31/8/10

The hidden persuaders

Θυμήθηκα ένα βιβλίο, που έχω στη βιβλιοθήκη μου, με τίτλο «The hidden persuaders» του Vance Packard (Pelican Books).
Αν μπορούσαμε να το μεταφράσουμε στα ελληνικά θα λέγαμε: «Οι κρυμμένοι πείθοντες»
Αν το μεταφράζαμε ελεύθερα, θα λέγαμε: «Αυτοί που επηρεάζουν χωρίς να φαίνονται».
Όπως και να το πούμε, η ουσία είναι μια: Το βιβλίο αναφέρεται σ’ αυτούς που μας «επιβάλλουν» μια συμπεριφορά χωρίς να τους βλέπουμε.
Το σημαντικό γι’ αυτό το βιβλίο είναι ότι γράφτηκε το 1957!
Το σημαντικότερο είναι ότι χωρίζεται σε δύο μεγάλα κεφάλαια.
Το πρώτο έχει τίτλο: «Πείθοντάς μας ως καταναλωτές». Με 16 υποκεφάλαια: Για τους διαφημιστές που εξελίσσονται σε ψυχολόγους, για την εκμετάλλευση των επιθυμιών του

Η σελήνη

Τόση και τόση μοναξιά σε τούτο το χρυσάφι.
Η σελήνη της νύχτας δεν είναι η σελήνη
που είδε ο Αδάμ. Οι μεγάλοι αιώνες
της ανθρώπινης αγρύπνιας την έχουν πλημμυρίσει
με πανάρχαιο θρήνο. Κοίτα την: Ο καθρέφτης σου είναι.

(Ποίημα από τον τόμο "Χόρχε Λουίς Μπόρχες - Ποιήματα",
Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης)

25/8/10

Ρεβέκκα (1940 – Rebecca)

Γιατί στις 100: Διότι συνδυάζει ρομάντζο, αγωνία και δράμα και διαθέτει τουλάχιστον δύο πολύ καλές ερμηνείες, αντάξιες ενός θρίλερ του Χίτσκοκ, εξαιρετική ασπρόμαυρη φωτογραφία (κέρδισε Όσκαρ) και την υποβλητική μουσική του Φραντς Γουάξμαν.
Υπόθεση: Νεαρή παντρεύεται έναν πλούσιο χήρο άντρα και εγκαθίσταται στον τεράστιο πύργο του. Εκεί, συμβιώνοντας μαζί του θα διαπιστώσει ότι ο σύζυγός της ζει και κινείται κάτω από τη σκιά της προηγούμενης γυναίκας του, που έχει πεθάνει μυστηριωδώς. Δυστυχώς για την κοπέλα, και το υπηρετικό προσωπικό δείχνει να είναι ακόμα προσκολλημένο στην προηγούμενη «κυρία» και ιδιαίτερα η οικονόμος που φαίνεται να κρύβει κάποιο μυστικό. Από την άλλη ο άντρας της, δεν φαίνεται διατεθειμένος να «ανοίξει» τον εαυτό του για το παρελθόν του. Έτσι η νεαρή κοπέλα στη μοναξιά της, όταν αυτός πηγαίνει στις δουλειές του, αρχίζει να ανησυχεί, τόσο γιατί δεν ξέρει πως πέθανε η πρώτη του γυναίκα, όσο και για το μέλλον της μέσα σ’ αυτό το «εχθρικό» περιβάλλον.
Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ
Πρωταγωνιστούν: Λόρενς Ολίβιε, Τζόαν Φοντέιν, Τζούντιθ Άντερσον

9/8/10

Συγγραφέας ή δημοσιογράφος; Ή και τα δύο;

