Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι αυτού του βιβλίου είναι το τελευταίο του κεφάλαιο το οποίο αναφέρεται στο συγγραφέα Bandi (ψευδώνυμο που σημαίνει «πυγολαμπίδα»), που είναι μέλος της Ομοσπονδίας Συγγραφέων της Βόρειας Κορέας και ζει ακόμα εκεί και ο οποίος αφού έζησε το φοβερό λιμό που έπληξε τη χώρα του στη δεκαετία του 1990, έγινε έντονος επικριτής του καθεστώτος. Παράλληλα, περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο φυγαδεύτηκαν τα χειρόγραφά του από τη Βόρειο Κορέα. Χειρόγραφα που περιείχαν μια σειρά διηγημάτων, όχι με λιγότερο ενδιαφέρον από τον επίλογο, τα οποία είναι συγκλονιστικά στην απλότητά τους και στην ειρωνεία που περιέχουν. Δεν θυμάμαι ποιος έχει πει ότι, η ειρωνεία είναι το δυνατότερο όπλο απέναντι σε μια εξουσία, όταν όλα τα άλλα δεν βρίσκουν απήχηση.
Κλασικό δείγμα της, είναι το διήγημα εκείνο στο οποίο μια οικογένεια εξορίζεται από την πρωτεύουσα Πιονγιάνγκ εξαιτίας του γιου της, ο οποίος παθαίνει νευρικές κρίσεις όποτε βλέπει πορτρέτα του Καρλ Μαρξ ή του Κιµ Ιλ-Σουνγκ, που δεν είναι και λίγα, υπάρχουν δε δυο από αυτά έξω από το παράθυρο του δωματίου του, το οποίο παραμένει πάντα με τραβηγμένες τις κουρτίνες… για λόγους ψυχικής ηρεμίας.
Εξίσου γλαφυρό και αποκαλυπτικό είναι και το διήγημα εκείνο στο οποίο ένας γιος αγωνίζεται να βγάλει άδεια ταξιδιού για να επισκεφθεί τη μάνα του, που ζει στο γειτονικό χωριό και είναι ετοιμοθάνατη. Ενώ φαντάζει κωμικοτραγικό το περιστατικό της γιαγιάς, η οποία όταν συναντάει τον Κιµ Ιλ-Σουνγκ στο δρόµο, τον προσφωνεί µε τρυφερότητα «Πατέρα και Μεγάλο Ηγέτη», γεγονός που θα εκμεταλλευτεί η επίσημη προπαγάνδα.
«Η καταγγελία» (Εκδ. Παπαδόπουλος) κυκλοφόρησε χωρίς την έγκριση του καθεστώτος που διοικεί τη χώρα, συνολικά είναι μια λογοτεχνική μαρτυρία ενός συγγραφέα, ο οποίος ζώντας σε συνθήκες πραγματικής κόλασης, κατόρθωσε να διαφυλάξει τη δημιουργική ευαισθησία και την ακεραιότητά του.