25/2/12

Έξυπνες πόλεις

Ένα βιβλίο, όχι μόνον για τους ειδικούς, αλλά και για κάθε ενδιαφερόμενο, ευαισθητοποιημένο πολίτη, που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, όχι μόνο σα μια μονάδα αλλά ως ενεργό μέλος της κοινότητας.
Στις μέρες μας γίνεται όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη να προωθήσουμε ένα νέο –πολύ διαφορετικό από το σημερινό– σύγχρονο μοντέλο αστικής ανάπτυξης με στόχο τη βελτίωση της λειτουργίας των πόλεων, την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής σε αυτές, αλλά και τη βιωσιμότητα του ίδιου του πλανήτη. Δηλαδή να διαμορφώσουμε «Έξυπνες Πόλεις» που αναλαμβάνουν δράση σε τομείς, οι οποίοι άλλοτε αποτελούσαν μονοπώλιο της κεντρικής διοίκησης, όπως η βιώσιμη πολεοδόμηση, οι αστικές αναπλάσεις, ο ενεργειακός και περιβαλλοντικός σχεδιασμός, οι μεταφορές και η κινητικότητα, η οικονομία και η απασχόληση, οι νέες τεχνολογίες κ.ά.
Στις σελίδες αυτού του βιβλίου θα γνωρίσουμε μέσα από σύντομες ιστορίες, πώς μερικές πόλεις του κόσμου αντιμετωπίζουν με επιτυχία τα προβλήματα και τις προκλήσεις του μέλλοντος. Πρόκειται ουσιαστικά για βιώσιμες και ρεαλιστικές πολιτικές, που έχουν ήδη τεθεί σε εφαρμογή σε μικρή ή μεγάλη κλίμακα, γνωρίζοντας πως η αντιστροφή της πορείας στην οποία βαδίζει ο πλανήτης, βρίσκεται στα χέρια των τοπικών κοινωνιών και των ενεργών πολιτών που αποφασίζουν να δράσουν και να σηκωθούν από τον καναπέ τους.

Λίγα λόγια για το συγγραφέα

Ο Αλέξανδρος Μπρέγιαννης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1975 και κατάγεται από τη Μεσσηνία. Είναι απόφοιτος του τμήματος Φυσικής του Πανεπιστήμιου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακής Ειδίκευσης (ΜSc) στην Ιατρική Φυσική (με ειδίκευση στην Τηλεματική Υγείας) καθώς και Μεταπτυχιακού Τίτλου Σπουδών στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (MBA) από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Από το 2001 έως σήμερα εργάζεται στον τομέα Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνιών (Τ.Π.Ε). H επαγγελματική του δραστηριότητα περιλαμβάνει διοίκηση έργων τεχνολογίας σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, συντονισμό ευρωπαϊκών και εθνικών προγραμμάτων, διαχείριση και επιχειρηματική απόδοση υπηρεσιών τηλεματικής κ.α.
Από το 2003 εκλέγεται δημοτικός σύμβουλος στο Μαρούσι και ασχολείται ενεργά με ζητήματα αστικού σχεδιασμού, περιβαλλοντικά έργα, αναπτυξιακά προγράμματα και υπηρεσίες ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.
Έχει συμμετάσχει ως εισηγητής σε μεγάλο αριθμό συνεδρίων και ημερίδων με θέμα την αυτοδιοίκηση, τις νέες τεχνολογίες και το περιβάλλον, ενώ αρθρογραφεί σε τακτική βάση στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο.
(Έκδοση: ΙΒΙΣΚΟΣ / Είδος: Δοκίμιο / Σελίδες: 160 / Σχήμα: 14 Χ 21 / Κατηγορία: Διαχείριση αστικού περιβάλλοντος / ISBN 978-960-98547-5-7 / Τιμή: 12,00 ευρώ)