Όταν σε προηγούμενο σημείωμα έγραφα ότι ο Όμηρος με τον Ηρόδοτο έχουν χαρακτηρισθεί «δημοσιογράφοι» της εποχής τους, μου ήρθε στο μυαλό αυτό που είχε πει πολύ παλιά ο Γρηγόρης Ξενόπουλος: «Το ελληνικό κοινό με θεωρεί λογοτέχνη, μυθιστοριογράφο, διηγηματογράφο και θεατρικό συγγραφέα. Εγώ όμως με συγκίνηση σας λέω ότι αισθάνομαι τον εαυτό μου δημοσιογράφο» και έθεσα το ερώτημα: Τι είναι προτιμότερο; Συγγραφέας που δημοσιογραφεί ή δημοσιογράφος που λογοτεχνίζει;
Η Μαρία Καραββία έγραψε παλαιότερα: «Σήμερα στις εφημερίδες όχι απλώς δεν γίνεται συζήτηση για λογοτεχνική γραφή –το έγραψες ξερό, μας έλεγαν κάποτε- αλλά αντίθετα με τη φωτοσύνθεση, το ταμπλόιντ, τις μεγάλες έγχρωμες φωτογραφίες, το λαϊκισμό που έχει εξαπλωθεί σε όλους τους τομείς της ζωής και γενικά με την προσπάθεια των εντύπων να συναγωνιστούν την εικόνα, έχουμε ακούσει διευθυντές εφημερίδων να φωνάζουν στους νεαρούς δημοσιογράφους που δείχνουν κάποια φιλοδοξία προσωπικού τρόπου έκφρασης: “Δεν θέλουμε λογοτέχνες εδώ μέσα”».
Αντίθετα ο αείμνηστος Βασίλης Ραφαηλίδης υποστήριζε: «Η λογοτεχνία είναι παντού. Συνεπώς και στη δημοσιογραφία. Αρκεί πίσω από κάθε κείμενο να υπάρχει κάποιος δημιουργός που κάνει δημιουργία την πράξη της γραφής, της όποιας γραφής».
Ενώ ο Νίκος Δήμου γράφει: «Ο λογοτεχνίζων δημσιογράφος είναι συνήθως άκρως ενοχλητικός και πιο προβληματικός είναι ο δημοσιογραφίζων λογοτέχνης. Ένα άρθρο κερδίζει από τη λεκτική δεινότητα του συντάκτη του, αυτό όμως δεν το μεταμορφώνει σε λογοτεχνία».
Οι δημοσιογράφοι πάντως που έχουν φτωχό λεξιλόγιο, επικαλούνται ως άλλοθι «την έλλειψη χρόνου και το τρέξιμο» που απαιτείται προκειμένου να προλάβουν την έκδοση του φύλλου (καθημερινού ή όχι), όταν τους καταλογίζουν λεκτική ένδεια.
Γι αυτό και ο Μάριος Πλωρίτης έγραψε: «Καμιά στενότητα χρόνου δεν αποτελεί άλλοθι για τη βαρβαρότητα ή έστω την κακογραφία. Δεν φταίει η έλλειψη χρόνου, αλλά η έλλειψη συναίσθησης πως η εφημερίδα είναι ένα μεγάλο σχολείο, καθημερινό και ισόβιο, που μορφώνει ή στρεβλώνει το κοινό, που το “παιδεύει” και στη σωστή (ή στραβή) έκφραση και χρήση της γλώσσας του (…) η έλλειψη χρόνου και χώρου ήταν και είναι μια “άσκηση στο ευκαίρως και ευστόχως λέγειν”».
Οπότε στο ερώτημα «Τι είναι προτιμότερο; Συγγραφέας που δημοσιογραφεί ή δημοσιογράφος που λογοτεχνίζει;», μπορεί να δοθεί η απάντηση: «Και τα δύο είναι δυνατά».
(Δημοσιεύτηκε στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ 7/6/1995)

