18/6/11

Στροφή στην επαρχία

Με δύο διαφορετικές ματιές είδα την ταινία THE COMPANY MEN, που πρόκειται να βγει στους κινηματογράφους στις 23 Ιουνίου 2011.

Η μια είναι η ματιά του σκηνοθέτη, που αν και είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, την πήγε πολύ καλά, εικονογραφώντας την αμερικανική ύφεση. Άνθρωποι που εργάζονται σκληρά επί χρόνια για να προσφέρουν στην επιχείρησή τους την άνοδό της, αλλά και στον εαυτό τους μια καλύτερη ζωή, βρίσκονται ξαφνικά στο δρόμο. Με τις γνώσεις τους και τα πτυχία τους να μην έχουν καμία αξία μπροστά στις νέες συνθήκες της αμείλικτης αγοράς, η οποία λόγω της κερδοσκοπίας των τραπεζών, αλλά και του τζόγου στον οποίο επιδίδονται τα ανώτερα στελέχη, δεν «σέβεται» τίποτα και ισοπεδώνει τα πάντα. Οι δε τραπεζίτες και τα πολύ μεγάλα στελέχη συνεχίζουν την επιδρομή, θησαυρίζοντας και θυσιάζοντας τους πάντες και τα πάντα, χωρίς αίσθημα ενοχής, ενώ κάποιος κόσμος την ίδια στιγμή χάνει το σπίτι του, ή δεν μπορεί να συντηρήσει την οικογένειά του.

Η άλλη ματιά είναι αυτή του Έλληνα θεατή, ο οποίος συνειδητοποιεί ότι αυτό το σύστημα που δεν υπολογίζει τους δικούς του ανθρώπους, που πάσχιζαν να το κάνουν πανίσχυρο, αυτό το «αχάριστο» σύστημα δεν θα διαστάσει να «κουρέψει» έναν ολόκληρο λαό, ο οποίος δεν του προσφέρει τίποτα εκτός από το να καταναλώνει τα προϊόντα που του πλασάρονται και δεν παράγει τίποτα το πρωτογενές, εκτός από τουρισμό (που μάλιστα τον ακριβοπουλάει) και γεωργικά προϊόντα (που τα εγκατέλειψε με τις πρώτες επιχορηγήσεις της ΕΕ για να μετατρέψει τις επιχορηγήσεις σε βίλες, πισίνες, κότερα, τζιπ, δεύτερα και τρίτα σπίτια σε νησιά και βουνά και πάει λέγοντας).

Η ταινία εστιάζει στην καθημερινότητα τριών ανδρών, που προσπαθούν να επιβιώσουν μιας σειράς αλλαγών που επέρχονται σε μια πολυεθνική κατασκευαστική εταιρεία – και στο πώς αυτό επηρεάζει τόσο τους ίδιους, όσο και τις οικογένειες τους. Και οι τρεις απολύονται, χωρίς έλεος, μπροστά στις νέες συνθήκες της αγοράς (πτώση εργασιών, συγχωνεύσεις, ανταγωνισμός) και αντιμετωπίζουν ο καθένας με το δικό του τρόπο τη νέα του κατάσταση, με τον πρωταγωνιστή να επιμένει στην αλαζονική και μη συμβιβαστική του διάθεση και στο τέλος να υποχωρεί και να αποδέχεται τη θέση που του προτείνει ο αδερφός του να δουλέψει πηλοφόρι ή ξυλουργός στην οικοδομή μαζί του.

