19/1/20

«Ο δικαστής» του Θανάση Διαμαντόπουλου

Το βιβλίο του καθηγητή Θανάση Διαμαντόπουλου που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, είναι ένα ιστορικό, ψυχολογικό και αισθηματικό μυθιστόρημα (όπως άλλωστε το χαρακτηρίζει και ο ίδιος στον πρόλογο του άλλου βιβλίου του «10+1 δεκαετίες πολιτικών διαιρέσεων – 8ος τόμος» εξαιρετικά ενδιαφέρον, επίκαιρο, ιδιαίτερα τρυφερό, μέχρι και μελοδραματικό θα έλεγα.
Η υπόθεση που ξεκινά το καλοκαίρι του 2018, αφορά σε έναν υπερήλικα συνταξιούχο Αρεοπαγίτη, ο οποίος αποφασίζει να υπαγορεύσει τα απομνημονεύματά του σε μια νεαρή φοιτήτρια, τη Μίνα, που κάνει το διδακτορικό της, η οποία αναλαμβάνει χάρη στην υψηλή αμοιβή που της δίνει και η οποία αμοιβή θα την βοηθήσει να χαρεί τις διακοπές της  μαζί με το δεσμό της τον Γρηγόρη.
Το μυθιστόρημα ξεκινά με αφηγητές πότε τη Μίνα και πότε τον Γρηγόρη, ο οποίος διαβάζει τα χειρόγραφα από τις αφηγήσεις του Δικαστή και μέσα από αυτά εμείς μαθαίνουμε για τη ζωή του Δικαστή, η οποία καλύπτει μια ιστορική περίοδο λίγο πριν τον πόλεμο του 40 και μέχρι το 2018. Από τις σελίδες του μυθιστορήματος παρελαύνουν μυθιστορηματικά αλλά και ιστορικά πρόσωπα, ο Σβώλος και άλλοι σπουδαίοι δάσκαλοι της Νομικής Αθηνών όταν σπούδαζε ο Δικαστής, ο Ιωάννης Μεταξάς και το πώς προέκυψε το ΟΧΙ, τα Δεκεμβριανά και ο Εμφύλιος 1946 - 1949, η εκτέλεση της Ελένης Παπαδάκη, η δολοφονία του Χρήστου Λαδά, η δίκη του Μέρτεν στην Ελλάδα και ο τρόπος που τη χειρίστηκε η κυβέρνηση, η εκτέλεση του Παγκρατίδη, ο Κων/νος Καραμανλής, ο Γεώργιος Ράλλης, ο Κων/νος Μητσοτάκης, ο Κων/νος Δεσποτόπουλος, η δίκη και η αθώωση του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά, το τραγικό ναυάγιο του Σάμινα και η φονική πυρκαγιά στο Μάτι τον Ιούλιο του 2018.
Ο συγγραφέας απευθύνεται στον αναγνώστη ταυτόχρονα μέσα από την Ιστορία και τις μικρές εικόνες που διατηρούμε ο καθένας μας, αλλά και μέσα τη μεγάλη εικόνα που μας αφορά όλους. Επειδή δε, διαθέτει εκτός από το χάρισμα της λογοτεχνικής γραφής και βαθιά γνώση του ιστορικού και πολιτικοκοινωνικού πλαισίου, αυτά τα δύο στοιχεία κάνουν εξαιρετικά ενδιαφέρον το αποτέλεσμα.
Ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο υπέργηρος Δικαστής, στριφνός, μισάνθρωπος και προφανώς στερημένος από τις χαρές που η ζωή μπορεί να προσφέρει στον άνθρωπο, εκτός από την αφήγηση των ιστορικών γεγονότων (από τη δική του σκοπιά), προσπαθεί μέσα από την περιγραφή των προσωπικών του στιγμών να εξιλεωθεί από κάτι που τον βασανίζει. 
Σ’ αυτό το συμπέρασμα οδηγείται σταδιακά ο αναγνώστης του μυθιστορήματος και μέσα από τις αντιφάσεις του Δικαστή, ο οποίος από τη μια εμφανίζεται ως συντηρητικός αντικομμουνιστής και από την άλλη ως δικηγόρος που υπερασπίζεται με πάθος έναν «συμμορίτη» προκειμένου να τον σώσει από το εκτελεστικό απόσπασμα. Αυτός ο άτεγκτος και χωρίς ευαισθησίες άνθρωπος, είναι ένας δικαστικός που τον απασχολεί η φύση του λειτουργήματός του. Εξ ου και η επικαιρότητα του μυθιστορήματος.  
«Μπορεί ένας δικαστής να απονείμει δίκαιο, να εφαρμόζει τον νόμο, αλλά και να απονείμει ουσιαστικά δικαιοσύνη αγνοώντας ολοσχερώς τις ευρύτερες κοινωνικές συνέπειες της απόφασής του;» αναρωτιέται ο ήρωας του Διαμαντόπουλου και ο συγγραφέας με έμμεσο τρόπο, μέσα από τη μυθιστορηματική αφήγηση παίρνει θέση, αναδεικνύοντας ένα χώρο αξιών (τη δικαστική εξουσία) που με τις θετικές και τις αρνητικές του πτυχές σφράγισε τη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες. 
