6/3/22

Η συνέντευξή μου στον Τάσο Μεργιάννη

Ξέρω θα με πείτε
ναρκισσιστή, αλλά δεν μπορώ μην αναρτήσω τη συνέντευξη που μου πήρε ο συνάδελφος Τάσος Μεργιάννης. Μου είχε κάνει ωραίες ερωτήσεις και πιστεύω ότι δεν έδωσα "φλύαρες" απαντήσεις.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΑΣΟΣ ΜΕΡΓΙΑΝΝΗΣ
Για τους συστηματικούς αναγνώστες της ΑΜΑΡΥΣΙΑΣ, ο Άγγελος Πολύδωρος δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, καθώς είναι βέβαιο ότι τον γνωρίζουν μέσα από την στήλη «Έπεα Πτερόεντα» την οποία διατηρεί τα τελευταία 30 χρόνια και στην οποία λοιδoρεί τα κακώς κείμενα της καθημερινότητας, καθώς και από τα πολιτιστικά θέματα πoυ επιμελείται τόσο στο καθημερινό όσο και στο εβδομαδιαίο φύλλο της εφημερίδας.
Συνδυάζοντας δυο από τις μεγάλες του αγάπες (σινεμά, ανάγνωση) δέκα χρόνια μετά από την πρώτη έκδοση, ο Άγγελος Πολύδωρος επανασυστήνει στο κοινό το λεξικό ταινιών – βιβλίο με τίτλο «ΧΛΑΜΥΔΑ» (εκδόσεις ΑΜΑΡΥΣΙΑ).

Το βιβλίο αποτελεί μια λεπτομερή καταγραφή των «sword and sandal movies» (ταινίες με «σπαθιά και σανδάλια») όπως έχει επικρατήσει να αποκαλούνται. Ταινίες που καλύπτουν μια χρονική περίοδο που ξεκινά από τις απαρχές του κόσμου, περνούν μέσα από την πλούσια Ελληνική Μυθολογία και φτάνουν μέχρι την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Κυρίως, όμως, ταινίες που στάθηκαν αφορμή για να διευρύνουμε το γνωσιακό μας υπόβαθρο, ανοίγοντας ένα βιβλίο ιστορίας ή μυθολογίας.
Ο λόγος, λοιπόν, στον συγγραφέα…

Δέκα χρόνια μετά την πρώτη έκδοση, το κινηματογραφικό λεξικό «ΧΛΑΜΥΔΑ» επανακυκλοφορεί εμπλουτισμένο με νέες ταινίες και πρόσθετο υλικό. Τι σας οδήγησε στην επανέκδοσή του; Υπήρξε τόσο μεγάλη παραγωγή ταινιών με παρόμοιο περιεχόμενο την τελευταία δεκαετία;

Δεν ήταν θέμα μεγάλης παραγωγής. Από το 2011 και μέχρι το 2020 γυρίστηκαν δεκαπέντε ταινίες με παρόμοιο περιεχόμενο. Το λεξικό κυκλοφόρησε πάλι, επειδή η πρώτη έκδοση είχε εξαντληθεί. Η καραντίνα για τον covid-19 στάθηκε αφορμή να εξετάσω την επανέκδοσή του και τελικά υπήρξε δημιουργική. Η επιμελήτρια της έκδοσης Μαίρη Φάρρου, όταν της ανέφερα τη σκέψη μου είπε: «Ετοίμασέ το εσύ και θα το κάνουμε καλύτερο από το πρώτο», ενώ η σχεδιάστρια σελίδων Κέλλυ Λάγγα, συμφώνησε ότι «εχθρός του καλού είναι το καλύτερο».

