Καλή Ανάσταση και καλό Πάσχα

Τα Πάθη του Χριστού σε peplum movies

7/8/20

«Ο μύθος της ελεύθερης βούλησης της πλειοψηφίας» του Γιώργου Ρούση

Ο συγγραφέας σ’ αυτό το βιβλίο (των εκδόσεων Γκοβόστη) προσπαθεί να τεκμηριώσει αυτό ακριβώς που λέει ο τίτλος του, αφενός ότι η ελεύθερη βούληση της πλειοψηφίας στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας είναι μύθος και αφετέρου ότι μία από τις βασικές αρχές αυτής της ψευτοδημοκρατίας, η παραχώρηση του γενικού εκλογικού δικαιώματος, ενώ εμφανίζεται να αντιμετωπίζει ως ίσους τους πολίτες, στην πραγματικότητα τους θεωρεί άνισους.
Προσπαθεί να τεκμηριώσει, δηλαδή, τη θέση ότι ο καπιταλισμός, είναι μια δικτατορία της αστικής τάξης, και με τη μορφή της αστικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, πέραν των άλλων δεινών, διαπλάθει ανελεύθερους ανθρώπους. Αυτό σημαίνει ότι, από τη μία, αφήνει τους ανθρώπους να εκφράζονται «ελεύθερα αφού προηγουμένως τους έχει αφαιρέσει το δικαίωμα να σκέφτονται ελεύθερα», ενώ, από την άλλη, επιχειρεί να συγκαλύψει τις κοινωνικές ανισότητες, πίσω από το προσωπείο των ίσων πολιτικών δικαιωμάτων.
Θεωρεί δε, ότι η αμφισβήτηση ή και η άρνηση αποδοχής της βούλησης της πλειοψηφίας, η οποία τεκμαίρεται σε αυτό το δοκίμιο, μπορεί να φαντάζει προκλητική (και είναι πράγματι προκλητική κατά την άποψή μου) διότι έτσι αποκαλύπτεται ο κίβδηλος χαρακτήρας της αστικής δημοκρατίας, έτσι όπως αναδεικνύεται από τη σαθρή επιχειρηματολογία των υπερασπιστών της.
Προεξοφλεί, δηλαδή, ο συγγραφέας και γνωστός διανοητής της κομμουνιστικής αριστεράς ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια απέναντι στη σαθρή επιχειρηματολογία των εχόντων αντίθετη άποψη και μέσα στις 150 περίπου σελίδες του πονήματός του, αναπτύσσει ενδιαφέροντα επιχειρήματα, μεταξύ των οποίων και αυτά στα οποία εγώ στάθηκα: τα θεατρικά έργα «Ο εχθρός του λαού» του Ίψεν και «Ρινόκερος» του Ιονέσκο καθώς και τις κινηματογραφικές ταινίες «Αποκάλυψη τώρα» του Κόπολα, «Dogville» του Φον Τρίερ και την πρόσφατη «Τζόκερ» του Φίλιπς, εκ των οποίων τα δύο θεατρικά αναδεικνύουν το καθένα με το δικό του τρόπο «τι είδους ατομικότητες διαπλάθει ο καπιταλισμός και κατ’ επέκταση τη κίβδηλη βούληση της πλειοψηφίας στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας», ενώ οι τρεις ταινίες αναδεικνύουν «τη διαμόρφωση της αρρωστημένης βούλησης από τον καπιταλισμό».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το δοκίμιο έχει ενδιαφέρον, αλλά αντιμετωπίζει το θέμα από μαρξιστική σκοπιά θεωρώντας «σαθρή» (αγαπημένη λέξη του συγγραφέα) την αντίθετη άποψη την οποία μάλιστα παραθέτει και στον επίλογό του και αφού προηγουμένως έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν αμφισβητεί την αστική δημοκρατία «ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας» και έχει τονίσει ότι «αυτή η επικριτική προσέγγιση δεν συνιστά, σε καμία περίπτωση, άρνηση αξιοποίησης των πολιτικών δικαιωμάτων και του αστικού κοινοβουλευτισμού, για την ανατροπή του καπιταλισμού, κάτι που αποτελεί προϋπόθεση για την ουσιαστικοποίηση της δημοκρατίας».
