Τώρα με τη ζέστη που ο κόσμος έχει φύγει και υπάρχει σχετική ησυχία, κατηφορίζω και βλέπω τα πράγματα καθαρότερα. Με ψυχραιμία και με ματιά πιο αντικειμενική. Αλλιώς είναι με πολύ κόσμο και τελείως διαφορετικά με ησυχία.
Αριστερά μου, πάνω στον διάδρομο που έχει κατασκευαστεί με πλακάκια ειδικά για τους τυφλούς, ο μαγαζάτορας έχει βγάλει δύο σκαμπό: ένα για να κάθεται και ένα για το φραπέ του, το κινητό, το κουτί με τα τσιγάρα και τον αναπτήρα του. Λίγο πιο κάτω, στον ίδιο διάδρομο, η λαχειοπώλισσα προσπαθεί να μας πείσει «άλλος για το εκατομμύριο» και ένας μπακάλης έχει βγάλει κομψά τσουβάλια vintage με ξηρούς καρπούς. Δίπλα η μπουτίκ έχει ρούχα, άλλος παραδίπλα κοσμήματα, αλλά ποιος νοιάζεται για τον διπλανό του, σε ελεύθερη χώρα ζούμε, ο καθένας κάνει ό,τι θέλει.
Στον ίδιο διάδρομο ακόμα πιο κάτω, η καφετέρια έχει απλώσει τραπεζοκαθίσματα και ομπρέλες που εκτείνονται σχεδόν μέχρι το μέσο του πεζόδρομου, εκεί που υπήρχε ο υπόγειος φωτισμός, με τα σπασμένα τζάμια, όπου υπάρχουν. Διότι υπάρχουν και σημεία που είναι σκεπασμένα με μεγάλα χαρτόνια, ή λαμαρίνες αφού τα τζάμια που έχουν σπάσει έχουν αφαιρεθεί, με ιδιωτική πρωτοβουλία φαντάζομαι, για να μην πέσει κάποιος μέσα και τσακιστεί.
Απέναντι με τη σειρά: Ο πρώτος έχει βγάλει ταμπέλα – πυραμίδα διαφήμισης του εμπορεύματός του, ο δεύτερος έχει κρεμάσει το ίδιο το εμπόρευμα (τσάντες, τσαντάκια και πορτοφόλια), ο τρίτος έχει απλώσει πανέρι με παντόφλες και σαγιονάρες και φτηνά παπούτσια που τα καίει ο ήλιος, ο τέταρτος έχει μαντήλες, ζώνες, παρεό και τσάντες για την παραλία, ο πέμπτος πλαστικά δοχεία, πλαστικά καθίσματα, ψάθες, καλαμωτά για μπαλκόνια και βεράντες, ανεμιστήρες, και ό,τι άλλο βάζει ο νους σου, ενώ πιο κάτω ο άλλος λαχειοπώλης έχει κρεμάσει τα λαχεία του από κάτι ξύλινα αντικείμενα που ακόμα κανείς δεν έχει καταλάβει τη σκοπιμότητα ύπαρξής τους.
Στη συνέχεια και ενώ έχουν μεσολαβήσει κάτι λιμνούλες χωρίς νερό, άκομψες και βρώμικες, που άλλοτε χρησιμοποιούνται ως καθίσματα και άλλοτε ως χώρος για γλάστρες με φυτά, υπάρχει κι άλλο μπακάλικο με κρεμασμένα λουκάνικα και δίχτυα με σαλιγκάρια και μετά από μια δύο μπουτίκ, ένα χασάπικο που εξελίχθηκε σε φαγάδικο έχει απλώσει μοναστηριακά τραπέζια στην είσοδο για τους πεινασμένους.
Αυτός είναι ο κεντρικός εμπορικός δρόμος του Αμαρουσίου μας, που ο κ. Πατούλης του έκανε βιοκλιματική ανάπλαση, αλλά δυστυχώς μοιάζει σαν να μη φτιάχτηκε ποτέ. Εγκαταλειμμένος και βρώμικος, όπως έλεγε για την πλατεία Αγίας Λαύρας πριν αποφασίσει να την αναπλάσει κι αυτήν, που ήταν σκιερή και δροσερή από εκατοντάδες δέντρα και σήμερα την καίει ο ήλιος, ενώ τα εναπομείναντα δέντρα στηρίζονται σε σιδηροδοκούς να μην πέσουν.
(Από τη μόνιμη στήλη μου στην Αμαρυσία 11/8/2018)