Ο Τεν Τεν στην Ελλάδα του '60 (ταινία)

Ακριβώς 50 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση του Τεντέν και αυτή τη χρονιά διάλεξαν ο σκηνοθέτης της τριλογίας «Άρχοντας των δαχτυλιδιών» Πίτερ Τζάκσον και ο διάσημος σκηνοθέτης Στίβεν Σπίλμπεργκ να παρουσιάσουν την πρώτη μιας νέας σειράς ταινιών (όπως υπόσχονται) με ήρωα το γνωστό νεαρό δημοσιογράφο, που μπλέκεται σε κάθε είδους περιπέτειες.
Πρόκειται για την τριών διαστάσεων ταινία «Τεντέν, το μυστικό του Μονόκερου», συμπαραγωγής Σπίλμπεργκ και Τζάκσον και σκηνοθεσία του πρώτου, η οποία θα προβάλλεται στη χώρα μας από τις 3 Νοεμβρίου 2011.
(Ζορζ Γουιλσόν και Ζαν Πιέρ Ταλμπό)
Το σημερινό αφιέρωμα, όμως δεν είναι γι’ αυτήν, αλλά για την πρώτη (με ηθοποιούς) κινηματογραφική μεταφορά των ηρώων του Ερζέ, οι οποίοι στην προσπάθειά τους να λύσουν κάποιο μυστήριο πέρασαν από την Ελλάδα και έμπλεξαν με «κακούς» Έλληνες, ενώ έχει ακολουθήσει και δεύτερη λιγότερο γνωστή με τους ίδιους συντελεστές.
Για την ιστορία, πρέπει να αναφερθεί ότι ο Τεντέν, ως κόμικ, δημιουργήθηκε το 1929 από τον Βέλγο καλλιτέχνη Ζορζ Ρεμί και γνωστότερο με το ψευδώνυμο Ερζέ, ο οποίος λάτρευε να αφηγείται και σχεδιάζει φανταστικές περιπέτειες.
Ο Τεντέν του Ερζέ, λοιπόν, είναι ένας νεαρός και ακούραστος δημοσιογράφος, ο οποίος έχοντας μαζί του το σκυλάκι του Μιλού και παρέα με ένα ζάπλουτο πλοίαρχο, τον καπετάνιο Χάντοκ μπλέκει σε μυστήριες υποθέσεις σε όλο τον κόσμο, πολλές φορές μάλιστα έχοντας μαζί του και τους δίδυμους ντετέκτιβ Ντυπόν και Ντυπόν και έναν τρελό επιστήμονα τον Τουρνεσόλ. Γυναίκα δεν υπάρχει στη μόνιμη παρέα του Τεντέν και γι’ αυτό πολλές υποθέσεις έχουν γραφτεί, ενώ έχει χαρακτηρισθεί ακόμα και «άφυλος». Το γεγονός δε ότι ο συντηρητικός Ερζέ, μέσα από τις ιστορίες του Τεντέν, έκανε κοινωνικό και πολιτικό σχολιασμό, ο ήρωάς του απασχόλησε ακόμα και την παγκόσμια πανεπιστημιακή κοινότητα με συζητήσεις στα αμφιθέατρα της Γαλλίας και με πανεπιστημιακές διατριβές.
(Δήμος Σταρένιος)
Η πρώτη ιστορία του Τεντέν δημοσιεύτηκε το 1929 στην εφημερίδα «20ός αιών» και είχε τίτλο «Ο
Τεντέν στη χώρα των Σοβιέτ». Ο συγγραφέας-σχεδιαστής Ερζέ κατακρίθηκε τότε για αντικομμουνισμό, αλλά δεν το έβαλε κάτω και συνέχισε με νέες περιπέτειες εναντίον δικτατόρων της Λατινικής Αμερικής, λαθρεμπόρων της Αφρικής, στέλνοντας τον ήρωά του μέχρι τα βάθη της Κίνας και τα ύψη των Ιμαλαΐων.
