Καλή Ανάσταση και καλό Πάσχα

Τα Πάθη του Χριστού σε peplum movies

29/12/12

Επιχείρηση "Αργώ" (Argo)

Σφιχτοδεμένη περιπέτεια, βασισμένη στη συνταγή «λίγο απ’ όλα». Χιούμορ, αυτοσαρκασμός και σάτιρα του κινηματογραφικού χώρου, έντονη δράση, αγωνία, πολεμική περιπέτεια. Μια ταινία αντάξια του γνωστού παλιού καλού Χόλιγουντ το οποίο σήμερα, βασιζόμενο σε γενναιόδωρους χορηγούς, μεταξύ των οποίων ακόμα και το επίσημο κράτος, που παρέχει στρατιωτικούς συμβούλους και πλούσιο εξοπλισμό (για διαφήμιση των δυνατοτήτων και της υπεροπλίας του), μπορεί να φιλμάρει οτιδήποτε.
Επί του προκειμένου, η ταινία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα και αποτελεί το χρονικό μιας επικίνδυνης αποστολής διάσωσης έξι Αμερικανών και διαδραματίζεται στα παρασκήνια της κρίσης του Ιράν. Μια ιστορία που επί σειρά δεκαετιών δεν είχε φτάσει στην κοινή γνώμη.
Η σκηνοθεσία του Μπεν Άφλεκ πάρα πολύ καλή, το σενάριο χωρίς κενά και οι ερμηνείες εξαιρετικές.
Συνολικά, είναι μια άρτια ταινία, που εξυπηρετεί και την αμερικανική κυβέρνηση. Το πιάσατε το υπονοούμενο…
Υπόθεση: Στις 4 Νοεμβρίου του 1979, καθώς η επανάσταση στο Ιράν φτάνει στην κορύφωσή της, μια ομάδα Ιρανών στρατιωτών εισβάλει στην Αμερικανική πρεσβεία στην Τεχεράνη και κρατά όμηρους 52 Αμερικανούς. Μέσα στον πανικό, έξι Αμερικανοί καταφέρνουν να διαφύγουν και να βρουν καταφύγιο στην κατοικία του Καναδού πρέσβη. Γνωρίζοντας ότι είναι θέμα χρόνου να εντοπιστούν και να θανατωθούν, ο ειδικός «απομακρύνσεων» της CIA Τόνι Μέντεζ (Άφλεκ) καταστρώνει ένα επικίνδυνο σχέδιο προκειμένου να τους φυγαδεύσει με ασφάλεια από την χώρα. Το σχέδιο είναι τόσο παράτολμο που μόνο σε ταινία θα μπορούσε κανείς να το δει.
Σκηνοθεσία: Μπεν Άφλεκ
Με τους: Μπεν Άφλεκ, Άλαν Άρκιν, Μπράιαν Κράνστον, Τζον Γκούντμαν, Τέιλορ Σίλινγκ, Κάιλ Σάντλερ, Βίκτορ Γκάρμπερ, Μάικλ Κάσιντι
Προβάλλεται από 10/1/2013

(Κριτική μου και στο myFilm)

Ανάμεσα σε δυο κόσμους (Upside down)

