Αυτές τις μέρες (από 2/10/2014) προβάλλεται η ταινία Xenia του Πάνου Κούτρα, στην οποία ο φακός του σκηνοθέτη παρακολουθεί δύο νέα παιδιά, αλλοδαπούς, στην Ελλάδα του 21ου αιώνα ενώ ψάχνουν το βιολογικό τους πατέρα, από την Κρήτη που ξεκινούν μέχρι το Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Ο τίτλος της ταινίας αναφέρεται σε ένα ερειπωμένο ξενοδοχείο Ξενία (αρχαία λέξη που σημαίνει Φιλοξενία), το οποίο οι δυο άστεγοι νέοι προσπάθησαν να το κάνουν σπίτι τους (όπως και τη χώρα μας) αλλά δεν τα κατάφεραν.
Σε παρένθεση αναφέρεται, ότι με το γενικό τίτλο «Ξενία» ονομαζόταν μεταπολεμικά μια μεγάλη αλυσίδα ξενοδοχείων, τα οποία κατασκευάζονταν από τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (και μάλιστα με εξωτερική εμφάνιση που πάντοτε ταίριαζε με το περιβάλλον) σε τουριστικούς προορισμούς, αλλά με την πάροδο του χρόνου στις περισσότερες περιοχές αφέθηκαν στην τύχη τους ή στην καλύτερη περίπτωση πέρασαν στους ιδιώτες, διότι αυτοί που τα διοικούσαν, ως υπάλληλοι του ευρύτερου δημόσιου τομέα δεν έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την επιχείρηση, οπότε αυτή μαράζωνε.
Με αφορμή λοιπόν την ταινία Xenia, κάθισα και σκέφτηκα ότι ο ελληνικός κινηματογράφος δεν υπήρξε αδιάφορος απέναντι στην ιστορία και στο θέμα του προσφυγικού και της μετανάστευσης, το οποίο αντιμετώπισε με διάφορες οπτικές, άλλοτε ως αλληγορία για να θίξει σοβαρά κοινωνικά, ιστορικά και πολιτικά θέματα και άλλοτε ως δράμα ή μελόδραμα. Καμιά φορά και ως κωμωδία.
Αντιλαμβάνεστε ότι το μυαλό μου πήγε πρώτα στη φιλμογραφία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, ύστερα στην ταινία «Συνοικία το Όνειρο» (1961) του Αλέκου Αλεξανδράκη (ως σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή) και τέλος στην «Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» (1968) του Απόστολου Τεγόπουλου. Όλες, ταινίες που θεωρώ -ανάμεσα και σε άλλες που θα αναφέρω στη συνέχεια- χαρακτηριστικές για τη θεματική τους (άμεσα ή έμμεσα) στο μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα.
Σε παρένθεση πάλι, επιτρέψτε μου να δώσω και δυο ορισμούς εν συντομία: η μετανάστευση αφορά μετακίνηση ανθρώπων από μια χώρα σε άλλη οικειοθελώς για εργασία, σπουδές ή καλύτερες συνθήκες ζωής, ενώ η προσφυγιά αφορά ανθρώπους που εγκαταλείπουν τη χώρα τους λόγω πολέμου, διώξεων ή κινδύνου για τη ζωή τους.
Θεωρώ ότι η πρώτη και πιο σοβαρή ελληνική ταινία πάνω στο θέμα της προσφυγιάς και των συνεπειών της είναι η ηθογραφία «Συνοικία το όνειρο» (1961), μια από τις λίγες που γυρίστηκαν στο ύφος του ιταλικού νεορεαλισμού. Σ’ αυτήν, ο Αλέκος Αλεξανδράκης, πίσω από την κάμερα του σκηνοθέτη, δείχνει μια Αθήνα πολύ μακριά από την επίσημη, ωραιοποιημένη και τουριστική εικόνα της, η οποία και εξαγρίωσε τους λογοκριτές της εποχής, που την είδαν ως «κομμουνιστική προπαγάνδα, που δυσφημούσε την εικόνα της ευημερούσης Ελλάδος», την ίδια εποχή που άλλες ταινίες παρουσίαζαν ένα λαό ανέμελο και χαρούμενο σε τεχνικολόρ. Η ταινία ήταν γυρισμένη στον Ασύρματο, μια πρόχειρα χτισμένη παραγκούπολη στη δυτική πλαγιά του λόφου Φιλοπάππου που ήταν πρώην λατομείο, δίπλα στη Σχολή του Πολεμικού Ναυτικού που διέθετε μια τεράστια κεραία ασυρμάτου (εξ ου και το όνομα). Εκεί είχαν εγκατασταθεί μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 περίπου 800 οικογένειες προσφύγων που προέρχονταν από την Αττάλεια, γι’ αυτό αργότερα έμεινε γνωστή και ως Ατταλιώτικα.