Οι ιστορίες του Τεντέν έχουν μεταφραστεί σε 55 γλώσσες, έχουν θεωρηθεί υποδειγματικές από άποψη σχεδίου και αφήγησης και δημιούργησαν σχολή στο Βέλγιο, έχουν δε μεταφερθεί και στο κινηματογράφο και την τηλεόραση ως κινούμενο σχέδιο.
Η πρώτη φορά που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με ηθοποιούς ήταν το 1961. Επρόκειτο για μια Γαλλο-βελγική παραγωγή με τον τίτλο «Tintin et le mystère de la Toison d' Or» (Ο Τεντέν και το μυστήριο του Χρυσόμαλλου Δέρατος), και είχε προβληθεί στη χώρα μας με τίτλο που είχε σχέση με «πειρατές του Αιγαίου».
Η σκηνοθεσία ανήκει στον Ζαν Ζακ Βιέρν και πρωταγωνιστές είχε τους Ζαν Πιέρ Ταλμπό (Τεντέν), Ζορζ Γουιλσόν (κάπτεν Χάντοκ), Ζορζ Λοριό (καθηγητής Τουρνεσόλ), Σαρλ Βανέλ, Ντάριο Μορένο και άλλους, ενώ συμμετείχαν από ελληνικής πλευράς ο Δημήτρης Μυράτ (ως Αντόν Καραμπίν), ο Δήμος Σταρένιος (ως Σκουμπίντοβιτς) και η Δώρα Στράτου με το λαογραφικό της μπαλέτο (ως χωρική με άλλους χορευτές, σε πανηγύρι κάποιου ελληνικού χωριού).
Η ταινία, είναι γυρισμένη εκτός από την Ελλάδα (Πειραιά και Μετέωρα), στη Γαλλία φυσικά, καθώς και στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου ξεκινά ουσιαστικά και η περιπέτεια του Τεντέν.
Σύμφωνα με την υπόθεση, ο πλοίαρχος Χάντοκ λαβαίνει μια επιστολή σύμφωνα με την οποία κληρονομεί από έναν φίλο του, τον Θεμιστοκλή Παπαρανίκο, ένα πλοίο με το όνομα «Χρυσόμαλλο Δέρας» και πρέπει να το παραλάβει από το λιμάνι της Κωνσταντινούπολης.
Η παρέα Χάντοκ, Τεντέν (με το σκύλο του φυσικά) και Τουρνεσόλ καταφθάνουν στην Κωνσταντινούπολη να παραλάβουν το πλοίο, από τον εξουσιοδοτημένο δικηγόρο και διαπιστώνουν ότι είναι ένα σαπιοκάραβο, που μετά βίας μπορεί να ταξιδέψει. Το παραλαβαίνουν όμως και πριν περάσει λίγη ώρα κάνει την εμφάνισή του κάποιος πλούσιος με το όνομα Αντόν Καραμπίν (Δ. Μυράτ), ο οποίος προσφέρει στον πλοίαρχο Χάντοκ 600.000 λίρες για να το αγοράσει. Απορημένος ο πλοίαρχος από την απίστευτη προσφορά, κάτι υποψιάζεται και δεν το δίνει αποφασίζοντας να το πάρει όπως-όπως και να το οδηγήσει στη Γαλλία. Ο Καραμπίν φεύγει δίνοντάς τους να καταλάβουν ότι δεν έχει τελειώσει μαζί τους.
Λίγο αργότερα, και ενώ η παρέα περιηγείται στα σοκάκια της Κωνσταντινούπολης, ο πλοίαρχος Χάντοκ γίνεται στόχος απόπειρας δολοφονίας, ενώ ο ξεναγός που τους έχει αναλάβει τους οδηγεί αργότερα σε ένα ερειπωμένο πύργο και τους κλείνει μέσα. Η ομάδα δραπετεύει και ο Τεντεν αρχίζει να ερευνά, τι κρύβεται πίσω από τον Καραμπίν.