Πάνω Κόσμο και Κάτω Κόσμο είχαμε και στο «Μητρόπολις» (1925) του Φριτζ Λανγκ, με την αλληγορία των πλούσιων από πάνω και των φτωχών προλετάριων από κάτω, που δούλευαν για τους πλούσιους και τον έρωτα του φτωχού από Κάτω με μια πλούσια από Πάνω. Αλλά εκείνη η ταινία, εκτός από πρωτόλεια, διέθετε και όραμα, και προφητική επιστημονική φαντασία με την κοπέλα-ρομπότ. Μια ταινία-σταθμός για το 1925! Όπως σταθμός ήταν και η επιχρωμάτισή της και ο εμπλουτισμός της με μουσική του Τζιόρτζιο Μόροντερ το 1984. Εκεί να δείτε έγχρωμη φαντασία και αίσθημα με μουσική και φωνές όπως του Φρέντι Μέρκιουρι, του Γιόν Άντερσον και της Μπόνι Τάιλερ, παρά την ιεροσυλία της προς το αρχικό «Μητρόπολις» (για να θυμηθώ και πάλι την ιερόσυλη φετινή «Άννα Καρένινα» του Ράιτ). 
Τούτη ‘δω, όμως; Πώς το παίζει, εκτός από την ειλικρίνεια ότι φέρνει τα πάνω-κάτω (upside down);
Εξηγείται με δυο λόγια: Ιστορία αγάπης, με φόντο ένα απίστευτο σύμπαν (fantasy world), με πασίγνωστα κλισέ και προβλέψιμο τέλος. Συνιστώνται και χαρτομάντιλα.
Υπόθεση: Ο Άνταμ είναι ένας φαινομενικά συνηθισμένος άνθρωπος σε ένα ιδιαίτερα ασυνήθιστο σύμπαν. Ζει ταπεινά προσπαθώντας να βγάλει μια άκρη στη ζωή του, αλλά το ρομαντικό μυαλό του παραμένει κολλημένο σε ένα κορίτσι που γνώρισε μια φορά κι έναν καιρό σε έναν άλλο κόσμο, σε έναν ανεστραμμένο πλούσιο κόσμο που είχε τη δική του βαρύτητα, και ο οποίος βρίσκεται ακριβώς από πάνω, αλλά που κανείς δεν μπορεί να τον πλησιάσει...
Ένα κορίτσι που το έλεγαν Εύα. Το παιδικό τους φλερτ γίνεται ένας ανεκπλήρωτος έρωτας. Όταν όμως θα δει την ενήλικη πια Εύα στην τηλεόραση, τίποτα δεν θα τον εμποδίσει να την ξανακερδίσει. Ούτε καν οι νόμοι της Φυσικής!
Σκηνοθεσία:  Χουάν Ντιέγκο Σολάνας
Mε τους: Κίρστεν Ντανστ, Τζιμ Στέρτζες
Προβάλλεται από 1/1/2013

(Κριτική μου και στο myFilm)

Ο άνθρωπος που γελά (L' homme qui rit)

Το αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Βίκτωρος Ουγκώ στα καλύτερά του. Αυθεντική ατμόσφαιρα, πλαστική φωτογραφία, φροντισμένα κοστούμια και τουλάχιστον μια καταπληκτική ερμηνεία: αυτή του Ζεράρ Ντεπαρντιέ, ο οποίος κρατά όλο το ενδιαφέρον υποδυόμενος τον άξεστο και σαλτιμπάγκο, κατά τους «ευγενείς» της εποχής, που εκμεταλλεύεται ένα σημαδεμένο και δυστυχισμένο νεαρό, αλλά και τον έρωτά του προς μια τυφλή κοπέλα, που την εκμεταλλεύεται κι αυτή.
Η ταινία, όχι μόνον εξυπηρετεί το μήνυμα της «αποδοχής του διαφορετικού», αλλά διατηρεί και τον κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα του μυθιστορήματος, διότι ο Ουγκώ δεν έγραψε απλά ένα μυθιστόρημα για έναν ανεκπλήρωτο έρωτα (του σημαδεμένου και περιθωριακού ανθρώπου που γελά με την τυφλή κοπέλα), αλλά και ένα «κατηγορώ» κατά του κοινωνικο-πολιτικού συστήματος της εποχής εκείνης.
Υπόθεση: Στο Λονδίνο του 18ου αιώνα, ο Γκουίνπλεϊν ένας νεαρός άνδρας με παραμορφωμένο πρόσωπο, το οποίο τον κάνει να φαίνεται ότι χαμογελά συνεχώς, θα ενταχθεί σε έναν περιοδεύοντα θίασο. Το μόνιμα χαραγμένο χαμόγελο, αντικείμενο εκδίκησης από τον βασιλιά, σύντομα θα τον κάνει φίρμα, όμως γι αυτόν το πιο σημαντικό πράγμα είναι ο έρωτας του με την τυφλή Ντία. Σε μια αυστηρά δομημένη κοινωνία με τον λαό εξαθλιωμένο, άβουλο και χωρίς ελπίδα αντίστασης, ο άνθρωπος που γελά, τολμά να παρουσιάσει την τραγικότητα της θέσης του και της τάξης του, να κραυγάσει για την κοινωνική αδικία, αλλά τον καταπίνει το βάραθρο της αναλγησίας των ισχυρών. Βασισμένο στην ομώνυμη νουβέλα του Βίκτωρος Ουγκώ του 1869.
Σκηνοθεσία: Ζαν Πιέρ Αμερί
Mε τους: Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Μαρκ Αντρέ Γκροντίν, Εμανουέλ Σενιέ, Κρίστα Τερέτ
Προβάλλεται από 1/1/2013

(Κριτική μου στο myFilm)

