Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα (από τις εκδόσεις Ψυχογιός) το οποίο, αν και αουτσάιντερ, όπως διάβασα κατέπληξε κριτική και κοινό και ίσως δίκαια έφτασε μέχρι τη βραχεία λίστα για το Booker. Ο Πάτρικ Ντεγουίτ (με τίτλο στο πρώτο κεφάλαιο τη φράση "Και οι πιστολάδες έχουν ψυχή"), αποτίει φόρο τιμής στο κλασικό γουέστερν και ταυτόχρονα το υπερβαίνει, δημιουργώντας μια αλησμόνητη και άκρως συγκινητική μαύρη κωμωδία. Γράφει ένα μυθιστόρημα, που είναι μεν γουέστερν, αλλά δεν είναι σαν αυτά που γνώριζα μέχρι σήμερα και έχω διαβάσει στα αγγλικά αρκετό Louis L' Amour.
Το βιβλίο, διαβάζεται στην κυριολεξία "μονορούφι". Διαθέτει την περιγραφικότητα που μας θυμίζει τη βίαιη σκηνοθετική ματιά του Σαμ Πέκινπα και της "Άγριας συμμορίας" του και ταυτόχρονα το λυρισμό και τα μαγευτικά πλάνα του Σέρτζιο Λεόνε από τις γνωστές κλασσικές ταινίες-σπαγγέτι του, όπως το "Για μια χούφτα δολλάρια" και "Μονομαχία στο Ελ Πάσο".
Το βιβλίο, διαβάζεται στην κυριολεξία "μονορούφι". Διαθέτει την περιγραφικότητα που μας θυμίζει τη βίαιη σκηνοθετική ματιά του Σαμ Πέκινπα και της "Άγριας συμμορίας" του και ταυτόχρονα το λυρισμό και τα μαγευτικά πλάνα του Σέρτζιο Λεόνε από τις γνωστές κλασσικές ταινίες-σπαγγέτι του, όπως το "Για μια χούφτα δολλάρια" και "Μονομαχία στο Ελ Πάσο".
Με πρωταγωνιστές ένα αλλόκοτο τσούρμο από απατεώνες και κάθε λογής κομπιναδόρους και τυχοδιώκτες, ο Ντεγουίτ μας παρουσιάζει μια συναρπαστική οδύσσεια στον υπόκοσμο του 1850, με όλο το χιούμορ, τη μελαγχολία και τη γενναιότητα της Άγριας Δύσης.
Αρκαί να διαβάσει κανείς, μια παράγραφο για να καταλάβει ότι ο Πάτρικ Ντεγουίτ, γράφει και οι εικόνες πλάθονται και ρέουν όπως σε μια κινηματογραφική ταινία γουέστερν, ενώ η μετάφραση του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη κατορθώνει να συγκεράσει το σκληρό ύφος της Δύσης με τη χιουμοριστική διάθεση του συγγραφέα και να πλησιάσει τον έλληνα ανγνώστη: "(...) Μάσησα λίγη σκόνη για τα δόντια και μετά η γυναίκα με οδήγησε στο διάδρομο αγκαζέ. Καθώς περάσαμε από την ανοικτή πόρτα της σάλας του Μέιφιλντ, είδα το αφεντικό να κοιμάται με τη μούρη στο γραφείο του, το κεφάλι και τα χέρια του να είναι ανάμεσα σε ανάκατα μπουκάλια, και στάχτη από πούρα και στα τρία αναποδογυρισμένα καμπανάκια. Μια νταρντάνα κοκότα, τσίτσιδη, ήταν σωριασμένη ανάσκελα δίπλα του. Το πρόσωπό της ήταν γυρισμένο από την άλλη και κοντοστάθηκα να δω το αποκοιμισμένο κορμί, τα βυζιά και την κοιλιά της να σκαμπανεβάζουν με την ανάσα της. Ιδού μια εικόνα ηθικής παραμέλησης, σκέφτηκα και αναστατώθηκα σαν είδα τα γεννητικά της όργανα με τις τρίχες μπλεγμένες και πατικωμένες (...)".
