30/8/11

Πού ήσουν φίλε μου;

Και ενώ εσείς λείπατε στις διακοπές του Αυγούστου, η στήλη έλαβε το πιο κάτω μήνυμα με τίτλο «Εσύ πού ήσουν;» και εγώ τι να απαντήσω; Που να ήμουν; Εδώ ήμουν, μαζί με όλους τους «άλλους». Αλλά διαβάστε το καλύτερα και το όνομα του αποστολέα δεν χρειάζεται:
  • «Έχω βουλιάξει κι εγώ μεσ’ τη συλλογική κατήφεια, μεσ’ την κατάθλιψη. Φοβάμαι, ανησυχώ, θλίβομαι, αναρωτιέμαι για το μέλλον των παιδιών μου, για το γκρέμισμα των ονείρων μου και των μακρυχρόνιων προσπαθειών μου. Αλλά ακόμα και αυτά καλύπτονται από την βαθιά μου οργή...
  • Πού ήμουν όλα αυτά τα χρόνια εγώ;
  • Πού ήσουν όλα αυτά τα χρόνια εσύ, εαυτέ μου;
  • Πού ήσουν όλα αυτά τα χρόνια εσύ, φίλε μου;
  • Πού ήσουν όταν μας κορόιδευαν, μας ξεπουλούσαν, μας πέταγαν τα πλαστικά όνειρα στη μούρη κι εσύ τα κυνηγούσες;
  • Πού ήσουν, όταν ο γιατρός ζητούσε το φακελάκι για να σε κάνει καλά και αντί να τον καταγγείλεις, τον πλήρωνες αποκαλώντας τον «γιατρέ μου»;
  • Πού ήσουν, όταν έβλεπες τους μεγαλοδικηγόρους να γίνονται μοντελάκια ζωής στην τηλεόραση και να κόπτονται για το κοινό καλό και το δίκαιο, δηλώνοντας 10.000 ευρώ εισόδημα;
  • “Πόσο καλά τα λέει ο π...” έλεγες.
  • Πού ήσουν, όταν έτρεχες στα γραφεία των βουλευτών για να τους παρακαλέσεις να βολέψουν το σπλάχνο σου, το άχρηστο σπλάχνο σου, που δεν κατάφερε να κάνει τίποτα περισσότερο στη ζωούλα του από το να γλύφει κατουρημένες ποδιές και βρώμικους κ...;
  • Πού ήσουν, όταν ανταγωνιζόσουν στις συγκεντρώσεις των προβάτων (ουπς, κομμάτων ήθελα να πω), με τους λοιπούς «συντρόφους» για το ποιος θα σηκώσει τη μεγαλύτερη σημαία;
  • Πού ήσουν, όταν ξελαρυγγιαζόσουν για το δίκαιο του λαού, πηδώντας πάνω κάτω μόλις έβλεπες φακό για να σιγουρευτείς ότι θα σε δει ο πολιτευτής που θα σε βάλει εποχικό, συμβασιούχο στο δήμο; (Άλλος ένας που θα μπαίνει στο Facebook, εν ώρα εργασίας).
  • Πού ήσουν μικρομεγαλεπιχειρηματία, όταν μαγείρευες τα βιβλία σου για να πληρώσεις λιγότερα, για να πάρεις το τέρας SUV, που θα κάλυπτε τη libido σου με το μέγεθός του;
  • Πού ήσουν, όταν γελούσες σαν ηλίθιος στη δασκάλα του παιδιού σου, που μαλ…. έμαθε, μαλ…. το μαθαίνει; Αλλά πού να τρέχεις για καταγγελίες τώρα; Έχεις κι άλλες δουλειές.
  • Άλλωστε το παιδί θα το στείλουμε στο Λονδίνο να σπουδάσει». Εκεί θα καλυφθούν όλες οι ανεπάρκειες, οι δικές του, αλλά και του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