Επίσης, έχει ξεκαθαρίσει ότι «δεν αναφέρομαι εδώ στη νόθευση της βούλησης της πλειοψηφίας όπως αυτή προκύπτει από τη λήψη των πλέον σημαντικών αποφάσεων που την αφορούν από ανεξέλεγκτους από αυτήν ιμπεριαλιστικούς θεσμούς, ούτε στο γεγονός ότι ολοένα και περιορίζεται ο ρόλος των κοινοβουλίων ή, ακόμη, ότι η εφαρμοζόμενη πολιτική είναι το πιο συχνά αντίθετη από τα προεκλογικά προγράμματα».
Τέλος, με τον τρόπο του δεν συνιστά την α-πολιτικοποίηση και τη «μεγάλη απόχη η οποία και έχει σαν συνέπεια οι κυβερνώντες να εκλέγονται συνήθως από τη μειοψηφία του εκλογικού σώματος», ενώ δεν επικροτεί και τα «διάφορα καλπονοθευτικά εκλογικά συστήματα ή άλλου τύπου εκλογικές νοθείες, ακόμη και πραξικοπηματικές ανατροπές αποτελεσμάτων δημοψηφισμάτων».
Συμπερασματικά, όπως το εξέλαβα ως απλός αναγνώστης με γενικά ενδιαφέροντα, ο συγγραφέας με τις επιφυλάξεις στον επίλογό του, δεν έχει να προσφέρει κάποια λύση απέναντι σ’ αυτό το «μύθο της ελεύθερης βούλησης της πλειοψηφίας». Απλά, δίνει στον αναγνώστη τροφή για σκέψη και για ατέρμονες συζητήσεις με τους φίλους του, πάνω σε θέματα που προσωπικά έχω ήδη θίξει με αφορμή τις τρεις ταινίες (που περιλαμβάνει στα επιχειρήματά του) και πρέπει να τις δείτε φίλες και φίλοι μου. Επίσης, έχω διαβάσει το θεατρικό «Ρινόκερος» του Ιονέσκο και το συνιστώ ανεπιφύλακτα, ενώ ομολογώ ότι δεν έχω διαβάσει το «Ο εχθρός του λαού» και τώρα πρέπει να το πετύχω κάπου, σε παράσταση ή βιβλίο.
Στη συνέχεια παρατίθεται η Εισαγωγή του Δοκίμιου, για πληρέστερη ενημέρωση:
Στόχος τούτου του δοκιμίου είναι η απομυθοποίηση μιας θεμελιακής θέσης της αστικής ιδεολογίας, η οποία εκτρέφει αυταπάτες και ψευδαισθήσεις, στην πλειονότητα των ανθρώπων, νομιμοποιώντας έτσι στη συνείδησή τους την αστική δημοκρατία. Η θέση αυτή είναι ότι η αστική αντιπροσωπευτική δημοκρατία μέσω της ελεύθερης βούλησης της πλειοψηφίας εκφράζει τη λαϊκή κυριαρχία. Θυμίζω ότι κατά το άρθρο 1 του Ελληνικού Συντάγματος: «To πoλίτευμα της Eλλάδας είναι Πρoεδρευόμενη Koινoβoυλευτική Δημοκρατία. Θεμέλιo τoυ πoλιτεύματoς είναι η λαϊκή κυριαρχία».
Όπως λοιπόν υποδηλώνει και ο τίτλος, στόχος του παρόντος πονήματος είναι να τεκμηριωθεί ότι η βούληση της πλειοψηφίας δεν αποτελεί ελεύθερη έκφραση υποκειμένων τα οποία έχουν αληθινή συνείδηση της πραγματικότητας.
