5/11/17

Και μετά μου λες γιατί δε σου γράφω

Για την ταινία «Το τελευταίο σημείωμα» του Παντελή Βούλγαρη, γράφει μια φίλη στο facebook: «Είδα την ταινία του Βούλγαρη. Είναι μια έντονη ταινία που αναφέρεται σε πραγματική ιστορία ενός φυλακισμένου στο Χαϊδάρι το1944, που τον χρησιμοποιεί ως διερμηνέα ο επικεφαλής των Ναζί στη φυλακή. Αυτός και άλλοι 199 κομμουνιστές, έγκλειστοι από τον Μεταξά στο Χαϊδάρι, τελικά κατέληξαν να εκτελεσθούν στο σκοπευτήριο της Καισαριανής από τους Ναζί ως αντίποινα της δολοφονίας από τους αντάρτες ενός πολύ σημαντικού Ναζί. Μέσα από αυτήν την ιστορία ο σκηνοθέτης και η σεναριογράφος (η γνωστή συγγραφέας Καρυστιάνη) αναφέρθηκαν στα γεγονότα της εποχής, έδειξαν την σκληρότητα και βαναυσότητα των Ναζί με μεγάλο ρεαλισμό, ηρωοποίησαν τους έγκλειστους, έδειξαν σκηνές βασανιστηρίων και τα αποτελέσματά τους και έδειξαν και την εκτέλεσή τους.
Μετά την ταινία, την νύχτα είχα εφιάλτες! Αν αποφασίσετε να την δείτε προτείνω να πάτε νωρίς. Κατά την γνώμη μου η ταινία ήταν άκαιρη για αυτήν την περίοδο που διανύει η χώρα μας! Καλό είναι να μαθαίνουμε την ιστορία μας, αλλά καταστάσεις που αναμοχλεύουν παλιά πάθη και μίση, διχασμούς και αναζωπυρώνουν συναισθήματα θυμού, μίσους και θυματοποίησης, καλό είναι αυτήν την περίοδο να είναι μακριά μας. Η Καρυστιάνη έχει γράψει θαυμάσια βιβλία. Το "Κουστούμι στο χώμα" π.χ. αναφέρεται σε ιστορία με βεντέτα στην Κρήτη που καταλήγει σε συμφιλίωση. Αυτός χρειάζεται να είναι ο στόχος της χρονικής περιόδου τώρα!»
Διαπίστωσε λοιπόν «ρεαλισμό», διέκρινε «ηρωοποίηση», είδε «βασανιστήρια και αποτελέσματά τους» και είχε εφιάλτες. Προτείνει μάλιστα στους φίλους της να τη δουν νωρίς (και δεν τους λέει να πάνε και με άδειο στομάχι) και επισημαίνει ότι η ταινία δεν έπρεπε να προβληθεί αυτή την εποχή, διότι «αναμοχλεύει παλιά πάθη, μίση, διχασμούς» και «αναζωπυρώνει συναισθήματα θυμού, μίσους και θυματοποίησης». Οπότε ακυρώνει μόνη της το «να πάνε να τη δουν νωρίς» και ουσιαστικά τους λέει να μην πάνε καθόλου τώρα και ίσως να τη δουν λίγο αργότερα. Βδομάδες; Μήνες, Χρόνια; Αναπάντητο.
Την ρωτάει λοιπόν, ένας κοινός φίλος μας: «Και πότε πιστεύεις πως είναι η κατάλληλη χρονική περίοδος γι αυτή την ταινία;»
Και του απαντάει με τακτ η φίλη: «Σε καμιά μέχρι τώρα ανάρτησή μου δεν έχεις αντιδράσει, εννοώ με like ή με σχόλιο! Τώρα πώς έτσι; Ενδιαφέρον! Διαφωνείς μάλλον με την άποψή μου! Καλώς! Δεν νομίζω ότι είναι σοφό να ανοίξουμε συζήτηση, γιατί δε νομίζω ότι θα βγάλει πουθενά!»
Αντιλαμβάνεσαι, τότε, ότι οι δύο φίλοι είναι «πολιτικά» αντίπαλοι (μη γράψω «κομματικά» και τους καρφώσω». Σοφά ποιών ο φίλος μας δεν της απαντά καθόλου, αφού η κουβέντα μεταξύ τους «δεν θα βγάλει πουθενά». 
Έλα όμως που παρεμβαίνει άλλος στη κουβέντα και αναμοχλεύει: «Αυτοί οι άνθρωποι κάνανε κακό όσο και οι Ναζί. Δεν αγωνίστηκαν για την Ελλάδα, αλλά για τον Στάλιν. Είναι κρίμα να θυμόμαστε μαύρες σελίδες από την ιστορία μας, περνάμε μια ακόμη μαύρη περίοδο, καιρός να γυρίσουμε σελίδα.»
Έτσι μπαίνει και άλλη φίλη στην παρέα, που απαντά στην πρώτη αναρτήσασα: «Είδα και εγώ. την ταινία. Καταλαβαίνω απόλυτα το σκεπτικό σου, αν και δεν με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη, ίσως επειδή θέλω να πιστεύω πως οι περισσότεροι που θα την δουν δεν θα σταθούν στην ... μονομέρεια της ταλαιπωρίας (…) την είδα σαν ένα ντοκιμαντέρ μέσα από την ματιά του σκηνοθέτη.»