Η ταινία δείχνει ένα μάλλον ελπιδοφόρο και αισιόδοξο τέλος, το οποίο υπακούει στον κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο πρέπει να δουλεύουμε και να αγωνιζόμαστε για να αναγεννηθεί ένας νέος κόσμος δικαιότερος και πιο ανθρώπινος και συμπονετικός και αφήνει ένα επίκαιρο για την Ελλάδα δίδαγμα: πως όταν ξεπεράσουμε τον πανικό του «τι κάνουμε τώρα;» μας μένει η λύση του «πήραμε το μάθημά μας και αλλάζουμε» και όπως δηλώνει ένας από τους πρωταγωνιστές στην ταινία: «Αυτό σημαίνει ότι ανησυχούμε λιγότερο για το τι αυτοκίνητο έχουμε στο γκαράζ και περισσότερο για το πόσο χρόνο περνάμε με τις οικογένειές μας και τους ανθρώπους, που πρόκειται να μας στηρίξουν στις δύσκολες στιγμές».

Η ταινία είναι έξοχη και διαθέτει στη διανομή των ρόλων τους: Κέβιν Κόστνερ, Μπεν Άφλεκ, Τόμι Λι Τζόουνς, Μαρία Μπέλο, Κρις Κούπερ και Κρεγκ Τ. Νέλσον. Τη σκηνοθετεί με πολύ μαεστρία ο Τζον Γουέλς, που έχει γράψει και το πολυεπίπεδο σενάριο.

(Στη φωτογραφία, πρώην μεγαλοστελέχη επιχειρήσεων σε ηλικίες που κανείς δεν φαντάζονταν, να ψάχνουν για νέες δουλειές, με τον Κρις Κούπερ σε πρώτο πλάνο)

16/6/11

Ο Σεπουλβέδα για την κρίση

«Αν έγραφα ένα μυθιστόρημα για την κρίση, θα άρχιζε κάπως έτσι: “Ξημέρωσε μια υπέροχη μέρα, τα πτώματα χιλιάδων τραπεζιτών και χιλιάδων υπουργών κρέμονταν από τα φανάρια της Πλάθα Μαγιόρ”»
Αυτή ήταν μια δήλωση για την κρίση, του διάσημου χιλιανού συγγραφέα Λούις Σεπουλβέδα σε συνέντευξή του προς το ΒΗΜagazino (12/6/11), στην οποία συνέντευξη είπε και το άλλο: «Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είναι απαραίτητο να διαβάζουμε, να διαβάζουμε και να διαβάζουμε. Η ανάγνωση σώζει από την κατάθλιψη».
Έχω διαβάσει το βιβλίο του "Η ιστορία ενός γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει» 

9/6/11

Συνοικία το όνειρο

Η «Συνοικία το όνειρο» είναι μια ταινία που έχει αφήσει ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο και αυτό γιατί είναι μια από τις λίγες ελληνικές, που γυρίστηκαν στο ύφος του ιταλικού νεορεαλισμού.
Πρόκειται για μία έντονα πολιτικά και κοινωνικά φορτισμένη και άψογη ηθογραφία των φτωχότερων περιοχών της Αθήνας, επεισοδιακή στην πρώτη προβολή της και χτυπημένη βαριά από τη λογοκρισία της εποχής.
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης, πίσω από την κάμερα του σκηνοθέτη, αναλαμβάνει να δείξει μια Αθήνα πολύ μακριά από την «επίσημη», ωραιοποιημένη και «τουριστική» εικόνα της. Δημιούργησε μια ταινία, που φαινόταν -το λιγότερο- αριστερή, και εξαγρίωσε τους λογοκριτές, οι οποίοι την είδαν ως «κομμουνιστική προπαγάνδα», ενώ θεωρούσαν και απαράδεκτο να αφήνεται να βγαίνει προς τα έξω μια αληθινή, ωμή, ρεαλιστική και πικρή εικόνα της Ελλάδας, σε μια εποχή που άλλες ταινίες παρουσίαζαν ένα λαό ανέμελο και χαρούμενο. Η εικόνα του Αλεξανδράκη όμως ήταν πέρα για πέρα υπαρκτή…
Οι χαρακτήρες στην ταινία είναι αντι-ήρωες, υποφέρουν, δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, είναι πάμπτωχοι,