19/2/12

Ένας επιτυχημένος νέος

Σε μια εποχή που η οικονομική κρίση μαστίζει όλο τον κόσμο και ειδικότερα τη χώρα μας, η οποία -όπως διαβάζουμε καθημερινά στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο- υποχρεώνει τους νέους να την εγκαταλείπουν για να κάνουν καριέρα στο εξωτερικό, υπάρχουν νέοι οι οποίοι όχι μόνον δεν το βάζουν κάτω, αλλά παραμένουν στη γενέτειρά τους, προσπαθούν αγωνίζονται, αξιολογούνται και επιβραβεύονται για τις προσπάθειές τους.
Ένας από αυτούς τους νέους, είναι ο συμπολίτης φωτογράφος Πέτρος Σοφικίτης, γιος του φίλου μου και καταξιωμένου φωτογράφου Δημήτρη Σοφικίτη, που υπήρξε και συνεργάτης του αείμνηστου σκηνοθέτη και «ποιητή της εικόνας» Θόδωρου Αγγελόπουλου.
Ο Πέτρος Σοφικίτης πρόσφατα αναγορεύτηκε από τη διεθνή οργάνωση Society of Wedding and Portrait Photographers «Φωτογράφος της Χρονιάς 2011».
Ο Πέτρος Σοφικίτης, τον οποίο συναντήσαμε στο κατάστημα του πατέρα του στην οδό Ερμού στο Μαρούσι, μας είπε ότι ξεκίνησε ως ερασιτέχνης φωτογράφος στην ηλικία των 13 και έγινε επαγγελματίας πριν από ένα χρόνο, σε ηλικία 25 ετών.
Έχει τελειώσει το Βαρβάκειο Πειραματικό Λύκειο Αθηνών και στη συνέχεια παρακολούθησε σεμινάρια Φωτογραφίας στο Κέντρο Σπουδών Πλάκας στην Αθήνα. Στη συνέχεια, σπούδασε στην Αγγλία στο Πανεπιστήμιο του Κεντ, όπου έχοντας τελειώσει με μεγάλη επιτυχία το Kent Institute Of Art & Design, πήγε στη Σκωτία κατ’ ευθείαν στο δεύτερο έτος του Πανεπιστημίου Napier στο Εδιμβούργο (BA, HONS, in Photography and Film).
Μετά τις υποχρεώσεις του στο Ελληνικό Ναυτικό, όπου υπηρέτησε, συμμετείχε το 2006 στην έκθεση 13ος Διεθνής Μήνας Φωτογραφίας, που διοργάνωσε το Ελληνικό Κέντρο Φωτογραφίας, εργάστηκε για λίγες μέρες με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, ως φωτογράφος ορισμένων σκηνών της ταινίας «Το λιβάδι που δακρύζει» και παράλληλα γύρισε μια τριλογία ταινιών μικρού μήκους, με τίτλο «Τριλογία του χρόνου».
Για το πώς ξεκίνησε με τη φωτογραφία δεν θέλει και ερώτημα: «Ο πατέρας μου είναι ένας καταξιωμένος φωτογράφος. Έχω διδαχθεί πολλά από αυτόν. Του οφείλω τα πάντα, όλες μου τις φωτογραφικές δεξιότητες», μας λέει με υπερηφάνεια και συνεχίζει με αυτοπεποίθηση: «Διατηρώ, βέβαια το προσωπικό μου στιλ στη φωτογράφηση και ταυτόχρονα θεωρώ ότι έχω ανοιχτό μυαλό τόσο στην επικοινωνία μου με τους άλλους, όσο και στην αποδοχή νέων μεθόδων και αντιλήψεων στη φωτογραφία».
Χώρος που δραστηριοποιείται; «Προς το παρόν μόνον στην Ελλάδα. Αργότερα ελπίζω να επεκταθώ και στο εξωτερικό. Κάθε χώρος έχει τη δική του ομορφιά», μας λέει.
Από πού εμπνέεται; «Βασικά, το έργο του πατέρα μου είναι μια μεγάλη πηγή έμπνευσης για μένα. Δεν έχω αποφασίσει το στιλ μου, μπορώ μόνο να πω ότι είμαι ανοιχτός σε ιδέες και μου αρέσει να πειραματίζομαι. Αυτό που με χαρακτηρίζει είναι η επιμονή μου στην εκμάθηση».
Τα μελλοντικά του σχέδια; «Να γίνω ένας επιτυχημένος φωτογράφος σε διάφορους τομείς. Προς το παρόν, θεωρώ ότι ως επαγγελματίας τα πηγαίνω πάρα πολύ καλά σε φωτογραφήσεις γάμων και πορτρέτων. Στον τομέα αυτό άλλωστε βραβεύτηκα από την SWPP, τη διεθνή οργάνωση “Κοινωνία Φωτογράφων Γάμων και Πορτραίτων”».
Στην ερώτηση εάν έχει άλλα ενδιαφέροντα, μας απαντά ότι κάνει αθλητισμό (παίζει ποδόσφαιρο, μπάσκετ και σκουός), ενώ του αρέσει να «βελτιώνεται πάνω στο αντικείμενο της φωτογραφίας παρακολουθώντας σεμινάρια», όπως είπε, ενώ το σύνθημά του για τη ζωή είναι το «όλα παίζουν».
(Δημοσιεύτηκε στην Αμαρυσία στις 18/2/2012)