Με αλλά λόγια, υποστηρίζω ότι η καπιταλιστική κοινωνία «αφήνει τον άνθρωπο να εκφράζεται ελεύθερα, αφού προηγουμένως του έχει αφαιρέσει το δικαίωμα να σκέφτεται ελεύθερα».
Ξεκαθαρίζω καταρχάς ότι δεν πρόκειται για μια ευρύτερη αμφισβήτηση της αστικής δημοκρατίας ως έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας, κάτι το οποίο θα θίξω εν συντομία στον επίλογο, αλλά όπως διευκρινίζεται και στον τίτλο εκείνο που αμφισβητώ εδώ, είναι ότι η βούληση της πλειοψηφίας είναι ελεύθερη.
Ξεκαθαρίζω, επίσης, ότι δεν αναφέρομαι εδώ στη νόθευση της βούλησης της πλειοψηφίας όπως αυτή προκύπτει από τη λήψη των πλέον σημαντικών αποφάσεων που την αφορούν από ανεξέλεγκτους από αυτήν ιμπεριαλιστικούς θεσμούς, ούτε στο γεγονός ότι ολοένα και περιορίζεται ο ρόλος των κοινοβουλίων ή, ακόμη, ότι η εφαρμοζόμενη πολιτική είναι το πιο συχνά αντίθετη από τα προεκλογικά προγράμματα• ούτε αναφέρομαι στη μεγάλη απόχη η οποία και έχει σαν συνέπεια οι κυβερνώντες να εκλέγονται συνήθως από τη μειοψηφία του εκλογικού σώματος, ούτε αναφέρομαι στα διάφορα καλπονοθευτικά εκλογικά συστήματα ή άλλου τύπου εκλογικές νοθείες, ακόμη και πραξικοπηματικές ανατροπές αποτελεσμάτων δημοψηφισμάτων.
Αναφέρομαι μόνον στην υποτιθέμενη «ανόθευτη» βούληση της πλειοψηφίας, έτσι όπως αυτή νοθεύεται στην πραγματικότητα κατά τη διαμόρφωσή της στα πλαίσια του καπιταλισμού, οπότε και η ίδια η κοινωνία, όπως εκτιμούσε ο Πασκάλ, για την κοινωνία της εποχής του, δεν είναι παρά ένα «άσυλο τρελών», στα πλαίσια του οποίου η πραγματικότητα και η αλήθεια αντιμετωπίζονται σαν «εχθρός του λαού».
Αυτό σημαίνει ότι, σε αντίθεση με όσους αποδέχονται τη γνησιότητα της βούλησης της πλειοψηφίας και θεωρούν ότι ο καπιταλισμός διαπλάθει ελεύθερες προσωπικότητες, υποστηρίζω ότι ο καπιταλισμός πέραν της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, των πολέμων, και της οικολογικής καταστροφής που επιφέρει, προκαλεί και τη διαμόρφωση μιας ψευδούς συνείδησης της πραγματικότητας, συνεπώς μια ουσιαστικά ανελεύθερη βούληση της πλειονότητας των ανθρώπων.
Ο Βίκτωρ Ουγκώ στο πιο πολιτικό του μυθιστόρημα,  «Άνθρωπος που γελά», περιγράφει με τον πιο γλαφυρό τρόπο αυτήν την πραγματικότητα.
Ιδού τι βροντοφωνάζει ο ακρωτηριασμένος από την εξουσία στο πρόσωπο και καταδικασμένος να γελά άνθρωπος: «Αντιπροσωπεύω την ανθρωπότητα έτσι όπως την διαμόρφωσαν οι κυρίαρχοι. Ο άνθρωπος είναι ακρωτηριασμένος. Αυτό που έκαναν σε μένα το έκαναν στο ανθρώπινο είδος. Του παραμόρφωσαν το δίκιο, τη δικαιοσύνη, την αλήθεια, τη λογική, όπως σ’ εμένα τα μάτια, τα ρουθούνια και τ’ αυτιά. Όπως σ’ εμένα τού έβαλαν στην καρδιά μια καταβόθρα θυμού και πόνου και στη φάτσα μια μάσκα ικανοποίησης».
