Η πρώτη ταινία που είδα αμέσως μετά την επιστροφή από τις διακοπές μου ήταν «Τα κόκκινα παπούτσια» των Μάικλ Πάουελ και Έμερικ Πρεσμπέργκερ και αυτή τη φορά έχω μόνον καλά λόγια να πω γι’ αυτή την παραγωγή του 1948, η οποία σημειωτέον στην εποχή της είχε χαρακτηρισθεί ως αποτυχημένη (αν είναι δυνατόν) και ήταν βασισμένη στο ομώνυμο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν.
«Τα κόκκινα παπούτσια» με άφησαν άφωνο από άποψη αρτιότητας, μουσικής, χρωμάτων, θεάματος και κοστουμιών, ενώ δεν μπορώ να πω το ίδιο και για τη σκηνοθεσία, την οποία βρήκα πολύ επίπεδη και χωρίς το απαιτούμενο πάθος, αν λάβουμε υπόψη ότι διαπραγματεύεται τον έρωτα για το χορό και όχι για την ανθρώπινη υπόσταση. Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι οι Πάουελ και Πρεσμπέργκερ είχαν επιλέξει να χρησιμοποιήσουν επαγγελματίες χορευτές με υποκριτικές ικανότητες, αντί για ηθοποιούς που θα μπορούσαν να χορέψουν λίγο, ώστε να δώσουν μια ρεαλιστική αίσθηση στην ταινία. Εδώ πρέπει να αναφέρω ότι η Μόιρα Σίρερ , ο Λεονίντ Μασίν, ο Ρόμπερτ Χέλπμαν και η Λουντμίλα Τσερίνα, που ερμηνεύουν τους βασικούς ρόλους χορευτών, αλλά και υπόλοιποι χορευτές που εμφανίζονται, προέρχονταν από διάσημους θιάσους, όπως το Royal Ballet.
Αλλά ας δούμε την υπόθεση:
Ο αυταρχικός ιμπρεσάριος Μπόρις Λερμοντόφ του ομώνυμου θιάσου, απαιτεί από τους συνεργάτες του απόλυτη αφοσίωση στην τέχνη τους, αλλά και σε αυτόν τον ίδιο. Κάτω από αυτήν την αυστηρή καθοδήγηση, η νεαρή αριστοκρατικής καταγωγής μπαλαρίνα Βίκυ Πέιτζ βρίσκεται με την πρώτη της μόλις πρωταγωνιστική εμφάνιση να γνωρίζει τεράστια επιτυχία. Χορεύει τον κεντρικό ρόλο στη παράσταση-μεταφορά του παραμυθιού του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν «Τα Κόκκινα Παπούτσια» με την οποία τα Μπαλέτα Λερμοντόφ κάνουν μια εξαιρετικά επιτυχημένη πρεμιέρα στο Μόντε Κάρλο. Υπό την μέθη της επιτυχίας και της ειδυλλιακού τοπίου, η Βίκυ ερωτεύεται τον Τζούλιαν, τον νεαρό συνθέτη της μουσικής στα «Κόκκινα Παπούτσια». Όταν ο Λερμοντόφ πληροφορείται τη σχέση των δύο νέων, εξοργίζεται και τους απομακρύνει από το θίασο ματαιώνοντας όλες τις παραστάσεις . Η Βίκυ με τον Τζούλιαν επιστρέφουν στο Λονδίνο όπου παντρεύονται και ο Τζούλιαν συνεχίζει να ασχολείται με επιτυχία με τη σύνθεση αντλώντας έμπνευση από τον έρωτά τους. Όμως η καριέρα της Βίκυ δεν θα έχει ανάλογη συνέχεια. Με τον καιρό αισθάνεται το δίλημμα ανάμεσα στους όρους που της έχει θέσει ο Λερμοντόφ για να την δεχτεί πάλι κοντά του και στον έρωτά της για τον Τζούλιαν, όλο και μεγαλώνει. Το τέλος θα είναι λυτρωτικό και θα έλθει με καθαρά θριλερικό τρόπο.