15/2/12

Η ποίηση των εικόνων και άλλα στερεότυπα

Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω το έργο ενός αναγνωρισμένου διεθνώς καλλιτέχνη θεωρώ ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να ασχολείται με τον κινηματογράφο και να μην έχει ακούσει τη φράση: «Σιγά τώρα, στον Αγγελόπουλο μπορείς να σηκωθείς από την πολυθρόνα σου, να πας στο φουαγιέ, να κάνεις τσιγάρο και επιστρέφοντας να μην έχεις χάσει τίποτα από την υπόθεση».
Είναι ένα ανέκδοτο (και με παραλλαγμένο ενίοτε το χώρο προορισμού του θεατή) που το ψιθυρίζουν ακόμα και οι φανατικοί υποστηρικτές ενός σκηνοθέτη, που έχει δεχθεί τις πιο αντιφατικές κριτικές, του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Είναι αυτοί για τους οποίους, κινηματογράφος δεν είναι μόνο το Χόλιγουντ, αλλά και ο Γαλλικός, Ιταλικός, Γερμανικός, Σουηδικός, Κινεζικός και Ιαπωνικός κινηματογράφος, θεωρούν πως ακόμα και οι σιωπές έχουν πολλά να πουν και είναι οπαδοί του συνθήματος «μια εικόνα ίσον χίλιες λέξεις».
Πρόσφατα και με αφορμή τον άδικο θάνατο του σκηνοθέτη, πολλοί συνάδελφοι γέμισαν τις σελίδες τους με αφιερώματα παρμένα από το δελτίο τύπου των ΑΠΕ-ΜΠΕ και με τις στερεότυπες φράσεις «ποιητής των εικόνων», «μάγος της εικόνας» κλπ.
Η ποίηση και η μαγεία όμως των εικόνων (των χιλίων λέξεων) σε μια ταινία οφείλεται κυρίως στον Διευθυντή Φωτογραφίας μιας ταινίας και όχι στο Σκηνοθέτη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, στις ταινίες του Αγγελόπουλου η πλαστικότητα και το ανάγλυφο των εικόνων του, οφειλόταν στη Διεύθυνση Φωτογραφίας του Γιώργου Αρβανίτη, σχεδόν μόνιμου συνεργάτη του Αγγελόπουλου, σε βραβευμένες ταινίες όπως «Αναπαράσταση», «Μέρες του ‘36», «Θίασος», «Μεγαλέξανδρος» και άλλες.
Εάν οι ταινίες του, δεν διέθεταν την εξαιρετική φωτογραφία του Γιώργου Αρβανίτη, που απεικόνιζε μια άλλη Ελλάδα, όχι Βαλκανική και ηλιόλουστη αλλά Σκανδιναβική και χιονισμένη ή βροχερή, καταχνιάς και ζόφου, ίσως να μην είχαν εκτιμηθεί τόσο από τους Ευρωπαίους. Διότι η Αγγελοπουλική Ελλάδα βρισκόταν πιο κοντά στα κεντρικά και βόρεια ευρωπαϊκά κλιματικά πρότυπα, παρά στα νότια και ηλιόλουστα Μεσογειακά.
* * *
Έχω παρακολουθήσει μέχρι τέλους, μόνον δύο ταινίες του Θ. Αγγελόπουλου, την «Αναπαράσταση»

1/2/12

Οι απόγονοι

Ξεχειλίζει από αξιοπρέπεια η ταινία «Οι απόγονοι». Ο πατέρας που υποδύεται ο Τζορτζ Κλούνι είναι ένα τέρας αξιοπρέπειας εκτός κι αν υποθέσουμε ότι γίνεται αξιοπρεπής, επειδή αισθάνεται ενοχές που είχε απομακρυνθεί από την οικογένειά του και ως ένοχος δεν μιλάει για να μη χειροτερέψει την κατάσταση εις βάρος του. Πάντως ο Κλούνι είναι σπαρακτικός σ’ αυτό το ρόλο και μπορώ να πω ότι πρόκειται για τον καλύτερο ρόλο της καριέρας του. Δίκαια προτάθηκε για τα Όσκαρ 2012.
Σπαρακτικός, γιατί δεν φτάνει που έχει τη γυναίκα του στο νοσοκομείο σε κώμα χωρίς επιστροφή, ύστερα από ένα ατύχημα, αλλά γιατί έχει μια 10χρονη κόρη στο σπίτι με μεγάλο θράσος και άλλη μια 17χρονη που πάει και τη φέρνει πίσω από εκεί που σπουδάζει για να διαπιστώσει όχι μόνον ότι δεν τον λογαριάζει και τον απαξιώνει τελείως, αλλά τον πληροφορεί ότι η μητέρα της και γυναίκα του τον απατούσε.
Παρόλο που έχει συνέχεια στο μυαλό του, ότι αυτές τις μέρες θα πρέπει να υπογράψει και ένα συμβόλαιο, με το οποίο θα πουλά μια τεράστια πατρογονική έκταση στη Χαβάη, όπου και διαδραματίζεται όλη η υπόθεση, ο κατηγορούμενος απ’ τα παιδιά του πατέρας, θα πρέπει να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους, θα πρέπει να δώσει εντολή στους γιατρούς να αφήσουν τη σύζυγο «να φύγει», να δώσει εξηγήσεις στους συγγενείς και τέλος να βρει τον εραστή της γυναίκας του. Να τον κάνει τι; Απλά να μιλήσει μαζί του; Να τον χτυπήσει;
Είναι δε αξιοπρεπής ο πατέρας του Κλούνι, διότι εκτός από ένας ανέμελος, απόμακρος και αδιάφορος πατέρας και σύζυγος, που υποχρεώνεται από τις συνθήκες να αλλάξει, έχει να αντιμετωπίσει και τη χλεύη των στενών συγγενών και φίλων για τις παλινωδίες του και όλα αυτά τα αντιμετωπίζει με ψυχραιμία και με ευγένεια (όση μπορεί να διαθέτει τέτοιες στιγμές). Χώρια που όπου πάει είναι υποχρεωμένος να συνοδεύεται από το boyfriend της μεγάλης κόρης, ο οποίος και ειρωνεύεται κάθε του κίνηση.
Ο Κλούνι είναι υπέροχος και κουβαλάει στην πλάτη του όλη την ταινία. Εξαιρετικές είναι και οι δύο κόρες (Σέιλιν Γούντλι η μεγάλη και Αμάρα Μίλερ η μικρή) καθώς και γενικά όλες οι ερμηνείες είναι πάρα πολύ καλές.
Ο σκηνοθέτης (ο δικός μας) Αλεξάντερ Πέιν, καταφέρνει να μη μας κάνει να βαρεθούμε και αποκαλύπτει μια πλευρά της Χαβάης που δεν έχουμε ξαναδεί στο σινεμά. Τη Χαβάη της ενδοχώρας, με τους ντόπιους της, που δίνουν μεγάλη σημασίά στις παραδόσεις και στους οικογενειακούς δεσμούς.
Έξοχη ταινία!


