Υπόθεση: Η κυβέρνηση παραιτείται κάτω από το βάρος μεγάλων σκανδάλων διαφθοράς και η Αν, σύζυγος και κόρη μεγαλογιατρών, είναι μόνη στην απομονωμένη βίλα της όταν κάποιος εισβάλλει μέσα. Ζει τον απόλυτο φόβο κυνηγημένη από τον περίεργο και βίαιο αυτό άντρα και για να σωθεί, πρέπει να παλέψει άγρια μαζί του, αλλά και να έρθει αντιμέτωπη με όσα ήξερε για την ζωή της μέχρι τότε! Το «Lurk» είναι ένα αγγλόφωνο ψυχολογικό θρίλερ που διαδραματίζεται στην Ελλάδα του σήμερα.
Κριτική: Επειδή έχω λατρεία με τον Χίτσκοκ (έχω δει περίπου 50 από τις 65 αν θυμάμαι καλά ταινίες του), τολμώ να πω ότι βλέποντάς τες, όχι μόνον μου «ήταν συναρπαστικό να προσπαθώ να ανακαλύψω τον ένοχο ή να ξεχωρίζω τον κρυμμένο κακό», αλλά μου έχει γίνει και εύκολο να μπορώ να διακρίνω από την αρχή μιας ταινίας, αν θα δω ένα σωστό θρίλερ ή όχι.
Αυτό το καταλαβαίνω από τη χρήση της μουσικής, επειδή ο Χίτσκοκ που «δεν είναι ούτε αφηγητής ιστοριών ούτε εστέτ αλλά ένας από τους μεγαλύτερους εφευρέτες μορφών σ’ ολόκληρη την ιστορία του κινηματογράφου και μόνον ο Μουρνάου και ο Αϊζενστάιν μπορούν ίσως να συγκριθούν μαζί του» (Χίτσκοκ, των Έρικ Ρομέρ και Κλοντ Σαμπρόλ, Παρίσι 1957, Editions Universitaires), έκανε φειδωλή χρήση της μουσικής. Μάλιστα, ο Φρανσουά Τριφό (Χίτσκοκ του Τριφό, Ύψιλον/Βιβλία, 1986) γράφει ότι «εάν ο κινηματογράφος έπρεπε ξαφνικά να στερηθεί την ηχητική μπάντα οι περισσότεροι από τους σκηνοθέτες θα υποχρεώνονταν να αλλάξουν επάγγελμα», εκτός ολίγων και αναφέρει τους Χάουαρντ Χοκς, Τζον Φορντ και Άλφρεντ Χίτσκοκ. Τέλος πάντων…
Αυτό το καταλαβαίνω από τη χρήση της μουσικής, επειδή ο Χίτσκοκ που «δεν είναι ούτε αφηγητής ιστοριών ούτε εστέτ αλλά ένας από τους μεγαλύτερους εφευρέτες μορφών σ’ ολόκληρη την ιστορία του κινηματογράφου και μόνον ο Μουρνάου και ο Αϊζενστάιν μπορούν ίσως να συγκριθούν μαζί του» (Χίτσκοκ, των Έρικ Ρομέρ και Κλοντ Σαμπρόλ, Παρίσι 1957, Editions Universitaires), έκανε φειδωλή χρήση της μουσικής. Μάλιστα, ο Φρανσουά Τριφό (Χίτσκοκ του Τριφό, Ύψιλον/Βιβλία, 1986) γράφει ότι «εάν ο κινηματογράφος έπρεπε ξαφνικά να στερηθεί την ηχητική μπάντα οι περισσότεροι από τους σκηνοθέτες θα υποχρεώνονταν να αλλάξουν επάγγελμα», εκτός ολίγων και αναφέρει τους Χάουαρντ Χοκς, Τζον Φορντ και Άλφρεντ Χίτσκοκ. Τέλος πάντων…
Το «Παραμονεύοντας», που ξεκινά με μια μουσική επένδυση, η οποία παραπέμπει στα θρίλερ της δεκαετίας του ’70 (μου θύμισε τα τηλεοπτικά Θρίλερ της Παρασκευής στην τηλεόραση της ΕΡΤ), αν το δεις χωρίς να έχεις διαβάσει πως είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ με φόντο μια χώρα σε κατάρρευση, και με όλους τους ήρωες μπλεγμένους με κάποιον τρόπο, ως θύτες ή θύματα, σε αυτό που συμβαίνει, παραμένεις μόνον με την απορία: Γιατί να συμβαίνουν όσα συμβαίνουν, σ’ αυτή την ωραία κοπέλα;
Όπως επίσης και το σχόλιο «αν δεν έχεις τον έλεγχο της ζωής σου στα χέρια σου, τότε κάποιοι άλλοι θα σου την κάνουν κόλαση» μαζί με το σχόλιο περί χαμένης μνήμης της ηρωίδας, που παραλληλίζεται από τον σκηνοθέτη με τη χαμένη ιστορική μνήμη ενός ολόκληρου λαού, καθώς και η παρουσία ενός μουσικού στην ταινία, ο οποίος πέφτει θύμα ενός σαδιστικού παρακράτους και παραλληλίζεται με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, είναι θέματα που δύσκολα ερμηνεύονται έτσι, αν προηγουμένως δεν έχεις διαβάσει τη δήλωση του σκηνοθέτη. Αλλά, γιατί θα πρέπει να μου τα εξηγήσει με δήλωση και όχι μέσα από πλάνα της ταινίας;
Από ερμηνείες, τώρα: Εάν εξαιρέσω τη φιλότιμη προσπάθεια της ηρωίδας (Tess Spentzos) να δείξει τρομαγμένη και τελικά να μεταμορφωθεί σε μια αδίστακτη γυναίκα, αφού έχει ανακαλύψει τι ακριβώς συμβαίνει, είναι τόσο επίπεδες και τόσο άνευρες, που δεν με συγκίνησαν.
Επίσης, η εξέλιξη του σεναρίου είναι προβλέψιμη: Ο σατανικός, από τις φωτοσκιάσεις, γιατρός, η εφιαλτική μακρυμάλλικη φιγούρα του μουσικού, η χαμένη μνήμη της ηρωίδας που επανέρχεται με τα σταδιακά φλασμπάκ, η λάμπα που κουνιέται συνεχώς και σε προδιαθέτει ότι θα παίξει κάποιο ρόλο, κάποια στιγμή, επαληθεύονται. Ενώ, και η συνεχής μουσική που προανέφερα δεν σώζει την κατάσταση. Κρίμα, γιατί στο «Ιώτα 4: Λούφα και απαλλαγή», ο σκηνοθέτης είχε τόσο σωστά πιάσει το σφυγμό της εύστοχης σάτιρας και της έξυπνης κωμωδίας, που το βλέπω και το ξαναβλέπω με το ίδιο ενδιαφέρον.
Σκηνοθεσία: Βασίλη Κατσίκη
Με τους: Tess Spentzos, Peter Gerald, Aris Athan
Προβάλλεται από 23/4/2015