  • Πού ήσουν, συνδικαλιστή της πλάκας και του ελέους, όταν με τη δύναμη που σου δίνει το βόλεμα σε μια δημόσια επιχείρηση, κατέβαζες τους διακόπτες μιας ολόκληρης χώρας, δημιουργώντας τόσα προβλήματα, ίσα για να διαμαρτυρηθείς - εκβιάσεις για τα δικά σου μικροσυμφέροντα;
  • Πού ήσουν, όταν το ελληνικό όνειρο έσκασε μύτη; (Αγόραζες ροζ εφημερίδες εξυπνάκια και έπαιζες χρηματιστήριο λες και είναι Λόττο).
  • Πού ήσουν, όταν εταιρείες ανύπαρκτες, με ένα γραφειάκι 2Χ3 και ένα άτομο προσωπικό, χτύπαγαν limit up κάθε μέρα;
  • Πού ήσουν, όταν έπαιρνες μετοχοδάνεια και υποθήκευες τα χωραφάκια του παππού, πιστεύοντας ότι θα γίνεις πλούσιος σε ένα μήνα; (Και πολύ λέω).
  • Πού ήσουν, όταν πέταγες τα σκουπίδια, δεξιά και αριστερά μέσα στο δάσος, όταν γέμιζες τις παραλίες αποτσίγαρα και πλαστικά ποτήρια φραπέ; (Και φρέντο, τώρα που εξελιχθήκαμε).
  • Πού ήσουν, όταν το παιδί σου ούρλιαζε στο αυτί του διπλανού, αδιαφορώντας για την ύπαρξή του;
  • Πού ήσουν, όταν έβλεπες τα σκάνδαλα να σκάνε το ένα μετά το άλλο;
  • Πού ήσουν, όταν η χώρα σου καιγόταν απ’ άκρη σε άκρη;
  • Πού ήσουν, όταν λίγο έλειψε να χαθεί η Ολυμπία; Πήρες το τριχίλιαρο και το βούλωσες και ναι (ναι, ναι) τους ξαναψήφισες και ξανά και ξανά.
  • Πού ήσουν, όταν οι ροζ ιστορίες πλημμύρισαν τη ζωή σου; Έσκυψες κι εσύ στην κλειδαρότρυπα, αυτό έκανες.
  • Και για το πάπλωμα κουβέντα κανείς. Για την ταμπακέρα σιωπή.
  • Όλοι βολεμένοι στον μικρόκοσμό τους. Ποιος θα έχει την πιο μεγάλη τζιπάρα, την πιο ξανθή γκόμενα, την πιο σικ γυναίκα, τα πιο όμορφα παιδιά, τις πιο καλές σπουδές, το πιο μεγάλο σπίτι, το πιο μεγάλο τζάκι, το πιο άνετο σαλόνι, τον πιο βαθύ καναπέ, την πιο μεγάλη τηλεόραση, το πιο σύγχρονο ηχοσύστημα, τις πιο σικάτες διακοπές, τις πιο χλιδάτες αποδράσεις, τις πιο γκλαμουράτες εξόδους.
  • Και δανειζόσουν βλάκα, δανειζόσουν. Όχι χρήμα όμως, χρόνο δανειζόσουν.
  • Αλλά απλά ο χρόνος τέλειωσε. Κάποτε θα ερχόταν η ώρα. Νομοτελειακό είναι.
  • Τώρα μη φωνάζεις, λοιπόν. Αποδέξου και μη φωνάζεις... γιατί φταις για όλα.
  • ΚΙ εγώ φταίω. Φταίμε.
  • Καιρός είναι να κάνουμε μια καλή αυτοκριτική, να πούμε εγώ φταίω και να δούμε πώς θα καθαρίσουμε τα σκ… που εμείς δημιουργήσαμε.
  • Που εμείς ψηφίσαμε και μάλλον θα ξαναψηφίσουμε γιατί είμαστε και λίγο μ… (μην πω).
  • Που εμείς αφήσαμε να μας πνίξουν...
  • Σταμάτα λοιπόν τις κορώνες, κατέβασε τους τόνους της “αγανάκτησής” σου και σκέψου τη δική σου συμμετοχή, τα δικά σου λάθη.
  • Ελληνάρα, ε ελληνάρα.»
(Δημοσιεύτηκε στην Αμαρυσία στις 27/8/2011)

