27/7/10

Συγγραφέας, ο καλύτερος αναγνώστης του εαυτού του

Ο Τζορτζ Όργουελ σε ένα δοκίμιό του με τίτλο «Γιατί γράφω», είχε γράψει ότι ανάμεσα στους λόγους για τους οποίους γράφει κανείς είναι και ο έρωτας για τη γλώσσα και τη σωστή χρήση της. Εκείνος είχε ένα λόγο παραπάνω για να υποστηρίξει αυτή την άποψη. Όποιος έχει διαβάσει το έργο του «1984» στο πρωτότυπο θα έχει διαπιστώσει ότι όχι μόνον χρησιμοποιεί άψογα την αγγλική γλώσσα ο Όργουελ, αλλά δημιουργεί και άλλη μια (τη Newspeak) για τις ανάγκες του μυθιστορήματός του.
Χωρίς να θεωρώ την άποψη πρωτοποριακή, θέλω να πιστεύω ότι πολλοί συγγραφείς όταν γράφουν το κάνουν από μια προσωπική επιθυμία να εκφραστούν χωρίς να τους ενδιαφέρει σε πρώτο επίπεδο αν θα διαβαστούν και στην κατηγορία αυτή τοποθετώ και τους bloggers (για να μη ξεχάσουμε το λόγο που ξεκίνησα αυτά τα σημειώματα). Θεωρώ δε ότι οι συγγραφείς είναι και οι καλύτεροι αναγνώστες των γραπτών τους. Κανείς δεν μπορεί να διαβάσει όσα γράφονται με την ίδια προσοχή και αγάπη που αφιερώνει ο ίδιος ο συγγραφέας στο γραπτό του. Είναι ο μόνος που διαβάζει χωρίς τα κίνητρα των άλλων αναγνωστών και είναι ο μοναδικός που μέσα στο κείμενό του μπορεί να αναγνωρίσει ορισμένες νοητικές καταστάσεις που βρίσκονται κρυμμένες πίσω και από τις πιο απλές φράσεις, τις οποίες οι αναγνώστες αδυνατούν να κατανοήσουν.
Ο Ουμπέρτο Έκο που επικαλούμαι συχνά, μετά το μυθιστόρημά του «Το όνομα του ρόδου» εξέδωσε ένα μικρό βιβλίο με τίτλο «Επιμύθιο στο όνομα του ρόδου», στο οποίο εξηγεί τα κόλπα που χρησιμοποίησε στο μυθιστόρημα για να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ο αναγνώστης του «Επιμυθίου…» πέφτει από τα σύννεφα διαβάζοντας τα κίνητρα του συγγραφέα για κάθε κατάσταση που δημιούργησε.
Ακόμα και ο Άρθουρ Κλαρκ τελειώνοντας τη τετραλογία του «Οδύσσεια του διαστήματος» (2001, 2010, 2061 και 3001) αισθάνθηκε την ανάγκη να εξομολογηθεί στο τέταρτο βιβλίο του, τι σκεφτόταν όταν ξεκίνησε, και πώς δημιούργησε όλο αυτό το μύθο μέχρι την κατάληξή του.
Χαρακτηριστικό, είναι και το ογκώδες μυθιστόρημα του Τζέιμς Τζόις με τίτλο «Οδυσσέας». Ο Τζόις, περιγράφοντας σε 800 σελίδες το 24ωρο ενός Δουβλινέζου, κατάφερε να γραφτούν για το βιβλίο αυτό αναρίθμητες μελέτες και άρθρα. Είναι τόσα τα συγκριτικά πεδία που ανοίγει, τέτοια η πολυμορφικότητα και η κατασκευαστική του ιδιοτυπία, που για να περιγραφεί, απλώς και μόνο, θα χρειαζόταν ολόκληρο σεμινάριο. Διάβασα κάποτε ότι «το μυθιστόρημα του Τζόις συνιστά το απόλυτο αρχιτεκτόνημα της πεζογραφίας του 20ού αιώνα, το απόλυτο σχέδιο. Είναι ακόμη ο μεγάλος ύμνος στη γραφή και σε όσα την ορίζουν. Ο Τζόις ελέγχει το υλικό του με απαράμιλλη μαεστρία καταφέρνοντας να ενσωματώσει στη δική του αφηγηματική τεχνική, που την αποκαλούμε σήμερα εσωτερικό μονόλογο, όλες τις υφιστάμενες μορφές της - και ταυτοχρόνως να τις αλλάξει».
Γι' αυτό άλλωστε, μετά από τόσα χρόνια, οι αναγνώστες ανακαλύπτουν ακόμη καινούργιες πτυχές του.
(Δημοσιεύτηκε στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ 7-5-1995)