6/8/10

Ο συγγραφέας και η εποχή του

Διάβαζα τις προάλλες το «Και με κλειστά μάτια θα βλέπω» του Παύλου Κάγιου και στη συνέχεια το «Θρυμματισμένο γυαλί» του Νίνου Φένεκ Μικελίδη δύο καταξιωμένων δημοσιογράφων και σκέφτομαι σήμερα ότι, όταν έγραφα στα πρώτα μου σημειώματα για το συγγραφέα που θα πρέπει να παρακολουθεί την εποχή του, ίσως είχα στο νου αυτό που έχει λεχθεί, ότι «ο συγγραφέας πρέπει να διαθέτει δημοσιογραφική ματιά» στην παρακολούθηση αυτή. Αν λάβω υπόψη μου ότι παλαιότερα οι Νόρμαν Μέιλερ και Τρούμαν Καπότε είχαν βασίσει τα γνωστότερα μυθιστορήματά τους σε αληθινές υποθέσεις και διάβαζαν και κρατούσαν αποκόμματα εφημερίδων, τότε δεν απέχει από την πραγματικότητα αυτή η άποψη. Ακόμα και ο δικός μας Βασίλης Βασιλικός, στο «Ζ» του αναφέρεται στην υπόθεση Λαμπράκη που είχε συγκλονίσει την κοινωνία μας και ειδικότερα την πολιτική κοινότητα στα μέσα του προηγούμενου αιώνα.
Δημοσιογραφική ματιά, λοιπόν, και φαντασία είναι τα πρώτα απαιτούμενα για τη συγγραφή και κατόπιν ο συγγραφέας είναι έτοιμος να καταγράψει όλες τις κινήσεις των ανθρώπων (κοινωνικές, ηθικές, πνευματικές και συναισθηματικές) στην πορεία τους προς όποιο πεπρωμένο τους επιφυλάσσεται. Ας μη ξεχνάμε ότι και ο Όμηρος με τον Ηρόδοτο έχουν χαρακτηρισθεί «δημοσιογράφοι» της εποχής τους.
(Δημοσιεύτηκε στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ 23/5/1995)

5/8/10

Το μυθιστόρημα σαν πηγή κοινωνικοπολιτικής σοφίας

Διαβάζω Στίβεν Κινγκ αυτές τις μέρες και αυτό που συμπεραίνω μέσα από τις ακραίες πλην κοινές -κοινότυπες θα έλεγα- ιστορίες του, είναι ότι μέσα από την καθημερινότητα μπορεί ένας συγγραφέας να εκμαιεύσει κάτι τρομακτικό. Καταστάσεις απλές, κοινές σε πολύ κόσμο, μέσα από τη γραφίδα του Κινγκ μπορούν να αποκτήσουν άλλη διάσταση. Ο άνθρωπος, κριτικάρει το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, θέτει ζητήματα ηθικής, αναλύει έννοιες όπως η τιμή, το καθήκον, η ελευθερία, η αφοσίωση και καταφέρνει ταυτόχρονα να μας τρομάζει, να μας φέρνει αντιμέτωπους με τις αρχέγονες φοβίες μας και με τον ίδιο μας τον εαυτό πολλές φορές. Αρκετές δε φορές στο τέλος κάποιου διηγήματός του, επέρχεται και η Αριστοτέλεια «κάθαρση». Αλλά δεν θα ασκήσω κριτική πάνω στα μυθιστορήματα ή και διηγήματά του. Αυτό που με καίει αυτή τη στιγμή, είναι το γεγονός ότι ακόμα και ένα «φανταστικό» μυθιστόρημα (αυτό δηλαδή, στο οποίο κάτι «παράλογο» εισβάλλει στην κανονικότητα της ζωής και ανατρέπει τις ισορροπίες), μπορεί να περιέχει στοιχεία, από αυτά που προανέφερα σε προηγούμενες αναρτήσεις.
Όλα τα μυθιστορήματα, στο βάθος ασκούν κριτική, αναλύουν έννοιες όπως προαναφέρθηκαν και τελικά προσφέρουν την «κάθαρση», ακόμα και τα «φανταστικά» ή τα «επιστημονικής φαντασίας». Παρουσιάζουν μια κοινωνία, μικρή ή μεγάλη, περιγράφουν καταστάσεις για τις οποίες δημιουργούνται κανόνες, που είτε τηρούνται, είτε παραβιάζονται. Οπότε να η ηθική. Γνωρίζετε πόσα αποφθέγματα έχουν παρθεί μέσα από σελίδες μυθιστορημάτων; Μόνον αυτά του Όσκαρ Γουάιλντ να αρχίσω να αναφέρω και θα γεμίσουμε την ανάρτηση. Μέσα από την περιγραφή των συγγραφέων «βγαίνει» το πολιτικο-κοινωνικό γίγνεσθαι μιας εποχής. Διαβάστε μερικά αστυνομικά μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή των αρχών του 20ού αιώνα και θα δείτε τι εννοώ. Θέλετε σοβαρότερα και περιπετειώδη; Διαβάστε τους «Αθλίους» του Βίκτορα Ουγκό για να ζήστε το βαρύ πολιτικό και κοινωνικό κλίμα της εποχής πριν τη Γαλλική Επανάσταση. Θέλετε πολιτικό; Διαβάστε το κλασικό «Μια ημέρα στη ζωή του Ιβάν Ντενίσοβιτς» του Σολζενίτσιν, ο οποίος ασκεί αδυσώπητη κριτική μιας ολόκληρης ιδεολογίας. Δεν θα αναφερθώ σε πλειάδα σύγχρονων συγγραφέων γιατί όλο και κάποιον θα παραλείψω και μπορεί να παρεξηγηθώ (όχι από τους συγγραφείς, αλλά από τους αναγνώστες μου), αλλά θα καταλήξω, ότι κάθε συγγραφέας, επειδή όλα όσα προανέφερα μπορούν να περιλαμβάνονται σε κάθε μυθιστόρημα, δεν θα πρέπει να παραμένει έξω από την εποχή του. Οπότε γύρισα από εκεί που είχα ξεκινήσει τις «Αναγνώσεις».
(Δημοσιεύτηκε στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ 18/5/1995)

