οι ίδιοι είτε θέλουν να γράψουν αλλά δεν έχουν την ικανότητα, είτε θέλουν να γράψουν αλλά δεν έχουν χρόνο. Σε ποια κατηγορία βάζω τον εαυτό μου ως blogger δεν μπορώ να εξηγήσω. O blogger είναι αναγνώστης και συγγραφέας ταυτόχρονα. Ξεκινά ως αναγνώστης. Και κάποια στιγμή, όταν θέλει να εκφραστεί, ανοίγει ένα blog όπως τα παλιά χρόνια οι γονείς μας και οι παππούδες μας άνοιγαν «ημερολόγιο» και έγραφαν τις σκέψεις της ημέρας. Ένα Ημερολόγιο που πολλές φορές κρατούσαν καλά κρυμμένο, συνήθως με δεμένα τα δύο εξώφυλλα με μια κορδέλα ή δερμάτινο κορδονάκι.
Σήμερα, εποχή της ανοικτής κοινωνίας, το Ημερολόγιο αυτό είναι όχι μόνον ορθάνοικτο (τουλάχιστον γι’ αυτά που θέλουμε να δημοσιοποιούμε, διότι ας μη γελιόμαστε, δεν τα γράφουμε όλα), αλλά ανοικτό και σε σχόλια (διαδραστικό ημερολόγιο, δηλαδή). Δημιουργεί δε, μια παράξενη υποχρέωση. Ναι υποχρέωση. Από τη στιγμή, που ένας σοβαρός blogger θέλει να κρατηθεί στο ύψος του και στο ύψος των περιστάσεων, τότε όταν γράφει κάτι, επειδή μπορεί και να διαβαστεί και να υποστεί σχολιασμό, θα πρέπει «να έχει και κάτι να πει». Εκεί ακριβώς, αρχίζει και ο πανικός που έλεγα στην αρχή. Αυτό ίσως να είναι και ένα γενικό πρόβλημα των bloggers, οι οποίοι από τη στιγμή που τα γραπτά τους είναι «κοινά», δημόσια, ανήκουν στην κοινωνία του διαδίκτυου δηλαδή, τότε θα πρέπει όταν γράφουν, να έχουν κάτι να λένε «προς» το σύνολο, κάτι να «προσφέρουν» και να μην «παραμιλάνε», όπως μερικοί συμπολίτες μας στο δρόμο τώρα με την οικονομική κρίση.
Και το ερώτημά μου, όπως και τότε που έγραφα τις επιφυλλίδες, παραμένει «Γιατί γράφουν;» αυτοί που θέλουν να γράφουν. Αντί για απάντηση τίθεται το άλλο ερώτημα, πιο εκσυγχρονισμένο σε σχέση με την εποχή των επιφυλλίδων μου: «Οι αναγνώστες, τι περιμένουν από ένα blog; Ειδήσεις; Αποκαλύψεις; Δοκίμια; Προσωπικές εξομολογήσεις;
Μάλλον θα επανέλθω.
(Μερικές από τις επόμενες αναρτήσεις υπό την ετικέτα "Σχόλιο" βασίζονται σε μια μεγάλη σειρά επιφυλλίδων που είχα γράψει στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ από τις αρχές Μαΐου μέχρι τα μέσα Ιουλίου του ίδιου έτους)

15/7/10

Τα κόκκινα παπούτσια

Η πρώτη ταινία που είδα αμέσως μετά την επιστροφή από τις διακοπές μου ήταν «Τα κόκκινα παπούτσια» των Μάικλ Πάουελ και Έμερικ Πρεσμπέργκερ και αυτή τη φορά έχω μόνον καλά λόγια να πω γι’ αυτή την παραγωγή του 1948, η οποία σημειωτέον στην εποχή της είχε χαρακτηρισθεί ως αποτυχημένη (αν είναι δυνατόν) και ήταν βασισμένη στο ομώνυμο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.