The impossible

Το γεγονός, ότι το σενάριο αυτής της ταινίας, βασίζεται σε πραγματική ιστορία, την κρατάει στα πόδια της. Ταυτόχρονα, όμως είναι και το στοιχείο που την καταδικάζει. Αντιφατικό; Όχι. Για δύο λόγους πάλι. Ο ένας είναι ότι εφόσον γνωρίζουμε από την αρχή ότι μια πενταμελής οικογένεια σώζεται από το τσουνάμι της 26ης Δεκεμβρίου 2004 στην Ταϋλάνδη, παρακολουθούμε την εξέλιξη από περιέργεια, για να δούμε πώς κατάφεραν να επιβιώσουν, ένα αντρόγυνο και τρία ανήλικα αγόρια. Ο άλλος είναι, ότι εφόσον γνωρίζουμε ότι θα σωθούν, γιατί να υποστούμε για άλλη μια φορά το δράμα εκείνης της ημέρας και όλες αυτές τις χειρουργικές επεμβάσεις της μητέρας, που απεικονίζονται σε στυλ splatter-movie, ενώ καλούμαστε να δούμε και τα γνωστά εφέ του τσουναμιού, την ώρα που ο μεγάλος Κλιντ Ίστγουντ στην ταινία του «Η ζωή μετά», παρόλο που διαπραγματευόταν το θέμα του θανάτου και του τι υπάρχει μετά από αυτόν, κατόρθωνε να μας υποβάλλει με τη φυσική καταστροφή, με ένα στυλ ντοκιμαντερίστικο χρησιμοποιώντας –ίσως- και πραγματικές σκηνές από ερασιτεχνικά βίντεο για το τσουνάμι.
Με δυο λόγια: είναι μελόδραμα και οι ευαίσθητοι θεατές ας ετοιμάσουν τα χαρτομάντιλά τους. Δεν είναι φιλμ αξιώσεων, που θα οδηγήσει το θεατή σε αναλύσεις καταστάσεων και χαρακτήρων. Τα εφέ του είναι κλασικά και κλισέ και το μόνο που απομένει είναι οι καλές ερμηνείες με προεξάρχουσα εκείνη του μεγάλου γιου, που ωριμάζει από τη μια στιγμή στην άλλη.
Υπόθεση: Η Μαρία (Ναόμι Γουότς), ο Χένρι (Γιούαν ΜακΓκρέγκορ) και τα τρία τους παιδιά φτάνουν στην Ταιλάνδη για να περάσουν τις χειμερινές τους διακοπές, αναζητώντας λίγες ημέρες ξεγνοιασιάς και ηρεμίας στον τροπικό παράδεισο με τις εξωτικές παραλίες. Την ημέρα της 26ης Δεκεμβρίου και ενώ η οικογένεια απολαμβάνει ένα ηλιόλουστο πρωινό ακριβώς δίπλα στην πισίνα του ξενοδοχείου τους, ένας τρομακτικός θόρυβος αναδύεται από τα έγκατα της γης και διαταράσσει την ηρεμία τους. Δευτερόλεπτα αργότερα, ένας γιγαντιαίος υδάτινος τοίχος θα σαρώσει τα πάντα στο πέρασμά του, θα χωρίσει τα μέλη της οικογένειας δημιουργώντας έναν Γολγοθά για χιλιάδες ανυποψίαστων ανθρώπων! Ανθρώπινες σχέσεις, φόβος, οργή, πάθος, αγανάκτηση και αλληλεγγύη, μπαίνουν στο φιλμ του Χουάν Αντόνιο Μπαγιόνα και δοκιμάζονται σκληρά. 
Σκηνοθεσία: Χουάν Αντόνιο Μπαγιονά
Μμε τους: Γιούαν Μακγκρέγκορ, Ναόμι Γουότς, Τζέραλντιν Τσάπλιν, Τομ Χόλαντ
Προβάλλεται από 1/1/2013

(Κριτική μου και στο myFilm)

Άννα Καρένινα (Anna Karenina)