Οι εσωτερικές συγκρούσεις

Μήπως τελικά διαβάζουμε, βλέπουμε, ακούμε, αυτό που θέλουν οι κριτικοί; Αυτό το ερώτημα αναδύθηκε μέσα από τη θάλασσα των αποριών που έχω θέσει στα προηγούμενα σημειώματα των «Ανα.γνώσεων» και εδώ που τα λέμε δεν είναι και παράλογο. Αν ληφθεί υπόψη ότι πολλοί άνθρωποι αγόρασαν κάποτε ένα βιβλίο για να το διαβάσουν επηρεασμένοι από μια κριτική και μετά το άφησαν στη μέση ή … το πέταξαν, τότε το ερώτημα δεν είναι αβάσιμο. Το ίδιο ισχύει και για τις κριτικές των κινηματογραφικών ταινιών (που γράφω κι εγώ, ξέρετε). Διαβάζετε μια συναρπάζεστε, λέτε πάμε να τη δούμε την ταινία και όταν τη βλέπετε κοιτάτε συνεχώς το ρολόι σας (όπως η γυναίκα μου) για να τελειώνει «αυτό το βαρετό πράμα».
Κι όμως δεν θα το πιστέψετε αλλά και ένας κριτικός έχει εσωτερικές συγκρούσεις, όπως και ένας συγγραφέας, που σας έλεγα προηγουμένως. Διότι και ο κριτικός γράφει. Και όπως είχε γράψει κάποτε ο Τζον Απντάικ (μεγάλος αμερικανός συγγραφέας) σε ένα βιβλίο του με κριτικές: «Η σχέση κριτικής με τη λογοτεχνία είναι ανάλογη με τη σχέση του να πλέεις παράλληλα με την ακτή ή να πλέεις στα ανοικτά. Στα ανοικτά έχεις ευρείς ορίζοντες, απολαμβάνεις την αύρα της ανοικτής θάλασσας, ενώ παράλληλα με την ακτή ο ορίζοντάς σου περιορίζεται, χάνεις την απόλαυσης του ανοικτού ορίζοντα.
Οπότε πριν διαβάσετε κάποια κριτική αναλογισθείτε προηγουμένως τι αγώνα έχει κάνει ο κριτικός, ώστε να προσπαθήσει να είναι αντικειμενικός (μέσα στην υποκειμενικότητά του) και να σας παρασύρει στην αποφυγή κάποιου έργου ή στην προτροπή του να μη το χάσετε.
Έτσι το ερώτημα «Μήπως τελικά διαβάζουμε, βλέπουμε, ακούμε, αυτό που θέλουν οι κριτικοί;» θα χάσει το νόημά του και εσείς ως αναγνώστες θα αποστασιοποιείστε.
(Δημοσιεύτηκε στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ 11/5/1995)

