Καλή Ανάσταση και καλό Πάσχα

Τα Πάθη του Χριστού σε peplum movies

31/3/12

"Οι άθικτοι" που μας άγγιξαν

Βλέποντας την ταινία "Οι άθικτοι", που βασίζεται στην πραγματική ιστορία του Φιλίπ, ενός δισεκατομμυριούχου αριστοκράτη, ο οποίος έχοντας μείνει καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, επιλέγει για καθημερινό βοηθό του, τον Ντρίς, έναν πρόσφατα αποφυλακισμένο μαύρο νεαρό, από τις φτωχές συνοικίες στα προάστια του Παρισιού, θυμήθηκα τελείως αυθόρμητα, εκείνη την ελληνική ταινία με πρωταγωνιστή τον Γιώργο Κωνσταντίνου, που ήταν γιός πλούσιου βιομήχανου και έφυγε από το σπίτι και πήγε να δουλέψει σερβιτόρος σε κλασάτο ξενοδοχείο. Εκεί γνώρισε μια πελάτισσα σε αναπηρικό καροτσάκι, που φορούσε μόνιμα μαύρα γυαλιά και ήταν αμίλητη σε όλο το σκετς (η ταινία ήταν σπονδυλωτή και αποτελείτο από 4 ιστορίες). Σε εκείνη την ταινία λοιπόν, (Ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές) ο Κωνσταντίνου προσπαθούσε με "πολιτικά ορθούς" τρόπους να συνεφέρει την κυρία στο καροτσάκι, ήταν και η εποχή βλέπεις που δύσκολα μπορούσες να σατιρίσεις τέτοιες καταστάσεις. Με γλυκανάλατο τρόπο προσπαθούσε να την πείσει, πρώτα να βγάλει τα γυαλιά της, ύστερα να χαμογελάσει λίγο, κλπ κλπ μέχρι να την αναγκάσει να αισθανθεί ότι δεν είναι διαφορετική και μπορεί να απολαύσει τις χαρές της ζωής με το δικό της τρόπο, από τη δική της έστω και δύσκολη θέση.
"Οι άθικτοι" δεν έχουν καμία σχέση με εκείνη την ταινία. Τη θυμήθηκα όμως, γιατί έχουν κοινή, τη... διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος. Στους "Άθικτους", ο υγιής και υπερκινητικός μαύρος βοηθός του παραπληγικού εκατομμυριούχου, επιφανειακά δεν δείχνει καμία πολιτική ορθότητα απέναντι στο πρόβλημα του πλούσιου αφεντικού του, που αντιμετωπίζεται όμως έτσι απ' όλους τους άλλους που τον περιτριγυρίζουν. Ο μαύρος βοηθός, αντιμετωπίζει τον εκατομμυριούχο σα να είναι ένας απόλυτα υγιής άνθρωπος, που δεν προσπαθεί να κάνει τίποτα για να απολαύσει τα αγαθά, που του προσφέρει η ζωή. Ενώ είναι εκατομμυριούχος και μπορεί να τα έχει. Από την άλλη, ο εκατομμυριούχος εμφανίζεται να είναι έτοιμος να δεχθεί αυτή την ανατροπή της αντιμετώπισής του. Εκφράζεται, όπως δεν περίμενε ο περίγυρός του. Αφήνεται, απελευθερώνεται και δείχνει ότι πραγματικά περίμενε ένα τέτοιο ταρακούνημα στη ζωή του. Τι θα είχε να χάσει άλλωστε;
Έτσι και οι δύο μαζί, κάνουν πράγματα που φαίνονται στο θεατή υπερβολικά, αλλά και φυσιολογικά ταυτόχρονα και εκεί βρίσκεται η επιτυχία της σκηνοθεσίας. Να έχει πιάσει ένα θέμα, που εκ πρώτης όψεως μόνο αστείο δεν φαντάζει και να το αντιμετωπίζει χωρίς κόμπλεξ. Το αποτέλεσμα είναι η ταινία να χαρίζει γέλιο, γνήσια συγκίνηση και αισιοδοξία για τη ζωή. Επιπλέον στηρίζεται και στην πραγματικά απολαυστική ερμηνεία των δύο πρωταγωνιστών, οι οποίοι ερμηνεύουν με κέφι, αλλά και απόλυτο σεβασμό τους δύσκολους ρόλους τους. Αυτά τα στοιχεία την κάνουν απολαυστική και γι' αυτό ίσως έσπασε και τα ταμεία στη Γαλλία.
Η εμπνευσμένη σκηνοθεσία ανήκει στους Ερίκ Τολεντανό και Ολιβιέ Νακάς και στην ταινία πρωταγωνιστούν οι Φρανσουά Κλουζέ (ο εκατομμυριούχος ανάπηρος), Ομάρ Σι (ο μαύρος βοηθός του). Επίσης παίζουν οι: Αν Λε Νι, Οντρέ Φλερό, Κλοντίλντ Μολέ, Αλμπα Γκϊα Μπελούτζι, Σιρίλ Μεντί, Κριστιάν Αμερί

