Κοιτάζω την αφιέρωση στην πρώτη λευκή σελίδα του βιβλίου «Τα μπλουζ του Αγίου Παντελεήμονα». «Στον Άγγελο, με τις κοινές μας μνήμες», υπογράφει ο Κώστας Ποντικόπουλος και επειδή έχω διαβάσει τη νουβέλα προηγουμένως, με βάζει στο τριπάκι η αφιέρωση, σε σχέση με τον πρόλογο, που τον θυμάμαι καλά.
Γράφει ο Κώστας: «Τι να λέμε, άλλες εποχές… Κάποιοι θυμούνται την κηδεία του βασιλιά Παύλου στο Τατόι, κάποιοι τις εκλογές βίας και νοθείας του ’61, κάποιοι τους γάμους του διαδόχου Κωνσταντίνου με την πριγκίπισσα Άννα-Μαρία, κάποιοι το τρίκυκλο του Κοτζαμάνη και την περίφανη νίκη του αμφιλεγόμενου Γέρου της Δημοκρατίας το ’63, κάποιοι το “ποιος κυβερνάει αυτόν τον τόπο”, κάποιοι άλλοι την αποστασία, τον Σωτήρη Πέτρουλα, τους Λαμπράκηδες, τον Αθανασιάδη –γαργάλα τα, γαργάλα τα- Νόβα, τον Λινοξυλάκη, τον Λουκανίδη…».
Κάθομαι και σκέφτομαι, μετά από αυτό. Καλά όλα αυτά, αλλά γιατί «τον Λινοξυλάκη τον Λουκανίδη»; Πού είναι οι κοινές μας μνήμες; Εγώ, γιατί θυμάμαι, τον Μπέμπη, τον Υφαντή, και τον Πολυχρονίου. Γιατί δεν αναφέρει τουλάχιστον τον Υφαντή;
Ύστερα το έμαθα. Κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στο «Στέκι» του ΣΥΡΙΖΑ, εδώ στο Μαρούσι. Ο Κώστας Ποντικόπουλος είναι Παναθηναϊκός. Δεν πειράζει, όμως. Η ουσία είναι ότι το βιβλίο του «Τα μπλουζ του Αγίου Παντελεήμονα» είναι μια νουβέλα γεμάτη κοινές, πράγματι, θύμισες και όχι νοσταλγία, όπως αναφέρει και ο ίδιος, αφού η νοσταλγία περιέχει τη λέξη άλγος, που σημαίνει πόνος και η αφήγηση δεν εκφράζει πόνο. Είναι γλυκιά και διαβάζεται μονορούφι, όπως πίναμε τις παγωμένες βυσσινάδες τα καλοκαίρια.
Μόνον που εκφράζει μια μελαγχολία (ίσως εκεί κολλάνε και τα blues του τίτλου) και ένα παράπονο, όπως φαίνεται από τις λίγες φράσεις προς το τέλος, όταν ο συγγραφέας, μεγάλος πια, επιστρέφει στην (σημερινή) πολύπαθη πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα και κάνοντας ένα τσιγάρο, βλέπει τα παιδιά να παίζουν μπάλα, όπως εκείνος όταν ήταν μικρός. «Με το ίδιο ακριβώς πάθος που το κάναμε κι εμείς. Ίδιο ακριβώς», γράφει και συνεχίζει θεωρώντας «μητέρα» του την πλατεία: «Ο κόσμος περπατούσε γρήγορα ή αργά, διέσχιζε την πλατεία κι αυτά συνέχιζαν να παίζουν. Τώρα η πλατεία ήταν δικιά τους. Εγώ ένιωθα ξένος. Η πλατεία μου δεν με θυμόταν, δεν με αναγνώριζε. Ένοιωθα πως με δεχόταν όπως θα δεχόταν οποιονδήποτε άγνωστο, από υποχρέωση, μόνο και μόνο επειδή αυτός ήτανε ο ρόλος της, ο προορισμός της. Να δέχεται τους άγνωστους. Ένοιωθα προδομένος κι ας είχα εγώ προδώσει προηγουμένως. Αλλά απ’ την μητέρα απαιτούμε, έτσι δεν είναι;».
Πιο κάτω δε, θυμάται και να περιγράφει με ευαισθησία: «Κι ύστερα ήρθαν κι άλλα παιδιά. Από μακριά, τη θάλασσα. Απ’ το πουθενά. Δεν μιλούσαν μόνο άλλες γλώσσες, είχαν κι άλλο χρώμα. Άλλα μάτια, πιο φοβισμένα, άλλες ψυχές πιο εύθραυστες. Διεκδίκησαν κι αυτά το μερτικό τους από την πλατεία, τη ζωή. Λίγο ουρανό. Πιόνια, έρμαια στα χέρια κάποιων φαρισαίων που ρίχνουν τις εξάρες και τα κοπανάνε με θόρυβο πάνω στον κόσμο με την ίδια μανία που κοπανούσαν οι θαμώνες του Βυζούρη τα πούλια στο τάβλι. Κι έγινε πόλεμος… Κάτοικοι κλείσαν την παιδική χαρά, αλυσίδα και λουκέτο. Βιτζιλάντες παραφυλάνε τις γωνίες. Η Άρτεμις, ένα από τα κορίτσια με τα πιο όμορφα μάτια και το πιο καθαρό πρόσωπο που γνώρισα στη ζωή μου, κατηγορείται για συνέργια σε επίθεση, με μαχαίρι, κατά μεταναστών».
Πάντως, πέρα από τις κοινωνικές, αθλητικές, καλλιτεχνικές, πολιτικές και άλλες «προσωπικές» αναμνήσεις, που περιγράφονται γλαφυρά και με ευαισθησία όπως προανέφερα, αυτή η νουβέλα διαθέτει αισιόδοξο φινάλε (αντί για «τέλος», γράφει «συνεχίζεται»), για την πλατεία του Άγιου Παντελεήμονα, που «θα είναι εκεί σε πείσμα όλων και θα είναι όλων, σε πείσμα κάποιων. Γιατί έτσι είναι οι πλατείες. Κι αυτό, δεν μπορεί κανείς να το αλλάξει», όπως αναφέρει.
(Έκδοση: Εύμαρος)