«Τα κόκκινα παπούτσια» με άφησαν άφωνο από άποψη αρτιότητας, μουσικής, χρωμάτων, θεάματος και κοστουμιών, ενώ δεν μπορώ να πω το ίδιο και για τη σκηνοθεσία, την οποία βρήκα πολύ επίπεδη και χωρίς το απαιτούμενο πάθος, αν λάβουμε υπόψη ότι διαπραγματεύεται τον έρωτα για το χορό και όχι για την ανθρώπινη υπόσταση. Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι οι Πάουελ και Πρεσμπέργκερ είχαν επιλέξει να χρησιμοποιήσουν επαγγελματίες χορευτές με υποκριτικές ικανότητες, αντί για ηθοποιούς που θα μπορούσαν να χορέψουν λίγο, ώστε να δώσουν μια ρεαλιστική αίσθηση στην ταινία. Εδώ πρέπει να αναφέρω ότι η Μόιρα Σίρερ , ο Λεονίντ Μασίν, ο Ρόμπερτ Χέλπμαν και η Λουντμίλα Τσερίνα, που ερμηνεύουν τους βασικούς ρόλους χορευτών, αλλά και υπόλοιποι χορευτές που εμφανίζονται, προέρχονταν από διάσημους θιάσους, όπως το Royal Ballet.
Αλλά ας δούμε την υπόθεση:
Ο αυταρχικός ιμπρεσάριος Μπόρις Λερμοντόφ του ομώνυμου θιάσου, απαιτεί από τους συνεργάτες του απόλυτη αφοσίωση στην τέχνη τους, αλλά και σε αυτόν τον ίδιο. Κάτω από αυτήν την αυστηρή καθοδήγηση, η νεαρή αριστοκρατικής καταγωγής μπαλαρίνα Βίκυ Πέιτζ βρίσκεται με την πρώτη της μόλις πρωταγωνιστική εμφάνιση να γνωρίζει τεράστια επιτυχία. Χορεύει τον κεντρικό ρόλο στη παράσταση-μεταφορά του παραμυθιού του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν «Τα Κόκκινα Παπούτσια» με την οποία τα Μπαλέτα Λερμοντόφ κάνουν μια εξαιρετικά επιτυχημένη πρεμιέρα στο Μόντε Κάρλο. Υπό την μέθη της επιτυχίας και της ειδυλλιακού τοπίου, η Βίκυ ερωτεύεται τον Τζούλιαν, τον νεαρό συνθέτη της μουσικής στα «Κόκκινα Παπούτσια». Όταν ο Λερμοντόφ πληροφορείται τη σχέση των δύο νέων, εξοργίζεται και τους απομακρύνει από το θίασο ματαιώνοντας όλες τις παραστάσεις . Η Βίκυ με τον Τζούλιαν επιστρέφουν στο Λονδίνο όπου παντρεύονται και ο Τζούλιαν συνεχίζει να ασχολείται με επιτυχία με τη σύνθεση αντλώντας έμπνευση από τον έρωτά τους. Όμως η καριέρα της Βίκυ δεν θα έχει ανάλογη συνέχεια. Με τον καιρό αισθάνεται το δίλημμα ανάμεσα στους όρους που της έχει θέσει ο Λερμοντόφ για να την δεχτεί πάλι κοντά του και στον έρωτά της για τον Τζούλιαν, όλο και μεγαλώνει. Το τέλος θα είναι λυτρωτικό και θα έλθει με καθαρά θριλερικό τρόπο.
Υπάρχει μια πρωτοτυπία στην ταινία και αυτή είναι η μοναδική σκηνοθετική επιτυχία. Στο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν με το σκληρό ηθικό δίδαγμα, τα κόκκινα παπούτσια που θέλει να φορέσει μια κοπέλα θα την οδηγήσουν στην καταστροφή, καθώς θα την υποχρεώσουν να χορέψει μέχρι τελικής πτώσης. Στην ταινία, η κοπέλα ζει μια πιο σύνθετη εκδοχή της ιστορίας, τόσο στη σκηνή, όσο και στη ζωή: Χορεύοντας για έναν διεθνώς επιτυχημένο θίασο το ομώνυμο μπαλέτο «Τα Κόκκινα Παπούτσια» θα της φέρει δόξα και αγάπη, αλλά και πίεση να υποστεί τις απαιτήσεις του αυστηρού ιμπρεσάριου προκειμένου να ζήσει το όνειρό της. Βλέπουμε δηλαδή, μπαλέτο και το παρασκήνιό του, μέσα στην ταινία.