10/1/12

Κοτόπουλο με δαμάσκηνα

Βρισκόμαστε στην Τεχεράνη το 1958. Ο αφηγητής μας μιλάει για τον Νασέρ Αλί Καν, ο οποίος προσπαθεί να αντικαταστήσει το σπασμένο του βιολί, αλλά δεν βρίσκει κάποιο σαν αυτό που είχε, απογοητεύεται και αποφασίζει να πεθάνει μένοντας νηστικός στο κρεβάτι του. Και πεθαίνει, στην αρχή της ταινίας. Με χιούμορ όμως, ο αφηγητής μας πηγαίνει πίσω, στη ζωή του Νασέρ Αλί για να διαπιστώσουμε σιγά-σιγά τους πραγματικούς λόγους της απόφασής του. Πραγματικά, το σπασμένο βιολί είναι μόνον η αφορμή για να αποφασίσει να αυτοκτονήσει. Ταξιδεύοντας προς τα πίσω με αλλεπάλληλα flashbacks βλέπουμε τον Νασέρ Αλί να ζει μια ζωή που ουσιαστικά δεν τη θέλει. Παντρεύεται με προξενιό, με μια γυναίκα που δεν καταλαβαίνει από μουσική, δεν καταλαβαίνει τον καλλιτέχνη, το μυαλό της είναι πρακτικό και ταυτόχρονα του συμπεριφέρεται σα σκύλα. Αυτός έχει πάντοτε το νου κάπου αλλού. Είναι φευγάτος; Είναι η καλλιτεχνική του φύση; Όχι, αλλά το μυστικό του δεν λέγεται εδώ. Θα καταστραφεί η μαγεία αυτής της ταινίας, η οποία ναι, ας το ομολογήσουμε είναι μια ιστορία αγάπης, μια ιστορία μεγάλου έρωτα, μελό και με εξίσου γλυκερή μουσική, εξαιρετικές εικόνες, σκίτσα (ας μη ξεχνάμε ότι οι σκηνοθέτες έχουν φτιάξει προηγουμένως το Persepolis) και υποδόριο χιούμορ και καθώς τα κομμάτια της ιστορίας ενώνονται, κατανοούμε το οδυνηρό μυστικό του, την αγάπη που έχασε, και το βάθος της απόφασης του να πεθάνει. Κατανοούμε τέλος ότι ο αφηγητής της ταινίας είναι ο ίδιος ο Θάνατος.
Σφιχτή αφήγηση, πολύ καλές ερμηνείες, με τον Ματιέ Αμαλρίκ (με το θλιμένο και μόνιμα ταλαίπωρο ύφος του) να δίνει ρεσιτάλ στο ρόλο του Νασέρ Αλί, χωρίς να υστερούν και οι υπόλοιποι συντελεστές, ενώ η Ιζαμπέλα Ροσελίνι υποδύεται την καταπιεστική μητέρα του.
Πέραν του αισθήματος, η ταινία δίνει την ευκαιρία στο θεατή να γνωρίσει μια διαφορετική Περσία, με τα δικά της ήθη και έθιμα, τα οποία προκύπτουν από τους υπαινιγμούς της ταινίας.
Άρτια, λυρική, γνήσιος κινηματογράφος. Θα έλεγα να τη δείτε οπωσδήποτε.