Έχω πλήρη επίγνωση ότι η αμφισβήτηση της βούλησης της πλειοψηφίας στα πλαίσια του καπιταλισμού θέτει επί τάπητος το κομβικό ερώτημα της δυνατότητας υπέρβασης αυτής της κίβδηλης βούλησης στα πλαίσια του ίδιου του καπιταλισμού, καθώς επίσης και το ζήτημα της εφαρμογής της λαϊκής κυριαρχίας αμέσως μετά την ανατροπή του.
Στο τελευταίο μου βιβλίο, με τίτλο «Εργατική τάξη και επανάσταση» αντιμετώπισα το ζήτημα της διαμόρφωσης της στρεβλής συνείδησης της εργατικής τάξης, στα πλαίσια του καπιταλισμού, και αναζήτησα τους δρόμους υπέρβασής της και μετατροπής της εν δυνάμει επαναστατικότητας της σε επαναστατική πράξη.
Εδώ περιορίζομαι μόνον στην ανάδειξη της συνέπειας αυτής της στρεβλής συνείδησης στην κίβδηλη έκφραση της βούλησης της πλειοψηφίας, κάτι το οποίο απονομιμοποιεί την αστική δημοκρατία, ενώ ταυτόχρονα ερμηνεύει και τα εκτός των δικών της ευθυνών για αυτά, χαμηλά εκλογικά ποσοστά της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Ως προς τη δομή αυτής της μελέτης, επέλεξα να αναφερθώ αρχικά στην αμφισβήτηση της πλειοψηφίας γενικότερα στις ταξικές κοινωνίες, και στη συνέχεια, πιο ειδικά, στα πλαίσια του καπιταλισμού. Και αυτό προσφεύγοντας, με βάση τις μέχρι τώρα γνώσεις μου, και όχι κατόπιν μιας ενδελεχούς έρευνας, σε επιλεγμένους φιλοσόφους, και άλλους στοχαστές και εκπροσώπους του δημιουργικού λόγου, ή ακόμη και του θεάματος, οι οποίοι εκφράζουν άμεσα ή έμμεσα αυτήν την αμφισβήτηση.
Στο βαθμό που αυτό ήταν δυνατόν, επιδίωξα να γνωστοποιήσω αυτήν την αμφισβήτηση της βούλησης της πλειοψηφίας παραθέτοντας αυτούσια κείμενα των στοχαστών στους οποίους αναφέρομαι, τα οποία την καταδεικνύουν, εξ ού και για του λόγου το αληθές, παραθέτω συχνά εκτενή αποσπάσματα του έργου τους. Διαφορετικά, επιχειρώ μέσα από τη δική μου ανάγνωση καθενός από αυτούς, να συνθέσω τη συλλογιστική που ανέπτυξαν σε διάφορα έργα τους, πάνω σε αυτό το θέμα.
Βάση των παραπάνω, κατέληξα σε ορισμένες αναφορές σε στοχαστές, οι οποίες και αντιστοιχούν στα 24 κεφάλαια.
Το ότι ξεκίνησα με τις αναφορές στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι και οι δύο, αρνούμενοι την αριθμητική ισότητα της Αρχαίας Δημοκρατίας, αρνούνται τη βούληση της πλειοψηφίας των πολιτών.
Στην παραβολή του Σπηλαίου των δεσμωτών ο Πλάτωνας –παρόλο που αυτή δεν αφορά στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, είναι ιδεαλιστική, ελιτιστική και οδηγείται σε αδιέξοδο–, με τον πλέον γλαφυρό τρόπο περιγράφει τον σαθρό χαρακτήρα της βούλησης των πολιτών της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας.
