13 Αυγ 2025

Δρ. Νο - Dr No (Επαν.)

To 2012 με αφορμή τα 50 χρόνια από την πρώτη εμφάνιση του Τζέιμς Μποντ στην ταινία «Πράκτωρ 007 εναντίον Δρ Νο» (1962), έγραψα ένα τεράστιο αφιέρωμα (σε συνέχειες, στην εφημερίδα Αμαρυσία) πάνω στο «φαινόμενο Μποντ», του οποίου ένα τμήμα από τον πρόλογο αξίζει να το αντιγράψω σήμερα, ως πρόλογο πάλι, της κριτικής αυτής της ταινίας.
Έγραφα λοιπόν το 2012: «Όταν το 1953 ο Ίαν Φλέμινγκ δημοσίευε το πρώτο του μυθιστόρημα, το Καζίνο Ρουαγιάλ, δεν ήταν δυνατόν να φανταστεί ότι θα δημιουργούσε έναν ήρωα, που θα κατακτούσε τις κινηματογραφικές οθόνες επί μισό αιώνα τουλάχιστον. Ο Φλέμινγκ έγραφε ένα συνηθισμένο μυθιστόρημα με φόντο τις μυστικές υπηρεσίες και χαρακτηριστικά noir, στο οποίο όπως όλα τα μυθιστορήματα του είδους, εκείνης της εποχής, είχε όλα τα συστατικά της συνταγής: Έναν μοναχικό ήρωα, την μοιραία γυναίκα και τους κακούς. Ο Φλέμινγκ ξεκίνησε να γράψει, επηρεασμένος και από τη θητεία του στην υπηρεσία πληροφοριών του Βρετανικού Ναυτικού, το μυθιστόρημά του όμως εμφάνιζε μια διαφορά από όλα τα -μέχρι τότε- μυθιστορήματα του είδους: Τη διαφορά ότι ο Μποντ δεν ήταν άνθρωπος, ήταν ένας ήρωας χωρίς αισθήματα, χωρίς ηθικές αναστολές και το κυριότερο, χωρίς φιλοσοφικούς προβληματισμούς που θα μπορούσαν, μέχρι το τέλος μιας αφήγησης, να του δημιουργήσουν προβλήματα. Κάτι, που συνέβη στις δύο τελευταίες ταινίες με τον Μποντ του Ντάνιελ Γκρεγκ. Το σημείο, μάλιστα, εκείνο ήταν και αυτό που δυσκόλευε τη ζωή των ηρώων στα μυθιστορήματα του Ντάσιελ Χάμετ ή του Ρέιμον Τσάντλερ και άλλων -μέχρι τότε- συγγραφέων. Η ανθρώπινη, δηλαδή, υπόσταση των ηρώων τους, ήταν και η αδυναμία τους απέναντι στον ήρωα Μποντ.
Ο ίδιος ο Μποντ, αλλά και ο τρόπος ζωής του, το ντύσιμό του, οι γυναίκες του, τα αυτοκίνητά του, οι ατάκες του, πάνω σ’ αυτή την αδυναμία των προκατόχων του, πέτυχε να μας απασχολεί κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Μια αδυναμία, την οποία δεν διέθετε, διότι από το πρώτο κιόλας μυθιστόρημα, φάνηκε ότι θα εξελισσόταν με διαφορετικό τρόπο από τους άλλους ήρωες αστυνομικών μυθιστορημάτων ή μυθιστορημάτων κατασκοπίας.
Από το πρώτο μυθιστόρημα, ο Μποντ ακολούθησε σαν συμβουλή, τα λόγια ενός συναδέλφου του, του Ματίς, ο οποίος του είχε πει κάποτε αναφερόμενος στους «κακούς»: “Τώρα πια ξέρεις πως είναι φτιαγμένοι και τι μπορούν να κάνουν στους άλλους…Περιβαλλόμαστε από ανθρώπινα όντα, αγαπητέ μου Τζέιμς… Είναι πιο εύκολο να πολεμήσουμε γι’ αυτούς, παρά για τους πρίγκιπες. Όμως… θα με απογοητεύσεις αν γίνεις και συ άνθρωπος. Θα χάσουμε μια υπέροχη μηχανή”.
Μετά από αυτό ο Μποντ, σε όλα τα υπόλοιπα μυθιστορήματα είναι εργατικός, πραγματικά σαν “μηχανή”. Εκτελεί τις αποστολές του με ακρίβεια, είναι ψυχρός και κυνικός (με μια δόση χιούμορ, που δεν το χάνει ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές) και πότε–πότε μπορούμε να πούμε ότι… σκέφτεται κιόλας.
