Τόσους καιρούς και δε διδάχτηκα τίποτα
δεν έμαθα.
Ολοένα λησμονώ κι όσα ξέρω.
Μερικές φορές συλλογίζομαι
πως ίσως να είμαι άρρωστος
πως όλη αυτή η πείρα και η πίκρα της
είναι μια αλλόκοτη ασθένεια.
Τα μάτια μου δε βλέπουν πια
ή βλέπουν το ιώδες της ανάμνησης.
τ’ αυτιά μου δεν ακούνε τίποτα.
Ο άνεμος η βροχή το καλοκαίρι
είναι φωνές άλλες
ενδιαιτήματα ήχων
για τα όνειρα των άλλων.
Εγώ ακούω το φεγγάρι
τα λιγνά κορίτσια όταν κοιμούνται
την ψυχή του βοριά
όταν αφυπνίζει μυστικά τους λύκους
την άνοιξη
όταν κοιτάζει τις παλιές της φωτογραφίες.

(Ποίημα του Τάσου Ρούσσου από τη συλλογή “Προς την οροφή”, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1990)