31/7/10

Ο κριτικός και η ανάγνωση

Εκτός από την απορία, εάν ο συγγραφέας μπορεί να είναι αντικειμενικός, υπάρχει και η συνακόλουθη «εάν μπορεί να είναι αντικειμενικός και ο κριτικός», διότι αναφέροντας σε προηγούμενο σημείωμα τους κριτικούς είπαμε ότι είναι και αναγνώστες αλλά και συγγραφείς των απόψεών τους, οπότε υπό τη δεύτερη ιδιότητα, πόσο αντικειμενικοί μπορούν να είναι αυτοί;
Δεν έχουν άραγε και αυτοί εσωτερικές συγκρούσεις, όχι μόνον ενώ διαβάζουν ένα έργο αλλά και ενώ καλούνται να γράψουν κάτι γι αυτό. Ένα άλλο δε ερώτημα που προκύπτει, είναι με βάση ποια κίνητρα αυτοί οι άνθρωποι καλούνται να γράψουν; Κριτικάρουν επειδή μια έμφυτη παρόρμηση τους σπρώχνει σ’ αυτό; Ή ασκούν κριτική με κίνητρο το κέρδος; Γράφουν κατά παραγγελία; Διαβάζουν σε βάθος κάποιο έργο; Ή το διαβάζουν κατά παραγγελία προκειμένου να «γεμίσει» η σελίδα κριτικής και παρουσίασης (βιβλίου, θεάτρου, κινηματογράφου);
Ας μην έχουμε προκατάληψη, στον κριτικό προηγείται η ιδιότητα του αναγνώστη, οπότε ισχύουν όσα έχουν προαναφερθεί επί του θέματος. Οφείλει να διαθέτει την παρθενικότητα, την ανεμελιά ενός νέου στην παρατήρηση του όποιου έργου θέλει να ασκήσει κριτική. Πρέπει να είναι ταυτόχρονα χαλαρωμένος αλλά και σε εγρήγορση, όπως και ο κυνηγός που λέγαμε, περιμένοντας το θήραμά του (μόνον που δεν χρειάζεται πάντα να πυροβολεί το δημιουργό ενός έργου). Θα πρέπει ο κριτικός να θυμίζει τον αθλητή που αποσύρεται του αθλήματός του και αποφασίζει να γίνει προπονητής ή και διαιτητής. Θα πρέπει να έχει πλήρη επίγνωση των κανόνων του παιχνιδιού. Ίσως γι αυτό και το έργο του γίνεται ακόμα πιο δύσκολο. Η αντικειμενικότητα είναι πρωτεύουσα προϋπόθεση κατά την άσκηση των καθηκόντων του κριτικού, που είναι πρώτα η ανάγνωση και ύστερα η συγγραφή.
Οι παρατηρήσεις του, οι επισημάνσεις του και οι επιλογές του είναι τόσο κρίσιμες, που είτε θα δημιουργήσουν μελλοντικούς αναγνώστες, είτε θα αποτρέψουν τους υποψήφιους για ανάγνωση κάποιου έργου, οποιοδήποτε είναι αυτό. Δημιουργείται όμως άλλη μια απορία: Μήπως τελικά διαβάζουμε, βλέπουμε, ακούμε, αυτό που θέλουν οι κριτικοί;
(Δημοσιεύτηκε στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ 10/5/1995)