Κάνει εντύπωση που ένας σκηνοθέτης όπως ο Τζο Ράιτ των ταινιών «Εξιλέωση» και «Περηφάνια και προκατάληψη», τόλμησε να αποδομήσει αυτό το κλασσικό έργο, το οποίο μάλιστα συγκρίνεται με τις ομότιτλες ταινίες του 1933 και του 1948 που είχαν ως πρωταγωνίστριες την Γκρέτα Γκάρμπο και τη Βίβιαν Λι, διότι δεν είχε ανάγκη να «προκαλέσει» για να γίνει διάσημος. 
Επίσης, δεν βγήκε να μας πει ότι θα έκανε μια παραλλαγή του έργου, όπως έκανε ας πούμε ο Μπαζ Λούρμαν με το «Ρωμαίος και Ιουλίετα» (1996), που τοποθέτησε τους ήρωές του στη σύγχρονη εποχή, διατηρώντας τους στίχους του Σαίξπηρ και με δύο φαμίλιες, σχεδόν μαφιόζικες, που χρησιμοποιούσαν μάλιστα και glamorous λιμουζίνες και όπλα. Ή, όπως ο Κάρολ Ριντ έκανε μιούζικαλ το «Όλιβερ Τουίστ» του Καρόλου Ντίκενς, με τίτλο «Όλιβερ» (1968). Να μη φτάσω δε, στο Jesus Christ Superstar (1973) του Νόρμαν Τζούισον. 
Έτσι, η ταινία του Ράιτ φαντάζει περισσότερο με μια –αποτυχημένη- απόπειρα θεατρικής απεικόνισης του εξαιρετικού αυτού δράματος του Λέοντος Τολστόι, στο οποίο οι ηθοποιοί παίζουν υπερβολικά, με στόμφο, σα να βρίσκονται στη σκηνή ενός θεάτρου, την ώρα που τα σκηνικά εναλλάσσονται γύρω τους πάνω σε κινητές βάσεις, ή από τους ίδιους, ή από κομπάρσους που συμμετέχουν στις σκηνές. Δεν σχολιάζεται βέβαια και το γεγονός, ότι ενώ έχει κρατήσει τα ρωσικά ονόματα, τα ντεκόρ και τα κοστούμια θυμίζουν Μεγάλη Βρετανία εποχής 15ου αιώνα.
Υπόθεση: Παντρεμένη με έναν ισχυρό κυβερνητικό παράγοντα, η Άννα Καρένινα ερωτεύεται βαθιά έναν πλούσιο αξιωματικό του στρατού, τον κομψό κόμη Βρόνσκι και προσπαθώντας απεγνωσμένα να βρει την αλήθεια και το νόημα στη ζωή της, αψηφά απερίσκεπτα τις συμβάσεις της ρωσικής κοινωνίας κι εγκαταλείπει το σύζυγο και το γιο της για να ζήσει με τον εραστή της. Ο περίγυρος της την καταδικάζει και την εξοστρακίζει, και η ίδια παθαίνει συχνά κρίσεις ζήλιας που αποξενώνουν τον Βρόνσκι, με αποτέλεσμα να βουλιάζει σιγά σιγά σε μια αδιέξοδη
Σκηνοθεσία: Τζο Ράιτ
Με τους: Κίρα Νάιτλι, Τζουντ Λο, Άαρον Τέιλορ-Τζόνσον, Kέλι ΜακΝτόναλντ, Ντόμναλ Γκλίσον, Μάθιου ΜακΦέιντιεν, Ρουθ Γουίλσον, Έμιλι Γουάτσον, Ολίβια Γουίλιαμς, Αλίσια Βικάντερ
Προβάλλεται από 1/1/2013

(Κριτική μου στο myFilm)