Υπάρχει μια πρωτοτυπία στην ταινία και αυτή είναι η μοναδική σκηνοθετική επιτυχία. Στο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν με το σκληρό ηθικό δίδαγμα, τα κόκκινα παπούτσια που θέλει να φορέσει μια κοπέλα θα την οδηγήσουν στην καταστροφή, καθώς θα την υποχρεώσουν να χορέψει μέχρι τελικής πτώσης. Στην ταινία, η κοπέλα ζει μια πιο σύνθετη εκδοχή της ιστορίας, τόσο στη σκηνή, όσο και στη ζωή: Χορεύοντας για έναν διεθνώς επιτυχημένο θίασο το ομώνυμο μπαλέτο «Τα Κόκκινα Παπούτσια» θα της φέρει δόξα και αγάπη, αλλά και πίεση να υποστεί τις απαιτήσεις του αυστηρού ιμπρεσάριου προκειμένου να ζήσει το όνειρό της. Βλέπουμε δηλαδή, μπαλέτο και το παρασκήνιό του, μέσα στην ταινία.
Υπάρχει μια δεκαπεντάλεπτη σκηνή μπαλέτου, που το 1948 ήταν η επαναστατικό για το σινεμά να γυριστεί και να προβληθεί, η οποία θα μεταφέρει το θεατή από το εικονικό του κόσμου της σκηνής, σε αυτόν των επιθυμιών και των εσωτερικών συγκρούσεων της πρωταγωνίστριας. Εκεί, η μουσική του Ήσντεϊλ, τα σουρεαλιστικά σκηνικά του Χέκροθ, η εξαιρετική χρήση του χρώματος (θεωρήθηκε εκπληκτικό τεχνικόλορ) από τον Κάρντιφ στη διεύθυνση φωτογραφίας και η εμπνευσμένη σύμπραξη των κορυφαίων χορευτών Χέλπμαν και Μασίν με την Σίρερ, συνδυάζονται μοναδικά, έτσι ώστε να αναδειχθεί η ταινία ως ορόσημο στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου και να γίνεται λόγος συνολικά για ένα «έργο τέχνης».
Να αναφέρω τέλος, ότι «Τα Κόκκινα Παπούτσια» ήταν μία από τις πρώτες ταινίες που αντιμετώπισαν σοβαρά τον κλασικό χορό, που ακόμα και οι κριτικοί μπαλέτου την αντιμετώπισαν πολύ θετικά, ενώ κέρδισε δύο Όσκαρ (Μουσικής και Καλλιτεχνική Διεύθυνσης) και είχε άλλες τρεις υποψηφιότητες: Καλύτερης Ταινίας, Σεναρίου και Μοντάζ.
Η ταινία θα προβληθεί στους κινηματογράφους από 22 Ιουλίου 2010.
«Τα κόκκινα παπούτσια» με άφησαν άφωνο από άποψη αρτιότητας, μουσικής, χρωμάτων, θεάματος και κοστουμιών, ενώ δεν μπορώ να πω το ίδιο και για τη σκηνοθεσία, την οποία βρήκα πολύ επίπεδη και χωρίς το απαιτούμενο πάθος, αν λάβουμε υπόψη ότι διαπραγματεύεται τον έρωτα για το χορό και όχι για την ανθρώπινη υπόσταση. Ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι οι Πάουελ και Πρεσμπέργκερ είχαν επιλέξει να χρησιμοποιήσουν επαγγελματίες χορευτές με υποκριτικές ικανότητες, αντί για ηθοποιούς που θα μπορούσαν να χορέψουν λίγο, ώστε να δώσουν μια ρεαλιστική αίσθηση στην ταινία. Εδώ πρέπει να αναφέρω ότι η Μόιρα Σίρερ , ο Λεονίντ Μασίν, ο Ρόμπερτ Χέλπμαν και η Λουντμίλα Τσερίνα, που ερμηνεύουν τους βασικούς ρόλους χορευτών, αλλά και υπόλοιποι χορευτές που εμφανίζονται, προέρχονταν από διάσημους θιάσους, όπως το Royal Ballet.