Η υπόθεση του μυθιστορήματος όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο έχει ως εξής: Ο Χέρμαν Κέρμιτ Γουόρμ πρέπει να πεθάνει. Το έχει διατάξει ο πανίσχυρος, αινιγματικός άντρας με το προσωνύμιο Στόλαρχος. Δυο επαγγελματίες πιστολάδες, ο Έλι και ο Τσάρλι Αδελφές, ξεκινούν να εκτελέσουν τη διαταγή του. Αντίθετα με τον αδελφό του, ο Έλι δε λατρεύει το ουίσκι, το πιστολίδι και τους σκοτωμούς αλλά, έτσι κι αλλιώς, συμμετέχει, μια και δεν ξέρει να κάνει και τίποτε άλλο. Ωστόσο, καθώς το υποψήφιο θύμα αποδεικνύεται δύσκολος στόχος και οι αδελφοί Αδελφές αναγκάζονται να κάνουν τη διαδρομή από το Όρεγκον μέχρι το Σακραμέντο, ο Έλι βρίσκει το χρόνο να προβληματιστεί και να αμφισβητήσει για πρώτη φορά, τόσο την επαγγελματική του δραστηριότητα, όσο και τον εργοδότη του.
Αρκαί να διαβάσει κανείς, μια παράγραφο για να καταλάβει ότι ο Πάτρικ Ντεγουίτ, γράφει και οι εικόνες πλάθονται και ρέουν όπως σε μια κινηματογραφική ταινία γουέστερν, ενώ η μετάφραση του Γιώργου-Ίκαρου Μπαμπασάκη κατορθώνει να συγκεράσει το σκληρό ύφος της Δύσης με τη χιουμοριστική διάθεση του συγγραφέα και να πλησιάσει τον έλληνα ανγνώστη: "(...) Μάσησα λίγη σκόνη για τα δόντια και μετά η γυναίκα με οδήγησε στο διάδρομο αγκαζέ. Καθώς περάσαμε από την ανοικτή πόρτα της σάλας του Μέιφιλντ, είδα το αφεντικό να κοιμάται με τη μούρη στο γραφείο του, το κεφάλι και τα χέρια του να είναι ανάμεσα σε ανάκατα μπουκάλια, και στάχτη από πούρα και στα τρία αναποδογυρισμένα καμπανάκια. Μια νταρντάνα κοκότα, τσίτσιδη, ήταν σωριασμένη ανάσκελα δίπλα του. Το πρόσωπό της ήταν γυρισμένο από την άλλη και κοντοστάθηκα να δω το αποκοιμισμένο κορμί, τα βυζιά και την κοιλιά της να σκαμπανεβάζουν με την ανάσα της. Ιδού μια εικόνα ηθικής παραμέλησης, σκέφτηκα και αναστατώθηκα σαν είδα τα γεννητικά της όργανα με τις τρίχες μπλεγμένες και πατικωμένες (...)".
Η υπόθεση του μυθιστορήματος όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο έχει ως εξής: Ο Χέρμαν Κέρμιτ Γουόρμ πρέπει να πεθάνει. Το έχει διατάξει ο πανίσχυρος, αινιγματικός άντρας με το προσωνύμιο Στόλαρχος. Δυο επαγγελματίες πιστολάδες, ο Έλι και ο Τσάρλι Αδελφές, ξεκινούν να εκτελέσουν τη διαταγή του. Αντίθετα με τον αδελφό του, ο Έλι δε λατρεύει το ουίσκι, το πιστολίδι και τους σκοτωμούς αλλά, έτσι κι αλλιώς, συμμετέχει, μια και δεν ξέρει να κάνει και τίποτε άλλο. Ωστόσο, καθώς το υποψήφιο θύμα αποδεικνύεται δύσκολος στόχος και οι αδελφοί Αδελφές αναγκάζονται να κάνουν τη διαδρομή από το Όρεγκον μέχρι το Σακραμέντο, ο Έλι βρίσκει το χρόνο να προβληματιστεί και να αμφισβητήσει για πρώτη φορά, τόσο την επαγγελματική του δραστηριότητα, όσο και τον εργοδότη του.