25/12/12

Χρόνια καλά

Ενώ τα Χριστούγεννα είναι η πιο αγαπημένη μου γιορτή, γλυκιά και μελαγχολική, αυτό που δεν μπορώ να δεχθώ, που δεν χωνεύω με τίποτα και αισθάνομαι σαν απροσάρμοστος όταν συμβαίνει, είναι τα ηλιόλουστα Χριστούγεννα, όπως σήμερα. Είναι ένα από τα παιδικά μου τραύματα, ας πούμε. Γεννήθηκα στην οδό Μενάνδρου στην Αθήνα, αλλά βρέθηκα στο Μαρούσι όταν πια άρχισα να καταλαβαίνω τον εαυτό μου και να θυμάμαι. Τα πρώτα μου Χριστούγεννα, λοιπόν, ήταν στο Μαρούσι και χιονισμένα. Είχε αρχίσει να ρίχνει χιονόνερο από τις 20 Δεκεμβρίου, η θερμοκρασία έπεφτε μέρα με τη μέρα, το σπίτι μας (μέναμε με νοίκι), ένα ψηλό αρχοντικό κτισμένο κυρίως με πλίνθους, δεν ζεσταινόταν με τίποτα και για να μην πολυλογώ, ξημερώνοντας Χριστούγεννα η μητέρα μου άνοιξε τα παράθυρα και αντίκρυσα αυτό το απέραντο λευκό μέχρι το ναό της Παναγίας, της οποίας οι καμπάνες μόλις που ακούγονταν, λες και το χιόνι λειτουργούσε ως ηχομονωτικό. Το περπάτημα μέχρι την εκκλησία, που ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μας, ήταν αρκετά δύσκολο, αλλά μου άρεσε με τα πόδια μου να χώνονται μέσα στο αφράτο χιόνι, που ήταν στρωμένο παντού και αυτή η ησυχία με γοήτευε. Υπήρχε μια γαλήνη και ύστερα ήταν οι ψαλμωδίες στο ζεστό ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου. Όλα αυτά λοιπόν, με σημάδεψαν από την πρώτη χρονιά στο Μαρούσι των παιδικών μου χρόνων και με έκαναν απαιτητικό να θέλω λευκά Χριστούγεννα μέχρι σήμερα. Ήρθε όμως το πέρασμα του χρόνου, ο συνωστισμός στο πρώην χωριό και ύστερα η αστικοποίηση, αργότερα το φαινόμενο του θερμοκηπίου και... πάει ο χειμώνας. Σου μένει μια νοσταλγία για την εποχή αυτή που σήμερα... κοστίζει.
Σήμερα, επιστρέφοντας από το ναό του Αγίου Νικολάου, άνοιξα τα  ρολά των παραθύρων, ώστε να μη μπαίνει αντηλιά και να δημιουργείται μια αίσθηση συννεφιάς που απουσιάζει και τώρα που πληκτρολογώ ακούω Galaxy-92 και το Cosmos-93,6 (εναλλάξ) στο compact, να παίζουν χριστουγεννιάτικα τραγούδια, κυρίως ξένα, επί το πλείστον αμερικάνικα. Διότι και αυτά είναι μέρος των παιδικών μου... τραυμάτων. Τι να κάνουμε;
Εύχομαι σε όλους υγεία, που είναι ό,τι πολυτιμότερο έχουμε, διότι όταν υπάρχει αυτή πολλά μπορεί να πετύχει, ο άνθρωπος.
Εύχομαι επίσης, γρήγορα να αναρρώσουμε από την κοινωνική και οικονομική κρίση που μαστίζει την κοινωνία μας και να εκλείψουν όλα αυτά που μας απασχολούν -βασανιστικά- σήμερα.
Χρόνια καλά και πολλά, λοιπόν.

19/12/12

Το μερίδιο των αγγέλων (Angels' Share)

Ο συνειδητοποιημένος και πολιτικοποιημένος βρετανός σκηνοθέτης Κεν Λόουτς, χωρίς να απομακρύνεται από τα λαϊκά στρώματα, τους περιθωριακούς χαρακτήρες και την τάση του να σχολιάζει την κοινωνία, αυτή τη φορά μας ξεναγεί στον κόσμο των θαυμαστών του ουίσκι, με μια φαινομενικά ανάλαφρη ιστορία. Όχι όμως τόσο ανάλαφρη, αφού ο ήρωάς του είναι ένας έξυπνος και σκληρός περιθωριακός, αλλά κατά βάθος καλός και έτοιμος να προσαρμοστεί στο περιβάλλον του.
Έξυπνα δομημένη η ταινία, από τη μια μας δείχνει τις προσπάθειες του νεαρού να ξεφύγει από το ασφυκτικό περιβάλλον του και από την άλλη την σκληρότητα που αντιμετωπίζει όχι μόνον από αυτούς που θέλει να αποφύγει, αλλά και του «τυπικού» σωφρονιστικού συστήματος, που όμως «τη γλιτώνει» εξαιτίας ενός καλόκαρδου σωφρονιστικού υπαλλήλου, που επιτέλους παίρνει στα σοβαρά τις προσπάθειες του ήρωα της ταινίας και τον προτρέπει σε σωστές δράσεις.
Οι πάρα πολύ καλές οι ερμηνείες των νεαρών ηθοποιών όσο και των βετεράνων, το χωρίς χάσματα σενάριο, το λεπτό χιούμορ, οι σωστοί χαρακτήρες και η στρωτή αφήγηση, κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή, που μένει ικανοποιημένος και από τη φωτογραφία, αλλά και τη μουσική.
Ο Κεν Λόουτς αποδεικνύει για άλλη μια φορά το πάθος του για την αρτιότητα.
Υπόθεση: Όταν ο Ronnie, ένας νεαρός από τη Γλασκώβη, αγκαλιάζει για πρώτη φορά το νεογέννητο γιο του Luke, ορκίζεται να του εξασφαλίσει μια καλύτερη μοίρα από τη δική του. Τα πράγματα όμως είναι δύσκολα καθώς ο νεοφώτιστος πατέρας εκτός από καταδικασμένος σε 300 ώρες κοινωνικής εργασίας για διάφορες αξιόποινες πράξεις, είναι εγκλωβισμένος στον κλοιό της ανεργίας και του περιθωρίου. Για καλή του τύχη όμως ανακαλύπτει ότι διαθέτει μια χαρισματική όσφρηση που του επιτρέπει να διακρίνει την υφή και τα αρώματα του ουίσκι κι έτσι του δίνεται η ευκαιρία που ζητούσε για να αλλάξει τη ζωή του.
Σκηνοθεσία:  Κεν Λόουτς
Μμε τους:  Πολ Μπράνιγκαν, Τζον Χένσο, Γκάρι Μέιτλαντ, Τζασμίν Ρίγκινς, Γουίλιαμ Ρουέν, Ρότζερ Άλαμ, Τσάρλι Μακλίν
Προβάλλεται από 20/12/2012

