Καλό Πάσχα

Τα Πάθη του Χριστού σε peplum movies

27/7/19

Στην παραλία

Για μένα και την Αθηνά το καλοκαίρι ξεκίνησε αργά. Κάτι το προεκλογικό κλίμα, κάτι οι βροχές και τα μπουρίνια, δεν καταλάβαμε πώς φτάσαμε στις 20 Ιουλίου και δεν είχαμε πάει στη θάλασσα ούτε μια φορά. Είπαμε προχθές, να κάνουμε μια Κυριακάτικη εκδρομούλα κάπου κοντά. Θα μου πείτε τώρα «Έχετε μυαλό; Εκδρομή κυριακάτικα;». Είπαμε να δοκιμάσουμε την τύχη μας..

* * *
Είχαμε δει μια μαγευτική παραλία έξω από το Λουτράκι και ξεκινήσαμε προς τα εκεί, όπου φτάσαμε μετά από μία ώρα και 10 λεπτά. «Μαγευτική», στις φωτογραφίες του ξενοδοχείου που βρήκαμε στο Google, διότι από κοντά ήταν γεμάτη ομπρέλες και ξαπλώστρες, που ήσαν όλες κατειλημμένες.
* * *
Εδώ κάπου, χάσαμε και την τύχη μας, η οποία είδε φαίνεται θάλασσα και βούτηξε. «Τύχη, μην πας μακριά», της φώναξα, αλλά εκείνη είχε ήδη εξαφανιστεί και η φωνή μου σκεπάστηκε από τις φωνές «Μαράκι μην πας μακριά», «Γιαννάκη όχι στα βαθιά», των μανάδων που μας περιτριγύριζαν.
* * *
Απούσας της τύχης, μας επισκέφτηκε ο κύριος πανικός με τη σκέψη «πού θα καθίσουμε με τέτοιον ήλιο;» Ενώ στη συνέχεια ακολούθησε ο μετα-πανικός (κατά το «κύριος σεισμός» και «μετασεισμός»), με τη μορφή του σερβιτόρου τού παραθαλάσσιου μπαρ του ξενοδοχείου: «Σας παρακαλώ, μη στέκεστε όρθιοι στη μέση του διαδρόμου που περνάμε, για να κάνουμε κι εμείς τη δουλειά μας». 
* * *
Είναι ο πανικός που σε πιάνει όταν δεν μπορείς να ενταχθείς σε μια ήδη διαμορφωμένη μικροκοινωνία. Την παραλιακή επί του προκειμένου, στην οποία έχεις φτάσει αργά και δεν έχεις προλάβει να καταλάβεις κάποια πολύτιμη σκιά. Είναι αυτός που σε κάνει να αισθάνεσαι «περισσευούμενος». Τον αντιπαρήλθαμε. Η θάλασσα και το ελαφρό αεράκι, μας είχαν γαληνέψει παρά τον κόσμο γύρω μας.
* * *
Πήγαμε προς το στεγασμένο μπαρ, του οποίου όλα τα τραπέζια και τα σκαμπό ήσαν κατειλημμένα Μια νεαρή σερβιτόρα μας παρηγόρησε: «Δεν βρίσκετε τραπέζι, ε;» «Θα σας ήμουν υπόχρεος…» άφησα τη φράση μου ατελείωτη κάνοντας μια κίνηση με χρηματικό υπονοούμενο και ολοκλήρωσα συνωμοτικά «…πώς σε λένε είπαμε;» «Ευτυχία», μου απάντησε, «μείνετε εδώ και κάτι θα γίνει». Ήταν η τύχη μας, που εν τω μεταξύ είχε επιστρέψει από το μπάνιο της φρέσκια και ορεξάτη.
* * *
Σε λίγα λεπτά είχαμε ένα τραπέζι με δύο πολυθρόνες στην άκρη του μπαρ και πίναμε τα αναψυκτικά μας. Μετά τις βουτιές μας, ανεβήκαμε στο γραφικό ταβερνάκι του ξενοδοχείου, όπου καθίσαμε μέχρι αργά το απόγευμα. Η επιστροφή μας διήρκεσε μιάμιση ώρα. Ήμασταν τυχεροί, τελικά.
(Από τη μόνιμη στήλη μου στην Αμαρυσία σήμερα 27/7/19)