«Καμιά καλή ταινία για να ξεσκάσουμε;» Είναι η πρώτη ερώτηση που μου κάνουν κάθε φορά, που ξεκινούν τα θερινά και η απάντησή μου ήταν πάντα, να ενημερώνονται από τις εφημερίδες τους και τα lifestyle περιοδικά τους για τα τοπικά κινηματογραφικά φεστιβάλ. Πάντα εισέπραττα την απάντηση «Πάλι τα ίδια; Πάλι Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ και ξερό ψωμί; Γκόσαμε βρε Άγγελε. Πήξαμε. Κάθε καλοκαίρι τα ίδια ασπρόμαυρα και καταθλιπτικά. Έλεος. Αυτά τα βλέπουμε στα ειδικά φεστιβάλ που μας μετατρέπουν και σε σινεφίλ».
Οπότε κατέφευγα στη γνωστή διάλεξη: «Δεν χαίρεστε που τα περισσότερα καλοκαιρινά φεστιβάλ στην Ελλάδα, με προβολές σε αρχαιολογικούς χώρους, ή εγκαταλειμμένα εργοστάσια, με τα ειδικά αφιερώματα σε σκηνοθέτες, ηθοποιούς κλπ διαμορφώνουν ένα ποιοτικό, καλλιτεχνικό προφίλ με πιο εσωτερικές, δημιουργικά φιλτραρισμένες ταινίες που τα ξεχωρίζει από τις εμπορικές αίθουσες και σας δημιουργεί σινεφίλ ταυτότητα; Δεν αισθάνεστε μια ευφορία, που σας διαμορφώνουν κινηματογραφικά, με ανησυχίες γύρω από την κοινωνία, την τέχνη, τη σκηνοθεσία και τη σεναριακή πρωτοτυπία; Δεν απολαμβάνετε καλύτερες βαθιές ή ποιητικές ταινίες (και του παγκόσμιου σινεμά) κάτω από τα αστέρια, δίπλα σε γιασεμιά; Δεν χαίρεστε, που με αυτό τον τρόπο υποστηρίζετε τις ανεξάρτητες παραγωγές και όχι αναπαραγωγές του mainstream κινηματογράφου; Δεν αντιλαμβάνεστε πως για να συνεχίζονται τόσα σινε-φεστιβάλ στην Ελλάδα αποδεικνύεται ότι έχουμε παράδοση στο πολιτικοποιημένο ή στο βαθύτερα φιλοσοφικό σινεμά;»
«Αυτά που μας λες, τα διαβάζουμε και στα προγράμματα των φεστιβάλ. Εμείς ρωτάμε αν υπάρχει κάτι καινούργιο ή έστω πιο παλιό αλλά ανάλαφρο που να μας δίνει ανάσες δροσιάς μέσα στη ζέστη. Δεν μπορεί κάποιο καλοκαιρινό φεστιβάλ να μας ξαναπαίξει ας πούμε το «Chocolat», του Λάσε Χάλστρομ που ανοίγει η καρδιά σου από συναίσθημα, χρώμα, σενάριο, ερμηνείες;»
Και με αφορμή, αυτή την «εισήγηση» μιας φίλης στην παρέα μας στο café, οι λοιπές φίλες και οι φίλοι, μου αράδιασαν ένα κατάλογο, που ξεκίνησε από την «Amélie» (2001) ένα αισιόδοξο, ρομαντικό πορτρέτο της ζωής στο Παρίσι, ποιητικό, οπτικά φαντασμαγορικό, αλλά και πολύ διασκεδαστικό, όπως το χαρακτήρισαν και συνέχισε με το «Little Miss Sunshine» (2006) μια οικογενειακή κωμωδία που ισορροπεί ανάμεσα στο κοινωνικό σχόλιο και τη συγκίνηση, με εξαιρετικό σενάριο και χαρακτήρες, με το «The Grand Budapest Hotel» (20140 μια στυλιζαρισμένη μεν κωμωδία, αλλά με έντονο χιούμορ, φοβερή αισθητική και σινεφίλ υποδομή.