(Κριτική μου στο myFilm)

Παπαδόπουλος και Σια (Papadopoulos & Sons)

Ο μοναδικός γνήσιος Έλληνας, σ’ αυτή την κυπριακή παραγωγή, είναι ο Γιώργος Χωραφάς, που υποδύεται το Σπύρο, τον άσωτο, φτωχό και άξεστο αδερφό του πάμπλουτου Χάρη Παπαδόπουλου, που μέσα σε μια νύχτα χάνει την τεράστια περιουσία του (φούσκα, όπως αποδεικνύεται, αφού την είχε κάνει εκμεταλλευόμενος δάνεια για «ανάπτυξη και παραγωγικότητα», από αυτά που σήμερα οι δανειστές μας τα ζητάνε πίσω).
Η ταινία, εκτός από τις ερμηνείες που είναι αρκετά καλές (με εξαίρεση του δικού μας Γιώργου Χωραφά, που είναι η καλύτερη και πλέον πειστική), δεν προσφέρει παρά ηθικοπλαστικά μηνύματα περί οικογενειακών δεσμών, φιλίας και συντροφικότητας (όλοι είμαστε άνθρωποι, οι πλούσιοι και οι φτωχοί, οι Έλληνες και οι Τούρκοι), αλλά και μαθήματα αυτογνωσίας, αυτοπεποίθησης και αισιοδοξίας απέναντι στις σύγχρονες αντιξοότητες της ζωής.
«Θέλουμε να πούμε στον Έλληνα θεατή, ότι πρέπει να έχει αυτοπεποίθηση στον εαυτό του και τη δημιουργικότητά του και να είναι αισιόδοξος, ώστε να ξεπεράσει την κρίση», όπως δήλωσε στο Myfilm ο Γιώργος Χωραφάς, αμέσως μετά τη δημοσιογραφική προβολή της ταινίας.
Με αργό ρυθμό, υπερβολικό σενάριο, αλλά και αρκετές στιγμές σαρκαστικού χιούμορ, η ταινία προσπαθεί να πιάσει το σφυγμό του νεοέλληνα και άλλοτε  τα καταφέρνει, ενώ άλλοτε όχι. Εκτός από τη μεσογειακή φυσιογνωμία του Γιώργου Χωραφά, το μοναδικό άλλο στοιχείο που παραπέμπει στους Έλληνες είναι η χρήση πολλών ελληνικών τραγουδιών, άλλοτε στην αρχική τους εκτέλεση και άλλοτε από «cd για τουρίστες».
Υπόθεση: Ο αυτοδημιούργητος, Χάρης Παπαδόπουλος τα έχει όλα: μια έπαυλη, βραβεία και ένα υπέρ-πλούσιο τρόπο ζωής. Όταν όμως η οικονομική κρίση χτύπησε, ο Χάρης και η οικογένειά του τα χάνουν όλα! Όλα εκτός από ένα αδρανές και ξεχασμένο κατάστημα Fish & Chip “Ta Τρία Αδέλφια”, που έχει εξ’ αδιαιρέτου με τον, αποξενωμένο εδώ και χρόνια από την οικογένεια, αδελφό του, Σπύρο. Μην έχοντας άλλη εναλλακτική, ο Χάρης και η οικογένειά του αναγκάζονται να πάρουν τις βαλίτσες τους και απρόθυμα, πάνε να μείνουν με τον ‘Θείο Σπύρο’, πάνω από το εγκαταλελειμμένο εστιατόριο «Τα Τρία Αδέλφια». Όλοι μαζί πια, ξεκινάνε να αναστήσουν το εστιατόριο, κάτω από το ύποπτο βλέμμα του παλαιού τους αντίπαλου από το απέναντι Τούρκικο κεμπάπ μαγαζί, του Χασάν, του οποίου ο γιος έχει μάτια μόνο για την κόρη του Χάρη, την Κέιτι. Καθώς κάθε μέλος της οικογένειας αρχίζει να συμφιλιώνεται με την νέα τους ζωή, ο Χάρης προσπαθεί να ξανακερδίσει την παλιά του αυτοκρατορία. Όμως, καθώς το εστιατόριο επανέρχεται στην ζωή, παλιές αναμνήσεις έρχονται στην επιφάνεια και ο Χάρης ανακαλύπτει ότι η πραγματική ευτυχία είναι η χαρά που σου δίνουν τα μικρά πράγματα...
Σκηνοθεσία: Μάρκου Μάρκου
Με τους:
Στήβεν Ντιλέιν, Τζώρτζια Γκρουμ, Εντ Στόπαρντ, Γιώργος Χωραφάς, Ρίτσαρντ Ντάρντεν, Τζωρτζίνα Λεονάιντας 
Προβάλλεται από 20/12/2012

