8 Νοε 2025

Ο Κρόνος έτρωγε τα παιδιά του, ο Τρόμος γεννάει κι άλλα

Αυτές τις μέρες, κυκλοφορεί η ταινία «Η τελετουργία» (The Surrender), στην οποία κατά τους παραγωγούς «ο τρόμος βρίσκει μια νέα ξεχωριστή φωνή στο σκηνοθετικό ντεμπούτο της Τζούλια Μαξ, που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ South by South-West δημιουργώντας έναν νέο όρο στο είδος: το family horror». Ένας όρος που μου ενέπνευσε τον τίτλο, για τον κινηματογραφικό Τρόμο ο οποίος -σε αντίθεση με τον μυθικό Κρόνο που έτρωγε τα παιδιά του- γεννάει συνεχώς νέα παιδιά-υποείδη, ανάλογα με τα κέφια των σεναριογράφων. 
Διότι, ο τρόμος, φίλες και φίλοι μου, είναι μια ποοολύ πλατιά -από κινηματογραφική άποψη- έννοια. Όσοι είστε οπαδοί αυτού του genre, με καταλαβαίνετε: ο τρόμος  μπορεί να μας τρομάξει, να μας συγκινήσει, ή ακόμα και να μας κάνει να γελάσουμε, αν βλέπουμε παρωδία τύπου Scary Movie. Δεν υπάρχει μια φόρμα, ένας τρόπος για να φοβηθείς. Υπάρχουν πολλοί. Κάπως έτσι, γεννήθηκαν τα υποείδη του horror. Πιστέψτε με, υπάρχουν μικρές παραλλαγές ενός μεγάλου φόβου, φτιαγμένες για να αγγίζουν διαφορετικές χορδές της ψυχής (ή του στομαχιού) μας.
Νομίζω ότι το παλιότερο είδος, υπήρξε αυτό που αποκαλούμε σήμερα gothic horror. Είναι αυτό που φοράει βελούδινη κάπα και μιλάει με ποίηση. Το «Dracula» (1931) του Tod Browning δημιούργησε το είδος και το «Vampyr» (1932) του Carl Theodor Dreyer, ήρθε και ανέβασε το επίπεδο σε vampire horror. Θεωρώ ότι και οι δυο αυτές ταινίες γέννησαν τη ρομαντική πλευρά του τρόμου, με σκοτεινό κάστρο ή γραφικό πανδοχείο, αιώνια αγάπη και συνοδευτικό αίμα.. Μετά από αυτές, ακολούθησαν δεκάδες εκδοχές μέχρι σήμερα. Μη σας κουράζω όμως με τους δράκουλες και τα βαμπίρ από τον Bela Lugosi και τον Christofer Lee μέχρι τον Garry Oldman και τον πιο πρόσφατο Caleb Landry Jones.
Ύστερα, οι παραγωγοί, οι σκηνοθέτες (και οι σεναριογράφοι, που ταξινομούν επιμελώς τα genres) ανακάλυψαν το επακόλουθο των gothic και vampire horror, που το ονόμασαν supernatural. Επακόλουθο, διότι αν το σκεφτείτε καλά, ένας απέθαντος που ζει αιώνες πίνοντας αίμα, δεν είναι και τόσο natural. Άρα; 
Στην υποκατηγορία supernatural horror, λοιπόν, εντάχθηκαν οι δαίμονες και τα πνεύματα, που ενίοτε κάνουν πάρτι σε καταραμένα σπίτια, αν λάβουμε υπόψη «Το πνεύμα του κακού» (Poltergeist, 1982) του Tobe Hooper. Έτσι μ’ αυτό και με κάποια άλλα, φτάσαμε στο σημείο, με την ταινία «Το κάλεσμα» (The Conjuring, 2013) του James Wan, να σκεφτόμαστε ότι ίσως δεν είναι καλή ιδέα να αγοράζεις φτηνό σπίτι με σοφίτα στα προάστεια. Μη σας πω, να μην διαθέτεις καν σπίτι στην εξοχή. Ρωτήστε και το σκύλο σας, ή τον ίντι της ταινίας «Good boy» (2025) του Μπέν Λεόνμπεργκ. Ξέρουν καλύτερα το supernatural.