Με ποια αφορμή ή αιτία, είχε εκδοθεί το πρώτο βιβλίο πριν από δέκα χρόνια;

Η αφορμή μού δόθηκε όχι δέκα αλλά είκοσι χρόνια νωρίτερα. Συγκεκριμένα, τον Απρίλιο του 2000 λίγες μέρες πριν το Πάσχα, προκειμένου να δημιουργήσω ένα αφιέρωμα στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ για «τα Πάθη του Χριστού όπως έχουν απεικονισθεί στο σινεμά», είχα ανατρέξει στο αρχείο μου για στοιχεία και φωτογραφίες. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, διαπίστωσα ότι οι θρησκευτικές, ιστορικές και ψευδο-ιστορικές ταινίες γύρω από την Αρχαία Ρώμη αλλά και την Ελληνική Μυθολογία και Ιστορία, ήταν περισσότερες απ’ όσες θυμόμουν να έχω δει από παιδί στο θερινό κινηματοθέατρο ΡΕΞ Αμαρουσίου του πατέρα μου ή που διαβάσει αργότερα.
Έτσι, συναισθηματικά σκεπτόμενος, μετά τη δημοσίευση του αφιερώματος για τα Πάθη του Χριστού, δημιούργησα ένα blog για τις ταινίες Χλαμύδας, στο οποίο αναρτούσα όλες αυτές τις ταινίες. Την ιδέα για έκδοση βιβλίου, μου την έδωσε το 2008 ο γνωστός δημοσιογράφος και κριτικός κινηματογράφου Γιάννης Ζουμπουλάκης, σε μια συζήτηση που είχαμε. Επειδή δε, η έκδοση βιβλίου στην Ελλάδα δεν είναι εύκολη υπόθεση, με βοήθησε σημαντικά σ’ αυτό ο εκδότης της ΑΜΑΡΥΣΙΑΣ Χρήστος Ζαγκλής.

Ποιά είναι η αγαπημένη σας ταινία από όσες αναφέρετε στο βιβλίο σας και γιατί;

Πριν την έκδοση του βιβλίου, είχα δημοσιεύσει στην ΑΜΑΡΥΣΙΑ τις «100 αγαπημένες» μου ταινίες. Ανάμεσά τους, είναι και τρεις του λεξικού: «Ο χιτών» (1953) του Χένρι Κόστερ, «Μπεν Χουρ» (1959) του Γουίλιαμ Γουάιλερ και η σάτιρα των Μόντυ Πάιθον «Ένας προφήτης μα τι προφήτης» (1979). «Ο Χιτών» μου άρεσε, ως η πρώτη Σινεμασκόπ ταινία. Στάθηκε αφορμή να γκρεμίσουμε τη σκηνή στο ΡΕΞ, για να κατασκευάσουμε την «τεράστια» σινεμασκόπ οθόνη. Καθαρά συναισθηματική επιλογή. Το «Μπεν Χουρ» μου άρεσε ως άρτιο τεχνολογικό επίτευγμα. Η κλασσική πλέον σκηνή της μονομαχίας στο στάδιο είναι ανεπανάληπτη. Φαντάσου ένα στάδιο σε φυσικό μέγεθος, χιλιάδες κομπάρσους ως θεατές και την κάμερα να τρέχει ανάμεσα στα άρματα των μονομάχων. Τέλος, η σάτιρα των Μόντι Πάιθον μου άρεσε, επειδή ανατρέπει όλα τα στερεότυπα των ταινιών αυτού του είδους.

Πώς ξεκίνησε η άνθιση του είδους των ταινιών «Χλαμύδα» και πώς θα περιγράφατε τη σημερινή τους κατάσταση σε σχέση με το παγκόσμιο κινηματογραφικό status;