29/7/10

Είναι αντικειμενικοί οι συγγραφείς;

Θεωρώ ότι είναι δύσκολο και θα πρέπει να κερδίσει έναν άνισο, ίσως και ατελείωτο, αγώνα μεταξύ των προκαταλήψεών του και ανάγκης να τις χρησιμοποιήσει σωστά προκειμένου να περιγράψει «αντικειμενικά» τη ζωή.
Η αντικειμενικότητα στην παρατήρηση προϋποθέτει μια παρθενικότητα στη σύλληψη, προϋποθέτει ένα «άδειασμα» του μυαλού, αυτού που κάθεται να γράψει. Ίσως να μοιάζει με την αδρανή προσπάθεια του κυνηγού. Ο καλός κυνηγός, μετά από εμπειρίες μιας ζωής σ’ αυτό το χόμπι, μπορεί να καταλάβει εάν από ένα μονοπάτι πέρασε ένα ελάφι ή μια νυφίτσα χωρίς να εντείνει ιδιαίτερα την προσοχή του. Έτσι και ο συγγραφέας, για να περιγράψει αντικειμενικά μια σκηνή θα πρέπει να διαθέτει την ανέμελη ετοιμότητα του κυνηγού. Προϋποθέτει δηλαδή, η αντικειμενική παρατήρηση κάτι από την αφέλεια και την άγνοια του παιδικού μυαλού. Την πεποίθηση ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ξέρει τίποτα. Κι ας έχει γνωρίσει κάτι παρόμοιο.
Θα πρέπει ο συγγραφέας να παρακολουθεί την εποχή του ή όχι; Διότι μέχρι σήμερα επικρατούσε η άποψη ότι οι συγγραφείς απομονώνονται για να δημιουργήσουν, αποξενώνονται, είναι απομακρυσμένοι, φευγάτοι… Έλεγαν για τους λογοτέχνες κάποτε ότι «ζούσαν στο δικό τους κόσμο».
Μάλλον είναι λάθος ισχυρισμός. Σήμερα ο συγγραφέας πρέπει να λαβαίνει υπόψη τους τις εξελίξεις σε όλους τους τομείς. Ίσως θα πρέπει να είναι οπαδός του Γιώργου Παμπούκη, που πλέκει το «Ημιμάθειας εγκώμιο – Για μια καθολική ματιά στο σύγχρονο κόσμο» (εκδ. Κριτική). Θα πρέπει να λαβαίνει υπόψη του τις κοινωνικές, πολιτικές, τεχνολογικές εξελίξεις, αλλά και τη ζωή γενικότερα, ώστε να μπορεί να τις συνδυάζει με τις σκέψεις του και τα συναισθήματά του, παράγοντας ένα έργο πιο ξένο από τον ίδιο και πιο κοντά στη γενική αντίληψη, αλλά να είναι και το απόλυτο δημιούργημά του. Έκανα κύκλο; Ήταν μια προσπάθεια για να είμαι αντικειμενικός.
(Δημοσιεύτηκε στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ 9/5/1995)