8/1/12

Ανοίγω το φάκελλο του OSS 117

Με αφορμή τη βραβευμένη κωμωδία του Μισέλ Χαζαναβίσιους The artist με πρωταγωνιστή τον Ζαν Ντιζαρντέν

Θυμίζει τον Τζέιμς Μποντ της εποχής του Δρ Νο, του Χρυσοδάκτυλου και της περιπέτειας «από τη Ρωσία με αγάπη». Είναι γοητευτικός, ντύνεται κομψά σαν αυτόν, έχει τον αέρα του κοσμοπολίτη, περιστοιχίζεται από όμορφα κορίτσια βαδίζει και κινείται σαν αυτόν και το κυριότερο μοιάζει κάπως με τον Σόν Κόνερι στα νιάτα του. Με μια μεγάλη διαφορά, ότι είναι γκαφατζής σαν τον επιθεωρητή Κλουζό της σειράς «Ροζ πάνθηρ» και εξίσου αλαζόνας. Θεωρεί όλους τους άλλους ηλίθιους, είναι ρατσιστής, αντιφεμινιστής και τελικά μέσα από ευτυχείς συμπτώσεις καταφέρνει να διεκπεραιώνει την αποστολή του.
Πρόκειται για τον μυστικό πράκτορα OSS 117, όπως τον επανέφερε στο σινεμά ο γάλλος σκηνοθέτης Μισέλ Χαζαναβίσιους, ο οποίος αφού κατάφερε να σπάσει τα ταμεία στη Γαλλία με την πρώτη του ταινία το 2006 (OSS 117: Le Caire nid d'espions - Αποστολή στο Κάιρο), το 2008 έστειλε τον ήρωά του στο Ρίο με την ταινία «OSS 117: Rio Ne Répond Plus» (ελλ. τίτλος: Ο κατάσκοπος που γύρισε απ’ το Ρίο) με την ίδια απλή συνταγή: Μίμηση του στυλ Μποντ, αντιγραφή των εξωτικών ντεκόρ των ταινιών Δρ Νο και Χρυσοδάκτυλος και αναφορές σε άλλες ταινίες, οι υποθέσεις των οποίων διαδραματίζονταν στο Κάιρο (π.χ. «Ο άνθρωπος που γνώριζε πολλά» του Χίτσκοκ). Η συνταγή, διαθέτει επίσης, δράση και περιπέτεια χωρίς εκρηκτικά ειδικά εφέ και ισχυρή δόση γαλλικού χιούμορ, με ένα στυλ που δημιουργεί νέα σχολή, πάνω στα χνάρια του «Χωροφύλακα» (του αείμνηστου Λουΐ Ντε Φυνές) και του «Φαντομά».

The artist

Αυτός θυμίζει Ροδόλφο Βαλεντίνο. Πρωταγωνιστής του βωβού κινηματογράφου γεμάτος αυτοπεποίθηση και ικανοποιημένος από τη δημόσια εικόνα του. Εκείνη ασήμαντη, αλλά φιλόδοξη να κάνει καριέρα στο Χόλιγουντ. Θα συνατηθούν τυχαία και αυτός με τη δύναμη του υπερπρωταγωνιστή θα τη βοηθήσει να ανέλθει στο χώρο. Όμως η έλευση του ομιλούντος θα τον υποχρεώσει να αποσυρθεί. Εγωιστής στο έπακρο, σίγουρος ότι η ομιλούσες ταινίες δεν θα πετύχουν, επιμένει στο βωβό και επενδύει όλη του την περιουσία σε παραγωγές βωβές, ενώ ο ομιλών κινηματογράφος καλπάζει και μαζί με αυτόν η νεαρή κοπέλα που είχε βοηθήσει. Θα γίνει μεγάλη πρωταγωνίστρια και εκείνος θα φτάσει στο έσχατο σημείο μη δεχόμενος καμία βοήθεια. Εκείνη όμως τον βοηθά χωρίς να φαίνεται...
Όλη υπόθεση διαδραματίζεται στα βουβά, με την ανάλογη μουσική της δεκαετίας του '20. Μόνο που η ταινία είναι γυρισμένη το 2011 από τον Μισέλ Χαζαναβίσιους (που είχε γυρίσει τις σατιρικές ταινίες με τον πράκτορα OSS117). Πρωταγωνιστές σ' αυτή την ασπρόμαυρη και (επαναλαμβάνω) βωβή παραγωγή είναι ο Ζαν Ντιζαρντέν (ο πράκτωρ OSS117 στις ταινίες του Χαζαναβίσιους) και η Μπερενίς Μπεζό, οι οποίοι παίζουν εξαιρετικά.
Αυταρέσκεια, εγωισμός, πραγματική αγάπη αναμιγνύονται σ' αυτή τη σφιχτοδεμένη ταινία που δείχνει ότι κανείς δεν είναι αναντικατάστατος και πως η εξέλιξη τρέχει αφήνοντας πίσω αυτούς που δεν θέλουν να προσαρμοστούν.
Η ταινία δεν είναι βαρετή και διαθέτει σκηνές με χιούμορ και συγκίνηση (καλύτερες: η σκηνή με τον εφιάλτη του πρωταγωνιστή στον οποίο όλοι ακούγονται εκτός από τον ίδιο και η σκηνή με την κοπέλα που περνώντας το χέρι της στο μανίκι του σακακιού του, χαϊδεύεται σα να πρόκειται για το χέρι του).
Με τις αναφορές σε παλιές ταινίες και πρωταγωνιστές του βωβού, αποτίει φόρο τιμής στο παρελθόν, στην ιστορία του κινηματογράφου. Πρόκειται για γνήσιο κινηματογράφο και ας μη ξεχνάμε ότι είναι τόλμημα να γυρίζεις εν έτει 2011 μια τέτοια ταινία (όταν τα εφέ και το ψηφιακό γύρισμα έχουν πλημμυρίσει το χώρο).