Στον κινηματογράφο αυτής της δεκαετίας -όπως και της προηγούμενης του ’50- το ζήτημα της μετανάστευσης ή της προσφυγιάς αντιμετωπιζόταν με επιφανειακό τρόπο και μερικές φορές με κωμικό. Από τη μία, έχουμε τον Έλληνα μετανάστη στο εξωτερικό, συνήθως Αμερική, που επιστρέφει στην πατρίδα, μιλώντας σπαστά ελληνικά, μοιράζοντας ντόλαρς και έχοντας ξεχάσει τις παραδοσιακές αξίες της πατρίδας. Από την άλλη, έχουμε τον εσωτερικό μετανάστη (Κ. Χατζηχρήστο) με το καλάθι και τις κότες που πηγαίνει στην Αθήνα, να αναζητήσει μία καλύτερη ζωή, ή τη νεαρή κοπέλα, που εργάζεται ως υπηρέτρια σε σπίτια πλουσίων (όπως η Δ. Στυλιανοπούλου) που δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στη ζωή της Αθήνας. «Η θεία από το Σικάγο» (1957) και «Ο Θύμιος τα έκανε θάλασσα» (1959) του Αλ. Σακελλάριου αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα των ταινιών αυτών σε αντίθεση με τις παραγωγές της Κλακ Φιλμ (1963-1972) με πρωταγωνιστή τον Νίκο Ξανθόπουλο, που αντιμετωπίζουν το ζήτημα πιο μελοδραματικά, με ταινίες όπως η «Ξεριζωμένη γενιά» (1967) και η «Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» (1968), αμφότερες του Απόστολου Τεγόπουλου και από τρεις ώρες η κάθε μια, με μεγάλες εισπράξεις στο box-office. Σ’ αυτές, ένας πρόσφυγας από τη Σμύρνη έρχεται στην Ελλάδα και προσπαθεί να ανασυντάξει την οικογένειά του και να αποκατασταθεί οικονομικά αλλάζοντας επαγγέλματα, επειδή όλοι τον εκμεταλλεύονται, για να καταλήξει λαϊκός τραγουδιστής.
Αυτά, με τον παλαιό ελληνικό κινηματογράφο (ΠΕΚ), διότι από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, που οριοθετείται μια νέα οπτική που ονομάζεται Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος (ΝΕΚ), σημειώνεται μια σημαντική αλλαγή, αφού οι δημιουργοί εμβαθύνουν περισσότερο στους χαρακτήρες και τον ψυχισμό των ηρώων τους, όπως η «Μέχρι το πλοίο» (1966) του Αλέξη Δαμιανού, που αφηγείται τρεις φάσεις από τη ζωή ενός ορεσίβιου ανθρώπου, που κατεβαίνει στον κάμπο κι έπειτα στο λιμάνι του Πειραιά, για να μεταναστεύσει στην Αυστραλία και η «Αναπαράσταση» (1970), η πρώτη μεγάλου μήκους του Θόδωρου Αγγελόπουλου, που εστιάζει στη διερεύνηση του θανάτου ενός μετανάστη, που λίγες ημέρες μετά την επιστροφή του από τη Γερμανία, δολοφονείται από τη γυναίκα του (στη φωτογραφία) και τον εραστή της.
Στην ίδια περίοδο, το 1978 έχουμε και την ταινία «1922» του Νίκου Κούνδουρου, που μέσα από την προσωπική τραγωδία τριών προσώπων, αφηγείται τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη μαρτυρική πορεία των προσφύγων της Μικράς Ασίας προς τη Γη της Επαγγελίας.
Στη δεκαετία του 1980, η επιστροφή των εξόριστων του Εμφυλίου αποκτά άλλη διάσταση στις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου, του οποίου ο «Θίασος» (1975) από την Τριλογία της Ιστορίας, είναι ολόκληρος ένας εσωτερικός μετανάστης, που όμως ταξιδεύει και μέσα στην ιστορία.