Το “δυνατό” αυτό σημείο, συνέλαβαν και οι σεναριογράφοι των ταινιών, γι’ αυτό και οι ταινίες του, από την πρώτη (Εναντίον Δόκτορος Νο με τον Κόνερι) μέχρι την προτελευταία (Casino Royal με τον Γκρεγκ), είναι γεμάτες δράση, με ελάχιστες σκηνές στοχασμού πάνω στη ζωή και το θάνατο, ή την αλήθεια και τη δικαιοσύνη. Μακριά από αυτόν τέτοιες φιλοσοφικές αναζητήσεις.
Ο Μποντ, “με την άδεια να σκοτώνει” (τα δύο μηδενικά πριν από τον αριθμό 7), δουλεύει για να ζει. Στην κυριολεξία, κάνει προσπάθειες να μη τον σκοτώσουν. Εργάζεται υπερβολικά επικίνδυνα, γι’ αυτό και απολαμβάνει μια πλούσια ζωή, επειδή δεν ξέρει τι θα του ξημερώσει. Ταξιδεύει παντού, γνωρίζει κόσμο και ειδικά γυναίκες. Ντύνεται πάντα στην μόδα. Οδηγεί καινούργια αυτοκίνητα και τέλος, εξολοθρεύει τους αντιπάλους του. Πράγμα που κάνει ευχαρίστως κατόπιν εντολής και όχι επειδή ενοχλούνται τα προσωπικά του “πιστεύω” και οι ιδέες του (…)»
Στην ταινία «Δρ Νο», τώρα. Από το trailer κιόλας, ο θεατής υποψιάζεται ότι θα έχει πάλι ένα film-noir, με κάποιο μοναχικό ντετέκτιβ ή πράκτορα (σαν τον Λέμι Κόσιον, ας πούμε), αφού ακούμε τη μπάσα φωνή του Κόνερι να αφηγείται την περιπέτειά του σε πρώτο πρόσωπο και τον βλέπουμε σε «παραδοσιακά» πλάνα, με «μοιραίες γυναίκες», σε καζίνο να χαρτοπαίζει, ή να μπλέκει με παλικαράδες σε κλαμπ γεμάτα καπνούς από τσιγάρα και να παγιδεύεται από γυναίκες-αράχνες (δείτε το trailer, ιστορικά αξίζει).
Όμως η εικόνα δεν ήταν αυτή που διαφημιζόταν. Ο Μποντ στην ταινία, δεν είναι ούτε μια στιγμή αφηγητής της περιπέτειάς του. Ξεκινάει από το Λονδίνο για τη Τζαμάικα, προκειμένου να ξεσκεπάσει τον ένοχο μιας δολοφονίας συναδέλφου του (σε μια μυστική υπηρεσία με αρχηγό τον Μπέρναρντ Λι και μια γραμματέα, την Λόις Μάξγουελ, που είναι ερωτευμένη μαζί του) και ξεσκεπάζει μια τεράστια συνωμοσία για δολιοφθορά του διαστημικού προγράμματος των ΗΠΑ. Στη Τζαμάικα θα συναντήσει τον φίλο του Φέλιξ Λάιτερ από τη CIA (τον υποδύεται ο Τζακ Λορντ, ο ΜακΓκάρετ του σήριαλ Χαβάη 5-0), που θα τον βοηθήσει και γνωρίζεται με την αναδυόμενη Ούρσουλα Άντρες, που μαζεύει κοχύλια στο νησί του Δρ Νο (Τζόζεφ Γουάιζμαν).
Υπέροχη περιπέτεια, σχετικά γήινη, σε εξωτικό περιβάλλον, με πρωτοφανή (για 1962) εφέ και τελείως διαφορετική από το noir ύφος του trailer.
Δεν πιστεύω ότι υπάρχει άνθρωπος του σινεμά που δεν έχει δει αυτή την ταινία, αλλά πρέπει να το γράψω: δείτε την οπωσδήποτε (ως retro, vintage και cult) ξεχνώντας κάθε μεταγενέστερη.
INFO
Προβάλλεται από 14/8/2025
Είδος: Περιπέτεια, Δράση, 110΄
Χώρες: Ην. Βασίλειο, ΗΠΑ, Τζαμάικα, 1962
Σκηνοθεσία: Τέρενς Γιάνγκ
Παίζουν: Σον Κόνερι, Ούρσουλα Άντρες, Τζόζεφ Γουάιζμαν, Τζακ Λορντ, Μπέρναρντ Λι, Λόις Μάξγουελ
Διανομή: Tanweer