14/12/11

New Year' s Eve

Τι άλλο θα μπορούσε να έχει δημιουργήσει ο σκηνοθέτης Γκάρι Μάρσαλ για τις μέρες που έρχονται, τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά, παρά μια «αγαπησιάρικη» ταινία. Μια ταινία ύμνο στην αγάπη, την ελπίδα, τη συγχώρεση, τις δεύτερες ευκαιρίες και τα νέα ξεκινήματα, όπως αναφέρει και το δελτίο τύπου της εταιρίας διανομής.
Πραγματικά, η φετινή ταινία του Μάρσαλ μοιάζει να είναι συνέχεια της περσινής «Valentine’ s Day». Μια ταινία πολλών γνωστών ηθοποιών, που υποδύονται ζευγάρια ή μοναχικούς ανθρώπους, οι οποίοι περιμένουν με αγωνία τη στιγμή που θα αλλάξει ο χρόνος: Ο άρρωστος πατέρας στο νοσοκομείο (Ρόμπερτ Ντε Νίρο) που περιμένει την κόρη (Χίλαρι Σουάνκ), η οποία όμως τρέχει και δεν φτάνει ως υπεύθυνη της γιορτής, η οποία πρέπει να βρει ηλεκτρολόγο να διορθώσει τα λαμπάκια της τεράστιας μπάλας, που θα κυλήσει στα τελευταία δευτερόλεπτα πριν το νέο έτος. Η μεσήλικας, ας πούμε, Μισέλ Πφάιφερ που τα παρατά όλα για να ζήσει μέσα σε λίγες ώρες, όσα δεν έκανε μια ολόκληρη ζωή και μπλέκει με ένα νεαρό που τις κάνει όλα τα τρελά χατίρια. Η Χάλι Μπέρι, που υποδύεται τη νοσοκόμα του Ντε Νίρο και τα παρατά όλα, επίσης, για να καθίσει δίπλα του. Ο Άστον Κούτσερ, που δεν πολυσυμπαθεί τις γιορτές και τα πανηγύρια, αλλά κλείνεται με μια τελείως αντίθετη σε αντιλήψεις στο ασανσέρ όλο το βράδυ. Ο Τζον Μπον Τζόβι που πρόκειται να τραγουδήσει το τραγούδι της πρωτοχρονιάς στην πλατεία και έχει μια προβληματική σχέση με την Κάθριν Χάιλ, ο Τζος Ντουχάμελ, η Σάρα Τζέσικα Πάρκερ, η Άμπιγκέιλ Μπρέσλιν, η Κάρλα Κουτζίνο, ο Ζακ Έφρον, ο Τιλ Σβάιγκερ, ο Λουντάκρις, η Λέα Μισέλ, η Σοφία Βεργκάρα, ο Τζέιμς Μπελούτσι, ο Μάθιου Μπρόντερικ και ένα σωρό ακόμα γνωστοί ηθοποιοί, κυκλοφορούν σ’ αυτή την εορταστικής ατμόσφαιρας ταινία.
Ο σκηνοθέτης Γκάρι Μάρσαλ που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Μπρονξ ανέκαθεν είχε στενούς δεσμούς με την Νέα Υόρκη. Έτσι, είχε μια πλούσια πηγή αναμνήσεων για να αντλήσει έμπνευση. Λέει λοιπόν, για την ταινία: «Για μένα ήταν πάντα πολύ σπουδαία βραδιά, ακόμα και τότε που ήμουν μικρό παιδί. Είναι μια γιορτή που ταιριάζει περισσότερο στους μεγάλους, αλλά αρέσει πολύ και στα παιδιά, δεδομένου ότι υπάρχει ένας διάχυτος ενθουσιασμός. Πώς να μην νιώσουν ότι γίνεται κάτι σπουδαίο; Άσε που αν είναι αρκετά τυχερά, οι γονείς τους θα τα ξυπνήσουν εκεί, γύρω στα μεσάνυχτα, ώστε μισοκοιμισμένα ακόμα να υποδεχθούν με θόρυβο τον καινούργιο χρόνο. Εμείς θυμάμαι, στην οικογένειά μου, βαρούσαμε κατσαρολικά και φωνάζαμε από το παράθυρο. Μετά, όταν μεγάλωσα λίγο, πήγαινα στην Times Square για να δω τη μπάλα να πέφτει και πολύ αργότερα, ως μουσικός έπαιζα σε κάποια κλαμπ της περιοχής.
«Ήταν υπέροχο που ξανάζησα όλες αυτές τις στιγμές γυρίζοντας την ταινία,» συνεχίζει ο Μάρσαλ. «Άλλωστε αυτό κάνει και μια παραμονή Πρωτοχρονιάς στην Νέα Υόρκη. Ξυπνά αναμνήσεις. Σε κάνει να κοιτάς το μέλλον και το παρελθόν ταυτόχρονα και να σκέφτεσαι “Πού θα είμαι τέτοια μέρα του χρόνου;”»
Ξεχάστε, λοιπόν, τα προβλήματα και την οικονομική κρίση για λίγο και ξεχαστείτε μπροστά στη μεγάλη οθόνη και στη μαγεία του κινηματογράφου. Ο Γκάρι Μάρσαλ εγγυάται δύο διασκεδαστικές ώρες.

