Είδα την πολυσυζητημένη τελευταία ταινία του Όρσον Γουέλς «Η άλλη πλευρά του ανέμου», η οποία -κατά τη γνώμη μου- με το μοντάζ που έχει υποστεί από άλλον, μόνο δική του δεν είναι. Δικά του είναι τα κομμάτια που πρόλαβε να γυρίσει πριν πεθάνει και διεσώθησαν και αυτό έχει μια τεράστια ιστορική αξία, αφού πρόκειται για ταινία, της οποίας η ιστορία ξεκινά από το 1970 και φτάνει μέχρι σήμερα και από την οποία παρελαύνουν δεκάδες γνωστά ονόματα του κινηματογράφου (σκηνοθέτες, ηθοποιοί, κ.ά. μέχρι και η κριτικός Πολίν Κέιλ εμφανίζεται). Επίσης, απεικονίζει το περιβάλλον και την ένταση που επικρατούσε στα πλατό, αλλά και εκτός αυτών στις σχέσεις μεταξύ των συντελεστών.
Κατά το σενάριο της «Άλλης πλευράς…», παρακολουθούμε τα γενέθλια ενός διάσημου σκηνοθέτη, του Τζέικ Χάναφορντ, ο οποίος παράλληλα διοργανώνει ένα πάρτι προβολής υλικού της νέας του ταινίας, που έχει τίτλο «The other side of the wind» και βρίσκεται στα γυρίσματα. Κατά τη διάρκεια του πάρτι, ο Χάναφορντ περιτριγυρίζεται από συνεργάτες, δημοσιογράφους και κριτικούς, οι οποίοι προσπαθούν να τον προσεγγίσουν για να πετύχουν ο καθένας το δικό του σκοπό.
Ο Γουέλς ακολουθώντας τη λογική της «ταινίας μέσα σε ταινία», απεικονίζει εκτενείς σκηνές από το φιλμ του Χάναφορντ, ένα τολμηρό love story χωρίς διαλόγους ανάμεσα σε δύο χίπις που θυμίζει κάτι μεταξύ «Zabriskie Point» του Μικελάντζελο Αντονιόνι (1970) και το «Ξένοιαστος καβαλάρης» του Ντένις Χόπερ (1969), που εμφανίζεται κι αυτός στην ταινία.
Με το κοφτό μοντάζ και τις απότομες κινήσεις της κάμερας, η ταινία μας μεταφέρει την τρέλα που επικρατεί στο μικρόκοσμο του κινηματογράφου. Ρεαλιστές και αιθεροβάμονες, διανοούμενοι και δήθεν, όλοι συναντιούνται στο εξωφρενικό πάρτι του Χάναφορντ, ο οποίος συμπεριφέρεται (όχι τυχαία, νομίζω) σαν να είναι ο Όρσον Γουέλς.
Ως εκεί καλά. Αυτό που κουράζει στην ταινία, είναι η ροή και η αφήγηση. Είναι ένα φιλμ, το οποίο δεν ολοκληρώθηκε από τον δημιουργό του και, όπως προανέφερα, βασίστηκε στο μοντάζ τρίτου. Η εξέλιξή του είναι κατακερματισμένη και απουσιάζει το συναισθηματικό βάρος του δημιουργού της. Αυτό που αξίζει στην ταινία, είναι ότι αναδεικνύονται οι ιδέες του Γουέλς για το σινεμά, αλλά και το πάθος του γι’ αυτόν, που διατρέχει κάθε πλάνο της.
Το ρόλο του σκηνοθέτη Χάναφορντ υποδύεται ο μεγάλος σκηνοθέτης Τζον Χιούστον, ενώ το βοηθό του, υποδύεται ο άλλος εξαιρετικός σκηνοθέτης Πίτερ Μπογκντάνοβιτς.
Με παραγωγούς τον Φρανκ Μάρσαλ και τον Φίλιπ Γιαν Ρίμζα (εκ μέρους του Netflix, όπου είδα την ταινία και το ντοκιμαντέρ που περιγράφω στη συνέχεια), το μοντάζ της ταινίας έκανε ο Μπομπ Μουρόφσκι, την επιμέλεια του ήχου είχε ο Σκοτ Μίλαν, ενώ τη μουσική έγραψε ο πολύς Μισέλ Λεγκράν. Τμήματά της, έχουν γυριστεί άλλα έγχρωμα, άλλα ασπρόμαυρα, άλλα σε 16mm και άλλα σε 35mm.
* * *
Στο ντοκιμαντέρ «Θα με αγαπήσουν όταν πεθάνω» (που κυκλοφόρησε στις 2-11-2018 μαζί με την ταινία «Η άλλη πλευρά του ανέμου») ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης Μόργκαν Νέβιλ διηγείται την ιστορία του σκηνοθέτη Όρσον Γουέλς, κατά τα τελευταία 15 χρόνια της ζωής του, που παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Αφηγείται με έξυπνο μοντάζ, παρεμβάλλοντας σκηνές από ταινίες και στιγμές της ζωής του Όρσον Γουέλς, αλλά και της χαώδους ατμόσφαιρας που επικρατούσε κατά τα γυρίσματα της «Άλλης πλευράς…» Επίσης, εμφανίζονται οι Πίτερ Μπογκντάνοβιτς, Φρανκ Μάρσαλ, Όγια Κοντάρ και η κόρη του Μπεατρίς Γουέλς, που αποκαλύπτουν διάφορα στοιχεία για την ταινία και τα γυρίσματα. Ασφαλώς και είναι ένα πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ γι’ αυτόν τον μεγάλο, ιδιοφυή, καινοτόμο και αντισυμβατικό σκηνοθέτη και κατατοπιστικό για την ταινία «Η άλλη πλευρά του ανέμου».
(Προβάλλονται από 2/11/2018 στο Netflix)