14/8/11

Η ώρα του φεγγαριού

Ερήμωσε η πόλη, καταλάγιασε ο θόρυβος στα λιμάνια απ' αυτούς που έφευγαν, άδειασαν οι δρόμοι από αυτοκίνητα. Χθες βράδυ πολύς κόσμος ανεβοκατέβαινε τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου στην Αθήνα, όπου όλα τα τραπεζάκια καφετεριών και ταβερνών ήσαν κατηλλειμένα εν αναμονή της πανσέληνου πάνω από την Ακρόπολη. Ένα μοναδικό θέαμα, που το ακολούθησαν απανωτές λάμψεις φωτογραφικών φλας. Όλοι ήθελαν να θυμούνται τη στιγμή. Πόζες, γέλια, φιλιά κάτω απ' το Αυγουστιάτικο φεγγάρι.
Τι απέγιναν άραγε οι "αγανακτισμένοι" της πλατείας Συντάγματος;

3/8/11

Έχουμε τη θέληση

Πριν από μερικές μέρες πριν από τα τραγικά γεγονότα στο νησί Οτόγια, μιλούσα με έναν φίλο για το πώς η χαρά της ζωής και η θλίψη για το ότι τα πάντα αλλάζουν πάνε πάντα μαζί. Για το πώς ακόμα και το πιο λαμπρό μέλλον δεν μπορεί να αναπληρώσει το γεγονός ότι κανένας δρόμος δεν επιστρέφει ποτέ πίσω: Στην αθωότητα της παιδικής μας ηλικίας. Στην πρώτη φορά που ερωτευτήκαμε. Στις ευωδιές του Ιουλίου, στο χορτάρι που γαργαλά την ιδρωμένη πλάτη σου, λίγο πριν πηδήξεις από τους βράχους και βρεθείς την άλλη στιγμή μέσα στα παγωμένα νερά του νορβηγικού φιόρδ έχοντας στο στόμα και τη μύτη σου τη γεύση του αλατιού και των παγετώνων. Κανένας δρόμος που να οδηγεί στα δεκαεφτά σου, όταν είχες μόνο δέκα φράγκα στην τσέπη και παρατηρούσες στο λιμάνι των Καννών δύο άντρες ντυμένους με την ίδια ηλίθια στολή να τραβάνε κουπί οδηγώντας στη στεριά μια γυναίκα με το κανίς και τις πιστωτικές της κάρτες, και συνειδητοποιούσες πως η κοινωνία ισότητας από την οποία προερχόσουν ήταν μάλλον η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Ή όταν έκπληκτος κοιτούσες εθνικές συγκεντρώσεις άλλων χωρών να βρίσκονται περικυκλωμένες από φρουρούς με αυτόματα όπλα – ένα θέαμα που σε έκανε να κουνάς αποδοκιμαστικά το κεφάλι με ένα μείγμα παραίτησης και ικανοποίησης σκεπτόμενος: στην πατρίδα μου δεν έχουμε ανάγκη από τέτοια μέτρα. Γιατί στην πατρίδα μου ο φόβος του άλλου δεν έχει ρίζες. Μια χώρα από την οποία μπορούσες να λείψεις για τρεις μήνες για να ταξιδέψεις αλλού και να ζήσεις δύο πραξικοπήματα, έναν καταστροφικό λιμό, ένα μακελειό σε σχολείο, δύο δολοφονίες, ένα τσουνάμι, για να γυρίσεις πάλι πίσω και διαβάζοντας την εφημερίδα να διαπιστώσεις πως το μόνο πράγμα που άλλαξε ήταν το σταυρόλεξο της τελευταίας σελίδας. Μια χώρα που κατάφερε να καλύψει τις υλικές ανάγκες των κατοίκων της, όταν βρήκε πετρέλαιο το 1970, και που απέκτησε πολιτικό όραμα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ομοψυχία ήταν διάχυτη, οι πολιτικές συζητήσεις επικεντρώνονταν στην εύρεση των καλύτερων τρόπων για να επιτευχθούν εκείνοι οι στόχοι που όλοι (δεξιοί και αριστεροί) είχαν χαράξει. Μια χώρα που πίστευε πως εξυπηρετεί τα συμφέροντά της με το να ασχολείται μόνο με ό,τι την αφορούσε και επέλεξε να μείνει εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν αντίστοιχα μικρές χώρες θα έκαναν τα πάντα για να γίνουν δεκτές.
Οι ιδεολογικές διαμάχες ανέκυψαν μόνο όταν η παγκόσμια πραγματικότητα άρχισε να χτυπά την πόρτα μας. Όταν ένα έθνος που μέχρι τη δεκαετία του 1970 αποτελούνταν από μια ίδιας εθνικότητας και κουλτούρας πλειοψηφία έπρεπε να αποφασίσει αν οι νέοι της κάτοικοι δικαιούνται να φοράνε μπούρκα και να χτίζουν τζαμιά και όταν νορβηγοί στρατιώτες στάλθηκαν στο Αφγανιστάν και στη Λιβύη. Αλλά πριν από τις 22 Ιουλίου η εικόνα της Νορβηγίας ήταν εκείνη μιας παρθένας φύσης ακόμα ανέγγιχτης. Ένα έθνος αμόλυντο από τα δεινά της κοινωνίας.
Υπερβολή βεβαίως. Μια ματιά στα αστυνομικά αρχεία ήταν αρκετή. Κι όμως. Τον Ιούνιο έκανα ποδήλατο στους δρόμους του Όσλο με τον πρωθυπουργό της χώρας Jens Stoltenberg και έναν κοινό μας φίλο, ξεκινώντας για μια πεζοπορία σε μια δασώδη πλαγιά εντός των συνόρων αυτής της μεγάλης αλλά μικρής πόλης. Δύο σωματοφύλακες μας ακολουθούσαν ποδηλατώντας. Καθώς σταματήσαμε σε ένα κόκκινο φανάρι, ένα αυτοκίνητο με ανοιχτό παράθυρο προσέγγισε τον πρωθυπουργό. Ο οδηγός φώναξε το όνομά του. «Jens!». Το γεγονός ότι ο νορβηγικός λαός μιλά συνήθως για τον ηγέτη της χώρας και του απευθύνεται στον ενικό είναι σύμφυτο με το πνεύμα ισότητας της κοινωνίας μας και δεν μου προκαλεί καμία έκπληξη πλέον.
«Υπάρχει εδώ ένας μικρός που θέλει πολύ να σου πει ένα γεια», είπε ο οδηγός.
Ο Jens Stoltenberg χαμογέλασε και έδωσε το χέρι στο αγοράκι. «Γεια σου, είμαι ο Jens.»
Ο πρωθυπουργός φορούσε το ποδηλατικό του κράνος. Το αγόρι φορούσε τη ζώνη ασφαλείας του. Και οι δύο σταμάτησαν στο κόκκινο φανάρι. Οι σωματοφύλακες είχαν σταματήσει διακριτικά λίγα μέτρα πιο πίσω. Χαμογελώντας. Ήταν μια εικόνα ασφάλειας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Η εικόνα της ειδυλλιακής νορβηγικής κοινωνίας που όλοι είχαμε ως δεδομένο, αυτού που θεωρούσαμε απολύτως φυσιολογικού. Πώς θα μπορούσε να πάει κάτι στραβά; Είχαμε κράνη και ζώνες και υπακούγαμε στον κώδικα οδικής κυκλοφορίας.
Και βέβαια κάτι μπορούσε να πάει στραβά. Πάντα κάτι μπορεί να πάει στραβά.
[…]

