Τη Μεγάλη Εβδομάδα, τις ώρες που δεν συνέπιπταν με τις Ακολουθίες των Παθών, διάβασα το «Η γυναίκα στην καμπίνα 10» της Ruth Ware και πραγματικά το χάρηκα. Είχα καιρό να διαβάσω τέτοιο θρίλερ, που μου έφερε στο μυαλό παλιές καλές ταινίες του Χίτσκοκ με ανυποψίαστους ανθρώπους να μπλέκουν σε καταστάσεις έξω και πέρα από τις δυνάμεις τους και να μη μπορούν να βγάλουν άκρη. Πιο συγκεκριμένα θυμήθηκα το φιλμ «Η κυρία εξαφανίζεται» (Lady vanishes), στο οποίο η ηρωίδα γνωρίζει μια κυρία στο τρένο και κάνουν παρέα.
Κάποια στιγμή όμως η πρωταγωνίστρια σηκώνεται από το κάθισμά της για κάποια ανάγκη και όταν επιστρέφει, διαπιστώνει ότι η κυρία λείπει χωρίς το τρένο να έχει κάνει κάποια στάση. Αρχίζει να την αναζητά, αλλά όλοι οι συνεπιβάτες στο κουπέ τη διαβεβαιώνουν ότι τέτοια κυρία δεν υπάρχει, «πάντα ήσασταν μόνη σας», «δεν σας είδαμε να μιλάτε με κάποια κυρία» και ούτω καθεξής μέχρι που τρελαίνεται η κοπέλα και πρέπει να αποδείξει ότι η κυρία υπήρχε και εξαφανίστηκε μυστηριωδώς.
Στο μυθιστόρημα της Ρουθ Γουέαρ, η Λο Μπλάκλοκ (με όνομα που θυμίζει μάρκα κλειδαριάς) ταξιδεύει με το πολυτελές κρουαζιερόπλοιο Aurora Borealis, που κάνει το παρθενικό του ταξίδι, προκειμένου να βγάλει ρεπορτάζ για το ταξιδιωτικό περιοδικό Velocity στο οποίο εργάζεται ως κειμενογράφος.
Υποτίθεται πως θα ήταν το τέλειο ταξίδι. Ένα ταξίδι «όνειρο ζωής» το οποίο όμως εξελίσσεται σε εφιάλτη. Η Λο (η οποία αρέσκεται να τα τσούζει τακτικά και έχει ζήσει και μια διάρρηξη ενώ κοιμόταν στο σπίτι της λίγο πριν αναχωρήσει με το κρουαζιερόπλοιο) ξυπνάει μέσα στη νύχτα από κάποιο θόρυβο και βλέπει ένα ανθρώπινο σώμα να πέφτει στη θάλασσα από τη διπλανή καμπίνα (τη 10), την οποία είχε επισκεφθεί πριν κοιμηθεί και είχε συνομιλήσει με την κοπέλα που έμενε εκεί.
Τύφλα στο μεθύσι η Λο, την άλλη μέρα διαπιστώνει -και τη διαβεβαιώνουν- ότι κανείς δεν λείπει από το σκάφος. Μάλλον, για την ακρίβεια, κανείς δεν έμενε ποτέ σ’ αυτή την καμπίνα. Κανείς μάλιστα δεν την παίρνει στα σοβαρά διότι όλοι την είχαν δει την προηγουμένη να παραπατάει από τα πολλά ποτά και τις σαμπάνιες.
Ίσως η Λο να τα φαντάστηκε όλα. Αν όμως τα είδε στ’ αλήθεια; Η λογική λέει ότι χωρίς πτώμα, δεν υπάρχει έγκλημα. Χωρίς έγκλημα, δεν υπάρχει δολοφόνος. Η Λο όμως είναι σίγουρη, παρά τις ζαλάδες που τις έχουν δημιουργηθεί από τα ποτά και το κούνημα του πλοίου. Είχε που είχε το τραύμα της από το διαρρήκτη που μπήκε σπίτι της ενώ κοιμόταν, τώρα έχει κι άλλο πρόβλημα: επειδή είναι σίγουρη για την ύπαρξη του δολοφόνου φοβάται ότι μπορεί να είναι το επόμενο θύμα. Και δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγεις από ένα πλοίο στη μέση της θάλασσας.
Η Ρουθ Γουέαρ κτίζει αργά και μεθοδικά το μυστήριο, χωρίζοντας τη δράση σε τρία μεγάλα μέρη του μυθιστορήματος. Στο πρώτο τρίτο, από τις περιγραφές μαθαίνουμε καλά το χαρακτήρα της Λο Μπλάκλοκ (πίνει και αντικαταθλιπτικά), ώστε να μπορέσουμε να δικαιολογήσουμε τις ενέργειές της στο δεύτερο τρίτο του βιβλίου. Σ’ αυτό, περιγράφεται η ζωή της στο κρουαζιερόπλοιο, οι γνωριμίες της και η ατυχία της να την αντιμετωπίζουν ως μια ψυχικά ταλαιπωρημένη γυναίκα, με όσα ισχυρίζεται. Στο τρίτο, επέρχεται η κορύφωση του δράματος που περνά η -συμπαθής πλέον- Λο Μπλάκλοκ. Τι να το κάνεις όμως; Από εδώ και πέρα λες «άξια της τύχης της». Πρέπει να τα βγάλει πέρα μόνη της.
Η Ρουθ Γουέαρ ξέρει να καθηλώνει και να συναρπάζει τον αναγνώστη της. Άλλωστε δεν είναι και το πρώτο της μυθιστόρημα. Έχει προηγηθεί το μοσχοπουλημένο «Βαθιά στο σκοτεινό δάσος», με το οποίο έχει αποδείξει ότι ξέρει να χτίζει ιστορίες μυστηρίου. Με την γυναίκα της καμπίνας 10, θεωρώ ότι έπιασε την κορυφή της. (Εκδόσεις: Κλειδάριθμος, 2017 / Μετάφραση: Γιώργος Μαθόπουλος / Σελίδες: 432)