Οι απαρχές του είδους βρίσκονται κοντά στην ανακάλυψη του κινηματογράφου. Ο αείµνηστος κριτικός και ιστορικός κινηματογράφου Μπάµπης Ακτσόγλου, είχε γράψει ότι πρώτη ταινία του είδους είναι «Ο Νέρων, ταΐζοντας τα ψάρια του µε σκλάβους» του Promio (1897). Πιστεύω, ότι το ιστορικό και το θρησκευτικό θέαμα, συγκινούσαν τους θεατές από τα πρώτα χρόνια του σινεμά. Έχουμε παράδειγμα τις ασπρόμαυρες «Cabiria» του Παστρόνε και «Μισαλλοδοξία» του Γκρίφιθ. Μεγαλοπρεπή ντεκόρ σε φυσικό μέγεθος, πλήθος κομπάρσων, χιλιάδες κοστούμια και ατελείωτος οπλισμός. Προσθέστε αργότερα τον ήχο, τη χρήση του χρώματος και την ευρεία οθόνη. Όλα αυτά ελκύουν τους θεατές και φέρνουν χρήμα στους παραγωγούς. Στην Ιταλία δεν χάνουν την ευκαιρία. Η μυθολογία και η ιστορία τους παρέχουν πολλά θέματα. Ύστερα έχουμε και την ελληνική μυθολογία και ιστορία. Έτσι στη δεκαετία του ’60 παρατηρείται μεγάλος ανταγωνισμός. Τα στούντιο μετατρέπονται σε ανάκτορα, στάδια και αρένες της αρχαιότητας. Μέχρι τα τέλη του ’70 γυρίζονται δεκάδες ταινίες.
Ύστερα, ήρθε η τηλεόραση και το είδος φθίνει, σχεδόν εξαφανίζεται. Ξαφνικά στις αρχές του 21ου αιώνα έρχεται ο «Μονομάχος» του Ρίντλεϊ Σκοτ και ο κόσμος διαβάζει ότι ο Ράσελ Κρόου παλεύει στην αρένα με μια τίγρη… που δεν υπάρχει. Την έχουν προσθέσει ψηφιακά. Όπως και τους χιλιάδες θεατές στις κερκίδες. Τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα. Το κόστος των ταινιών μειώνεται και «πέφτει» στους graphic designers, που πληθαίνουν. Αρχίζουν να γυρίζονται ταινίες αποκλειστικά για την τηλεόραση. Και δεν φτάνει αυτό. Οι οθόνες τηλεοράσεων μεγαλώνουν εντυπωσιακά. Οι πλατφόρμες δεν χάνουν την ευκαιρία. Γίνονται παραγωγοί δικών τους ταινιών και μαζί με αυτές προβάλλουν, «για ιστορικούς λόγους» και ταινίες των δεκαετιών του ’60 και του ’70. Στο Netflix, για παράδειγμα, προβάλλονται ο «Σπάρτακος» (σειρά 39 επεισοδίων του 2010) και η «Τροία» (σειρά 8 επεισοδίων του 2018) μαζί με το «Μονομάχο» (του 2000) και το «Ιάσων & οι Αργοναύτες» (του 1963). Το είδος δεν θα χαθεί γιατί προσφέρει θέαμα…

Κλειστές αίθουσες λόγω πανδημίας ή ανοικτές μόνο με εμβολιασμένους, πλατφόρμες με live streaming που λειτουργούν ως παραγωγοί και διανομείς ταινιών, παράνομο downloading… Κατά τη γνώμη σας, πού βαδίζει σήμερα ο κινηματογράφος σε παγκόσμιο επίπεδο και ποιό θεωρείτε ότι θα είναι το μέλλον του;

Οι συνωμοσιολόγοι φοβούνται ότι μας απομονώνουν στα σπίτια να βλέπουμε ταινίες on demand. Στην πραγματικότητα γίνεται εμπόριο και υπάρχει έντονος ανταγωνισμός, αλλά τη μαγεία της σκοτεινής αίθουσας, με άλλους δίπλα σου που έχουν το ίδιο γούστο, κανείς δεν μπορεί να την αντικαταστήσει. Θεωρώ ότι ο κινηματογράφος, ως λαϊκή διασκέδαση και ψυχαγωγία, θα βρει τρόπο να επιβιώσει. Η ιστορία και η εξέλιξή του το έχουν αποδείξει. Όσο για το downloading από μη επίσημες ιστοσελίδες, θα πρέπει να αναρωτηθούμε όπως οι αρχαίοι Ρωμαίοι: Cui bono?