Με την επόμενη, πιο σύντομη αναφορά στον Αριστοτέλη, καταδεικνύω ότι και αυτός, όπως και ο Πλάτωνας, αναδεικνύει την ανεπάρκεια της βούλησης μόνον της πλειοψηφίας των πολιτών, και γι’ αυτόν τον λόγο προτείνει την αριστοδημοκρατία, δηλαδή έναν συνδυασμό της λαϊκής βούλησης με εκείνη των γνωριζόντων (φιλοσόφων) σαν εναλλακτική σε αυτήν την ανεπάρκεια, μια πρόταση η οποία, προσαρμοσμένη στις σύγχρονες συνθήκες, είναι ιδιαιτέρως επίκαιρη και χρήσιμη.
Η επόμενη αναφορά στον Ετιέν ντε λα Μποεσί είναι ενδεικτική του σημαντικού ρόλου που παίζει η δύναμη της συνήθειας στην εθελούσια αποδοχή της διατήρησης της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων ή, διαφορετικά, του ρόλου που παίζει το ανελεύθερο κοινωνικό Είναι στη διαμόρφωση μιας ανελεύθερης βούλησης.
Στη συνέχεια αναφέρομαι στους θεωρητικούς του Συμβολαίου με πρώτο τον Τζων Λοκ. Αυτό συμβαίνει για να δείξω ότι ακόμη και ο φιλοσοφικός πατέρας του φιλελευθερισμού ομολογεί ότι στην κλασική φιλελεύθερη περί λαϊκής κυριαρχίας αντίληψη, στην πραγματικότητα δεν είναι η βούληση της πλειοψηφίας που την θεμελιώνει.
Ακολουθεί η αναφορά στον Ζαν Ζακ Ρουσσώ ο οποίος, κυρίως μέσω της διάκρισης ανάμεσα στη βούληση της πλειοψηφίας και τη γενική βούληση, αναδεικνύει τον σαθρό χαρακτήρα της πρώτης.
Έπεται η θέση ενός σημαντικού εκπροσώπου του πολιτικού φιλελευθερισμού, του Αλεξίς ντε Τοκβίλ για τον οποίο, στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας κατά τις εκλογές, «οι πολίτες βγαίνουν για μια στιγμή από την εξάρτηση για να υποδείξουν τον αφέντη τους και ξαναμπαίνουν μέσα».
Ακολουθεί η, κατά τον ώριμο Χέγκελ, διττή εκτίμηση της κοινής γνώμης και κατ’ επέκταση της βούλησης της πλειοψηφίας. Αυτή οφείλεται στο ότι από τη μια η κοινή γνώμη υπό την άμεση συνείδησή της δεν εκφράζει το Όλο, το Πνεύμα, την Ιδέα, από την άλλη όμως τείνει προς αυτό. Και αυτή η ανύψωση επιτυγχάνεται με την εθελούσια υποταγή στο κράτος, στην οποία συμβάλλουν αντιπροσωπευτικοί θεσμοί όπως το κοινοβούλιο.
Για τον Νίτσε, νοσταλγό μιας αριστοκρατικής κοινωνίας ικανής να αναδείξει τους αρίστους, η ισοπεδωτική ισότητα τις αστικής δημοκρατίας διαμορφώνει μια ανελεύθερη μάζα η οποία είναι υποταγμένη στο «παγερό τέρας» του αστικού κράτους.
Συνεχίζω με τη μαρξική περί του θέματος ανάλυση, και αυτό στη βάση της συλλογιστικής του Μαρξ περί της δυναμικής της ενσωμάτωσης στο κυρίαρχο σύστημα των λαϊκών μαζών, της εργατικής τάξης συμπεριλαμβανομένης, και ως εκ τούτου της εκτίμησής του περί περιορισμένης σημασίας των εκλογών, ως καταγραφής και μόνον του επιπέδου συνειδητότητας.