12/3/12

Υπάρχει όριο

Ωραία! Πετάξαν γιαούρτι στον Βενιζέλο ακόμα και εν μέσω συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ. Λίγες μέρες πριν είχαν πετάξει νερά, γιαούρτια, καρέκλες στον Νταλάρα. Προ καιρού προπηλάκισαν άλλους πολιτικούς και εν όψει της Εθνικής Γιορτής της 25ης Μαρτίου, οι "επίσημοι" σκέφτονται να μην εμφανιστούν για να μη γίνουν "θύματα" νέων προπηλακισμών.
Η απορία μου, χωρίς πολλά λόγια και βαρύγδουπες αναλύσεις, είναι: Μέχρι ποίου σημείου θα φτάσει αυτή η ατιμώρητη βία; Διότι, εντάξει, υπάρχει παράπονο και αγανάκτηση και ορισμένοι εκφράζονται με αυτές τις πράξεις. Ποιός όμως θα ορίσει πότε αυτές οι πράξεις αρχίζουν να γίνονται αξιόποινες; Διότι υπάρχουν κάποιοι νόμοι που τις χαρακτηρίζουν αξιόποινες, ως βιαιοπραγίες. Δεν μοιάζουν να εκφράζουν κάποια πολιτική. Αν μένουν ατιμώρητες αυτές οι βιαιοπραγίες, μέχρι πού θα φτάσουν; Το έχει σκεφτεί κανείς; Πριν καιρό χάσαμε τρεις ανθρώπους στη Marfin. Ξεχάστηκε. Κανείς υπεύθυνος. Αύριο τι; Ποιος ορίζει που τελειώνει ο συμβολισμός και αρχίζει ο πόνος;

5/3/12

Τα χιόνια του Κιλιμάντζαρο

Μια συγκινητική ταινία με κύριο θέμα της την αλληλεγγύη, σε ένα κόσμο που οι αξίες καταρρέουν.
Ο Μισέλ ζει ευτυχισμένος με την γυναίκα του, τα παιδιά και τα εγγόνια που τούς δίνουν χαρά, όταν μια ωραία πρωία μένει άνεργος αφού το ναυπηγείο που εργάζεται αρχίζει περικοπές λόγω της οικονομικής κρίσης. Είναι συνδικαλιστής όμως και οι φίλοι του, του λένε να χρησιμοποιήσει τη δύναμη που διαθέτει για να μη χάσει τη δουλειά του. Ο Μισέλ όμως, εκτός του ότι είναι αγωνιστής και πολιτικοποιημένος, έχει και ηθικές αξίες. Οξύμωρο φαίνεται; Κι όμως δεν δέχεται τις προτροπές και φεύγει, αποφασίζοντας να ζήσει με την οικογένειά του και τους φίλους που αγαπάνε αυτόν και τη γυναίκα του. Και όταν λέμε «αγαπάνε» εννοούμε ότι στην επέτειο του γάμου τους (30 χρόνια, αν θυμάμαι καλά) τους κάνουν δώρο τα έξοδα για ένα ταξίδι στην Τανζανία, στο Κιλιμάντζαρο. Ευτυχία!
Ωραία ως εδώ. Ηθικές αξίες, σταθερές αρχές, πιστοί φίλοι και τα εισιτήρια βγαλμένα. Αλλιώς τα θέλει όμως η ζωή, διότι την επομένη η οικογένεια του Μισέλ πέφτει θύμα ληστείας, όπου δύο κουκουλοφόροι τους παίρνουν βίαια τα λεφτά του ταξιδιού και τους αφήνουν μόνο τα εισιτήρια. Συμπτωματικά, ο Μισέλ θα ανακαλύψει τον ένα από τους δράστες, που είναι συνάδελφός του και άνεργος επίσης, ο οποίος με τα κλοπιμαία εξοφλεί κάποια νοίκια του και άλλες οικογενειακές υποχρεώσεις. Τι κάνει ο Μισέλ; Το λέει στην αστυνομία που συλλαμβάνει το δράστη, ο οποίος όμως έχει υπό την προστασία του δύο μικρά αδέλφια, που μένουν μόνα και απροστάτευτα. Δίλημμα για το Μισέλ και τη γυναίκα του και τύψεις ταυτόχρονα που εξ αιτίας τους (προσέξτε τις τύψεις τους) συνελήφθη ο δράστης και έμειναν στον άσσο τα μικρά. Τι κάνουν; Ο Μισέλ εξοφλεί τα εισιτήρια και πάει να δώσει τα μετρητά στο δράστη στη φυλακή για να βοηθήσει τα αδέλφια του, ο οποίος δεν τα δέχεται γιατί τον θεωρεί (ως συνδικαλιστή) «πουλημένο στα αφεντικά» και εκφράζει έντονα τις διαφορετικές πολιτικές πεποιθήσεις του. Την ίδια ώρα όμως η γυναίκα του Μισέλ έχει ήδη επισκεφθεί τα παιδιά και έχει αρχίσει να τους συμπαρίσταται, να τα βοηθάει στο διάβασμα, να τα βγάζει βόλτες και να τους φέρεται σα δικά της χωρίς να το έχει πει στο Μισέλ.
Τι άλλο μπορώ να πω γι’ αυτή την αισιόδοξη, αλλά έντονα πολιτικοποιημένη ταινία, η οποία μέσα από τα μαθήματα αλληλεγγύης που δίνει, θίγει και ένα σωρό προβλήματα (κοινωνικά, εργασιακά, πολιτικά, οικογενειακά, σχέσεων) και επιπλέον διαθέτει έξοχες ερμηνείες;

