24/6/20

«Αυτόχειρες παρθένοι» του Τζέφρυ Ευγενίδη

Για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι για ποιο λόγο δεν είχα δει την ομώνυμη ταινία της Σοφίας Κόπολα όταν κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους το Δεκέμβριο του 2000. Ούτε και γιατί δεν μπόρεσα να το δω έκτοτε σε βίντεο ή τηλεοπτικό κανάλι. Ίσως έμελλε να το διαβάσω φέτος (σε έκδοση Πατάκη, του Μαΐου 2020 και σε μετάφραση Άννας Παπασταύρου). Με δυο λόγια: Με στοίχειωσε και ας μην είναι ακριβώς ένα μυθιστόρημα εφηβικών ερώτων, μια ιστορία ενηλικίωσης που δε μοιάζει με καμία άλλη, όπως το περιγράφουν.

Μου έκανε τεράστια εντύπωση που από την πρώτη παράγραφο σε βάζει στη ζοφερή ατμόσφαιρα των αυτοκτονιών πέντε κοριτσιών στην εφηβεία τους. Είναι σα να σου περιγράφει το τέλος. Σε μαγνητίζει όμως να πληροφορηθείς το πώς κατέληξαν να αυτοκτονούν.
Επίσης, μου έκανε εντύπωση και ο τρόπος αφήγησης, που είναι των αγοριών της γειτονιάς τα οποία παρακολουθούσαν από μακριά, από τα απέναντι σπίτια τα όσα διαδραματίζονταν στο σπίτι των Λίσμπον και εν τω μεταξύ έχουν μεγαλώσει και προσπαθούν να συναρμολογήσουν σιγά-σιγά το μυστήριο της μοιραίας μελαγχολίας της οικογένειας, που οδήγησε τα κορίτσια στην αυτοχειρία.
Η ιστορία, εν συντομία έχει ως εξής: Σ’ ένα ήσυχο προάστιο του Ντιτρόιτ τη δεκαετία του ‘70, οι πέντε αδελφές Λίσμπον, ωραίες και εκκεντρικές, αυτοκτονούν η μία μετά την άλλη μέσα σε διάστημα ενός χρόνου. Τα αγόρια της γειτονιάς τις παρακολουθούν από μακριά, αποσβολωμένα και προσπαθούν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο.
Ο Τζέφρυ Ευγενίδης δεν περιγράφει απλά –και σταδιακά- το καταπιεστικό περιβάλλον στο οποίο ζούσαν τα κορίτσια. Θρησκόληπτους και πουριτανούς γονείς σε μια συντηρητική κοινωνία στις παρυφές μιας βιομηχανικής περιοχής. Σε καθηλώνει περιγράφοντας με λεπτή ειρωνεία ολόκληρη τη μεσοαστική ζωή της Αμερικής και πρέπει ο αναγνώστης να ξεπεράσει τον εφιάλτη των πρώτων κεφαλαίων, που περιγράφονται οι συνθήκες στο σπίτι και στη γειτονιά των κοριτσιών και να φτάσει στο τελευταίο (το πέμπτο) κεφάλαιο του βιβλίου για να διαπιστώσει σε resume και μέσα από ένα σκοτεινό χιούμορ αγωνίας και ζόφου το καταγγελτικό του ύφος και τον εντοπισμό όλων των αδυναμιών του Αμερικανικού Θαύματος, που μόνον οι αθώες ψυχούλες των κοριτσιών μπορούσαν να προβλέψουν ότι κάποια στιγμή θα καταρρεύσει.
Ώριμοι πλέον οι αφηγητές και πρώην νεαροί και άπειροι γείτονες βλέπουν εκτός από το γεγονός ότι οι κοπέλες δεν έπρεπε να πάρουν στα χέρια τους τη ζωή που ο Θεός τους είχε χαρίσει, βλέπουν ότι οι κοπέλες μεταξύ των ευαισθησιών που είχαν απέναντι στη σκληρή συμπεριφορά των γονιών τους, είχαν ευαισθησίες και για το περιβάλλον, τη φύση και την ανθρώπινη: τις συμπεριφορές των άλλων (γειτόνων, δασκάλων, συμμαθητών και συμμαθητριών). Ήσαν πολλοί οι παράγοντες που οδηγούσαν τα κορίτσια το ένα μετά το άλλο να οδηγούνται στην αυτοκτονία και όλοι παρελαύνουν από τις μαγευτικές, συναρπαστικές σελίδες του μυθιστορήματος (που σημειωτέον ήταν το πρώτο του Ευγενίδη εκδοθέν το 1993).
Δεν μπορώ να προσθέσω περισσότερα, σ’ αυτά που έχουν ήδη γραφτεί για το βιβλίο. Πρέπει να ψάξω για την ταινία…