10/12/11

Βασιλιάς σε μια κόλαση

Θα σταθώ ιδιαίτερα σ' αυτή την ταινία που προβάλλεται αυτές τις μέρες, όχι μόνον επειδή είναι βασισμένη σε ένα πραγματικό περιστατικό, το οποίο έλαβε χώρα το δριμύ χειμώνα του 1915 στη νήσο Bastøy, στα νότια του Όσλο, αλλά και διότι είναι μια διαχρονική, πανανθρώπινη ιστορία αλληλεγγύης και αυταπάρνησης, που φέρνει αντιμέτωπα το αδάμαστο νεανικό πνεύμα, με το σκληρό πρόσωπο της εξουσίας ακόμα και όταν αυτή ασκείται από άνθρωπο που προσπαθεί να δείξει καλή θέληση. Αριστουργηματική είναι η φωτογράφηση των παγωμένων τοπίων και τέλεια η απόδοση των εξ ίσου ψυχρών απάνθρωπων χαρακτήρων αλλά και του ορμητικού και αδάμαστου νεανικού πνεύματος.

Η υπόθεση: Στις αρχές του 20ου αιώνα, σε ένα απομονωμένο σωφρονιστικό ίδρυμα ενός νησιού στα νορβηγικά φιόρδ, μια ομάδα από αγόρια ηλικίας 11 έως 18 ετών βιώνει καθημερινά συνθήκες εντονότατης σωματικής και ψυχολογικής βίας. Αντί να τους παρέχουν την απαιτούμενη εκπαίδευση, ο διευθυντής του ιδρύματος και οι φύλακες τούς υποβάλλουν σε επίπονες χειρωνακτικές εργασίες και σε κάθε μορφής εξευτελισμούς. Όμως, η άφιξη του 17χρονου Έρλινγκ στο ίδρυμα, πρόκειται να αλλάξει τα πράγματα, καθώς η σφοδρή του επιθυμία να αποδράσει, θα οδηγήσει σταδιακά τον ίδιο και τους συγκρατούμενούς του σε μια βίαιη εξέγερση ενάντια στο απάνθρωπο καθεστώς...

Τι λέει ο σκηνοθέτης: «Η ταινία αποτελεί κατά βάση μια διαχρονική ιστορία παραλογισμού, καταπίεσης και ανταρσίας. Παράλληλα, όμως, ανιχνεύει το κακό που “φωλιάζει” σε ιδρύματα αποκομμένα από τον υπόλοιπο κόσμο, εξετάζοντας το πόσο εύκολα μπορεί να χαθεί ο έλεγχος, όταν εκείνοι που θέτουν τους κανόνες καταφεύγουν σε κατάχρηση εξουσίας....Πρόκειται για ένα από τα πλέον σκοτεινά κεφάλαια της σύγχρονης νορβηγικής ιστορίας, καθώς μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη χρειάστηκε να επέμβει προκειμένου να καταστείλει την ανταρσία μιας ομάδας ανήλικων αγοριών. Αυτό το –σχετικά άγνωστο στο ευρύ κοινό– συμβάν ήταν αρκετό για να με βοηθήσει να προσδώσω στην ταινία έναν επικό χαρακτήρα, συνδυάζοντας όλη εκείνη τη δράση και την αγωνία που προσφέρει η επίπονη προσπάθεια των αγοριών να αποδράσουν προς την ελευθερία, με την οικειότητα που εξασφαλίζει η λεπτομερής καταγραφή των αναμεταξύ τους σχέσεων, κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού τους στο ίδρυμα».