Σκηνοθεσία: Robert Guédiguian
Σενάριο: Jean-Louis Milesi, Robert Guédiguia
Φωτογραφία: Pierre Milon (Afc)
Πρωταγωνιστούν: Ariane Ascaride, Jean-Pierre Darroussin, Gérard Meylan, Maryline Canto, Grégoire Leprince-Ringuet

25/2/12

Έξυπνες πόλεις

Ένα βιβλίο, όχι μόνον για τους ειδικούς, αλλά και για κάθε ενδιαφερόμενο, ευαισθητοποιημένο πολίτη, που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, όχι μόνο σα μια μονάδα αλλά ως ενεργό μέλος της κοινότητας.
Στις μέρες μας γίνεται όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη να προωθήσουμε ένα νέο –πολύ διαφορετικό από το σημερινό– σύγχρονο μοντέλο αστικής ανάπτυξης με στόχο τη βελτίωση της λειτουργίας των πόλεων, την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής σε αυτές, αλλά και τη βιωσιμότητα του ίδιου του πλανήτη. Δηλαδή να διαμορφώσουμε «Έξυπνες Πόλεις» που αναλαμβάνουν δράση σε τομείς, οι οποίοι άλλοτε αποτελούσαν μονοπώλιο της κεντρικής διοίκησης, όπως η βιώσιμη πολεοδόμηση, οι αστικές αναπλάσεις, ο ενεργειακός και περιβαλλοντικός σχεδιασμός, οι μεταφορές και η κινητικότητα, η οικονομία και η απασχόληση, οι νέες τεχνολογίες κ.ά.
Στις σελίδες αυτού του βιβλίου θα γνωρίσουμε μέσα από σύντομες ιστορίες, πώς μερικές πόλεις του κόσμου αντιμετωπίζουν με επιτυχία τα προβλήματα και τις προκλήσεις του μέλλοντος. Πρόκειται ουσιαστικά για βιώσιμες και ρεαλιστικές πολιτικές, που έχουν ήδη τεθεί σε εφαρμογή σε μικρή ή μεγάλη κλίμακα, γνωρίζοντας πως η αντιστροφή της πορείας στην οποία βαδίζει ο πλανήτης, βρίσκεται στα χέρια των τοπικών κοινωνιών και των ενεργών πολιτών που αποφασίζουν να δράσουν και να σηκωθούν από τον καναπέ τους.