Έχουμε τη θέληση.
Κι όμως, δεν υπάρχει δρόμος που να οδηγεί στο αθώο παρελθόν.
Χθες άκουσα έναν άντρα να ουρλιάζει θυμωμένος μέσα στο τρένο. Πριν από τις 22 Ιουλίου η αυτόματη αντίδρασή μου θα ήταν να γυρίσω να κοιτάξω ίσως και να τον προσεγγίσω. Θα μπορούσε να ήταν μια ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση που θα μου επέτρεπε να διαλέξω πλευρά έπειτα από μια αντικειμενική αξιολόγηση των επιχειρημάτων. Τώρα όμως η αυτόματη αντίδρασή μου ήταν να γυρίσω να κοιτάξω αν η κόρη μου ήταν ασφαλής και να εντοπίσω ασφαλή έξοδο κινδύνου. Ελπίζω πως αυτή η αντίδραση με τον καιρό θα καταλαγιάσει. Αλλά ήδη γνωρίζω ότι ποτέ –μα ποτέ- δεν πρόκειται να εκλείψει τελείως. Η ημερομηνία θα επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, 22 Ιουλίου, και για εμάς που ζούμε σήμερα θα είναι μια εφόρου ζωής υπενθύμιση πως τίποτα δεν είναι δεδομένο παρά τα κράνη και τις ζώνες ασφαλείας.
Αφού εξερράγη η βόμβα –κάτι που έγινε αισθητό στο Όσλο όπου μένω- και άρχισαν να συρρέουν ειδήσεις για όσα συνέβησαν στο νησί της Οτόγια, ρώτησα την κόρη μου αν φοβόταν. Απάντησε με μια φράση που της είχα κάποτε πει: «Ναι, αλλά αν δεν φοβάσαι, δεν μπορείς και να είσαι γενναίος.»
Αν λοιπόν δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής στο παρελθόν, στην απόλυτη, ασύνειδη και αφελή έλλειψη φόβου και σε όλα όσα παρέμεναν ανέγγιχτα, υπάρχει ωστόσο ένας δρόμος που μας πάει μπροστά. Που μας κάνει γενναίους. Που μας κάνει να συνεχίζουμε όπως πριν. Που μας κάνει να γυρνάμε το άλλο μάγουλο ρωτώντας «Τι, αυτό ήταν μόνο;». Που μας κάνει να αρνούμαστε στον φόβο να ορίσει τον τρόπο που θα συνεχίσουμε να χτίζουμε τη δική μας κοινωνία.

Ήταν ένα κείμενο του Nορβηγού συγγραφέα Jo Nesbo που γράφτηκε σε περίληψη στις 26 Ιουλίου στους Νew York Times (εδώ είναι ολόκληρο σε mετάφραση Κυριάκου Χαρίτου).
Στην Ελλάδα, από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ κυκλοφορεί το βιβλίο του Jo Nesbo "Νέμεσις", ενώ τον Οκτώβριο πρόκειται να κυκλοφορήσει "Το αστέρι του διαβόλου", το επόμενο της σειράς με πρωταγωνιστή τον cult ντετέκτιβ Χάρι Χόλε.