Το μυθιστόρημα «Σταθμός Έντεκα» της Emily St. John Mandel (των εκδόσεων Ίκαρος σε μετάφραση Βάσιας Τζανακάρη) σε πρώτο επίπεδο θα μπορούσαμε να το κατατάξουμε στα μετα-αποκαλυπτικά του είδους της επιστημονικής φαντασίας, αφού διαδραματίζεται ως επί το πλείστον σε έναν κατεστραμμένο Καναδά, σε μια γη που δεν έχει καμία σχέση με αυτή που γνωρίζουμε. Σε δεύτερο επίπεδο όμως, το μυθιστόρημα είναι μια ελεγεία για την Τέχνη και τη διαχρονικότητά της, για τους δημιουργούς και τους καλλιτέχνες και την «τρέλα» τους, που σημαδεύει τον πολιτισμό μας και επιβιώνει όχι μόνον μέσα από τη μνήμη των ανθρώπων, αλλά και μέσα από κάθε αντικείμενο που σε φυσιολογικούς καιρούς θεωρείται «ασήμαντο» ή «αυτονόητο» ως ύπαρξη.
Το μυθιστόρημα, ξεκινάει με μια παράσταση του Βασιλιά Ληρ, που δίνεται κατά τη διάρκεια μιας χιονισμένης νύχτας στο Τορόντο του Καναδά, όπου ο ηθοποιός που τον υποδύεται ο Άρθουρ Λιάντερ, παθαίνει καρδιακή προσβολή. Τότε, ο Τζίβαν Σόντρι, ένας νεαρός παπαράτσι που σπουδάζει νοσηλευτική και βρίσκεται στο κοινό σπεύδει να βοηθήσει, υπό το βλέμμα μιας οχτάχρονης ηθοποιού, της Κίρστεν Ρεϊμόντ. Όμως παρά τις προσπάθειές του, ο ηθοποιός καταλήγει νεκρός. Ο Τζίβαν γυρίζει σπίτι διασχίζοντας το χιονισμένο Τορόντο και πληροφορείται ότι έχει ξεσπάσει μια θανατηφόρα γρίπη που εξαπλώνεται ραγδαία. Αποφασίζει, έτσι, να οχυρωθεί στο διαμέρισμα του αδερφού του, σε ένα ουρανοξύστη.