Σε προσωπικό επίπεδο, πώς οι σπουδές σας στις Πολιτικές Επιστήμες και τη Νομική σάς οδήγησαν στη δημοσιογραφία και την κριτική κινηματογραφικών ταινιών;

Δεν με οδήγησαν οι σπουδές. Αντίθετα το πάθος μου για τη δημοσιογραφία και το σινεμά με οδήγησαν σ’ αυτές. Στην Πάντειο (Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών, τότε) μπήκα με την ελπίδα, ότι μέχρι να αποφοιτήσω θα ιδρυόταν το Τμήμα Επικοινωνίας. Δυστυχώς, δεν είχε ιδρυθεί ούτε και όταν αποφοιτούσα από τη Νομική του Καποδιστριακού, όπου και εκεί υπήρχε προοπτική δημιουργίας Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ. Για να αντιληφθείτε το πάθος μου, θα αναφέρω ότι πρώτη πτυχιακή μου εργασία, είχε ως θέμα την «Ιστορία του Ελληνικού Τύπου» και η δεύτερη την «Επίδραση του κινηματογράφου στην κοινωνία».

Έχετε δει και γράψει κριτική για ταινίες «ων ουκ έστιν αριθμός». Υπήρξε κάποια από αυτές που για κάποιον λόγο (προσωπικό, επαγγελματικό, ή άλλο) σας «στοίχειωσε»;

Ναι. Ο «Εξορκιστής» του Γουίλιαμ Φρίντκιν. Την είδα πρώτη φορά το 1974 στο «Ράδιο Σίτυ» σε γιγαντο-οθόνη όπου προβάλλονταν ελάχιστες ταινίες με το σύστημα Σινεράμα. Με μαγνήτισαν οι ερμηνείες, η εκπληκτική φωτογραφία, ενώ με σοκάρισε ο ωμός ρεαλισμός των εφέ. Το 1998 (που ως κοινό είχαμε «μπουχτίσει» με τέτοιου είδους ταινίες) είδα την πλήρη εκδοχή του σκηνοθέτη με τις σκηνές που είχαν κοπεί την πρώτη φορά, ώστε να κριθεί «κατάλληλη για τους άνω των 18 ετών». Ανατρίχιασα. Μετά τον «Εξορκιστή», όλες οι άλλες ταινίες του είδους τις θεωρώ αστείες.

Πέρα από τον κινηματογράφο τι σας κάνει να αποφορτίζεστε;

Το διάβασμα. Το περπάτημα με συννεφιά το χειμώνα και το κολύμπι το καλοκαίρι. Είμαι και φιλοτελιστής, αλλά μετά την επικράτηση του e-mail, εγκατέλειψα το χόμπι.

ΟΙ ΑΓΑΠΗΜΕΝΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ «ΧΛΑΜΥΔΑΣ» ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

– «Cabiria» (1914) του Τζιοβάνι Παστρόνε
– «Ο χιτών» (1953) του Χένρι Κόστερ
– «Οδύσσεια» (1955) του Μάριο Καμερίνι
– «Οι δέκα εντολές» (1956) του Σεσίλ Ντε Μιλ
– «Οι άθλοι του Ηρακλέους» (1958) του Πιέτρο Φρανσίσκι
– «Μπεν Χουρ» (1959) του Γουίλιαμ Γουάιλερ
– «Σπάρτακος» (1960) του Στάνλεϊ Κιούμπρικ
– «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ» (1977) του Φράνκο Τζεφιρέλι
– «Ένας προφήτης μα τι προφήτης» (1979) των Μόντι Πάιθον
– «Ο τελευταίος πειρασμός» (1988) του Μάρτιν Σκορτσέζε
– «Ο μονομάχος» (2000) του Ρίντλεϊ Σκοτ
– «300» (2006) του Ζακ Σνάιντερ
– «Agora» (2009) του Αλεχάντρο Αμενάμπαρ
– «Νώε» (2014) του Ντάρεν Αρονόφσκι