27/7/10

Συγγραφέας, ο καλύτερος αναγνώστης του εαυτού του

Ο Τζορτζ Όργουελ σε ένα δοκίμιό του με τίτλο «Γιατί γράφω», είχε γράψει ότι ανάμεσα στους λόγους για τους οποίους γράφει κανείς είναι και ο έρωτας για τη γλώσσα και τη σωστή χρήση της. Εκείνος είχε ένα λόγο παραπάνω για να υποστηρίξει αυτή την άποψη. Όποιος έχει διαβάσει το έργο του «1984» στο πρωτότυπο θα έχει διαπιστώσει ότι όχι μόνον χρησιμοποιεί άψογα την αγγλική γλώσσα ο Όργουελ, αλλά δημιουργεί και άλλη μια (τη Newspeak) για τις ανάγκες του μυθιστορήματός του.
Χωρίς να θεωρώ την άποψη πρωτοποριακή, θέλω να πιστεύω ότι πολλοί συγγραφείς όταν γράφουν το κάνουν από μια προσωπική επιθυμία να εκφραστούν χωρίς να τους ενδιαφέρει σε πρώτο επίπεδο αν θα διαβαστούν και στην κατηγορία αυτή τοποθετώ και τους bloggers (για να μη ξεχάσουμε το λόγο που ξεκίνησα αυτά τα σημειώματα). Θεωρώ δε ότι οι συγγραφείς είναι και οι καλύτεροι αναγνώστες των γραπτών τους. Κανείς δεν μπορεί να διαβάσει όσα γράφονται με την ίδια προσοχή και αγάπη που αφιερώνει ο ίδιος ο συγγραφέας στο γραπτό του. Είναι ο μόνος που διαβάζει χωρίς τα κίνητρα των άλλων αναγνωστών και είναι ο μοναδικός που μέσα στο κείμενό του μπορεί να αναγνωρίσει ορισμένες νοητικές καταστάσεις που βρίσκονται κρυμμένες πίσω και από τις πιο απλές φράσεις, τις οποίες οι αναγνώστες αδυνατούν να κατανοήσουν.
Ο Ουμπέρτο Έκο που επικαλούμαι συχνά, μετά το μυθιστόρημά του «Το όνομα του ρόδου» εξέδωσε ένα μικρό βιβλίο με τίτλο «Επιμύθιο στο όνομα του ρόδου», στο οποίο εξηγεί τα κόλπα που χρησιμοποίησε στο μυθιστόρημα για να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ο αναγνώστης του «Επιμυθίου…» πέφτει από τα σύννεφα διαβάζοντας τα κίνητρα του συγγραφέα για κάθε κατάσταση που δημιούργησε.
Ακόμα και ο Άρθουρ Κλαρκ τελειώνοντας τη τετραλογία του «Οδύσσεια του διαστήματος» (2001, 2010, 2061 και 3001) αισθάνθηκε την ανάγκη να εξομολογηθεί στο τέταρτο βιβλίο του, τι σκεφτόταν όταν ξεκίνησε, και πώς δημιούργησε όλο αυτό το μύθο μέχρι την κατάληξή του.
Χαρακτηριστικό, είναι και το ογκώδες μυθιστόρημα του Τζέιμς Τζόις με τίτλο «Οδυσσέας». Ο Τζόις, περιγράφοντας σε 800 σελίδες το 24ωρο ενός Δουβλινέζου, κατάφερε να γραφτούν για το βιβλίο αυτό αναρίθμητες μελέτες και άρθρα. Είναι τόσα τα συγκριτικά πεδία που ανοίγει, τέτοια η πολυμορφικότητα και η κατασκευαστική του ιδιοτυπία, που για να περιγραφεί, απλώς και μόνο, θα χρειαζόταν ολόκληρο σεμινάριο. Διάβασα κάποτε ότι «το μυθιστόρημα του Τζόις συνιστά το απόλυτο αρχιτεκτόνημα της πεζογραφίας του 20ού αιώνα, το απόλυτο σχέδιο. Είναι ακόμη ο μεγάλος ύμνος στη γραφή και σε όσα την ορίζουν. Ο Τζόις ελέγχει το υλικό του με απαράμιλλη μαεστρία καταφέρνοντας να ενσωματώσει στη δική του αφηγηματική τεχνική, που την αποκαλούμε σήμερα εσωτερικό μονόλογο, όλες τις υφιστάμενες μορφές της - και ταυτοχρόνως να τις αλλάξει».
Γι' αυτό άλλωστε, μετά από τόσα χρόνια, οι αναγνώστες ανακαλύπτουν ακόμη καινούργιες πτυχές του.
(Δημοσιεύτηκε στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ 7-5-1995)