Λίγα λόγια για το συγγραφέα

Ο Αλέξανδρος Μπρέγιαννης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975 και κατάγεται από τη Μεσσηνία. Είναι απόφοιτος του τμήματος Φυσικής του Πανεπιστήμιου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακής Ειδίκευσης (ΜSc) στην Ιατρική Φυσική (με ειδίκευση στην Τηλεματική Υγείας) καθώς και Μεταπτυχιακού Τίτλου Σπουδών στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (MBA) από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Από το 2001 έως σήμερα εργάζεται στον τομέα Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνιών (Τ.Π.Ε). H επαγγελματική του δραστηριότητα περιλαμβάνει διοίκηση έργων τεχνολογίας σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, συντονισμό ευρωπαϊκών και εθνικών προγραμμάτων, διαχείριση και επιχειρηματική απόδοση υπηρεσιών τηλεματικής κ.α.
Από το 2003 εκλέγεται δημοτικός σύμβουλος στο Μαρούσι και ασχολείται ενεργά με ζητήματα αστικού σχεδιασμού, περιβαλλοντικά έργα, αναπτυξιακά προγράμματα και υπηρεσίες ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.
Έχει συμμετάσχει ως εισηγητής σε μεγάλο αριθμό συνεδρίων και ημερίδων με θέμα την αυτοδιοίκηση, τις νέες τεχνολογίες και το περιβάλλον, ενώ αρθρογραφεί σε τακτική βάση στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.
(Έκδοση: ΙΒΙΣΚΟΣ / Είδος: Δοκίμιο / Σελίδες: 160 / Σχήμα: 14 Χ 21 / Κατηγορία: Διαχείριση αστικού περιβάλλοντος / ISBN 978-960-98547-5-7 / Τιμή: 12,00 ευρώ)

19/2/12

Ένας επιτυχημένος νέος

Σε μια εποχή που η οικονομική κρίση μαστίζει όλο τον κόσμο και ειδικότερα τη χώρα μας, η οποία -όπως διαβάζουμε καθημερινά στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο- υποχρεώνει τους νέους να την εγκαταλείπουν για να κάνουν καριέρα στο εξωτερικό, υπάρχουν νέοι οι οποίοι όχι μόνον δεν το βάζουν κάτω, αλλά παραμένουν στη γενέτειρά τους, προσπαθούν αγωνίζονται, αξιολογούνται και επιβραβεύονται για τις προσπάθειές τους.
Ένας από αυτούς τους νέους, είναι ο συμπολίτης φωτογράφος Πέτρος Σοφικίτης, γιος του φίλου μου και καταξιωμένου φωτογράφου Δημήτρη Σοφικίτη, που υπήρξε και συνεργάτης του αείμνηστου σκηνοθέτη και «ποιητή της εικόνας» Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Ο Πέτρος Σοφικίτης πρόσφατα αναγορεύτηκε από τη διεθνή οργάνωση Society of Wedding and Portrait Photographers «Φωτογράφος της Χρονιάς 2011».
Ο Πέτρος Σοφικίτης, τον οποίο συναντήσαμε στο κατάστημα του πατέρα του στην οδό Ερμού στο Μαρούσι, μας είπε ότι ξεκίνησε ως ερασιτέχνης φωτογράφος στην ηλικία των 13 και έγινε επαγγελματίας πριν από ένα χρόνο, σε ηλικία 25 ετών.
Έχει τελειώσει το Βαρβάκειο Πειραματικό Λύκειο Αθηνών και στη συνέχεια παρακολούθησε σεμινάρια Φωτογραφίας στο Κέντρο Σπουδών Πλάκας στην Αθήνα. Στη συνέχεια, σπούδασε στην Αγγλία στο Πανεπιστήμιο του Κεντ, όπου έχοντας τελειώσει με μεγάλη επιτυχία το Kent Institute Of Art & Design, πήγε στη Σκωτία κατ’ ευθείαν στο δεύτερο έτος του Πανεπιστημίου Napier στο Εδιμβούργο (BA, HONS, in Photography and Film).
Μετά τις υποχρεώσεις του στο Ελληνικό Ναυτικό, όπου υπηρέτησε, συμμετείχε το 2006 στην έκθεση 13ος Διεθνής Μήνας Φωτογραφίας, που διοργάνωσε το Ελληνικό Κέντρο Φωτογραφίας, εργάστηκε για λίγες μέρες με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, ως φωτογράφος ορισμένων σκηνών της ταινίας «Το λιβάδι που δακρύζει» και παράλληλα γύρισε μια τριλογία ταινιών μικρού μήκους, με τίτλο «Τριλογία του χρόνου».
Για το πώς ξεκίνησε με τη φωτογραφία δεν θέλει και ερώτημα: «Ο πατέρας μου είναι ένας καταξιωμένος φωτογράφος. Έχω διδαχθεί πολλά από αυτόν. Του οφείλω τα πάντα, όλες μου τις φωτογραφικές δεξιότητες», μας λέει με υπερηφάνεια και συνεχίζει με αυτοπεποίθηση: «Διατηρώ, βέβαια το προσωπικό μου στιλ στη φωτογράφηση και ταυτόχρονα θεωρώ ότι έχω ανοιχτό μυαλό τόσο στην επικοινωνία μου με τους άλλους, όσο και στην αποδοχή νέων μεθόδων και αντιλήψεων στη φωτογραφία».
Χώρος που δραστηριοποιείται; «Προς το παρόν μόνον στην Ελλάδα. Αργότερα ελπίζω να επεκταθώ και στο εξωτερικό. Κάθε χώρος έχει τη δική του ομορφιά», μας λέει.
Από πού εμπνέεται; «Βασικά, το έργο του πατέρα μου είναι μια μεγάλη πηγή έμπνευσης για μένα. Δεν έχω αποφασίσει το στιλ μου, μπορώ μόνο να πω ότι είμαι ανοιχτός σε ιδέες και μου αρέσει να πειραματίζομαι. Αυτό που με χαρακτηρίζει είναι η επιμονή μου στην εκμάθηση».
Τα μελλοντικά του σχέδια; «Να γίνω ένας επιτυχημένος φωτογράφος σε διάφορους τομείς. Προς το παρόν, θεωρώ ότι ως επαγγελματίας τα πηγαίνω πάρα πολύ καλά σε φωτογραφήσεις γάμων και πορτρέτων. Στον τομέα αυτό άλλωστε βραβεύτηκα από την SWPP, τη διεθνή οργάνωση “Κοινωνία Φωτογράφων Γάμων και Πορτραίτων”».
Στην ερώτηση εάν έχει άλλα ενδιαφέροντα, μας απαντά ότι κάνει αθλητισμό (παίζει ποδόσφαιρο, μπάσκετ και σκουός), ενώ του αρέσει να «βελτιώνεται πάνω στο αντικείμενο της φωτογραφίας παρακολουθώντας σεμινάρια», όπως είπε, ενώ το σύνθημά του για τη ζωή είναι το «όλα παίζουν».
(Δημοσιεύτηκε στην Αμαρυσία στις 18/2/2012)