Αλλά ας δούμε την υπόθεση:
Ο αυταρχικός ιμπρεσάριος Μπόρις Λερμοντόφ του ομώνυμου θιάσου, απαιτεί από τους συνεργάτες του απόλυτη αφοσίωση στην τέχνη τους, αλλά και σε αυτόν τον ίδιο. Κάτω από αυτήν την αυστηρή καθοδήγηση, η νεαρή αριστοκρατικής καταγωγής μπαλαρίνα Βίκυ Πέιτζ βρίσκεται με την πρώτη της μόλις πρωταγωνιστική εμφάνιση να γνωρίζει τεράστια επιτυχία. Χορεύει τον κεντρικό ρόλο στη παράσταση-μεταφορά του παραμυθιού του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν «Τα Κόκκινα Παπούτσια» με την οποία τα Μπαλέτα Λερμοντόφ κάνουν μια εξαιρετικά επιτυχημένη πρεμιέρα στο Μόντε Κάρλο. Υπό την μέθη της επιτυχίας και της ειδυλλιακού τοπίου, η Βίκυ ερωτεύεται τον Τζούλιαν, τον νεαρό συνθέτη της μουσικής στα «Κόκκινα Παπούτσια». Όταν ο Λερμοντόφ πληροφορείται τη σχέση των δύο νέων, εξοργίζεται και τους απομακρύνει από το θίασο ματαιώνοντας όλες τις παραστάσεις . Η Βίκυ με τον Τζούλιαν επιστρέφουν στο Λονδίνο όπου παντρεύονται και ο Τζούλιαν συνεχίζει να ασχολείται με επιτυχία με τη σύνθεση αντλώντας έμπνευση από τον έρωτά τους. Όμως η καριέρα της Βίκυ δεν θα έχει ανάλογη συνέχεια. Με τον καιρό αισθάνεται το δίλημμα ανάμεσα στους όρους που της έχει θέσει ο Λερμοντόφ για να την δεχτεί πάλι κοντά του και στον έρωτά της για τον Τζούλιαν, όλο και μεγαλώνει. Το τέλος θα είναι λυτρωτικό και θα έλθει με καθαρά θριλερικό τρόπο.
Υπάρχει μια πρωτοτυπία στην ταινία και αυτή είναι η μοναδική σκηνοθετική επιτυχία. Στο παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν με το σκληρό ηθικό δίδαγμα, τα κόκκινα παπούτσια που θέλει να φορέσει μια κοπέλα θα την οδηγήσουν στην καταστροφή, καθώς θα την υποχρεώσουν να χορέψει μέχρι τελικής πτώσης. Στην ταινία, η κοπέλα ζει μια πιο σύνθετη εκδοχή της ιστορίας, τόσο στη σκηνή, όσο και στη ζωή: Χορεύοντας για έναν διεθνώς επιτυχημένο θίασο το ομώνυμο μπαλέτο «Τα Κόκκινα Παπούτσια» θα της φέρει δόξα και αγάπη, αλλά και πίεση να υποστεί τις απαιτήσεις του αυστηρού ιμπρεσάριου προκειμένου να ζήσει το όνειρό της. Βλέπουμε δηλαδή, μπαλέτο και το παρασκήνιό του, μέσα στην ταινία.
Υπάρχει μια δεκαπεντάλεπτη σκηνή μπαλέτου, που το 1948 ήταν η επαναστατικό για το σινεμά να γυριστεί και να προβληθεί, η οποία θα μεταφέρει το θεατή από το εικονικό του κόσμου της σκηνής, σε αυτόν των επιθυμιών και των εσωτερικών συγκρούσεων της πρωταγωνίστριας. Εκεί, η μουσική του Ήσντεϊλ, τα σουρεαλιστικά σκηνικά του Χέκροθ, η εξαιρετική χρήση του χρώματος (θεωρήθηκε εκπληκτικό τεχνικόλορ) από τον Κάρντιφ στη διεύθυνση φωτογραφίας και η εμπνευσμένη σύμπραξη των κορυφαίων χορευτών Χέλπμαν και Μασίν με την Σίρερ, συνδυάζονται μοναδικά, έτσι ώστε να αναδειχθεί η ταινία ως ορόσημο στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου και να γίνεται λόγος συνολικά για ένα «έργο τέχνης».
Να αναφέρω τέλος, ότι «Τα Κόκκινα Παπούτσια» ήταν μία από τις πρώτες ταινίες που αντιμετώπισαν σοβαρά τον κλασικό χορό, που ακόμα και οι κριτικοί μπαλέτου την αντιμετώπισαν πολύ θετικά, ενώ κέρδισε δύο Όσκαρ (Μουσικής και Καλλιτεχνική Διεύθυνσης) και είχε άλλες τρεις υποψηφιότητες: Καλύτερης Ταινίας, Σεναρίου και Μοντάζ.
Η ταινία θα προβληθεί στους κινηματογράφους από 22 Ιουλίου 2010.