Αν σας αρέσει ο κινηματογράφος και έχετε στη βιβλιοθήκη σας βιβλία γι' αυτόν, τότε δεν πρέπει να λείπει από τα ράφια της και το τελευταίο βιβλίο «Κινηματογραφικοί δημιουργοί» (των εκδόσεων Αιγόκερως) του Θόδωρου Σούμα, δημοσιογράφου και κριτικού κινηματογράφου.
Το βιβλίο περιλαμβάνει ένα πανόραμα σημαντικών σκηνοθετών μεταξύ των χωρών με ανεπτυγμένη κινηματογραφία, ευρωπαϊκών, αμερικάνικων και ασιατικών. Περιέχει κείμενα για το ευρωπαϊκό σινεμά ανά χώρα παραγωγής: από τη Γερμανία (Φριτς Λανγκ, Ζίμπερμπεργκ, Χάνεκε), τη Γαλλία (Φρανζί, Ριβέτ, Κρις Μαρκέρ, Μπενουά Ζακό, Ασαγιάς, Α. Κεσίς), την Ισπανία (Μπουνιουέλ, Ρουίζ και Πάμπλο Λαραΐν), την Ιταλία (Αντονιόνι, Ταβιάνι, Μπελόκιο και Μορέτι), τη Δανία (του Φον Τρίερ και της Ελ-Τούκι) και της ανατολικής Ευρώπης (Γιάντσο, Ζανούσι, Ταρκόφσκι, Μουντρουτσό).
Ακολουθεί ένα μεγάλο κεφάλαιο για το ελληνικό σινεμά, με τους Αγγελόπουλο, Τσιώλη και Γαβρά, και μια ενότητα για τους σύγχρονους Έλληνες σκηνοθέτες, Λάνθιμο, Οικονομίδη, Γιάνναρη, Γραμματικό, Μπουλμέτη, Κούτρα, Αθανίτη, Μαλέα, Χούρσογλου, Γκορίτσα, Τσίτο, Φραντζή, Τσαγγάρη, Κορνήλιο, Αγγ. Αντωνίου, Τζουμέρκα, κ.ά.
Υπάρχει ένα μεγάλο τμήμα για το αμερικανικό και το αγγλικό σινεμά (Χίτσκοκ, Πρέμινγκερ, Κιούμπρικ, Ντε Πάλμα, Ίστγουντ, Μάλικ, Ντ. Λιντς, Κοέν, Σπάικ Λι, Λινκλέιτερ, Ταραντίνο, Φίντσερ, Μπάρι Τζένκινς, Εγκογιάν, κ.ά.), καθώς και το Βρετανικό (Νόλαν, Μπούρμαν, Μάικ Λι και Μέντες).
Το βιβλίο κλείνει με τον κινηματογράφο της ανατολικής Ασίας, τον ιαπωνικό και τον κινεζικό (Ζία Ζανγκέ και Χου Μπο).
Ο Θόδωρος Σούμας έχει εκδώσει μέχρι σήμερα πέντε βιβλία για τον κινηματογράφο (εκδ. Αιγόκερως), μια συλλογή διηγημάτων (εκδ. Απόπειρα) και πιο πρόσφατα τη νουβέλα «Το ημερολόγιο ενός αδέξιου εραστή» (εκδ. Βακχικόν). Επίσης, έχει δημοσιεύσει μεγάλο αριθμό κινηματογραφικών άρθρων σε περιοδικά και sites, κυρίως κινηματογραφικά.
Παραθέτω ένα απόσπασμα από το βιβλίο, για το φιλμ «1917» του Σαμ Μέντες για να σχηματίσετε μια ιδέα πάνω στις γνώσεις και το στυλ γραφής του συγγραφέα:
«Το 1917, μια αγγλικοαμερικάνικη παραγωγή, που αναφέρεται στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, αποτελεί μια από τις κορυφαίες ταινίες του Άγγλου Σαμ Μέντες. Πρόσφατα γύρισε τα δύο τελευταία, ζοφερά, αδρά και ψυχογραφικά, πετυχημένα φιλμ του Τζέιμς Μποντ με τον Ντάνιελ Γκρεγκ, Skyfall (2011) και Spectre (2015). Στις κορυφαίες του ταινίες συνυπολογίζουμε την πρώτη, ευφορική και διασκεδαστική, υπαρξιακή και ερωτική, μεγάλου μήκους μυθοπλασία του, American beauty (1999), καθώς επίσης την τέταρτη ταινία του, Ο δρόμος της επανάστασης (Revolutionary road, 2008), με το εξαίσιο ζευγάρι Κέιτ Γουίνσλετ – Λεονάρντο ντι Κάπριο.
Το 1917 είναι ένα φιλμ το οποίο ξεφεύγει οπωσδήποτε από την αισθητική, το ύφος και την άποψη των κλασικών, ηρωικών κι επικών, πολεμικών ταινιών δράσης των μετρ του είδους στο κλασικό Χόλιγουντ, Ντμίτρικ, Χοκς, Μαϊλστόουν, Φούλερ, Άλαν Ντουάν, κ.α., διότι η στυλιστική προσέγγιση του Μέντες κατάγεται από το νέο Χόλιγουντ των δεκαετιών του '70 και '80 και τους δημιουργούς του, Κόπολα, Όλιβερ Στόουν και πρώτα απ' όλα τον Σπίλμπεργκ της Διάσωσης του στρατιώτη Ράιαν (1998), με την οποία ταιριάζει θεματικά. Με τα παραπάνω εννοούμε πως, όπως οι σκηνοθέτες – δημιουργοί του νέου κι ανανεωμένου αμερικάνικου σινεμά του '70 και του '80, ο Μέντες πρωτοτυπεί αναφορικά με τη φόρμα και την αισθητική του. (Επίσης, δεν βρίσκεται μακριά από τις Σημαίες των προγόνων μας, 2006, του Κλιντ Ίστγουντ ή τη Δουνκέρκη,2017, του Νόλαν).