15/2/12

Η ποίηση των εικόνων και άλλα στερεότυπα

Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω το έργο ενός αναγνωρισμένου διεθνώς καλλιτέχνη θεωρώ ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να ασχολείται με τον κινηματογράφο και να μην έχει ακούσει τη φράση: «Σιγά τώρα, στον Αγγελόπουλο μπορείς να σηκωθείς από την πολυθρόνα σου, να πας στο φουαγιέ, να κάνεις τσιγάρο και επιστρέφοντας να μην έχεις χάσει τίποτα από την υπόθεση».
Είναι ένα ανέκδοτο (και με παραλλαγμένο ενίοτε το χώρο προορισμού του θεατή) που το ψιθυρίζουν ακόμα και οι φανατικοί υποστηρικτές ενός σκηνοθέτη, που έχει δεχθεί τις πιο αντιφατικές κριτικές, του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Είναι αυτοί για τους οποίους, κινηματογράφος δεν είναι μόνο το Χόλιγουντ, αλλά και ο Γαλλικός, Ιταλικός, Γερμανικός, Σουηδικός, Κινεζικός και Ιαπωνικός κινηματογράφος, θεωρούν πως ακόμα και οι σιωπές έχουν πολλά να πουν και είναι οπαδοί του συνθήματος «μια εικόνα ίσον χίλιες λέξεις».
Πρόσφατα και με αφορμή τον άδικο θάνατο του σκηνοθέτη, πολλοί συνάδελφοι γέμισαν τις σελίδες τους με αφιερώματα παρμένα από το δελτίο τύπου των ΑΠΕ-ΜΠΕ και με τις στερεότυπες φράσεις «ποιητής των εικόνων», «μάγος της εικόνας» κλπ.
Η ποίηση και η μαγεία όμως των εικόνων (των χιλίων λέξεων) σε μια ταινία οφείλεται κυρίως στον Διευθυντή Φωτογραφίας μιας ταινίας και όχι στο Σκηνοθέτη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, στις ταινίες του Αγγελόπουλου η πλαστικότητα και το ανάγλυφο των εικόνων του, οφειλόταν στη Διεύθυνση Φωτογραφίας του Γιώργου Αρβανίτη, σχεδόν μόνιμου συνεργάτη του Αγγελόπουλου, σε βραβευμένες ταινίες όπως «Αναπαράσταση», «Μέρες του ‘36», «Θίασος», «Μεγαλέξανδρος» και άλλες.
Εάν οι ταινίες του, δεν διέθεταν την εξαιρετική φωτογραφία του Γιώργου Αρβανίτη, που απεικόνιζε μια άλλη Ελλάδα, όχι Βαλκανική και ηλιόλουστη αλλά Σκανδιναβική και χιονισμένη ή βροχερή, καταχνιάς και ζόφου, ίσως να μην είχαν εκτιμηθεί τόσο από τους Ευρωπαίους. Διότι η Αγγελοπουλική Ελλάδα βρισκόταν πιο κοντά στα κεντρικά και βόρεια ευρωπαϊκά κλιματικά πρότυπα, παρά στα νότια και ηλιόλουστα Μεσογειακά.
* * *
Έχω παρακολουθήσει μέχρι τέλους, μόνον δύο ταινίες του Θ. Αγγελόπουλου, την «Αναπαράσταση»