Υπάρχει μια δεκαπεντάλεπτη σκηνή μπαλέτου, που το 1948 ήταν η επαναστατικό για το σινεμά να γυριστεί και να προβληθεί, η οποία θα μεταφέρει το θεατή από το εικονικό του κόσμου της σκηνής, σε αυτόν των επιθυμιών και των εσωτερικών συγκρούσεων της πρωταγωνίστριας. Εκεί, η μουσική του Ήσντεϊλ, τα σουρεαλιστικά σκηνικά του Χέκροθ, η εξαιρετική χρήση του χρώματος (θεωρήθηκε εκπληκτικό τεχνικόλορ) από τον Κάρντιφ στη διεύθυνση φωτογραφίας και η εμπνευσμένη σύμπραξη των κορυφαίων χορευτών Χέλπμαν και Μασίν με την Σίρερ, συνδυάζονται μοναδικά, έτσι ώστε να αναδειχθεί η ταινία ως ορόσημο στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου και να γίνεται λόγος συνολικά για ένα «έργο τέχνης».
Να αναφέρω τέλος, ότι «Τα Κόκκινα Παπούτσια» ήταν μία από τις πρώτες ταινίες που αντιμετώπισαν σοβαρά τον κλασικό χορό, που ακόμα και οι κριτικοί μπαλέτου την αντιμετώπισαν πολύ θετικά, ενώ κέρδισε δύο Όσκαρ (Μουσικής και Καλλιτεχνική Διεύθυνσης) και είχε άλλες τρεις υποψηφιότητες: Καλύτερης Ταινίας, Σεναρίου και Μοντάζ.
Η ταινία θα προβληθεί στους κινηματογράφους από 22 Ιουλίου 2010.

14/7/10

Όταν έκλαψε ο Νίτσε

Με μερικά χρόνια καθυστέρηση, διάβασα στις διακοπές μου (στη Σκύρο, αν ενδιαφέρει) το βιβλίο «Όταν έκλαψε ο Νίτσε» που γράφτηκε από τον ψυχίατρο Irvin Yalom που εκδόθηκε το 1992 και έκανε τον ψυχίατρο γνωστό και στη χώρα μας μια δεκαετία αργότερα.
Έχοντας διαβάσει το 1995 το μυθιστόρημα «Ο κόσμος της Σοφίας» του Jostein Gaarder δεν μπορώ να πω ότι εντυπωσιάστηκα από την έξυπνη ομολογουμένως γραφή του ψυχίατρου. Όπως δεν είχα εντυπωσιαστεί και από την επίσης έξυπνη και ευρηματική γραφή αργότερα του δικού μας Δημήτρη Μπουραντά στο μυθιστόρημα «Όλα σου τα ‘μαθα μα ξέχασα μια λέξη». Είδατε κάτι συγκρίσεις που μπορούν να κάνουν μερικοί;
Γιατί δεν εντυπωσιάστηκα; Διότι στον «Κόσμο της Σοφίας» ο καθηγητής της Φιλοσοφίας γράφει ένα μυθιστόρημα με την υπόθεση του οποίου καταφέρνει να «διδάξει με απλά λόγια» όλες της θεωρίες της φιλοσοφίας μέχρι σήμερα και στο «Όλα σου τα ‘μαθα…», ο καθηγητής του Management, διδάσκει το μάνατζμεντ της καθημερινής ζωής μας. Έξυπνοι.
