15/2/12

Η ποίηση των εικόνων και άλλα στερεότυπα

Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω το έργο ενός αναγνωρισμένου διεθνώς καλλιτέχνη θεωρώ ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να ασχολείται με τον κινηματογράφο και να μην έχει ακούσει τη φράση: «Σιγά τώρα, στον Αγγελόπουλο μπορείς να σηκωθείς από την πολυθρόνα σου, να πας στο φουαγιέ, να κάνεις τσιγάρο και επιστρέφοντας να μην έχεις χάσει τίποτα από την υπόθεση».
Είναι ένα ανέκδοτο (και με παραλλαγμένο ενίοτε το χώρο προορισμού του θεατή) που το ψιθυρίζουν ακόμα και οι φανατικοί υποστηρικτές ενός σκηνοθέτη, που έχει δεχθεί τις πιο αντιφατικές κριτικές, του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Είναι αυτοί για τους οποίους, κινηματογράφος δεν είναι μόνο το Χόλιγουντ, αλλά και ο Γαλλικός, Ιταλικός, Γερμανικός, Σουηδικός, Κινεζικός και Ιαπωνικός κινηματογράφος, θεωρούν πως ακόμα και οι σιωπές έχουν πολλά να πουν και είναι οπαδοί του συνθήματος «μια εικόνα ίσον χίλιες λέξεις».
Πρόσφατα και με αφορμή τον άδικο θάνατο του σκηνοθέτη, πολλοί συνάδελφοι γέμισαν τις σελίδες τους με αφιερώματα παρμένα από το δελτίο τύπου των ΑΠΕ-ΜΠΕ και με τις στερεότυπες φράσεις «ποιητής των εικόνων», «μάγος της εικόνας» κλπ.
Η ποίηση και η μαγεία όμως των εικόνων (των χιλίων λέξεων) σε μια ταινία οφείλεται κυρίως στον Διευθυντή Φωτογραφίας μιας ταινίας και όχι στο Σκηνοθέτη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, στις ταινίες του Αγγελόπουλου η πλαστικότητα και το ανάγλυφο των εικόνων του, οφειλόταν στη Διεύθυνση Φωτογραφίας του Γιώργου Αρβανίτη, σχεδόν μόνιμου συνεργάτη του Αγγελόπουλου, σε βραβευμένες ταινίες όπως «Αναπαράσταση», «Μέρες του ‘36», «Θίασος», «Μεγαλέξανδρος» και άλλες.
Εάν οι ταινίες του, δεν διέθεταν την εξαιρετική φωτογραφία του Γιώργου Αρβανίτη, που απεικόνιζε μια άλλη Ελλάδα, όχι Βαλκανική και ηλιόλουστη αλλά Σκανδιναβική και χιονισμένη ή βροχερή, καταχνιάς και ζόφου, ίσως να μην είχαν εκτιμηθεί τόσο από τους Ευρωπαίους. Διότι η Αγγελοπουλική Ελλάδα βρισκόταν πιο κοντά στα κεντρικά και βόρεια ευρωπαϊκά κλιματικά πρότυπα, παρά στα νότια και ηλιόλουστα Μεσογειακά.
* * *
Έχω παρακολουθήσει μέχρι τέλους, μόνον δύο ταινίες του Θ. Αγγελόπουλου, την «Αναπαράσταση»
(την οποία σε ειδικό αφιέρωμα στην «Α» έχω κατατάξει στις 100 καλύτερες που έχω δει) και τον τετράωρο «Θίασο». Το συμπέρασμα που έχω βγάλει (πέραν της προσωπικής του επιλογής για τον αργό ρυθμό, τα άψυχα μακρινά πλάνα, την απωθητική για τα πλατιά στρώματα έλλειψη ρεαλισμού των εικόνων, την υιοθέτηση της Αριστερής πολιτικής, κ. ά)) βασίζεται στο γεγονός ότι οι ταινίες του δεν διαθέτουν σασπένς. Αυτό το χαρακτηριστικό, δηλαδή, που ωθεί τον θεατή μιας ταινίας να αναρωτιέται «γιατί συμβαίνει αυτό τώρα;» ή «ποια θα είναι η εξέλιξη;» και του δημιουργεί αυτό το αίσθημα αβεβαιότητας και ανησυχίας για το αποτέλεσμα ορισμένων δράσεων επί της οθόνης. Διότι το σασπένς, δεν είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό των αστυνομικών ταινιών και των θρίλερ, όπου εκεί χρησιμοποιείται μαζί με άλλα στοιχεία για να αιφνιδιάσει το θεατή.
«Το σασπένς είναι πρώτα απ’ όλα η δραματοποίηση του αφηγηματικού υλικού μιας ταινίας ή η πιο έντονη δυνατή παρουσίαση των δραματικών καταστάσεων. Είναι αυτό καθεαυτό το θέαμα», όπως είχε πει ο Φρανσουά Τρυφώ αναφερόμενος στον κορυφαίο Άγγλο σκηνοθέτη Άλφρεντ Χίτσκοκ. Εξηγούσε δε στη συνέχεια (στο βιβλίο του «Χίτσκοκ», εκδ. ύψιλον): «Αν για παράδειγμα κάποιος φεύγει από το σπίτι του, μπαίνει σ’ ένα ταξί και κατευθύνεται στο σταθμό για να πάρει το τρένο, αυτό είναι μια συνηθισμένη σκηνή. Αν πριν μπει στο ταξί, κοιτάξει το ρολόι του και πει “Αχ Θεέ μου δεν θα προλάβω το τρένο”, τότε η διαδρομή του ταξί γίνεται ένα καθαρό σασπένς, γιατί κάθε κόκκινο φανάρι, κάθε διασταύρωση, κάθε τροχονόμος, κάθε πινακίδα, κάθε φρενάρισμα, κάθε αλλαγή ταχύτητας, εντείνουν τη συγκινησιακή αξία της σκηνής».
Αυτή η συγκινησιακή αξία της σκηνής απουσιάζει όταν, για παράδειγμα, δύο άνθρωποι περπατούν κατά μήκος ενός έρημου εξοχικού δρόμου χωρίς να συζητούν, χωρίς κάποια αφετηρία-αιτία και συγκεκριμένο προορισμό.
Το μόνο που προσφέρει αυτή η σκηνή είναι ένα «ποιητικό» τοπίο καλά καδραρισμένο, από μια σωστή και πρωτότυπη γωνία, με σωστά χρώματα εάν είναι έγχρωμο και με «μαγευτικές» φωτοσκιάσεις εάν δεν είναι.
Τελειώνοντας οφείλω να επαναλάβω, ότι δεν υποτιμώ το έργο του σκηνοθέτη, αλλά δεν μπορώ να παραβλέψω ότι η ποίηση και η μαγεία των εικόνων ανήκουν σε άλλου είδους δημιουργούς.

(Δημοσιεύτηκε στην Αμαρυσία στις 11/2/2012)