2/5/20

Κανονικότητα (;)

Ιούνιος 2020. Είναι Σάββατο και κατά τα καθιερωμένα ξεκινάω για καφέ και καθαρό αέρα μετά από πολύ καιρό. 

* * *
Ντύνομαι με βαμβακερά ρούχα, διότι στην επιστροφή υποχρεωτικά πρέπει να μπούνε αμέσως στο πλυντήριο πάνω από 60 βαθμούς. Εκτός –λέει- κι αν τα κρεμάσεις έξω για 48 ώρες. Ξέχνα τα χειμωνιάτικα ισοθερμικά που τα έπλενες στο πρόγραμμα «κουρτίνες» με 30 βαθμούς, χωρίς στύψιμο και σιδέρωμα στη μια κουκίδα. Δεν είχαν πρόβλημα.
* * *
Παίρνω μαζί μου το τσαντάκι για τα απαραίτητα αξεσουάρ: ένα μπουκαλάκι αντισηπτικό, τρεις μάσκες και τρία ζευγάρια γάντια μιας χρήσεως, χαρτομάντιλα, πορτοφόλι, θήκη γυαλιών στην οποία θέτω τα διορθωτικά ,διότι θα φοράω τα γυαλιά του ηλίου, ένα κουτάκι καραμέλες για το λαιμό (δεν καπνίζω παιδιόθεν), τα κλειδιά.
* * *
Στην καφετέρια συναντώ «τα παιδιά». Φίλους που είτε διέρχονται την «ευπαθή ηλικία» είτε την πλησιάζουν. Δεν την αποκαλούμε «τρίτη» πλέον διότι λόγω ευζωίας και λοιπών βιταμινών και φαρμάκων, το προσδόκιμο έχει ανέβει και στην «τρίτη» κατατάσσουμε τους άνω των 80. Τη λέμε «ευπαθή», λόγω κορωνοϊού, διότι οι τηλεπαρουσιαστές και οι σοφοί καλεσμένοι τους, επιμένουν να αποκαλούν «ηλικιωμένους και ευπαθείς» τους άνω των 65. Έλεος… Όχι με όριο συνταξιοδότησης τα 67. Μας δουλεύετε;
* * *
Το τραπέζι πλήρες. Συνήθως μαζευόμαστε 5-6 χωρίς συζύγους. Κοιτάζω γύρω μου και δεν μπορώ να κάτσω στο διπλανό, διότι απέχει 2 μέτρα. Πώς θα κουβεντιάζω με τα «παιδιά»; Έρχεται ο μασκοφόρος σερβιτόρος, που δεν καταλαβαίνω αν μου χαμογελάει ή όχι και μου λέει ότι δεν μπορώ να πάρω κάθισμα από δίπλα, διότι έχει πρόβλημα με την Αστυνομία και το πρόστιμο είναι μεγάλο. Ρωτάω εάν είναι ψεκασμένα το διπλανό τραπέζι και τα καθίσματα και παίρνω θετική απάντηση. Μοιραζόμαστε σε δυο τραπέζια, αλλά δεν έχει πλάκα όταν δεν μπορείς να ψιθυρίσεις και κάτι. Κουβεντιάζουμε εξ αποστάσεως, μεγαλόφωνα.
* * *
Στο μεσοδιάστημα, σηκώνομαι για τουαλέτα. Πλένω σχολαστικά τα χέρια μου και μπαίνω – βγαίνω χωρίς να αγγίξω μπετούγια και σύρτη. Πλένω πάλι τα χέρια μου. Οι χειροπετσέτες κοντεύουν να τελειώσουν, ειδοποιώ τον μασκοφόρο υπεύθυνο. Κουνάει το κεφάλι. Ο επόμενος περιμένει να δει απολύμανση πριν μπει. Διαβάζω τη σκέψη του υπεύθυνου: «Κι άλλα έξοδα».
* * *
Τελειώνοντας πληρώνω ανέπαφα, προς μεγάλη δυσαρέσκεια του μασκοφόρου σερβιτόρου. Τον καταλαβαίνω από το μουγκρητό. Σκέφτομαι και το πλυντήριο που έχω, μόλις επιστρέψω σπίτι και τα παίρνω. Η ανεμελιά του Σαββάτου χάθηκε. Και ακόμα δεν έχουν ανακαλύψει το φάρμακο ή το εμβόλιο. Πού θα πάει; Θα προσαρμοστούμε, λέει.
(Από τη μόνιμη στήλη μου στην έντυπη Αμαρυσία, σήμερα)