Ακολουθεί η απαξίωση της αντιπροσωπευτικής αστικής δημοκρατίας εκ μέρους του Μπακούνιν, η οποία εντάσσεται στην εκ μέρους του, ευρύτερη εναντίωση στο κράτος και την άρνηση συμμετοχής στους αστικούς πολιτικούς θεσμούς.
Στο επόμενο κεφάλαιο, αναφέρομαι στην άποψη του Ιταλού αναρχοκομμουνιστή Αμαντέο Μπορντίγκα, περί της βούλησης της πλειοψηφίας ως φάρσας της αστικής δημοκρατίας, οπότε και αρνείται κατηγορηματικά τη συμμετοχή στο αστικό κοινοβούλιο.
Στη συνέχεια παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο ο Λένιν τεκμηριώνει την ανεπάρκεια και τον στρεβλό χαρακτήρα της αυθόρμητης λαϊκής συνείδησης και, κατ’ επέκταση, τις λαθεμένες επιλογές της στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας, η οποία ως εκ τούτου αποτελεί και την καλύτερη μορφή για την άσκηση της δικτατορίας της αστικής τάξης.
Ακολουθεί ο εντοπισμός και η αντιμετώπιση εκ μέρους του Γκράμσι της αστικής ιδεολογικής ηγεμόνευσης με βάση την οποία διαμορφώνεται μια στρεβλή βούληση της πλειοψηφίας.
Κατόπιν αναφέρομαι στον ανθρωπάκο του Γουίλχελμ Ράιχ, ο οποίος υποστηρίζει ότι η εθελοδουλία είναι μια πανδημία της αστικής δημοκρατίας, η οποία πλήττει τους ανθρώπους, καθιστώντας τους ανήμπορους να διεκδικήσουν και να κατακτήσουν την ολόπλευρη ελευθερία τους.
Για τον Γκέοργκ Λούκατς, τη θέση του οποίου αναλύω στη συνέχεια, τα πολιτικά δικαιώματα και πιο ειδικά το γενικό εκλογικό δικαίωμα, ως στοιχεία του εποικοδομήματος, καθορίζονται από τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής και σε αυτά τα πλαίσια η βούληση των πολιτών χειραγωγείται από τους οικονομικά κυρίαρχους ανθρώπους.
Στη συνέχεια αναφέρομαι στον ουσιαστικά ανελεύθερο, «μονοδιάστατο άνθρωπο» του Μαρκούζε, ο οποίος δεν είναι παρά ο χαρακτήρας που αποδίδει στην πλειονότητα των ανθρώπων, έτσι όπως αυτός διαμορφώνεται στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Συνεχίζω με τον Αλτουσέρ, για τον οποίο η ιδεολογία των κυρίαρχων των σχέσεων παραγωγής, δηλαδή της αστικής τάξης, μετατρέπεται σε ιδεολογία της βούλησης της πλειοψηφίας μέσω την ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους.
Ακολουθεί η ερμηνεία εκ μέρους του Μισέλ Φουκώ, του τρόπου με τον οποίο η διάχυτη πανταχού εξουσία με τη μορφή μικροεξουσιών, και όχι μόνον η κεντρική πολιτική εξουσία, με τη σύγχρονη μορφή της, μέσα από τους μηχανισμούς παρακολούθησης και πειθάρχησης, διαμορφώνει ανελεύθερους ανθρώπους.
Ακολουθούν αναφορές σε δύο θεατρικά έργα τα οποία θίγουν με εντυπωσιακό τρόπο την κίβδηλη βούληση της πλειοψηφίας. Το πρώτο είναι ο «εχθρός του λαού», του Ίψεν. Μέσα από αυτό το έργο του ο Ίψεν περιγράφει πώς ένας γιατρός ο οποίος λέει την αλήθεια στον λαό, γίνεται εχθρός του. Το έργο αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να τιτλοφορείται «η αλήθεια εχθρός της λαϊκής βούλησης».