Στο πρώτο πλάνο, προέχει και κυριαρχεί η αλληλεγγύη μεταξύ των συμπολεμιστών και φίλων, ο αγώνας για την επιβίωση και ταυτοχρόνως τη βοήθεια προς τον σύντροφο, η ανθρωπιά, το θάρρος, η συμπόνοια, η φιλία κι η αψηφισιά των κινδύνων, ο ηρωισμός ακολουθεί. Οι εικόνες των σκοτωμένων στις μάχες, των θανάτων και των απροσδόκητων συγκρούσεων, ακόμη και σώμα με σώμα, με επίδικο τη ζωή του στρατιώτη, μας κάνουν να ανατριχιάζουμε. Ο θάνατος καραδοκεί για όλους και κάποια στιγμή θα σε περιμένει απροειδοποίητα στη γωνία. Το 1917 ζωντανεύει μπροστά μας τη φρίκη, τις σφαγές, το χάος και τον παραλογισμό του πολέμου, που τους διασχίζουν δυο νέοι με την ανθρωπιστική αποστολή της διάσωσης των συμπολεμιστών τους από μια μάταιη, εκ των προτέρων χαμένη μάχη. Η ταινία των Μέντες, Ντίκινσον και σία, είναι ένα ανάγλυφο και παραστατικό, πολεμικό αντιπολεμικό φιλμ (ή αντιπολεμικό πολεμικό φιλμ)
Η ιστορία είναι απλή και βασίζεται σε αφηγήσεις περιστατικών από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, του παππού του Σαμ Μέντες, ο οποίος είχε επιφορτισθεί με δύσκολες κι επικίνδυνες μεταφορές μηνυμάτων: Δυο νεαροί, αναλώσιμοι στρατιώτες παίρνουν διαταγή από τον στρατηγό τους να παραδώσουν, το γρηγορότερο δυνατόν, το μήνυμα της ακύρωσης της επίθεσης του αγγλικού στρατού σε μια τοποθεσία της Γαλλίας, γιατί οι Γερμανοί τους έχουν στήσει παγίδα και τους περιμένουν. Στο αγγλικό σύνταγμα που θα επιτεθεί, υπηρετεί ο μεγάλος αδελφός του ενός στρατιώτη. Οι δυο νέοι στρατιώτες σπεύδουν με αυταπάρνηση, μέσα από την εμπόλεμη ζώνη, αψηφώντας τον εχθρό και τους τεράστιους κινδύνους, να παραδώσουν το σύνθημα της αναδίπλωσης, με στόχο να σώσουν τους συμπατριώτες τους, επιβιώνοντας οι ίδιοι, σε μια σχεδόν ακατόρθωτη αποστολή.
Η ιδιαιτερότητα του επικού και ταυτοχρόνως ποιητικού 1917 έγκειται κυρίως στη σκηνοθετική φόρμα του, στα εκπληκτικά, μακριά σε διάρκεια, μονοπλάνα με την κάμερα κινούμενη, στο steadicam, σε διάφορες, ιδιόμορφες και δύσκολες χρήσεις του, σε συνδυασμό με την εκπληκτική φωτογραφία του βραβευμένου Ρότζερ Ντίκινς, η οποία από ένα σημείο κι έπειτα παίρνει διαστάσεις εκπληκτικού έργου, με παράξενα χρώματα και εικόνες, ημερήσιες ή νυχτερινές, εντυπωσιακές και εφιαλτικές. Γυρισμένες σε σπουδαία σκηνικά, επιμελώς φτιαγμένα κι οικοδομημένα, με εικαστικές παραμέτρους, που άλλοτε υπενθυμίζουν την κατασκευή τους (τα γερμανικά χαρακώματα με τα επιμελώς τοποθετημένα σακιά, μπορεί να μοιάζουν με εγκαταστάσεις του Κουνέλη) και άλλοτε μας δυναμιτίζουν το μυαλό με φανταστικές, αποκαλυπτικές εικόνες (στην έρημη, σκοτεινή και πορτοκαλιά νεκρόπολη, εικόνες που λες και προέρχονται από την κόλαση του Δάντη). Μας θαμπώνουν όμως και τα εξωτερικά τοπία κι η φωτογράφισή τους, καθώς και η δράση ή οι ανεξάντλητες πορείες μέσα στην αναταραχή και το κομφούζιο του πολέμου. Παρακολουθούμε τον τρομακτικό αγώνα δρόμου των δυο νεαρών στρατιωτών με την ψυχή στο στόμα, σε παράξενα χαρακώματα, άλλοτε καφετιά και άλλοτε κάτασπρα, σε λαγούμια, μέσα στις λάσπες ή ανάμεσα στους αρουραίους, σε πεδία της μάχης σπαρμένα με σαπισμένα ή αιματοβαμμένα πτώματα, σε φωτεινά χωράφια ή ερείπια χωριών κι αγροκτημάτων, σε υπόγειες παγίδες, σε σκοτάδια, σε δάση και ποταμούς. Τα μεγάλα μονοπλάνα (πλαν-σεκάνς) κρύβουν τρομερή ακρίβεια και επιδεξιότητα, με στιβαρό ρυθμό (που θα ήταν θετικό να υπήρχε στον Αγγελόπουλο, ο οποίος δείχνει να υπάρχει κάπου στην κινηματογράφηση του Μέντες, όπως και ο Σπίλμπεργκ του Στρατιώτη Ράιαν και οι επιφανείς Άγγλοι σκηνοθέτες, Ντέιβιντ Λιν και Ατένμπορο, του πολεμικού είδους).»