Οι πρόσφυγες του Αγγελόπουλου αποτελούν ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο, ιδίως αν θυμηθούμε και την Τριλογία της Σιωπής στην οποία ή έχουν τον κύριο ρόλο, ή εμφανίζονται για να δώσουν τροφή για σκέψη. Στην πρώτη της τριλογίας, το «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984), υπάρχει ένας πρώην κομμουνιστής που χάρη στην αμνηστία που αποδόθηκε με την πτώση της δικτατορίας το 1974, επιστρέφει στην Ελλάδα μετά από 32 χρόνια εξορίας στην ΕΣΣΔ και αδυνατεί να προσαρμοστεί στον τόπο καταγωγής του και να επικοινωνήσει με τους γύρω του. Στη δεύτερη, «Ο μελισσοκόμος» (1986), υπάρχει ο δάσκαλος σε μια μικρή επαρχιακή πόλη που μετά τον γάμο της κόρης του και την αναχώρηση του γιου του για σπουδές, αρχίζει κι αυτός το δικό του ταξίδι, ένας εσωτερικός μετανάστης, διασχίζοντας όλη τη χώρα με τις κυψέλες του, ενώ στην τρίτη, το «Τοπίο στην ομίχλη» (1988), έχουμε δύο παιδιά, που αποφασίζουν να ταξιδέψουν μόνα τους στη Γερμανία, καθώς πιστεύουν ότι εκεί θα βρουν τον πατέρα τους, τον οποίο επιθυμούν διακαώς να συναντήσουν.
Η αφηγηματική όμως του μεγάλου σκηνοθέτη, δεν περιορίζεται μόνο στην Ελλάδα. Οι ταινίες του τοποθετούνται στα Βαλκάνια, ειδικά στην Τριλογία των Συνόρων όπου οι χαρακτήρες των ταινιών του ζουν στα βόρεια ελληνικά σύνορα, ή κινούνται στην παραμεθόριο. Στην πρώτη «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» (1991), ένας νεαρός ρεπόρτερ συναρπάζεται από τη φυσιογνωμία ενός ηλικιωμένου πρόσφυγα, που ζει σχεδόν ασκητικά σε μια μικρή συνοριακή πόλη και στη διασταύρωση δύο όμορων πολιτισμών (Αλβανίας - Ελλάδας), ενώ στη δεύτερη «Το βλέμμα του Οδυσσέα» (1996), ένας Έλληνας σκηνοθέτης γυρίζει από την εξορία και αρχίζει ένα ταξίδι στα Βαλκάνια, αναζητώντας τρεις χαμένες μπομπίνες φιλμ των αδελφών Μανάκη, των πρωτοπόρων κινηματογραφιστών που έφεραν τον κινηματογράφο στα Βαλκάνια στις αρχές του 20ού αιώνα. Η διαδρομή του είναι μεγάλη. Από την Αλβανία στα Σκόπια, μετά στη Φιλιππούπολη, μετά στο Βουκουρέστι και στο Βελιγράδι για να καταλήξει στο Σαράγιεβο.
Προηγουμένως, έχουμε δει την ταινία «Τραγούδι της επιστροφής» (1983) του Γιάννη Σμαραγδή, που πραγματεύεται την επιστροφή στην Ελλάδα -από τη Σουηδία- ενός επικηρυγμένου νεαρού αγωνιστή κατά της Χούντας, ο οποίος απογοητεύεται επειδή οι παλιοί του σύντροφοι και τα αγαπημένα του πρόσωπα έχουν συμβιβαστεί και έτσι επιστρέφει στην Κρήτη μαζί με κάποιον πολιτικό πρόσφυγα από τις ανατολικές χώρες.
Το 1986 η ταινία του Τάσου Ψαρρά «Καραβάν Σαράι», περιγράφει εικόνες από τη ζωή χιλιάδων προσφύγων που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να καταφύγουν στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Αιτία αυτής της αναγκαστικής μετακίνησης ήταν η προσπάθεια του Στρατού να αποδυναμώσει τους αντάρτες από κάθε δυνατότητα ανεφοδιασμού αλλά και στρατολόγησης νέων μαχητών.
Η ταινία «Τα παιδιά της Χελιδόνας» (1987) του Κώστα Βρεττάκου, ασχολείται κι αυτή με το θέμα της παλιννόστησης των εξόριστων του Εμφυλίου, μέσα από την ιστορία ενός δημοσιογράφου, ο οποίος συνεργαζόμενος με ένα νεαρό σκηνοθέτη, προσπαθεί να συγκεντρώσει πληροφορίες για τα μέλη μιας οικογένειας που διαλύθηκε εξαιτίας των πολιτικών αναταραχών. Θα τα εντοπίσουν και εκείνα θα αφηγηθούν τις δραματικές ιστορίες τους που ξεκίνησαν από τον Εμφύλιο.
