Ένα μυθιστόρημα ποταμός, ένας συνδυασμός πολλών ιστοριών, μια σειρά από νουβέλες, που προς το τέλος συγκλίνουν και αφού προηγουμένως περνούν από διακυμάνσεις, είναι το «Πόλη στις φλόγες» (εκδ. Κέδρος) που δυσκολεύτηκα να ολοκληρώσω, αλλά το πέτυχα.
Στις 1.040 σελίδες του μυθιστορήματος του Garth Risk Hallberg, παρελαύνουν πολλά και ποικίλα πρόσωπα, κάτοικοι της Νέας Υόρκης, της πόλης που έχει χαρακτηρισθεί «το μεγάλο χωνευτήρι» πολιτισμών, νοοτροπιών και ανθρώπινων χαρακτήρων, της πόλης «μωσαϊκό». Όλα αυτά τα πρόσωπα φαίνονται να έχουν σχέση με την Σαμάνθα Τσιτσάρο, μια κοπέλα, την οποία ο Μέρσερ Γκούντμαν, ένας Αφροαμερικανός καθηγητής (που ονειρεύεται να γράψει ένα Μεγάλο Αμερικανικό Μυθιστόρημα), τη βρίσκει πεσμένη και αιμόφυρτη ανάμεσα στους θάμνους του Σέντραλ Παρκ την παραμονή της πρωτοχρονιάς καθώς πλησιάζουν μεσάνυχτα και τα πυροτεχνήματα φωτίζουν τον ουρανό της Νέας Υόρκης.
Η Σαμάνθα Τσιτσάρο είναι μια νεαρή κοπέλα που έχει αφιερώσει τη ζωή της στην τέχνη και στο πανκ-ροκ. Τι είναι αυτό όμως που συνδέει τον Μέρσερ και την Σαμάνθα με ένα άλλο πρόσωπου (του οποίου την ιστορία διαβάζουμε από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο), τον καταραμένο καλλιτέχνη Γουίλιαμ και τη μετρημένη Ρέιγκαν με τον ταραχώδη εσωτερικό κόσμο, που ταυτόχρονα είναι κληρονόμοι της αμύθητης περιουσίας της οικογένειας Χάμιλτον-Σουίνι; Ενώ προσπαθείς να βρεις τις απαντήσεις, προκύπτουν και άλλα ερωτήματα, όπως ποια μυστικά κρύβουν ο Κιθ, ο γοητευτικός σύζυγος της Ρέιγκαν, με την οποία βρίσκεται σε διάσταση και ο νεαρός Τσάρλι, ο καλύτερος φίλος της Σαμάνθα, που ήταν κρυφά ερωτευμένος μαζί της;
Παράλληλα, παρακολουθούμε το δημοσιογράφο Ρίτσαρντ Γκρόσκοφ και το ντετέκτιβ της αστυνομίας της Νέας Υόρκης, Λάρι Πουλάσκι, να προσπαθούν να ανακαλύψουν τον ένοχο που πυροβόλησε την Σαμάνθα και όλα αυτά από την παραμονή της πρωτοχρονιάς, ως το περίφημο μπλακ άουτ που θα βυθίσει τη Νέα Υόρκη στο σκοτάδι, τον Ιούλιο του 1977. Μια χρονική περίοδο κατά την οποία, θα συμβούν τόσα που ξεχνάς, πως ήταν οι χαρακτήρες του βιβλίου και πως εξελίχθηκαν μέχρι το τέλος. Και όπως λέει και η φράση κλισέ: «Κανείς τους πια δεν είναι ο ίδιος».
Στην αφήγηση στην οποία συμβάλλει θετικά η μετάφραση του Γιώργου Κυριαζή, και η οποία χωρίζεται σε επτά μέρη, όπως προανέφερα στην εισαγωγή, παρεμβάλλονται σελίδες με φωτοαντίγραφα από ένα χειροποίητο φανζίν περιοδικό, χειρόγραφες επιστολές, καθώς και σελίδες από ένα δακτυλογραφημένο κείμενο με λεκέδες από ουίσκι.
Πρέπει να επισημάνω ότι το βιβλίο είναι πολύ προσεγμένο όχι μόνο ως προς το κείμενό του, αλλά και συνολικότερα, εκδοτικά.