«Τα βατράχια», «Τυφλά ψάρια» και «Τοξικά μάτια» είναι οι τίτλοι των μυθιστορημάτων της τριλογίας «Σκοτεινά νερά» (εκδόσεις BELL) του συγγραφέα Δημήτρη Σίμου, ο οποίος τον Ιανουάριο του 2016 έγινε δεκτός στην Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας, ως ένα από τα νεαρότερα μέλη της. Και στα τρία κεντρικός ήρωας είναι ο αστυνόμος Καπετάνος, ένας βασανισμένος άντρας. Χωρισμένος από την Ελένη μια γυναίκα που ασχολείται με τη ζωγραφικής της και μια μικρή κόρη, τη Νίκη για την οποία η δασκάλα πρότεινε να την πάνε σε ψυχολόγο, η οποία ψυχολόγος συνέστησε το ζευγάρι να συναντιέται τακτικά και να τρώνε παρέα «όπως παλιά». Παλιά όμως υπήρχε και ένα αληθινό πάθος στη σχέση του ζευγαριού. Τώρα; Τώρα τίποτα.
Έτσι ο Καπετάνος, ζει με τους εφιάλτες του και το ποτό σε μια πολυκατοικία «ο Θεός να την κάνει» και αναλαμβάνει την πρώτη του –μετά την κρίση που πέρασε για το διαζύγιο- υπόθεση για μια δεκατετράχρονη μαθήτρια που ανασύρθηκε νεκρή από τα παγωμένα νερά του Ευβοϊκού.
Ο Καπετάνος, εκτός από το παρελθόν που τον βασανίζει, έχει να αντιμετωπίσει τον προϊστάμενό του της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ευβοίας, στον οποίο πρέπει να αποδείξει ότι ακόμα είναι ικανός καθώς και τον άσχημο χειμωνιάτικο καιρό, που επιδεινώνεται λόγω της παραθαλάσσιας τοποθεσίας.
Προσωπικοί δαίμονες, αμφιβολίες του αρχηγού και βροχερός καιρός με υγρασία είναι στοιχεία που τον κάνουν να πίνει σε κάθε ευκαιρία. Τον καθιστούν όμως νηφάλιο για την επίλυση των υποθέσεων.
Οι περιγραφές του Δημήτρη Σίμου και η ατμόσφαιρα εν γένει μου έφεραν στο νου, τις νεονουάρ περιπέτειες του Κουρτ Βαλάντερ. Ευτυχώς τα τοπωνύμια και η ελληνική νοοτροπία που είναι διάχυτη σε όλους τους χαρακτήρες (αστυνομικούς, πολίτες, μικροκακοποιούς και μαφιόζους) και των τριών μυθιστορημάτων, είναι μερικά από τα στοιχεία που με επανέφεραν στα οικεία και στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
Έκλεισα την τριλογία ευχαριστημένος, τόσο από τον αφηγηματικό ρυθμό, όσο και από το γεγονός ότι συνάντησα δομικά ολοκληρωμένους χαρακτήρες, που πατάνε γερά στην ελληνική νοοτροπία και επικαιρότητα.
Έτσι ο Καπετάνος, ζει με τους εφιάλτες του και το ποτό σε μια πολυκατοικία «ο Θεός να την κάνει» και αναλαμβάνει την πρώτη του –μετά την κρίση που πέρασε για το διαζύγιο- υπόθεση για μια δεκατετράχρονη μαθήτρια που ανασύρθηκε νεκρή από τα παγωμένα νερά του Ευβοϊκού.
Ο Καπετάνος, εκτός από το παρελθόν που τον βασανίζει, έχει να αντιμετωπίσει τον προϊστάμενό του της Αστυνομικής Διεύθυνσης Ευβοίας, στον οποίο πρέπει να αποδείξει ότι ακόμα είναι ικανός καθώς και τον άσχημο χειμωνιάτικο καιρό, που επιδεινώνεται λόγω της παραθαλάσσιας τοποθεσίας.
Προσωπικοί δαίμονες, αμφιβολίες του αρχηγού και βροχερός καιρός με υγρασία είναι στοιχεία που τον κάνουν να πίνει σε κάθε ευκαιρία. Τον καθιστούν όμως νηφάλιο για την επίλυση των υποθέσεων.
Οι περιγραφές του Δημήτρη Σίμου και η ατμόσφαιρα εν γένει μου έφεραν στο νου, τις νεονουάρ περιπέτειες του Κουρτ Βαλάντερ. Ευτυχώς τα τοπωνύμια και η ελληνική νοοτροπία που είναι διάχυτη σε όλους τους χαρακτήρες (αστυνομικούς, πολίτες, μικροκακοποιούς και μαφιόζους) και των τριών μυθιστορημάτων, είναι μερικά από τα στοιχεία που με επανέφεραν στα οικεία και στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
Έκλεισα την τριλογία ευχαριστημένος, τόσο από τον αφηγηματικό ρυθμό, όσο και από το γεγονός ότι συνάντησα δομικά ολοκληρωμένους χαρακτήρες, που πατάνε γερά στην ελληνική νοοτροπία και επικαιρότητα.