Η «Νίκη» του Χρήστου Χωμενίδη (εκδ. Πατάκη) ουσιαστικά είναι η ελληνική ιστορία από το 1922 μέχρι σχεδόν την αρχή του 21ου αιώνα, γραμμένη με το άλλοθι μιας αφηγήτριας που είναι ήδη στον «άλλο κόσμο» και έτσι μπορεί να σχολιάζει τα γεγονότα με το μάτι του σημερινού θεατή και να τα αφηγείται παίρνοντας θέση εξ αποστάσεως και αφού είναι ήδη τετελεσμένα.
Η Νίκη υποτίθεται ότι είναι η μητέρα του συγγραφέα, όπως θα μπορούσε να είναι και η μητέρα οποιουδήποτε που έχει γεννηθεί λίγο μετά τον πόλεμο, όπως θα μπορούσε να είναι και η ίδια η Ελλάδα με όσα έχει τραβήξει το χρονικό διάστημα της αφήγησης. Η Νίκη αρχίζει την αφήγηση ακόμα και γεγονότων που δεν έχει ζήσει, αφού σύμφωνα με τα λεγόμενά της ήρθε στο μάταιο τούτο κόσμο το 1938.
Ο Χρήστος Χωμενίδης, που θα πρέπει να κουράστηκε ιδιαίτερα ανατρέχοντας σε ιστορικά αρχεία (και εφημερίδων ακόμα) για να τεκμηριώσει αυτό το μυθιστόρημα, καταφέρνει να μας μεταφέρει στο κλίμα όλων των εποχών που διαπραγματεύεται
(και το διάστημα δεν είναι μικρό), δημιουργώντας εικόνες ρεαλιστικές περιγράφοντας γλαφυρά και με λεπτομέρεια δρόμους, κτίρια, αυτοκίνητα και αντικείμενα καθημερινής χρήσης, κοστούμια και γυναικείες ενδυμασίες αποδεικνύοντας ότι γνωρίζει τη γυναικεία ιδιοσυγκρασία και παρατηρητικότητα.
(και το διάστημα δεν είναι μικρό), δημιουργώντας εικόνες ρεαλιστικές περιγράφοντας γλαφυρά και με λεπτομέρεια δρόμους, κτίρια, αυτοκίνητα και αντικείμενα καθημερινής χρήσης, κοστούμια και γυναικείες ενδυμασίες αποδεικνύοντας ότι γνωρίζει τη γυναικεία ιδιοσυγκρασία και παρατηρητικότητα.
Η γλώσσα αφήγησης δεν είναι ίδια σε όλο το βιβλίο, αλλά ακολουθεί όλες εκείνες τις διακυμάνσεις λεπτές και σκληρές, από τη λόγια γλώσσα του παρελθόντος, στην μάγκικη μεταπολεμική, την ιδιωματική της ελληνικής επαρχίας και των μεγάλων αστικών κέντρων. Η αφήγηση ρέει ομαλά και παραμένει ελκυστική και πλούσια νοημάτων, δεν φλυαρεί και δεν έχει καμία σχέση με αυτή που συνηθίζεται στη σύγχρονη μυθοπλασία.
Η Νίκη, το κοριτσάκι που όταν ήταν 70 ημερών συνελήφθη και εστάλη στην εξορία, που ξέκοψε από τους γονείς του και τους ξαναβρήκε, που ως έφηβη πέρασε στην παρανομία και αφού προηγουμένως είχε δει τον πατέρα της να είναι ήρωας του εργατικού κινήματος και αργότερα να τον αποκαλούν προδότη της εργατικής τάξης, το κορίτσι που μεγαλώνοντας ερωτεύτηκε, είναι τελικά η ίδια η Ελλάδα με τις μεταπτώσεις της, τα πάνω της και τα κάτω της και με όλους εκείνους που άλλοτε τη βοηθούσαν και την εκθείαζαν και άλλοτε ασελγούσαν πάνω της ιδεολογικά και πολιτικά.
Το βιβλίο του Χ. Χωμενίδη διαθέτει κινηματογραφικό suspense (πιστεύω ότι θα μπορούσε να γίνει μια ενδιαφέρουσα ταινία ή ακόμα και ένα σοβαρό τηλεοπτικό σήριαλ) και διαβάζεται με εξαιρετικό ενδιαφέρον.