21/8/17

Ο Τζέρι Λιούις με συστήνει στο Δράκουλα

Ενώ διάβαζα τα σχόλια των φίλων μου στο facebook για την ανάρτηση, σχετικά με το θάνατο του Τζέρι Λιούις, θυμήθηκα ένα περιστατικό από τη ζωή μου. 
Θυμήθηκα μια ταινία του, μαζί με τον Ντίν Μάρτιν, που είχε τον τίτλο «Ο φόβος φυλάει τα έρημα»(*) και την οποία προβάλλαμε ένα καλοκαίρι στο ΡΕΞ Αμαρουσίου. Ήταν μια κωμωδία μυστηρίου και τρόμου, θα έλεγα, στην οποία το δίδυμο μπλέκεται με κακοποιούς, δολοφόνους και φτάνει σε κάποιο νησί, όπου ανακαλύπτουν ένα στοιχειωμένο πύργο και εκεί πέφτουν πάνω σε φαντάσματα, ζόμπι και άλλα… τρομακτικά για την εποχή.
Είχα δει το τρέιλερ από την καμπίνα προβολής -όπου με έκρυβε ο θείος μου ο προβολατζής- κατά τη διάρκεια ενός αστυνομικού φιλμ «ακατάλληλου δι’ ανηλίκους», διότι το Τμήμα Ηθών δεν επέτρεπε να προβάλλονται τρέιλερ μυστηρίου και τρόμου κατά τη διάρκεια «κατάλληλων» ταινιών, από το οποίο θυμάμαι δύο σκηνές… τρόμου: η μια, με ένα κερί που κρατάει ο Ντιν Μάρτιν, που αποσπάται από το χέρι του και κινείται μόνο του στο σκοτεινό δωμάτιο και η άλλη που ο Τζέρι Λιούις κάθεται σε μια τεράστια ξύλινη πολυθρόνα της οποίας τα μπράτσα «ζωντανεύουν», τον αγκαλιάζουν και ουρλιάζει έντρομος. 
Μετά από εκείνο το τρέιλερ, ήθελα πολύ να δω την ταινία, αλλά έλα που η μάνα μου (η κυρά-Γεωργία) είχε κανονίσει εκείνη την ημέρα να ταξιδεύουμε για το χωριό της κάπου στη Μονεμβασιά; 
Κλάααμα εγώ που ήθελα να δω την ταινία με το αγαπημένο μου δίδυμο. Είχα αρχίσει να διαμαρτύρομαι, «δεν πάω στο χωριό», «δεν έχω τι να κάνω εκεί» και τα τοιαύτα, κανείς όμως δεν πήρε το μέρος του κινηματογραφόφιλου πιτσιρικά και έτσι βρέθηκα στο χωριό πεισματωμένος που δεν μου είχαν κάνει το χατίρι.
Τόσο πείσμα, που από την πρώτη μέρα κλείστηκα στην σιταποθήκη της θείας μου και δεν έβγαινα επ’ ουδενί. «Τι έχει το παιδί Γεωργία;», «Γιατί κάνει πείσματα ο Άγγελος;» «Βγες βρε πουλάκι μου να παίξεις στον ήλιο» ανησυχούσαν η θεία μου και οι λοιποί συγγενείς. Η μάνα μου που την αποκαλούσαν Σπαρτιάτα τους απαντούσε: «Αφήστε τον. Δεν παθαίνει τίποτα. Μου ήθελε ταινία με φαντάσματα στο Μαρούσι». 
Πραγματικά δεν έπαθα και τίποτα. Εκεί στη σιταποθήκη, κάτω από ένα παλιό στρώμα, ο μεγάλος μου ξάδελφος (καλή του ώρα στην Αυστραλία που βρίσκεται σήμερα), είχε κρύψει ένα βιβλίο που ήταν γραμμένο σαν ημερολόγιο, εξαιρετικά ιδιόρρυθμο για μένα, που μέχρι τότε διάβαζα τα «παιδικά» του Ιουλίου Βερν, αλλά και δέκα φορές πιο τρομακτικό από την ταινία του Τζέρι Λιούις. 
Είχε τίτλο «Κόμης Δράκουλας, ο βρυκόλακας των Καρπαθίων» του συγγραφέα Αβραάμ Στόουκερ και το διάβασα ολόκληρο ο περίεργος και αθεόφοβος. Μετά από μια βδομάδα διαβάσματος, διότι η σιταποθήκη είχε και λάμπα ηλεκτρικού (εξέλιξη!), βγήκα στο φως να παίξω με τα άλλα φυσιολογικά παιδάκια και κανείς δεν κατάλαβε τι ήταν αυτό που με ξετρύπωσε από την κρυψώνα μου στον ήλιο της Λακωνίας. 
«Του πέρασε», είπε θριαμβολογούσα, η ανυποψίαστη μάνα μου. Πού να ήξερε η γυναίκα ότι οι βρικόλακες δεν κυκλοφορούν στον ήλιο; 
_________________________
(*) «Scared Stiff» (1953) σε σκηνοθεσία Τζορτζ Μάρσαλ