Είναι μια ωραία καθημερινή μέρα του τρίτου δεκαήμερου του Αυγούστου και έχουμε πάει νωρίς το πρωί στο Κάτω Σούλι Μαραθώνα σε οργανωμένη παραλία με αραιωμένες ομπρέλες και ξαπλώστρες, χτενισμένη άμμο για να μην έχει πέτρες, ξύλα, καπάκια, πλαστικά ποτηράκια, καλαμάκια και συναφή και έχουμε πιάσει την πιο ακριανή ομπρέλα, από την οποία και προς τα δεξιά της βρίσκεται η «άγονη γραμμή» με όλα εκείνα τα στοιχεία που σας προανέφερα, αφού εκεί μπορεί να πάει ο καθένας να στήσει την ομπρέλα του, τις πολυθρόνες του, την ψάθα του και φεύγοντας να μη μαζέψει τίποτα. Ελεύθερη παραλία είναι, ό,τι θέλουμε κάνουμε.Έχουμε ξαπλώσει, έχοντας τακτοποιήσει τα υπάρχοντά μας και απολαμβάνουμε την ηρεμία της θάλασσας και το απαλό αεράκι. Από αριστερά μας, έρχεται νεαρή κοπέλα με κοντό παντελόνι, πουκάμισο δεμένο κόμπο πάνω από τον αφαλό και σνίκερς σφιχτοδεμένα στα πόδια για να μπορεί να περπατάει άνετα στην άμμο. Φοράει διάφανη τεράστια ζελατίνα στο πρόσωπό της, ώστε να τη βλέπουμε και η αναπνοή της να μην σπέρνει τον πανικό των ημερών.
«Καλημέρα, τι θα πάρετε;» Παραγγέλλουμε τους καθιερωμένους καφέδες και για τοστ επιφυλασσόμαστε να πάρουμε μετά το μπάνιο μαζί με δυο μπουκαλάκια νερό. Μικροαπολαύσεις της ζωής. «Ευχαριστούμε κορίτσι μου». «Εγώ σας ευχαριστώ» και μετά ξάπλα πάλι, με συντροφιά τους ήχους της ρέγκε μουσικής, του κύματος και των τζιτζικιών.
Δεν περνάει λίγη ώρα και την ησυχία σπάζουν κραυγές από τη μεριά της θάλασσας. Ανοίγω τα μάτια και στρέφω το κεφάλι μου προς την ελεύθερη παραλία. Ένα φουσκωτό πλησιάζει με καμιά 15αριά πρόσφυγες που φωνάζουν χειρονομώντας προς την ακτή. Αναστατώνομαι. Πίσω ακολουθεί άλλο φουσκωτό με κάποιους που στοχεύουν στο πρώτο. Από το μπροστινό μερικοί βουτούν στη θάλασσα και κολυμπούν, κάποιους τους σπρώχνει ο διακινητής(;) και πέφτουν κλαίγοντας επειδή δεν ξέρουν κολύμπι και τέλος μια γυναίκα τον εκλιπαρεί να μη την πετάξει στο νερό, αλλά ο βάρβαρος τη ρίχνει και στρίβει το φουσκωτό προς τα ανοικτά εγκαταλείποντάς τους. «Δεν μπορεί. Ταινία γυρίζουν» λέω στην Αθηνά και είχα δίκιο. Η φωτογραφία είναι από την επανάληψη της σκηνής. (Δημοσιεύτηκε 5/9/2020 στην έντυπη Αμαρυσία)
«Καλημέρα, τι θα πάρετε;» Παραγγέλλουμε τους καθιερωμένους καφέδες και για τοστ επιφυλασσόμαστε να πάρουμε μετά το μπάνιο μαζί με δυο μπουκαλάκια νερό. Μικροαπολαύσεις της ζωής. «Ευχαριστούμε κορίτσι μου». «Εγώ σας ευχαριστώ» και μετά ξάπλα πάλι, με συντροφιά τους ήχους της ρέγκε μουσικής, του κύματος και των τζιτζικιών.
Δεν περνάει λίγη ώρα και την ησυχία σπάζουν κραυγές από τη μεριά της θάλασσας. Ανοίγω τα μάτια και στρέφω το κεφάλι μου προς την ελεύθερη παραλία. Ένα φουσκωτό πλησιάζει με καμιά 15αριά πρόσφυγες που φωνάζουν χειρονομώντας προς την ακτή. Αναστατώνομαι. Πίσω ακολουθεί άλλο φουσκωτό με κάποιους που στοχεύουν στο πρώτο. Από το μπροστινό μερικοί βουτούν στη θάλασσα και κολυμπούν, κάποιους τους σπρώχνει ο διακινητής(;) και πέφτουν κλαίγοντας επειδή δεν ξέρουν κολύμπι και τέλος μια γυναίκα τον εκλιπαρεί να μη την πετάξει στο νερό, αλλά ο βάρβαρος τη ρίχνει και στρίβει το φουσκωτό προς τα ανοικτά εγκαταλείποντάς τους. «Δεν μπορεί. Ταινία γυρίζουν» λέω στην Αθηνά και είχα δίκιο. Η φωτογραφία είναι από την επανάληψη της σκηνής. (Δημοσιεύτηκε 5/9/2020 στην έντυπη Αμαρυσία)