(Οι πρωταγωνιστές κάτω από τα Μετέωρα)
Η έρευνα του Τεντέν τον οδηγεί στην κεντρική Ελλάδα, όπου πληροφορείται μέσα από αφηγήσεις ενός καλόγερου σε μοναστήρι των Μετεώρων και ενός λαϊκού οργανοπαίχτη (Δ. Σταρένιος), ότι ο Θεμιστοκλής Παπαρανίκος είχε στηρίξει τη δικτατορία της Τεταράγουας (χώρας της Λατινικής Αμερικής) και αφού είχε παραμείνει εκεί για τρία χρόνια είχε φύγει παίρνοντας μαζί του και το χρυσό της Εθνικής Τράπεζας Τεταράγουας.
Το ταξίδι του Τεντέν στην ελληνική ενδοχώρα, είναι αρκετά γραφικό και συνοδεύεται από ελληνική δημοτική μουσική, ενώ στο πανηγύρι κάποιου χωριού, όπου συναντούν τον Σκουμπίντοβιτς (που κρύβεται ως οργανοπαίχτης λαϊκού συγκροτήματος, από το πλήρωμα του «Χρυσόμαλλου Δέρατος» που αναζητεί και αυτό το θησαυρό), έχει ένα μικρό ρόλο και η Δώρα Στράτου που χορεύει μαζί με το συγκρότημά της.
(Ο Δημήτρης Μυράτ, αριστερά)
Η ταινία, προβλήθηκε πολύ λίγο στη χώρα μας (γύρω στο 1962) και τη θυμήθηκα, επειδή δεν προβλήθηκε στο θερινό κινηματογράφο ΡΕΞ που διατηρούσε ο πατέρας μου στο Μαρούσι, αλλά στη θερινή ΤΙΤΑΝΙΑ (εκεί που σήμερα βρίσκονται οι καφετερίες της πλατείας Εθνικής Αντίστασης Essato και Flocafe) στο Σταθμό ΗΣΑΠ και ήταν μια από τις λίγες φορές που έβλεπα ταινία εκτός του οικογενειακού κινηματογράφου, παρασυρμένος από τις φωτογραφίες, που είχε αναρτήσει ο ανταγωνιστικός μας κινηματογράφος, αλλά και από το γεγονός ότι διάβαζα τις περιπέτειες του Τεντέν σε κόμικ.
Η ταινία διαθέτει τη φρεσκάδα και τη ζωντάνια του παλιού και (χωρίς ψηφιακά εφέ) καλού κινηματογράφου. Οι ηθοποιοί είναι πιστά αντίγραφα του κόμικ, ακόμα και στα χρώματα των ρούχων τους. Έχει δε αρκετά καλές σκηνές δράσης για ταινία «κατάλληλη δι’ ανηλίκους», που θυμίζουν έντονα τις μεταγενέστερες ταινίες του Τζέιμς Μποντ, όπως και καταδιώξεις αυτοκινήτων που είναι η σπεσιαλιτέ των Γάλλων σκηνοθετών. Ειδικά η πάλη του Τεντέν με έναν από τους κακούς στην καμπίνα του πλοίου, θυμίζει την πάλη του Μποντ με τον Γκράντ στο βαγόνι του τρένου στην ταινία «Από τη Ρωσία με αγάπη» (1963), ενώ το σκαρφάλωμα στα Μετέωρα θυμίζει την ταινία «Για τα μάτια σου μόνο» (1981), χωρίς βέβαια να γίνονται συγκρίσεις.
(Δράση κάτω από το Θησείο)
Μετά από αυτήν ακολούθησε και δεύτερη ταινία με τίτλο «Tintin et les oranges bleues» (1964), με τους ίδιους πρωταγωνιστές, η οποία μάλλον δεν προβλήθηκε στη χώρα μας. Γεγονός που κάνει την ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ, να είναι η τρίτη της σειράς Τεντέν με ηθοποιούς.
(Δημοσιεύτηκε στην Αμαρυσία την 1/11/2011)