Υπόθεση: Τέσσερις άγνωστοι
μεταξύ τους άνδρες συναντιούνται σε ένα καφενείο και μία ζωηρή συζήτηση για τα
δύο φύλα ξεκινά. Για τον κύριο Πλάτωνα η γυναίκα εκπροσωπεί κάτι
ιερό, το οποίο ενσαρκώνεται στο πρόσωπο της κόρης του. Για τον Δημήτρη η γυναίκα είναι το εισιτήριο για μια ήσυχη και όμορφη ζωή που
του εξασφαλίζει η αρραβωνιαστικιά του. Για τον Αλέξανδρο το
δεύτερο φύλο προσεγγίζεται κυρίως πλατωνικά, κι έτσι δηλώνει ερωτευμένος με μια
κοπέλα που δεν έχει γνωρίσει ακόμα από κοντά. Για τον Νίκο όλες
ανεξαιρέτως οι γυναίκες είναι δόλιες, όπως για παράδειγμα η κοπέλα με την οποία
σχετίζεται και που ανακάλυψε ότι παντρεύεται. Είναι τόσο διαφορετικοί μεταξύ
τους, που φαινομενικά δεν μοιράζονται τίποτα κοινό. Εκτός από τον παρονομαστή
που τους έχει διαφύγει, παρ’ όλο που τους απασχολεί όσο τίποτα.
Κριτική: Όντως οι τέσσερις
πρωταγωνιστές «υποδύονται τέσσερις αρχετυπικούς χαρακτήρες», οι οποίοι
αποκαλύπτονται σταδιακά μέσα από τους πραγματικά συμπυκνωμένους διαλόγους της
ταινίας, σε τέτοιο βαθμό, που ο σχολαστικός θεατής θα ισχυριστεί ότι οι
διάλογοι αποτελούνται από μια σειρά αποφθέγματα ηθικοπλαστικού κυρίως
περιεχομένου και φράσεις-ρητά από την καθομιλουμένη αργκό γλώσσα των αντρών.
Κι εδώ, θυμήθηκα το ανέκδοτο, κατά το οποίο κάποιες γυναίκες συζητούν μόνες τους και αναρωτιούνται τι να λένε άραγε οι άντρες όταν είναι μόνοι τους (όπως στην ταινία), οπότε μια από αυτές εξηγεί: «Μα ό,τι λέμε κι εμείς». Οπότε οι υπόλοιπες κραυγάζουν όλες μαζί: «Α, τους πρόστυχους».
Κι εδώ, θυμήθηκα το ανέκδοτο, κατά το οποίο κάποιες γυναίκες συζητούν μόνες τους και αναρωτιούνται τι να λένε άραγε οι άντρες όταν είναι μόνοι τους (όπως στην ταινία), οπότε μια από αυτές εξηγεί: «Μα ό,τι λέμε κι εμείς». Οπότε οι υπόλοιπες κραυγάζουν όλες μαζί: «Α, τους πρόστυχους».
Εν πάση περιπτώσει, επειδή σ’
αυτή τη ζωή ο κάθε άνθρωπος παίζει κάποιο ρόλο, ανάλογα με τη θέση που
βρίσκεται (ακούσια ή εκούσια) και ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι κρύβεται κάτω
από κάθε πρόσωπο, διότι υπάρχει και εκείνος ο κοινωνικός έλεγχος ο οποίος σε
υποχρεώνει να συμβιβάζεσαι πότε-πότε, η ταινία βασίζεται στον «κοινό
παρανομαστή» του τίτλου, που έχει την τελευταία κουβέντα και πολύ σωστά ο
σκηνοθέτης (που κάνει το ντεπούτο του και ως σεναριογράφος), έχει καταφέρει να
έχει ένα πυκνό σενάριο που θα μπορούσε να είναι και θεατρικό έργο, σκηνοθετεί
με ρυθμό που δεν βαριέσαι να παρακολουθείς και έχει την τύχη να υπηρετείται από
τέσσερις πολύ καλούς ερμηνευτές, οι οποίοι κάνουν την ταινία εξαιρετικά
ενδιαφέρουσα και μπράβο του.
Σκηνοθεσία: Σωτήρη Τσαφούλια
Με τους: Αντώνη Αντωνίου, Βλαδίμηρο
Κυριακίδη, Πυγμαλίων Δαδακαρίδη,
Ρένο Χαραλαμπίδη, Μαρκέλλα
Γιαννάτου
Προβάλλεται από 11/12/12