Σταχυολογώ: «Δικαστής σημαίνει ένα επάγγελμα που μπορεί να είναι εξαιρετικά πληκτικό…»
«Όποιος έχει τη δύναμη έχει το δίκιο με το μέρος του…» 
«Δύναμη είναι η δυνατότητα των δικαστών να ‘‘ερμηνεύουν’’ τους νόμους όπως βολεύει και τους ίδιους –αυτό το βλέπουμε πολύ τα τελευταία χρόνια, που έπεσαν τα προσωπεία και καταργήθηκε η συστολή– ή όπως εξυπηρετεί άτομα, ομάδες ή κοινωνικές κατηγορίες κατά κανόνα του κρατικοδίαιτου κατεστημένου, πάντως ‘‘προσφιλείς’’ στο δικαστικό σώμα…»
«Ποτέ δεν πίστεψα, παιδί μου, στη Δικαιοσύνη ως θεσμό ικανό να υπηρετήσει την ουσία και την ιδέα της δικαιοσύνης (…) κατά καιρούς σκεπτόμουν πως η δικαιοσύνη είναι κάτι πολύ μεγάλο για να την αποδίδουν δικαστές…»
Είναι τολμηρή και σκληρή η γραφή του καθηγητή-συγγραφέα Θανάση Διαμαντόπουλου (καθ’ όσον αφορά στους δικαστές, όπως αυτόν του τίτλου) σ’ αυτό το «ιστορικό, ψυχολογικό και αισθηματικό μυθιστόρημα», για το οποίο η έκφραση «μπήγει βαθιά το μαχαίρι μέχρι το κόκαλο» παύει να είναι μεταφορική.
Επίσης, και στο χώρο της πολιτικής η γραφίδα του αποδεικνύεται έντονα διεισδυτική και αποκαλυπτική των διλλημάτων που συντάραξαν την ελληνική κοινωνία. Όπως στην υπόθεση του περιβόητου «χασάπη» Μέρτεν, η οποία απείλησε να τινάξει στον αέρα όλο το αναπτυξιακό σχέδιο της κυβέρνησης Κωνσταντίνου (του μεγάλου) Καραμανλή εκείνη την εποχή, για την οποία μέσα από την αφήγηση του Δικαστή αναπτύσσει όλες τις απόψεις που επικρατούσαν. Ακόμα και για τη δίκη του Ανδρέα Παπανδρέου το καλοκαίρι του 1990 εκφράζει τα διλήμματα που τον βασάνιζαν. Τοποθετεί τον εαυτό του στους αρεοπαγίτες που ψήφισαν αθωωτικά για τον Ανδρέα Παπανδρέου, παρόλο που ήταν «περίπου πεπεισμένος για την ενοχή του».
«Αρνούμουν να πιστέψω και να δεχθώ ότι σχεδόν όλοι ταυτόχρονα οι διοικητές των δημόσιων οργανισμών έπαθαν μαζική παράκρουση και έσπευσαν αυτοβούλως να βάλουν ταυτόχρονα τα λεφτά των οργανισμών τους στην τράπεζα του Κοσκωτά» διηγείται σε κάποιο σημείο και συμπληρώνει: «Έφτανε η προσθήκη μιας μόνο ψήφου στις καταδικαστικές, της δικής μου, για να επιβληθεί στον πρώην –και ξανά μετέπειτα– πρωθυπουργό ποινή ατιμωτική…» Δικαιολογεί δε την απόφασή του λέγοντας: «…Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε αιματοχυσία στον δρόμο, ίσως ακόμα και σε εμφυλιοπολεμικού χαρακτήρα γεγονότα, μπορούσε να τα αγνοήσει –παρά τη δικανική του πεποίθηση– ένας δικαστής; Εγώ πάντως δεν το αγνόησα (…) σκέφτηκα: Η κοινωνική ειρήνη ενός πολύπαθου λαού αξίζει μια δικαστική αδικία! Ψήφισα λοιπόν αθωωτικά και σιώπησα αιδημόνως…»
Και το μυθιστόρημα, αφού διασχίζει και τις προσωπικές στιγμές του Δικαστή και τους χαμένους του, ανεκπλήρωτους έρωτες,  τελειώνει με τις δραματικές στιγμές που έζησε ο τόπος κατά την περίοδο της φονικής φωτιάς στο Μάτι και πώς αντιμετωπίστηκε αυτή από τους δευτεραγωνιστές της ιστορίας, τη Μίνα που έγραφε τα απομνημονεύματα του υπέργηρου Δικαστή και τον φίλο της Γρηγόρη.