9 Ιουλ 2025

Αφόρητη ζέστη και καύσωνας. Η ώρα του σινεμά

Μασσαλία. Αφόρητη ζέστη και ο φακός κινείται ανάμεσα σε πολυκατοικίες με ορθάνοιχτα παράθυρα και φαίνεται κάτι να ψάχνει ανάμεσα σε γρίλιες ή κουρτίνες που ανεμίζουν ελαφρά. Ξαφνικά, σταματά σε ένα μπαλκόνι στο οποίο μια γυναίκα είναι ξαπλωμένη ανάσκελα. Είναι εξαντλημένη από τη ζέστη ή είναι νεκρή; 
(Το μυαλό μου κινείται σε ρυθμό Χίτσκοκ, όταν είχε ακινητοποιημένο με σπασμένο πόδι, τον Τζέιμς Στιούαρτ στο διαμέρισμά του, να παρακολουθεί από το πίσω παράθυρο στο «Σιωπηλός Μάρτυρας» (Rear Window, 1984) όλα τα παράθυρα της απέναντι πολυκατοικίας και νόμιζε ότι είδε ένα έγκλημα στη διάπραξή του. Ζέστη είχε και τότε). 
Αλλά ας επιστρέψω στη Μασσαλία, όπου η Ντενίς, η ξαπλωμένη γυναίκα είναι ζωντανή τελικά και δέχεται τις επικρίσεις του συζύγου της. Αυτός πάλι βρήκε την ώρα του καύσωνα για να πουλήσει τσαμπουκά. Η γυναίκα σηκώνεται και πιάνει το μεταλλικό φαράσι. Σκέφτεσαι: δεν μπορεί να τον σκοτώσει εν ψυχρώ μεσ’ τη ζέστη… Κι όμως, τον χτυπάει στο κεφάλι, εκείνος δεν πεθαίνει αμέσως και η ευτραφής Ντενίς κάθεται με τον πισινό της πάνω στο πρόσωπό του μέχρι που πεθαίνει από ασφυξία. 
Ύστερα, μέσα στα αίματα φεύγει και επισκέπτεται δυο φίλες της, να το γιορτάσουν και να φλερτάρουν από το μπαλκόνι τους με έναν γοητευτικό νεαρό, στην απέναντι πολυκατοικία. Καύσωνας, ιδρώτας, αποπνικτική ατμόσφαιρα, ιδρωμένες φανέλες και φορέματα, αλλά και ανεμιστήρες που γυρίζουν άσκοπα. Περιμένεις: όπως πάει, θα γίνει κι άλλος φόνος. Και γίνεται. Η υπόθεση, ανήκει στην ταινία «Οι μπαλκονάτες» (The balconettes, 2024) της Νοεμί Μερλάν, που προβάλλεται συμπτωματικά αυτές τις μέρες του καύσωνα στη χώρα μας.
Υπάρχουν κι άλλες, πολλές ταινίες τον με καύσωνα ως φόντο, ή την αφόρητη ζέστη (συμβολικά) για την ψυχική κατάσταση του κεντρικού χαρακτήρα. Η πρώτη, στην οποία πήγε το μυαλό μου, κυρίως λόγω του τίτλου, είναι η «Έξαψη» (Body Heat, 1981) του Λόρενς Κάσνταν. Ένα νέο-νουάρ με φόντο κάποιες μέρες καύσωνα στην μονίμως ηλιόλουστη Φλόριντα, με ερωτική ένταση που ταιριάζει απόλυτα με τη θερμοκρασία και ένα έγκλημα (όπως στις Μπαλκονάτες).
Αν αφήσω τον τίτλο και πιάσω μια εμβληματική εικόνα που μου θυμίζει ζέστη και Νέα Υόρκη ταυτόχρονα, αυτή είναι η εικόνα της Μέριλιν Μονρό, που στέκεται όρθια πάνω από τον αεραγωγό του μετρό -για να δροσιστεί προφανώς- και ο αέρας τής σηκώνει το λευκό φόρεμα. Αναφέρομαι, στην ταινία «Επτά χρόνια φαγούρα» (The Seven Year Itch, 1955) του Μπίλι Γουάιλντερ, στην οποία ο καύσωνας στη Νέα Υόρκη έχει στείλει στην εξοχή τη σύζυγο και την κόρη ενός πιστού επί επτά συνεχή χρόνια συζύγου (Τομ Ιούελ), ο οποίος λόγω της ίδιας ζέστης αισθάνεται χαλαρός και υποκύπτει στον πλατινέ πειρασμό. Ήταν και 1955 που τα ήθη ήταν κάπως αυστηρά… πώς να αντέξει ο άνθρωπος;
Μιλώντας για αντοχές, θυμήθηκα και το έργο του Σπάικ Λι «Κάνε το σωστό» (Do the Right Thing, 1989), το οποίο διαδραματίζεται την «πιο ζεστή μέρα» στην καρδιά του Μπρούκλιν, στη Νέα Υόρκη, όπου ο ρατσισμός, ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία ανάμεσα σε Αφροαμερικανούς και ιταλικής καταγωγής Νεοϋορκέζους ανεβάζουν επιπλέον τον υδράργυρο. Εδώ ο καύσωνας δίνει την αίσθηση ηφαιστείου πριν εκραγεί και αυτό δεν αργεί να συμβεί. Είναι τόσες οι εικόνες που παραπέμπουν στην αφόρητη ζέστη στην ταινία (ιδρώτας, ανεμιστήρες, φανελάκια, πιτσαρία), που ο  καύσωνας αποτελεί χαρακτήρα της αριστουργηματικής αυτής ταινίας.  