1/2/12

Οι απόγονοι

Ξεχειλίζει από αξιοπρέπεια η ταινία «Οι απόγονοι». Ο πατέρας που υποδύεται ο Τζορτζ Κλούνι είναι ένα τέρας αξιοπρέπειας εκτός κι αν υποθέσουμε ότι γίνεται αξιοπρεπής, επειδή αισθάνεται ενοχές που είχε απομακρυνθεί από την οικογένειά του και ως ένοχος δεν μιλάει για να μη χειροτερέψει την κατάσταση εις βάρος του. Πάντως ο Κλούνι είναι σπαρακτικός σ’ αυτό το ρόλο και μπορώ να πω ότι πρόκειται για τον καλύτερο ρόλο της καριέρας του. Δίκαια προτάθηκε για τα Όσκαρ 2012.
Σπαρακτικός, γιατί δεν φτάνει που έχει τη γυναίκα του στο νοσοκομείο σε κώμα χωρίς επιστροφή, ύστερα από ένα ατύχημα, αλλά γιατί έχει μια 10χρονη κόρη στο σπίτι με μεγάλο θράσος και άλλη μια 17χρονη που πάει και τη φέρνει πίσω από εκεί που σπουδάζει για να διαπιστώσει όχι μόνον ότι δεν τον λογαριάζει και τον απαξιώνει τελείως, αλλά τον πληροφορεί ότι η μητέρα της και γυναίκα του τον απατούσε.
Παρόλο που έχει συνέχεια στο μυαλό του, ότι αυτές τις μέρες θα πρέπει να υπογράψει και ένα συμβόλαιο, με το οποίο θα πουλά μια τεράστια πατρογονική έκταση στη Χαβάη, όπου και διαδραματίζεται όλη η υπόθεση, ο κατηγορούμενος απ’ τα παιδιά του πατέρας, θα πρέπει να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, θα πρέπει να δώσει εντολή στους γιατρούς να αφήσουν τη σύζυγο «να φύγει», να δώσει εξηγήσεις στους συγγενείς και τέλος να βρει τον εραστή της γυναίκας του. Να τον κάνει τι; Απλά να μιλήσει μαζί του; Να τον χτυπήσει;
Είναι δε αξιοπρεπής ο πατέρας του Κλούνι, διότι εκτός από ένας ανέμελος, απόμακρος και αδιάφορος πατέρας και σύζυγος, που υποχρεώνεται από τις συνθήκες να αλλάξει, έχει να αντιμετωπίσει και τη χλεύη των στενών συγγενών και φίλων για τις παλινωδίες του και όλα αυτά τα αντιμετωπίζει με ψυχραιμία και με ευγένεια (όση μπορεί να διαθέτει τέτοιες στιγμές). Χώρια που όπου πάει είναι υποχρεωμένος να συνοδεύεται από το boyfriend της μεγάλης κόρης, ο οποίος και ειρωνεύεται κάθε του κίνηση.
Ο Κλούνι είναι υπέροχος και κουβαλάει στην πλάτη του όλη την ταινία. Εξαιρετικές είναι και οι δύο κόρες (Σέιλιν Γούντλι η μεγάλη και Αμάρα Μίλερ η μικρή) καθώς και γενικά όλες οι ερμηνείες είναι πάρα πολύ καλές.
Ο σκηνοθέτης (ο δικός μας) Αλεξάντερ Πέιν, καταφέρνει να μη μας κάνει να βαρεθούμε και αποκαλύπτει μια πλευρά της Χαβάης που δεν έχουμε ξαναδεί στο σινεμά. Τη Χαβάη της ενδοχώρας, με τους ντόπιους της, που δίνουν μεγάλη σημασίά στις παραδόσεις και στους οικογενειακούς δεσμούς.
Έξοχη ταινία!