Για ποιο λόγο να εντυπωσιαστώ λοιπόν με τον κ. Yalom, ο οποίος ως ψυχίατρος, καταφέρνει με αυτό το μυθιστόρημα να προσεγγίσει και να διαφωτίσει τη σχέση της ψυχοθεραπείας με την υπαρξιακή φιλοσοφία. Γλαφυρή γραφή έχει, όπως και οι δύο προηγούμενοι, τολμά λοιπόν και αυτός ο καθηγητής και μπαίνει στον κατάλογο των συγγραφέων. Ξέχασα δε να αναφερθώ και στον Uberto Eco, ο οποίος και αυτός ως σημειολόγος κατάφερε να μας «δουλέψει» με τα σπάνια μεσαιωνικά χειρόγραφα του γνωστού μυθιστορήματος «Το όνομα του ρόδου». Αν διαβάσετε δε και το «Επιμύθιο στο Όνομα του Ρόδου», που κυκλοφόρησε αργότερα από τον ίδιο, θα μπορέσετε να διαπιστώσετε με τι ωραία «κόλπα», καταφέρνει να «κλέβει» το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Σα να έχουν σπουδάσει και οι τέσσερεις «δημιουργική γραφή».
Έτσι διάβασα από καθαρή περιέργεια το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», που είναι όπως προανέφερα, ένα έξυπνα γραμμένο μυθιστόρημα, που μας μεταφέρει στη Βιέννη του 19ου αιώνα.
Εκεί, ο εύπορος γιατρός Γιόζεφ Μπρόιερ, δέχεται μια επιστολή, όπου μια γυναίκα γράφει σε έντονο ύφος ότι πρέπει να τη βοηθήσει. Αφού συναντώνται, η δυναμική γυναίκα, ονόματι Λου Σαλομέ, του ζητά να γιατρέψει έναν φίλο της, καθηγητή φιλοσοφίας, από την κατάθλιψη και από την τάση να αυτοκτονήσει. Μόνο που ο ασθενής, δεν θα πρέπει να γνωρίζει περί τίνος πρόκειται, αλλά να θεωρεί πως ακολουθεί αγωγή για άλλους λόγους, όπως για τις ημικρανίες του.
Ο Μπρόιερ δέχεται να αναλάβει τον «παράξενο» ασθενή. Έτσι, δέχεται στο γραφείο του έναν άνθρωπο που εμφανισιακά δεν δείχνει με τίποτα ότι είναι το σπουδαίο πνεύμα που περιέγραψε η Σαλομέ. Όμως, από την πρώτη συνάντηση, ο Μπρόιερ υποτάσσεται στο πνεύμα του φιλόσοφου. Μετά τα πρώτα ραντεβού, ο Μπρόιερ κάθε μέρα συζητά με τον νεαρό μαθητευόμενό του, Ζίγκμουντ Φρόυντ, την ιδιάζουσα περίπτωση του ασθενούς.
Μη δυνάμενος να προσεγγίσει το πρόβλημα του Νίτσε, ο Μπρόιερ ζητά από αυτόν να κάνουν μια ανταλλαγή: Ο γιατρός θα κουράρει το σώμα του φιλόσοφου και ο φιλόσοφος θα απελευθερώσει το μυαλό του γιατρού από τις καταπιεσμένες σκέψεις του. Η δυνατή καθημερινή επαφή θα τους οδηγήσει σε μια τρομερά ενδιαφέρουσα συζήτηση, για το σώμα, το πνεύμα και την ψυχή του ανθρώπου.
Πιστεύω ότι η μεγάλη επιτυχία του βιβλίου στην Ελλάδα, βρίσκεται στο γεγονός ότι όλοι, λίγο πολύ, «χρειαζόμαστε ψυχίατρο» και στο βιβλίο αυτό βρήκαμε την παρηγοριά μας. Είδατε πόσοι συγκεντρώθηκαν να τον ακούσουν στο Μέγαρο Μουσικής… Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής, πάνω από 3.500 ακροατές και ο διακεκριμένος επιστήμονας έμεινε κατάπληκτος με τη λαοθάλασσα που αντίκρισε. «Στην Ολλανδία είχα 1.000 ακροατές περίπου, αλλά ήταν κυρίως άνθρωποι του χώρου. Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο ποτέ στη ζωή μου», έλεγε κατασυγκινημένος στους διοργανωτές.