Κατόπιν προχώρησαν στο «The Lunchbox» (2013) μια Ινδική ταινία, απλή, γλυκιά, με έξυπνη πλοκή και συναισθηματική φόρτιση. Αγαπήθηκε στα φεστιβάλ και από ευρύτερο κοινό και πέρασαν στους «The Intouchables» (2011) τη γνωστή Γαλλική ταινία που συνδυάζει βαθύ συναίσθημα, χιούμορ και κοινωνικό προβληματισμό, που τους έφερε στο μυαλό και την «Frances Ha» (2012) μια ασπρόμαυρη, σε στυλ Γούντι Άλεν κομεντί για την αναζήτηση ταυτότητας, με αφέλεια αλλά και βάθος.
Ύστερα ένας φίλος θυμήθηκε το «Jojo Rabbit» (2019) που είχε πολιτικό σχόλιο μέσα από κωμωδία, παιδική ματιά και στυλιζαρισμένη αφήγηση και κάποιος στο τέλος θυμήθηκε το «Cinema Paradiso» (1988) κλασικό για τους σινεφίλ, feelgood και νοσταλγικό για τους ρομαντικούς, το οποίο μου θύμισε -και το ανάφερα- τη «Malena» (2000) το κοινωνικο-πολιτικό αλλά γλυκό και τρυφερό για τον πρώτο έρωτα.
Αλλά δεν σταμάτησα εκεί, διότι συνειρμικά η Μαλένα μού θύμισε την Σοφία Λόρεν, την οποία είχα δει μικρός στο «Παιδί και το δελφίνι» (1957) και ανάφερα ότι ήταν μια «καλοκαιρινή» περιπέτεια με αίσθημα, αστυνομικό ενδιαφέρον και επιπλέον γυρισμένη στην Ελλάδα και θυμάμαι που συζητούσαν τότε, ότι έπαιζε και ο Αλέξης Μινωτής «του Βασιλικού Θεάτρου», όπως και ο Μιχάλης Νικολινάκος και ότι η Λόρεν τραγουδούσε ελληνικά «τι είν’ αυτό που το λένε αγάπη».
Τέλος, με αφορμή το «παιδί και το δελφίνι», συνειρμικά μού ήρθε στο μυαλό και μια περιπέτεια με τον Τεντέν που είχα δει γύρω στο 1962. Ήταν κι αυτή γυρισμένη στην Ελλάδα και στην οποία έπαιζε ο Δημήτρης Μυράτ, ως «κακός» με το Δήμο Σταρένιο ως «ρουφιάνο», η οποία λεγόταν «Πειρατές του Αιγαίου», αλλά ο πραγματικός τίτλος της (όπως τυχαία ανακάλυψα το 2010 όταν την είδα ολόκληρη στο youtube) ήταν «Tintin et le mystère de la Toison d' Or» (1961) σε σκηνοθεσία Ζαν Ζακ Βιέρν και πρωταγωνιστές τους Ζαν Πιέρ Ταλμπό (Τεντέν), Ζορζ Γουιλσόν (κάπτεν Χάντοκ), Ζορζ Λοριό (καθηγητής Τουρνεσόλ), Σαρλ Βανέλ και Ντάριο Μορένο άλλους, ενώ από ελληνικής πλευράς εκτός από τον Μυράτ και τον Σταρένιο, συμμετείχε και η Δώρα Στράτου με το λαογραφικό της μπαλέτο (ως χωρική με άλλους χορευτές, σε πανηγύρι κάποιου ελληνικού χωριού).
Και με αυτή την ταινία, τελείωσε η συζήτηση στο café, την οποία είχαμε ανοίξει με την παρέα, με αφορμή αφενός τα καλοκαιρινά σινεφίλ φεστιβάλ, που μπορεί να δημιουργούν ένα «ποιοτικό και καλλιτεχνικό προφίλ» και αφετέρου με αφορμή τους διανομείς εκείνους που θυμούνται ότι πάντα υπάρχει κάτι πιο χολιγουντιανό, πιο θεαματικό και ανάλαφρο για το καλοκαίρι.