Πριν από αυτό όμως, μάθαμε το zombie horror με την ταινία «Η νύχτα των ζωντανών νεκρών» (Night of the living dead, 1968) του George Romero, όπου ο τρόμος απόκτησε κοινωνική διάσταση. Το genre αυτό, δεν μίλησε μόνο για ζωντανούς-νεκρούς, αλλά και για τον φόβο του ανθρώπου απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό και για μια κοινωνία που καταρρέει. Ωραία φράση. Παραπέμπει στην αλληγορία. Μιλώντας αλληγορικά λοιπόν, μπορείς να χρησιμοποιήσεις χιλιάδες genres κάτω από το horror. Ας το σκεφτούμε κι αυτό…
Και ξαφνικά (δυνατός ήχος πόρτας που ανοίγει), το 1973 ξεπετάχτηκε το «Καταραμένο σκιάχτρο» (The wicker man) του Robin Hardy, και καθιέρωσε το είδος folk horror, που έχει σχέση με τις φολκλορικές παραδόσεις ενός τόπου (άκουσον, άκουσον!) με παγανιστικές τελετές και χωρίς πολλά σκοτάδια. Εδώ ο τρόμος, μπορεί να προκαλείται μέσα από ανθισμένα λιβάδια και η φρίκη κάτω από τον λαμπερό ήλιο. Να σας θυμίσω, ότι με αυτή την αφορμή, μας οδήγησαν αργότερα στο «Μεσοκαλόκαιρο» (Midsommar, 2019) του Ari Aster. Εκεί να δείτε τρόμο, ντάλα μεσημέρι.
Λίγα χρόνια αργότερα (όπως αναφέρουν και τα captions στις ταινίες), μπήκε στη ζωή μας το teen horror με τη «Νύχτα με τις μάσκες» (Halloween, 1978) του John Carpenter, που προϋποθέτει οπωσδήποτε μια ομάδα ανυποψίαστων εφήβων, μια εφιαλτική μάσκα και τουλάχιστον ένα μαχαίρι. Είναι το είδος εκείνο που συνδυάζεται με το slasher (ή και splatter), από το οποίο το μόνο που σώζει τα παιδιά, είναι το καλό ένστικτο επιβίωσης. Διότι το είδος αυτό δεν μασάει τα λόγια του. Ό,τι έχει να πει το λέει πιτσιλώντας την οθόνη με αίμα, οπότε στον θεατή δεν μένει άλλο παρά η «Κραυγή αγωνίας» (Scream, 1996) του Wes Craven. 
Και φυσικά, όταν έμαθαν ότι μας αρέσει ο τρόμος, πλάκωσαν κι οι εξωγήινοι.
Το sci-fi horror, εμφανίστηκε με την ταινία «Άλιεν, ο επιβάτης του διαστήματος» (Alien, 1979), όπου ο Ridley Scott μας απόδειξε ότι στο διάστημα «κανείς δεν μπορεί να σε ακούσει να ουρλιάζεις». Από τότε και μέχρι το 2025 δεν μας έφτανε ο «Επιβάτης» αλλά αποκτήσαμε και τον «Κυνηγό» (Predator), ο οποίος από το 1987, κυκλοφορεί στα δάση με στολή παραλλαγής και ανακατεύει όλα τα είδη horror: sci-fi, monster, survival και όποιος αντέξει.
Το πιο φρικτό όμως είναι το  body horror. Είναι το είδος, που  δεν αφήνει το σώμα μας σε ησυχία: μεταμορφώσεις, ασθένειες, παραμόρφωση. Το πρώτο που θυμάμαι είναι η «Μύγα» (The Fly, 1986) του David Cronenberg, που βλέποντάς το αλληγορικά (είδατε;) μάς θυμίζει ότι η επιστήμη και η ματαιοδοξία είναι κακός συνδυασμός, ο οποίος -μάλιστα- οδήγησε και στην πρόσφατη ταινία «Ελιξίριο της νιότης» (2024)  της Coralie Fargeat, η οποία το συνδύασε και με το ψυχολογικό δράμα της έλλειψης αυτοεκτίμησης και της καταπίεσης που βιώνουν τα άτομα της showbiz στον αγώνα τους για διαρκή νεανική εμφάνιση. Αφήνω απ’ έξω, το ανατριχιαστικό «Σε βλέπω» (Saw, 2004) που απόκτησε (ξεχνώ πόσες) αρρωστημένες body horror συνέχειες. 