(Κριτική μου στο myFilm)

17/12/12

Η ιστορία επαναλαμβάνεται αντίστροφα

Στις 12 Μαρτίου 2012 έγραφα με τίτλο «Υπάρχει όριο» τα εξής:
«Ωραία! Πετάξαν γιαούρτι στον Βενιζέλο ακόμα και εν μέσω συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ. Λίγες μέρες πριν είχαν πετάξει νερά, γιαούρτια, καρέκλες στον Νταλάρα. Προ καιρού προπηλάκισαν άλλους πολιτικούς και εν όψει της Εθνικής Γιορτής της 25ης Μαρτίου, οι "επίσημοι" σκέφτονται να μην εμφανιστούν για να μη γίνουν "θύματα" νέων προπηλακισμών.
Η απορία μου, χωρίς πολλά λόγια και βαρύγδουπες αναλύσεις, είναι: Μέχρι ποίου σημείου θα φτάσει αυτή η ατιμώρητη βία; Διότι, εντάξει, υπάρχει παράπονο και αγανάκτηση και ορισμένοι εκφράζονται με αυτές τις πράξεις. Ποιος όμως θα ορίσει πότε αυτές οι πράξεις αρχίζουν να γίνονται αξιόποινες; Διότι υπάρχουν κάποιοι νόμοι που τις χαρακτηρίζουν αξιόποινες, ως βιαιοπραγίες. Δεν μοιάζουν να εκφράζουν κάποια πολιτική. Αν μένουν ατιμώρητες αυτές οι βιαιοπραγίες, μέχρι πού θα φτάσουν; Το έχει σκεφτεί κανείς; Πριν καιρό χάσαμε τρεις ανθρώπους στη Marfin. Ξεχάστηκε. Κανείς υπεύθυνος. Αύριο τι; Ποιος ορίζει που τελειώνει ο συμβολισμός και αρχίζει ο πόνος;».
Αυτές τις μέρες άγνωστοι επιτέθηκαν σε βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κατήγγειλε ότι του επιτεθηκαν άνθρωποι της Χρυσής Αυγής. Αυτή όμως του έκανε μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση, όταν δε βγήκε ο Βενιζέλος και είπε στο ΣΚΑΪ πως όταν του πέταγαν γιαούρτια, ο ΣΥΡΙΖΑ υποστήριζε ότι εκείνη η βία ήταν «φυσιολογικές εκρήξεις αγανάκτησης» του κόσμου,  εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ απάντησε ότι αυτά είναι υπερβολές του Βενιζέλου.
Η απορία μου, μέχρι ποιου σημείου θα φτάσει η ατιμώρητη βία, παραμένει ακόμα επίκαιρη...