Δεύτερο έργο είναι ο Ρινόκερος του Ιονέσκο ο οποίος μέσα από το θέατρο του παράλογου, δείχνει και αυτός ότι ο καπιταλισμός απανθρωποποιεί και διαμορφώνει μια παράλογη πλειοψηφική έως και ομόφωνη λαϊκή βούληση, η οποία κάθε άλλο παρά αρμόζει στην ανθρώπινη υπόσταση.
Στη συνέχεια αναφέρομαι σε τρείς ταινίες, τη «Ντόγκβιλ», την «Αποκάλυψη τώρα» και το «Τζόκερ», οι οποίες με τον δικό τους ξεχωριστό τρόπο αναδεικνύουν τι είδους απανθρωποποιημένες ατομικότητες είναι δυνατόν να εκθρέψει ο καπιταλισμός.
Κατόπιν αναφέρομαι σε τρείς στοχαστές-υποστηρικτές της αστικής δημοκρατίας, και αυτό διότι τα σαθρά επιχειρήματά τους αποτελούν την καλύτερη απόδειξη της σαθρότητας της ελεύθερης βούλησης της πλειοψηφίας στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας.
Ο πρώτος από αυτούς είναι ο Καρλ Πόππερ, ο οποίος στο πολύκροτο έργο του «Οι ελεύθερες κοινωνίες και οι εχθροί τους» υποστηρίζει ότι η αστική αντιπροσωπευτική δημοκρατία, την οποία και ταυτίζει με τη δημοκρατία, λόγω της πολιτικής ισότητας που παρέχει είναι το ιδανικό πολίτευμα για όλες τις τάξεις και τα στρώματα.
Ο δεύτερος είναι ο Άλμπερ Γουίλ, φανατικός υπερασπιστής του αστικού κοινοβουλευτισμού, ο οποίος, μέσα από τη συλλογιστική του, επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο ότι η ιδεολογική του φάρα θέτει αναχώματα στη βούληση της πλειοψηφίας, έτσι ώστε να την εμποδίσει να σπάσει τα δεσμά που την κρατούν υπόδουλη στην κυρίαρχη ιδεολογία.
Ο τρίτος στοχαστής υπέρμαχος της αστικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, είναι ο Γερμανός Ακαδημαϊκός Μάνφρεντ Σμιντ, κατά τον οποίο, από την μία, αυτή αντιμετωπίζεται ως μια υπερταξική μορφή διακυβέρνησης, η οποία και δεν επιδέχεται παρά βελτιώσεις που θα την καθιστούν πιο αποτελεσματική για όλους τους πολίτες, και, από την άλλη, διαστρεβλώνει σκοπίμως την περί δημοκρατίας αντίληψη του Μαρξ, για να μπορέσει να την απορρίψει.
Τέλος παραθέτω το ποίημα «Μιλώ» του Μανόλη Αναγνωστάκη, το οποίο θεωρώ ότι αποτελεί εγκώμιο στους λιγοστούς για την ώρα ανθρώπους, οι οποίοι παραμένουν όρθιοι απέναντι στην κίβδηλη βούληση του πλήθους.
Ολοκληρώνω με έναν επίλογο στον οποίο εντάσσω την ανελεύθερη βούληση της πλειοψηφίας στη συνολικότερη αναντιστοιχία καπιταλισμού και δημοκρατίας, στον βαθμό που, όποια κι αν είναι η μορφή διακυβέρνησης, ο καπιταλισμός παραμένει στην ουσία του δικτατορία της αστικής τάξης, και αυτό δεν αναιρείται από την παραχώρηση του γενικού εκλογικού δικαιώματος ή, με άλλα λόγια, από την παραχώρηση ίσων πολιτικών δικαιωμάτων σε κοινωνικά άνισους στην πραγματικότητα ανθρώπους. (Γιώργος Ρούσης)