10/1/12

Κοτόπουλο με δαμάσκηνα

Βρισκόμαστε στην Τεχεράνη το 1958. Ο αφηγητής μας μιλάει για τον Νασέρ Αλί Καν, ο οποίος προσπαθεί να αντικαταστήσει το σπασμένο του βιολί, αλλά δεν βρίσκει κάποιο σαν αυτό που είχε, απογοητεύεται και αποφασίζει να πεθάνει μένοντας νηστικός στο κρεβάτι του. Και πεθαίνει, στην αρχή της ταινίας. Με χιούμορ όμως, ο αφηγητής μας πηγαίνει πίσω, στη ζωή του Νασέρ Αλί για να διαπιστώσουμε σιγά-σιγά τους πραγματικούς λόγους της απόφασής του. Πραγματικά, το σπασμένο βιολί είναι μόνον η αφορμή για να αποφασίσει να αυτοκτονήσει. Ταξιδεύοντας προς τα πίσω με αλλεπάλληλα flashbacks βλέπουμε τον Νασέρ Αλί να ζει μια ζωή που ουσιαστικά δεν τη θέλει. Παντρεύεται με προξενιό, με μια γυναίκα που δεν καταλαβαίνει από μουσική, δεν καταλαβαίνει τον καλλιτέχνη, το μυαλό της είναι πρακτικό και ταυτόχρονα του συμπεριφέρεται σα σκύλα. Αυτός έχει πάντοτε το νου κάπου αλλού. Είναι φευγάτος; Είναι η καλλιτεχνική του φύση; Όχι, αλλά το μυστικό του δεν λέγεται εδώ. Θα καταστραφεί η μαγεία αυτής της ταινίας, η οποία ναι, ας το ομολογήσουμε είναι μια ιστορία αγάπης, μια ιστορία μεγάλου έρωτα, μελό και με εξίσου γλυκερή μουσική, εξαιρετικές εικόνες, σκίτσα (ας μη ξεχνάμε ότι οι σκηνοθέτες έχουν φτιάξει προηγουμένως το Persepolis) και υποδόριο χιούμορ και καθώς τα κομμάτια της ιστορίας ενώνονται, κατανοούμε το οδυνηρό μυστικό του, την αγάπη που έχασε, και το βάθος της απόφασης του να πεθάνει. Κατανοούμε τέλος ότι ο αφηγητής της ταινίας είναι ο ίδιος ο Θάνατος.
Σφιχτή αφήγηση, πολύ καλές ερμηνείες, με τον Ματιέ Αμαλρίκ (με το θλιμένο και μόνιμα ταλαίπωρο ύφος του) να δίνει ρεσιτάλ στο ρόλο του Νασέρ Αλί, χωρίς να υστερούν και οι υπόλοιποι συντελεστές, ενώ η Ιζαμπέλα Ροσελίνι υποδύεται την καταπιεστική μητέρα του.
Πέραν του αισθήματος, η ταινία δίνει την ευκαιρία στο θεατή να γνωρίσει μια διαφορετική Περσία, με τα δικά της ήθη και έθιμα, τα οποία προκύπτουν από τους υπαινιγμούς της ταινίας.
Άρτια, λυρική, γνήσιος κινηματογράφος. Θα έλεγα να τη δείτε οπωσδήποτε.

8/1/12

Ανοίγω το φάκελλο του OSS 117

Με αφορμή τη βραβευμένη κωμωδία του Μισέλ Χαζαναβίσιους The artist με πρωταγωνιστή τον Ζαν Ντιζαρντέν