Βραβεία: Βραβείο Καλύτερης Ταινίας και Βραβείο Κοινού στο φεστιβάλ Nordic Film Days του Λούμπεκ
Amanda Awards Καλύτερης Ταινίας, Β’ Ανδρικού ρόλου και Πρωτότυπης Μουσικής
Βραβείο Καλύτερης Φωτογραφίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Γκέτεμποργκ

Σκηνοθεσία: Μάριους Χολστ
Παίζουν: Στέλαν Σκάρσγκαρντ, Κρίστοφερ Γιόνερ, Μπέντζαμιν Χέλσταντ, Τροντ Νίλσεν, Μάνιους Λανγκλέτ

4/12/11

Αυτοί που σιωπούν είναι οι μόνοι που ο λόγος τους μετράει


  • Αλίμονο στο νέο που δεν είναι επαναστάτης και αλίμονο στο γέρο που θέλει να γίνει.
  • Μόνον που δεν θυμάμαι ποιος το έχει πει αυτό…
  • Αλλά ακούω ανθρώπους που επαναστατούν ή θέλουν να επαναστατήσουν, σε μια κοινωνία που δεν ξέρει τι θέλει.
  • Και επαναλαμβάνομαι για πολλοστή φορά και ερωτώ...
  • Γιατί δεν ξεπετάγεται ένας ηγέτης να μας κάνει να επαναστατήσουμε;
  • Διότι επανάσταση χωρίς κάποιο ηγέτη δεν γίνεται.
  • Ας το πάρουμε απόφαση…
  • Και ειδικά αυτοί που επικαλούνται την επανάσταση από τον καναπέ του σπιτιού τους ή από την πολυθρόνα της καφετερίας.
  • Μπουλούκια στους δρόμους που αλληλοχτυπιούνται και σπάζουν βιτρίνες δίνοντας ευκαιρία σε άλλα μπουλούκια να κάνουν πλιάτσικο, δεν είναι επανάσταση.
  • «Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατική δράση», που έλεγε και ο Λένιν.
  • Εδώ, ένα ψήφισμα για συμπαράσταση στους εργαζόμενους του Δήμου Αμαρουσίου δεν μπορούμε να ψηφίσουμε ομόφωνα, η επανάσταση μας μάρανε.
  • (Διότι ξέρεις τι είναι φίλε μου, να υποβάλλεις ένα ψήφισμα συμπαράστασης για τους εργαζόμενους και να το ψηφίζεις μόνον εσύ που το υπόβαλες;)
  • Ούτε είναι επανάσταση, να διαφωνείς για τον τρόπο υπολογισμού των Δημοτικών Τελών μέσα στο οικογενειακό σου περιβάλλον και όταν έρχεται η στιγμή της ψηφοφορίας στην αίθουσα τουΔημοτικού Συμβουλίου να τον ψηφίζεις…
  • Διότι, είναι για να επαναστατείς, όταν ακούς ότι τα Δημοτικά Τέλη με συντελεστή 1% μειώνονται και γίνονται… 1,85%…
  • Αλλά ούτε είναι επανάσταση, να κάθεσαι στο χολ του σπιτιού που σε θρέφει και να βρίζεις το νοικοκύρη και να απειλείς «θα κάνω και θα του δείξω» και μόλις μπεις μέσα (ειδικά στην τραπεζαρία που γίνεται το φαγοπότι) να κάνεις την πάπια και να λες τα καλύτερα λόγια…
  • … και να τρως και να λες «για στα χέρια σας μαντάμ».
  • Η επανάσταση λοιπόν, ξεκινάει από μας τους ίδιους. Από μέσα μας.
  • Και ειδικά τους νεώτερους, που έχουν το μέλλον μπροστά τους και πρέπει να πορευτούν «αλλιώς».
  • ‘Όταν οι νέοι συμβιβάζονται στα τετριμμένα του παρελθόντος και μιλάνε με την ίδια ξύλινη γλώσσα των «πατεράδων» τους και ψηφίζουν ΝΑΙ αντί για ΟΧΙ, λόγω «πειθαρχίας στο συνδυασμό».
  • Όταν δεν μπορείς να πεις ότι το 1,85 είναι μεγαλύτερο και όχι μικρότερο από το 1 τότε δεν πάμε για καμία επανάσταση.
  • Και θα μείνουν στα λόγια των ηλικιωμένων οι αντιδράσεις.
  • Οι οποίες αντιδράσεις των ηλικιωμένων και οι επαναστατικές προτροπές, από τους καναπέδες τους και τις καρέκλες των καφενείων δεν οδηγούν σε επανάσταση.
  • Μάλλον προς κάτι σαν φαιδρότητα το βλέπω.
  • Οι υστερικές φωνές για ξεσηκωμό και «καλή λευτεριά» από ανθρώπους που κάνουν δυο και τρεις δουλειές για το παντεσπάνι τους και στερούν τη δεύτερη και τρίτη θέση από τον άνεργο νέο, τον οποίο λυπούνται ότι «δεν έχει στον ήλιο μοίρα», μόνον κακό κάνουν.
  • Μου θυμίζουν αυτό που είχε πει ένα Γάλλος ποιητής και συγγραφέας, ο Σαρλ Πεγκύ: «Αυτοί που σιωπούν είναι οι μόνοι που ο λόγος τους μετράει».
  • «Αρχίστε την επανάσταση χωρίς εμένα», λοιπόν, όπως ήταν και ο τίτλος της παλιάς κωμωδίας με τον Τζιν Γουάιλντερ
(Δημοσιεύτηκε στην Αμαρυσία της 3ης/12/2011)