Ξεπέταξα αυτές τις μέρες το «Φρανκενστάιν» της Μαίρη Σέλεϊ, που το είχα βρει ένθετο σε μια κυριακάτικη εφημερίδα. Αν έχεις Θεό… Εγώ που είχα διαβάσει το «Δράκουλα» του Μπράαμ Στόουκερ σε ηλικία 12 ετών, στο χωριό της μάνας μου κατά τη διάρκεια καλοκαιρινών διακοπών, δεν είχα αξιωθεί -από τότε μέχρι σήμερα- να διαβάσω το μνημειώδες αυτό βιβλίο της Σέλεϊ, το οποίο τελικά αξίζει μόνο και μόνο, επειδή γράφτηκε από μια ρομαντική κοπέλα στα 23 χρόνια της.
Όσο για τα υπόλοιπα ρομαντικά όπως, η Μαίρη βρίσκει την ευκαιρία να θίξει όλες εκείνες τις ιδέες του ρομαντισμού, την αγάπη για την επιστημονική γνώση, αλλά και τη δυστυχία από αυτή, ή το πώς ο άνθρωπος χειρίζεται τη γνώση και χρησιμοποιεί την επιστήμη για να ανατρέψει το πεπρωμένο του, αλλά και το από πού πηγάζει το κακό, είναι ερωτήματα ή θέματα, τα οποία στο σημερινό αναγνώστη θεωρούνται ήδη αναπτυγμένα από τόσους συγγραφείς ή σκηνοθέτες στον κινηματογράφο, που πλέον δεν κάνουν εντύπωση.
Αυτά τα ερωτήματα ή θέματα, απασχολούν την ανθρωπότητα τόσα χρόνια, που κάνουν το μυθιστόρημα της Μαίρης Σέλεϊ σημαντικό και γοητευτικό μόνον ως μουσειακό είδος. Αυτό, επειδή ο νεαρός επιστήμων Βίκτωρ Φράνκενσταϊν στο μυθιστόρημα δεν προσπαθεί να αναστήσει τους νεκρούς, αλλά δίνει ζωή σ’ ένα πλάσμα που το έχει φτιάξει από μέλη και όργανα διαφόρων ανθρώπων. Εκείνη την εποχή, αυτό το μυθιστόρημα φάνταζε εξωπραγματικό και διαβολικό και ανατριχιαστικό και όλα αυτά, ενώ σήμερα οι μεταμοσχεύσεις οργάνων είναι μια καθημερινότητα, που λίγο απέχει από το «Robocop» του Βερχόφεν. Πράγμα που δεν μας εκπλήσσει και αν είναι να τρομάξουμε, καλύτερα να σκεφτούμε το ενδεχόμενο του αστυνομικού-ρομπότ, δηλαδή, που ποτέ δεν πεθαίνει.
Στο μυθιστόρημα, για όσους τυχόν δεν το έχουν διαβάσει (εγώ διάβασα την έκδοση Α.Α. Λιβάνη), ο Φρανκενστάιν, ωθούμενος από το πάθος του για γνώση και από τις εμμονές του γύρω από τη δημιουργία της ζωής, ανακαλύπτει το μυστικό που τον κάνει ικανό να δίνει ζωή στην άψυχη ύλη. Δημιουργεί ένα πλάσμα χρησιμοποιώντας ανθρώπινα μέλη. Σύντομα, όμως, διαπιστώνει ότι πρόκειται για τέρας και το εγκαταλείπει. Το τέρας έχει ευαίσθητη ψυχή, αλλά όμως η όψη του τρομάζει τους ανθρώπους και θέλοντας να μάθει την αιτία της ύπαρξής του, αποφασίζει να βρει τον δημιουργό του (όπως το ανθρωποειδές Ρόι Μπάτι στο Blade Runners, κολλημένος εγώ). Η περιπλάνησή του θα το οδηγήσει από τις χιονισμένες κορυφές των Άλπεων και τους παγετώνες της Ελβετίας (που ζούσε και η Μαίρη Σέλεϊ), μέχρι τις παγωμένες θάλασσες της Αρκτικής.
Όλα αυτά ο αναγνώστης τα μαθαίνει από flashback, μέσα από επιστολές που στέλνει ο ταξιδευτής Ρόμπερτ Γουόλτον προς την αδελφή του, στις οποίες περιγράφει τη συνάντησή του με το δόκτορα Φρανκενστάιν, ο οποίος με τη σειρά του περιγράφει (flashback to flashback) στον Γουόλτον για το δημιούργημά του, και πώς έφυγε ανεξέλεγκτο και το συνάντησε και εκείνο –το τέρας- του αφηγήθηκε με τη δική του σειρά, την εξέλιξή του από ευαίσθητη ψυχή, σε φονιάς ωραίων και ανυπεράσπιστων ανθρώπων. Μάλιστα, το τέρας παρακάλεσε τον Φρανκενστάιν να του φτιάξει και ένα ταίρι για συντροφιά, πράγμα που δέχθηκε ο Δόκτωρ και αφού συγκέντρωσε γυναικεία ανθρώπινα μέλη, έφτιαξε και ένα θηλυκό, ανθρώπινο σώμα. Όμως, πριν τη φέρει στη ζωή, μετάνιωσε και καταστρέφει το σώμα. Το δε τέρας, που τον παρακολουθούσε, ορκίστηκε εκδίκηση.
Τώρα, το πώς το τέρας από άλαλο που ήταν όταν το κατασκεύασε ο δόκτωρ, έμαθε να μιλάει και να περιγράφει -με τόσο καλή αφηγηματική δομή, συγκινητική και με τραγική εξέλιξη που θυμίζει αρχαία ελληνική τραγωδία- αυτό μόνον η Μαίρη Σέλεϊ το γνωρίζει. Η οποία παγίδεψε τους αναγνώστες της τόσα χρόνια και κατάφερε να είναι συνώνυμο του τρόμου το όνομα του επιστήμονα Δόκτορα Φρανκενστάϊν, ενώ τον τρόμο τον σκορπούσε το «πλάσμα» που ο δόκτωρ Φρανκενστάιν είχε δημιουργήσει.