Μιλώντας όμως για ψυχολογικό δράμα, δεν ξεχνώ και το psychological horror. Πρόκειται για το υποείδος εκείνο των ταινιών, στις οποίες το τέρας κρύβεται στο μυαλό. Η ταινία «Ψυχώ» (Psycho, 1960) του φίλου μου Alfred Hitchcock  νομίζω ότι το δίδαξε πρώτη, οδηγώντας μας σε ένα ταξίδι στην παράνοια, που μετά από αρκετούς σταθμούς, μεταξύ των οποίων και η «Λάμψη» (The Shining, 1980) του άλλου φίλου μου Stanley Kubrick, έφτασε στην ταινία «Μαύρος κύκνος» (Black Swan, 2010) του Darren Aronofsky, που μας δείχνει ότι η τελειότητα μπορεί να γίνει προσωπικός εφιάλτης.
Εν τω μεταξύ, προστέθηκε και το είδος που αποκάλεσαν found footage horror. Εκείνο το υποείδος τρόμου δηλαδή, που παρουσιάζει την ιστορία σαν ακατέργαστο υλικό μιας κινηματογράφησης ή βιντεοσκόπησης, που ανακαλύφθηκε μετά την πραγματοποίηση των φρικτών γεγονότων. Στον θεατή, δίνεται η εντύπωση ότι αυτά που βλέπει είναι πραγματικά και έχουν γυριστεί χωρίς σενάριο. 
Πρώτη ταινία του είδους αυτού, υπήρξε η «The Blair Witch Project» (1999) στην οποία τρεις σπουδαστές κινηματογράφου εξαφανίζονται, αφού ταξίδεψαν σε ένα δάσος του Μέριλαντ, για να γυρίσουν ένα ντοκιμαντέρ με θέμα τον τοπικό θρύλο της «μάγισσας Μπλερ». Τη ιστορία τους την πληροφορούμαστε μέσα από το υλικό τους, που βρέθηκε μαζί με τα προσωπικά τους είδη στο δάσος. Το  lost & found footage τους, ήταν πιο πραγματικό και από τα VFX των πλέον προχωρημένων τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων (μη λέμε ονόματα και θίγουμε υπολήψεις).
Τέλος (αν μπορούμε να δώσουμε ένα τέλος, σε όλη αυτή την παράνοια), οι παραγωγοί και οι σεναριογράφοι, έχοντας εξαντλήσει τις εμπνεύσεις τους σε όλα τα πιο πάνω, προχώρησαν και στα ενδότερα των οικογενειών, παραβιάζοντας κάθε προσωπικό δεδομένο με το family horror, που είναι από τα πιο ύπουλα του είδους. Εκτός του ότι είναι και πιο οικονομικό, διότι δεν απαιτούνται ειδικά εφέ και τέρατα με βαριά προσθετικά και μακιγιάζ, αφού τέρατα μπορούν να είναι τα μέλη της οικογένειας, αμακιγιάριστα μάλιστα. 
Στη θεωρούμενη πρώτη family horror ταινία «Διαδοχή» (Hereditary, 2018) ο Ari Aster, μας πείθει ότι μια θλιμμένη οικογένεια στοιχειώνεται από τραγικά και ανησυχητικά «κληρονομικά» χαρακτηριστικά. Κάπως δηλαδή, σαν την προαναφερθείσα «Τελετουργία» (The Surrender, 2025), της Julia Max, όπου μια μάνα πείθει την κόρη της, ότι μπορούν να αναστήσουν με βουντού, τον «πολυαγαπημένο σύζυγο και πατέρα». Μόνο που εδώ ανακατεύονται τόσα υποείδη, που χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Εδώ, βλέπουμε (με σειρά εμφάνισης): family, psychological, folk, body και supernatural horror. Μιλάμε για υπερπαραγωγή του τρόμου. 
Όμως, πρέπει να κάνω ένα σοβαρό επίλογο: Ο τρόμος δεν είναι μόνο σκοτάδια, κραυγές, αίμα και ανατριχίλες. Δυστυχώς, είναι και καθρέφτης. Μερικές φορές μπορεί να αντικατοπτρίζει τον φόβο του αγνώστου, κάποιες άλλες φορές αντικατοπτρίζει τον φόβο του οικείου, του φιλικού και του οικογενειακού. Από τα στοιχειωμένα κάστρα και τα γραφικά πανδοχεία, μέχρι τα σύγχρονα ξενοδοχεία και εξοχικά σπίτια, κάθε υποείδος του horror αφηγείται μια ιστορία για το τι μας ανησυχεί ως ανθρώπους. Και, μεταξύ μας, ίσως το πιο τρομακτικό απ’ όλα είναι ότι συνεχίζουμε να καθόμαστε αναπαυτικά στο σκοτάδι, με σνακ συν αναψυκτικό και να το απολαμβάνουμε με τη σιγουριά, ότι μόνο στη μυθολογία ο Κρόνος έτρωγε τα παιδιά του.