Θυμίζει τον Τζέιμς Μποντ της εποχής του Δρ Νο, του Χρυσοδάκτυλου και της περιπέτειας «από τη Ρωσία με αγάπη». Είναι γοητευτικός, ντύνεται κομψά σαν αυτόν, έχει τον αέρα του κοσμοπολίτη, περιστοιχίζεται από όμορφα κορίτσια βαδίζει και κινείται σαν αυτόν και το κυριότερο μοιάζει κάπως με τον Σόν Κόνερι στα νιάτα του. Με μια μεγάλη διαφορά, ότι είναι γκαφατζής σαν τον επιθεωρητή Κλουζό της σειράς «Ροζ πάνθηρ» και εξίσου αλαζόνας. Θεωρεί όλους τους άλλους ηλίθιους, είναι ρατσιστής, αντιφεμινιστής και τελικά μέσα από ευτυχείς συμπτώσεις καταφέρνει να διεκπεραιώνει την αποστολή του.
Πρόκειται για τον μυστικό πράκτορα OSS 117, όπως τον επανέφερε στο σινεμά ο γάλλος σκηνοθέτης Μισέλ Χαζαναβίσιους, ο οποίος αφού κατάφερε να σπάσει τα ταμεία στη Γαλλία με την πρώτη του ταινία το 2006 (OSS 117: Le Caire nid d'espions - Αποστολή στο Κάιρο), το 2008 έστειλε τον ήρωά του στο Ρίο με την ταινία «OSS 117: Rio Ne Répond Plus» (ελλ. τίτλος: Ο κατάσκοπος που γύρισε απ’ το Ρίο) με την ίδια απλή συνταγή: Μίμηση του στυλ Μποντ, αντιγραφή των εξωτικών ντεκόρ των ταινιών Δρ Νο και Χρυσοδάκτυλος και αναφορές σε άλλες ταινίες, οι υποθέσεις των οποίων διαδραματίζονταν στο Κάιρο (π.χ. «Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά» του Χίτσκοκ). Η συνταγή, διαθέτει επίσης, δράση και περιπέτεια χωρίς εκρηκτικά ειδικά εφέ και ισχυρή δόση γαλλικού χιούμορ, με ένα στυλ που δημιουργεί νέα σχολή, πάνω στα χνάρια του «Χωροφύλακα» (του αείμνηστου Λουΐ Ντε Φυνές) και του «Φαντομά».

The artist

Αυτός θυμίζει Ροδόλφο Βαλεντίνο. Πρωταγωνιστής του βωβού κινηματογράφου γεμάτος αυτοπεποίθηση και ικανοποιημένος από τη δημόσια εικόνα του. Εκείνη ασήμαντη, αλλά φιλόδοξη να κάνει καριέρα στο Χόλιγουντ. Θα συνατηθούν τυχαία και αυτός με τη δύναμη του υπερπρωταγωνιστή θα τη βοηθήσει να ανέλθει στο χώρο. Όμως η έλευση του ομιλούντος θα τον υποχρεώσει να αποσυρθεί. Εγωιστής στο έπακρο, σίγουρος ότι η ομιλούσες ταινίες δεν θα πετύχουν, επιμένει στο βωβό και επενδύει όλη του την περιουσία σε παραγωγές βωβές, ενώ ο ομιλών κινηματογράφος καλπάζει και μαζί με αυτόν η νεαρή κοπέλα που είχε βοηθήσει. Θα γίνει μεγάλη πρωταγωνίστρια και εκείνος θα φτάσει στο έσχατο σημείο μη δεχόμενος καμία βοήθεια. Εκείνη όμως τον βοηθά χωρίς να φαίνεται...
Όλη υπόθεση διαδραματίζεται στα βουβά, με την ανάλογη μουσική της δεκαετίας του '20. Μόνο που η ταινία είναι γυρισμένη το 2011 από τον Μισέλ Χαζαναβίσιους (που είχε γυρίσει τις σατιρικές ταινίες με τον πράκτορα OSS117). Πρωταγωνιστές σ' αυτή την ασπρόμαυρη και (επαναλαμβάνω) βωβή παραγωγή είναι ο Ζαν Ντιζαρντέν (ο πράκτωρ OSS117 στις ταινίες του Χαζαναβίσιους) και η Μπερενίς Μπεζό, οι οποίοι παίζουν εξαιρετικά.
Αυταρέσκεια, εγωισμός, πραγματική αγάπη αναμιγνύονται σ' αυτή τη σφιχτοδεμένη ταινία που δείχνει ότι κανείς δεν είναι αναντικατάστατος και πως η εξέλιξη τρέχει αφήνοντας πίσω αυτούς που δεν θέλουν να προσαρμοστούν.
Η ταινία δεν είναι βαρετή και διαθέτει σκηνές με χιούμορ και συγκίνηση (καλύτερες: η σκηνή με τον εφιάλτη του πρωταγωνιστή στον οποίο όλοι ακούγονται εκτός από τον ίδιο και η σκηνή με την κοπέλα που περνώντας το χέρι της στο μανίκι του σακακιού του, χαϊδεύεται σα να πρόκειται για το χέρι του).
Με τις αναφορές σε παλιές ταινίες και πρωταγωνιστές του βωβού, αποτίει φόρο τιμής στο παρελθόν, στην ιστορία του κινηματογράφου. Πρόκειται για γνήσιο κινηματογράφο και ας μη ξεχνάμε ότι είναι τόλμημα να γυρίζεις εν έτει 2011 μια τέτοια ταινία (όταν τα εφέ και το ψηφιακό γύρισμα έχουν πλημμυρίσει το χώρο).