Το 1993, έχουμε την ταινία «Απ’ το χιόνι» του Σωτήρη Γκορίτσα η οποία περιγράφει τη διαδρομή τριών Βορειοηπειρωτών, από τα χιόνια της Αλβανίας μέχρι την Αθήνα, όπου φτάνουν με τα πόδια για να βρεθούν αντιμέτωποι με την πείνα, την ζοφερή πραγματικότητα που εξαφανίζει τα όνειρά τους και τον ρατσισμό. Με το θάνατο του ενός από ατύχημα σε μια οικοδομή, οι άλλοι δύο αποφασίζουν να επιστρέψουν στο χωριό τους -και στο χιόνι.
Στην ταινία «Μιρουπάφσιμ» (1997) των Γιώργου Κόρρα και Χρήστου Βούπουρα, ένας καθηγητής με αριστερές ιδέες, γνωρίζει τρεις Αλβανούς λαθρομετανάστες. Ανάμεσά τους αναπτύσσεται μια δυνατή φιλία με αποτέλεσμα τη σύγκρουση του καθηγητή με το οικογενειακό του περιβάλλον. Επιμένοντας στις απόψεις του, θα επιχειρήσει να κατανοήσει τα προβλήματα των εκπατρισμένων, θα επισκεφτεί την Αλβανία και το σπίτι τους και θα προσπαθήσει να τους βοηθήσει να μείνουν με νόμιμο τρόπο στην Ελλάδα, ενώ στην ταινία «Από την άκρη της πόλης» (1998) του Κωνσταντίνου Γιάνναρη μια παρέα νεαρών Ποντίων που ήρθαν από την Ρωσία και ζουν στο Μενίδι, προσπαθούν να ενσωματωθούν σε μια ρατσιστική κοινωνία που τους θεωρεί ξένους, αλλά και να μη χάσουν την ταυτότητά τους.
Με την είσοδο του 21ου αιώνα και με το μεταναστευτικό να παίρνει άλλες διαστάσεις με τις αυξημένες ροές στην Ευρώπη κυρίως μέσω της Ελλάδας, ο ελληνικός κινηματογράφος, συνεχίζει να απεικονίζει το ζήτημα. Μια από τις χαρακτηριστικές ταινίες της πρώτης περιόδου είναι «Ο δρόμος προς τη Δύση» (2003) του Κυριάκου Κατζουράκη. Ένας συνδυασμός ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας, που επικεντρώνεται σε μια γυναίκα από την πρώην ΕΣΣΔ, που αναζητά στην Ελλάδα μια καλύτερη ζωή και πέφτει θύμα του σεξουαλικού δουλεμπορίου. Η ιστορία της ξεδιπλώνεται μέσα από μια σειρά προσωπικών εξομολογήσεων και συνδέεται με τις πραγματικές ιστορίες μεταναστών στην Αθήνα.
Στην ταινία «Όμηρος» (2005) του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, ένας Αλβανός μόνιμος κάτοικος Ελλάδας, που ζει στο περιθώριο, αποφασίζει να εισβάλει ένοπλος σε ένα λεωφορείο για να το καταλάβει, ώστε -όπως λέει- «να ακουστεί η φωνή του». Όταν οι ελληνικές αρχές τον καταδιώκουν, αυτός οδηγεί το κατειλημμένο λεωφορείο προς την Αλβανία.
Το 2005, στην ταινία «Λιούμπη» της Λάγιας Γιούργου, μια νεαρή μετανάστρια, η Λιούμπη, μπαίνει ως οικιακή βοηθός στη ζωή μιας τυπικής μεσοαστικής οικογένειας αναλαμβάνοντας τη φροντίδα της άρρωστης και κατάκοιτης μητέρας. Ο γιος της την ερωτεύεται και αποφασίζει να διαλύσει τον αρραβώνα του για χάρη της. Ωστόσο, η οικογενειακή πίεση και ο κοινωνικός ρατσισμός καταφέρνουν να υπερισχύσουν του έρωτα και να χωρίσουν το ζευγάρι.
Τέλος, η κωμωδία «Ακαδημία Πλάτωνος» (2009) του Φίλιππου Τσίτου πραγματεύεται την καθημερινότητα του ψιλικατζή Σταύρου και των ρατσιστών φίλων του, που διασκεδάζουν -και αισθάνονται υπερήφανοι- όταν ο σκύλος ενός γείτονα γαβγίζει σ' όποιον Αλβανό περνάει, ενώ μέσα στο ψιλικατζίδικο, η μητέρα του Σταύρου, στα πρόθυρα του Αλτσχάιμερ, λαγοκοιμάται στην πολυθρόνα της. Αυτή η ρουτίνα σπάει μια μέρα που η μητέρα του πέφτει στην αγκαλιά ενός Αλβανού εργάτη αποκαλώντας τον «Γιέ μου», στα αλβανικά!