Η πρώτη όμως συνεχίζει να επιμένει με το γνωστό της τακτ: «Θαυμάζω τον Βούλγαρη και η ταινία του "Μικρά Αγγλία " ήταν υπέροχη. Τώρα όμως, επειδή η ταινία είναι πολιτική, θεωρώ ότι δεν λειτουργεί θετικά για τα δεδομένα της περιόδου που διανύουμε!»
Έτσι η διαδικτυακή συζήτηση μέχρι τις 11 το πρωί της Κυριακής έκλεισε με κάποια άλλη φίλη που έγραψε: «Είδα την ταινία και μου άρεσε πάρα πολύ. Είναι ένα ιστορικό γεγονός που νομίζω ότι πρέπει να το γνωρίζουν οι Έλληνες.»
Ύστερα άνοιξα το ΒΗΜΑ της Κυριακής (5/11) και διάβασα το άρθρο του κ. Μπακουνάκη, στο ένθετο ΒΙΒΛΙΑ, που εστιάζεται μεταξύ άλλων και στις δύο σχέσεις που αναπτύσσονται στην ιστορία της ταινίας: Τη σχέση του κεντρικού ήρωα-διερμηνέα με τη νοσοκόμα φίλη του και τη σχέση του Γερμανού διοικητή του στρατοπέδου με το διερμηνέα, «Μια σχέση υπόρρητα ομοφυλοφιλική, από την πλευρά του λοχαγού, ο οποίος βλέπει στα μάτια του έλληνα διερμηνέα του τα μάτια του γερμανού φίλου του», όπως γράφει και με βγάζει από τη δύσκολη θέση, διότι όταν κατά τη δημοσιογραφική προβολή μίλησα για «μια υποβόσκουσα ομοφυλοφιλική τάση του Γερμανού», μερικοί έπεσαν να με φάνε και έτσι γράφοντας την κριτική μου στο myfilm.gr αρκέστηκα στην παρατήρηση της τελευταίας φίλης στο facebook, ότι η ταινία αναφέρεται σε ένα ιστορικό γεγονός που νομίζω ότι πρέπει να το γνωρίζουν οι Έλληνες, και έγραψα ότι άνθρωποι με τέτοια δύναμη ψυχής και με τόσο υψηλά ιδανικά δεν πρέπει να ξεχνιούνται.
Τώρα θα με ρωτήσεις, πού κολλάει το «Και μετά μου λες γιατί δε σου γράφω»;
Κολλάει στο γεγονός ότι πάντα, στο σχολιασμό μιας ταινίας υπάρχουν λόγοι για να την παινέσεις μέχρι 10 αστέρια, όπως και ευρήματα για να την καταδικάσεις μέχρι 1 αστέρι.
Ένας την είδε θρίλερ και είχε εφιάλτες. Άλλη τη θεώρησε προπαγανδιστική και πρότεινε να προβληθεί άλλη χρονική περίοδο.
Άλλος την είδε σαν «ντοκιμαντέρ με τη ματιά του σκηνοθέτη» και μας θύμισε ότι τα ντοκιμαντέρ έχουν δόση υποκειμενισμού, όπως όλα τα θέματα.
Άλλος τη βρήκε ρεαλιστική, παραβλέποντας ότι όλα τα κοστούμια της ταινίας ήταν καλοραμμένα και πεντακάθαρα λες και οι κρατούμενοι μόλις είχαν βγει από το ατελιέ.
Κάποιος βρήκε υπερβολική τη χρήση του slow motion.
Άλλος επεσήμανε υποβόσκουσα ομοφυλοφιλία.
Άλλος διέκρινε μια αδικαιολόγητη απροθυμία στους Γερμανούς (ίσως λόγω Μέρκελ), που θεώρησαν μεγάλο τον αριθμό αυτών που θα εκτελούσαν («μέχρι τώρα μας έλεγαν για 10 – 20 άτομα, αλλά 200 είναι πολλοί», ελέχθη στη σύσκεψη των Γερμανών πριν την εκτέλεση).
Άλλος είπε ότι ο σκηνοθέτης, δεν μπόρεσε να αποφύγει εντελώς τον πειρασμό της εύκολης, εκβιαστικής συγκίνησης.
Ενώ κάποιος άλλος έγραψε ότι ήταν σκέτο μελόδραμα. 
Προσωπικά, ένα με ενοχλεί στις περισσότερες ελληνικές ταινίες: ο ήχος. Δεν ξέρω τι τρέχει, αλλά πολλές φορές δεν καταλαβαίνω τι λένε οι ηθοποιοί. Μου συνέβη και στο «Σημείωμα». Ας το ψάξουν λίγο οι τεχνικοί ήχου. Εκτός και αν δεν υπάρχουν τα κατάλληλα μέσα (μικρόφωνα ψείρες και τέτοια, δεν ξέρω) στην ελληνική παραγωγή. Είμαι απόλυτος, διότι πολλές ταινίες τις ξαναβλέπω με τη γυναίκα μου (καταβάλλοντας εισιτήρια) και σε διαφορετικές αίθουσες, όπου ο ήχος στις ελληνικές παραμένει ο ίδιος όπως τον πρωτοάκουσα στη δημοσιογραφική προβολή.

(Το κείμενο αυτό, να θεωρηθεί και ως απάντηση στον αναγνώστη μου Ν.Κ. που με ρώτησε γιατί δεν αφήνω ελεύθερα τα σχόλια κάτω από τις αναρτήσεις του blog)