Και όχι μόνον αυτής. Είναι χαρακτήρας και στην ταινία «Επάγγελμα ρεπόρτερ» (The Passenger, 1975) του Μικελάντζελο Αντονιόνι, με τον Τζακ Νίκολσον. Εδώ έχουμε μια αποπνικτική Βόρεια Αφρική με σκόνη, ξηρασία, θάνατο και στασιμότητα. Η ζέστη είναι υπόγεια αλλά σταθερή: υπάρχει παντού, στους ήχους, στα χρώματα, στον ιδρώτα, στο βάρος των σκηνών. Τα ξενοδοχεία, οι δρόμοι, τα χωριά, όλα είναι υπνωτισμένα από τον ανελέητο ήλιο και την υψηλή θερμοκρασία. 
Σχεδόν όπως και στο «Παρίσι, Τέξας» (Paris Texas, 1984) του Βιμ Βέντερς με τα ηλιοκαμένα τοπία και τη «βουβή» ζέστη. Εδώ, δεν αναφέρεται με σαφήνεια, αλλά τη νιώθεις στο κορμί σου, καθώς ακολουθείς τον Χάρι Ντιν Στάντον στην περιλάνησή του στο Παρίσι του μονίμως ζεστού Τέξας.
Από την άλλη, το πριν από την Κλιματική Κρίση, εύκρατο κλίμα της Ευρώπης και της Μεσογείου, σπάνια πρόσφεραν την ευκαιρία στους σκηνοθέτες να χρησιμοποιούν την υπερβολική ζέστη, ως φόντο στις ταινίες τους. 
Στην Ελλάδα, την ευκαιρία βρήκε και δεν την άφησε να πάει χαμένη ο Παντελής Βούλγαρης, ο οποίος στις «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου» (1991) κατάφερε να απεικονίσει τρεις διαφορετικές ιστορίες που διαδραματίζονται στην έρημη από τη ζέστη Αθήνα. Η μία αφορά σε έναν τραπεζικό υπάλληλο, που αναπτύσσει τηλεφωνικές σχέσεις με μία άγνωστη, η δεύτερη είναι για μία ηλικιωμένη γυναίκα που αναπτύσσει φιλικές σχέσεις με μία νεαρή κοπέλα η οποία έχει μόλις μετακομίσει στη γειτονιά της και η τρίτη έναν άντρα που περιθάλπει μία γυναίκα όταν λιποθυμά στον ηλεκτρικό, η οποία έχει χάσει το σύζυγό της. Εδώ, ο καύσωνας αναδεικνύει τη μοναξιά, προβάλλει τη φιλία και την αλληλεγγύη και δεν προκαλεί σεισμό, όπως ο άλλος καύσωνας στην ταινία «Τα χρόνια της μεγάλης ζέστης» (1992) της Φρίντα Λιάπα. Σεισμό, μεταφορικά βεβαίως εξαιτίας μιας ερωτικής σκηνής μεταξύ ενός ζευγαριού, ενώ ήταν μπροστά και τους παρακολουθούσε το μωρό τους (χάρη στο μοντάζ, φυσικά). Μεγάλη ιστορία, που χαρακτηρίστηκε «εθνικός διχασμός». Φαίνεται ότι ο καύσωνας της ταινίας, που συνοδεύτηκε από μια ανεξακρίβωτη και μεταδιδόμενη νόσο σε ένα Ελληνικό νησί, επηρέασε πολύ κόσμο και έξω από την οθόνη.
Για να κλείσω. Θυμάμαι πάντα την ζέστη, τον ιδρώτα, τη σκόνη, την Αυστραλιανή ξηρασία και την παράνοια, του post-apocalyptic franchise «Mad Max», το οποίο ξεκίνησε ο Τζορτζ Μίλερ το 1979 με τον Μελ Γκίμπσον και αναφερόταν σε ένα δυστοπικό μέλλον, που δεν φαίνεται πλέον να είναι πολύ μακρινό.