14/12/12

Teddy Bear

Ο Teddy Bear είναι ένα κατοικίδιο, ύψους δύο μέτρων περίπου και βάρους γύρω στα 100 κιλά, συμπαγών μυώνων. Είναι ο Ντένις, ο «μποντιμπιλντεράς», ο οποίος ζει με τη χήρα μητέρα του και σε ηλικία λίγο πριν τα 40, δεν έχει καταφέρει να απογαλακτισθεί. Τη σέβεται και τη φοβάται ταυτόχρονα. Δεν τολμά να της αντιμιλήσει και εκείνη τον «χρησιμοποιεί» σαν το μικρό της αρκουδάκι. Όπως φαίνεται όμως, η μικροκαμωμένη μητέρα του δεν τον έχει και πολύ ανάγκη. Ισχυρός χαρακτήρας, αυταρχική, ξεσπά πάνω του την ισχύ της μάνας και βρίσκει έδαφος στον αδύναμο χαρακτήρα του. Τόσο αδύναμο, που δεν μπορεί να σταυρώσει γυναίκα. Είναι και τεράστιος…
Ακούγοντας όμως ένα θείο του, που βρήκε τη σύντροφο της ζωής του στην Πατάγια της Ταϋλάνδης, λέει ψέματα στην αυταρχική μητέρα του, πως πάει σε διαγωνισμό bodybuilding, πάει στην Ταϋλάνδη και εκεί μακριά από τη σκιά της, κάνει την πρώτη του υπέρβαση. Γνωρίζει τη γυναίκα της ζωής του, επιλέγοντας μέσα από δεκάδες γυναίκες αγοραίου έρωτα και τη φέρνει μαζί του στη Δανία, λέγοντας συνεχώς ψέματα στη μητέρα του.
Ο Ντένις υπήρξε για τον δανό σκηνοθέτη Μαντς Ματίεσεν, μια ταινία μικρού μήκους που είχε εντυπωσιάσει και έτσι την έπλασε πάλι, φτάνοντάς την στα 93 λεπτά. Μια διάρκεια, η οποία δεν κουράζει και μιλά στην ψυχή του θεατή απλά και ειλικρινά, μέσα από τις εκφραστικές σιωπές του γίγαντα Κιμ Κολντ. Αλλά και τι διάλογο μπορεί να περιμένει κανείς από έναν εσωστρεφή και καταπιεσμένο γίγαντα;
Η ταινία δημιούργησε αίσθηση στο περσινό φεστιβάλ του Σάντανς, όπου τιμήθηκε με το Βραβείo Σκηνοθεσίας, στην ενότητα «Παγκόσμιο Σινεμά» και θεωρώ όχι άδικα. Είναι τρυφερή και συγκινητική, χωρίς υπερβολές και ο πρωταγωνιστής γίγαντας, δεν ξέρω αν θα μπορούσε να ερμηνεύσει ένα ρόλο με πολύ διάλογο. Οι σιωπές του πάντως είναι κραυγαλέες και το χαμόγελό του μια αποζημίωση.
Στη χώρα μας, που ακόμα και πριν την οικονομική κρίση, οι νεαροί σπουδαστές/τριες και μη, ζούσαν με τους γονείς τους μέχρι τα 30 και 35 χρόνια τους, αυτή η ταινία σε μερικούς ίσως φανεί αδιάφορη. Στις κοινωνίες της Δύσης και του εύπορου Ευρωπαϊκού βορρά, όμως που τα παιδιά μετά από τα 18 τους ανεξαρτητοποιούνται, αυτή η ταινία αποκτά άλλο ενδιαφέρον και για μας είναι άξια προς παρατήρηση.
Υπόθεση: Ο Ντένις, ένας 38χρονος bodybuilder μένει με την μητέρα του σε κάποιο προάστιο της Κοπεγχάγης και δεν είχε ποτέ του κορίτσι. Όταν ο θείος του παντρεύεται μια Ταϋλανδέζα, αποφασίζει να αναζητήσει την τύχη του ταξιδεύοντας στην Πατάγια, μια που η αγάπη φαντάζει ευκολότερη στην Ταϊλάνδη. Λέει ψέματα στη μητέρα του ότι θα πάει στην Γερμανία, όμως μην έχοντας ταξιδέψει ξανά, παθαίνει πολιτισμικό σοκ φτάνοντας στον προορισμό του. Η αυθάδης συμπεριφορά των κοριτσιών στην Ταϋλάνδη θα καταφέρει καίρια πλήγματα στις πεποιθήσεις του για την αγάπη. Τη στιγμή που είναι έτοιμος να χάσει κάθε ελπίδα, συναντά απροσδόκητα την Τόι.
Σκηνοθεσία: Μαντς Ματιέσεν
Με τους: Κιμ Κολντ, Ελίζαμπεθ Στίνοφ, Λαμεπόρν Σανγκμανί Χουγκάρντ 
Προβάλλεται από 13/12/2012

(Κριτική μου στο myFilm)