22/10/11

Θεωρητικά τινά

Δεν διαφωνώ ότι υπάρχει αυξημένη δυσαρέσκεια στον κόσμο γύρω μου. Ανήκω κι εγώ στους πληγέντες από τα μέτρα που λαμβάνονται. Διαφωνώ όμως με τον τρόπο που ορισμένοι βλέπουν τις εξεγέρσεις του κόσμου και μιλούν για Επανάσταση. Για μια αλλαγή δηλαδή του πολιτικού κατεστημένου. "Να φύγουν αυτοί και βλέπουμε", ακούω να λένε. "Ουστ και έξω από δω", γράφεται στο Φέισμπουκ
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από την εποχή που σπούδαζα πολιτική επιστήμη και κοινωνιολογία, αλλά από όσα θυμάμαι δεν αρκεί μόνον Δυσαρέσκεια και Καταπίεση για να εξεγερθεί ένα μεγάλο τμήμα του λαού και να γίνει Επανάσταση. Πρέπει να υπάρχει και κάποιος ιδολογικός στόχος μαζί με κάποιον εμπνευσμένο ηγέτη που θα κατευθύνει τους απογοητευμένους και δυσαρεστημένους, ώστε να μη καταλήξουν σε άναρχες καταστροφές και πλιάτσικο και πιθανόν σε διαμάχες μεταξύ του ίδιου του λαού που θέλει την αλλαγή, την επανάσταση.
Με λίγα λόγια (για να μην παραδίδω μαθήματα), ομάδες πίεσης που κυκλώνουν ένα Κοινοβούλιο και καταλήγουν να ρημάζουν άναρχα τα γύρω καταστήματα και τα ξενοδοχεία και να χτυπιούνται μεταξύ τους, χωρίς άλλο σκοπό και στόχο, ΔΕΝ είναι επανάσταση και μπορεί να καταλήξουν σε εμφύλιο (μακριά από μας) πόλεμο.
Στα χαρακτηριστικά ενός προεπαναστατικού περιβάλλοντος, υπάγεται επίσης, και η ανικανότητα μιας κυβέρνησης να επιβάλλει την τάξη. Ως εδώ καλά, αλλά άν μια ανίκανη να επιβάλλει την τάξη κυβέρνηση (με την αστυνομία της, φυσικά), καλέσει το στρατό για βοήθεια και αναγκαστεί να γίνει πιό αυταρχική (διότι ως πότε θα επιτρέπει να καταστρέφονται περιουσίες;), τότε τι θα πούμε; Ότι μια κοινοβουλευτική διακυβέρνηση εξελίχθηκε σε κοινοβουλευτική δικτατορία;
Τα θέματα είναι πολύ λεπτά και απαιτούνται ψυχραιμία, μελέτη της ιστορίας προς αποφυγή λαθών του παρελθόντος, αυτογνωσία και στόχοι. Φυσικά και εμπνευσμένοι ηγέτες στην πλατεία Συντάγματος, για να το πω ακόμα πιό απλά.
Θεωρείται πολύ ρηχή και επικίνδυνη η... άποψη "ουστ, έξω από δω" που διαβάζω στο Φέισμπουκ. Όλοι έχουμε καταλάβει ότι με αυτούς δεν πάει άλλο, αλλά τους εκλέξαμε. Δεν μας έκατσαν μόνοι τους στο σβέρκο ένα ωραίο πρωί, όπως η επταετία του Παπαδόπουλου. Με εκλογές τους φέραμε, με εκλογές θα φύγουν. Γιατί αν φύγουν νύχτα, πρέπει να έχουμε έτοιμους τους καινούργιους το πρωί. Βλέπετε εσείς κανέναν; Πείτε μου για να μη γράφω θεωρητικολογίες...

21/10/11

Το πάρτυ τελείωσε, ας το πάρουμε απόφαση

Δεν ξλέρω τι να γράψω πιά.
Διαδηλώνουμε και διαμαρτυρόμαστε εναντίον αυτών που μας έδιναν τόσα χρόνια δανεικά για να επιβιώσουμε και εμείς τα τρώγαμε σε διασκέδαση (όχι εμείς ακριβώς, αλλά αυτοί που ψηφίζαμε, αν θέλετε).
Τι ζητάει η Τρόικα; Μα τα λεφτά τους πίσω.
Ενώ εμείς, τι θέλαμε; Να μας δανείζουν "δανεικά κι αγύριστα".
Αναρωτιέμαι, υπάρχει κάποιος (στην Ελλάδα) που να δανείζει χωρίς να θελει πίσω τα λεφτά του;
Υπάρχει δανειστής που να μην είναι (έστω και έμμεσα) κερδοσκόπος;
Μόνον αφελείς το πιστεύουν αυτό.
Πιθανόν και όσοι εθελοτυφλούν για τους δικούς τους λόγους.
Έχω ξαναγράψει: Καιρός να στρωθούμε στη δουλειά.
Ας κάνουμε, επιτέλους και μερικές δουλειές από αυτές που (υποτιμητικά) τις αναθέτουμε σε μετανάστες.
Εκτός αν προτιμάμε να πάμε εμείς μετανάστες.
Όπως γινόταν τη δεκαετία του '50.

19/10/11

Μεσάνυχτα στο Παρίσι

Με το που αρχίζει η ταινία, ο Γούντι Άλεν σε βομβαρδίζει με ωραίες εικόνες του Παρισιού επενδεδυμένες με κλασσική μουσική και ρομαντική διάθεση. Εικόνες πρωινές, απογευματινές ή βραδινές, που αμέσως σε προδιαθέτουν για το τι θα επακολουθήσει και αυτό που έρχεται στη συνέχεια, είναι μια συνεχής αναδρομή στην κουλτούρα και στην ατμόσφαιρα του Παρισιού των αρχών του 20ού αιώνα.
Κι όμως βρισκόμαστε στο 2011, όταν δύο ζευγάρια φτάνουν στο Παρίσι για δουλειές και αναψυχή. Πρόκειται για τους μελλόνυμφους Ζιλ και Ινέζ (που υποδύονται αντίστοιχα ο Όουεν Γουίλσον και η Ρέιτσελ Μακ Άνταμς) και τους γονείς της Ινέζ, τον πατέρα της Τζον (Kερτ Φούλερ), και τη μητέρα της ‘Ελεν (Μίμι Κένεντι).
Ο Τζον είναι ένας συντηρητικός επιχειρηματίας που έχει έρθει στο Παρίσι για να οριστικοποιήσει μια σημαντική συμφωνία και ο οποίος δεν κάνει καμία προσπάθεια να κρύψει την αποδοκιμασία του για τον Ζιλ, τον οποίο δεν θεωρεί καλό γαμπρό, αφού η συνεχής ενασχόληση του Ζιλ με το μυθιστόρημα που γράφει, αντί για το προσοδοφόρο επάγγελμα του σεναριογράφου που τον περιμένει στο Λος Άντζελες, τον κάνει να φαίνεται επιπόλαιος.
Ο Ζιλ, από την άλλη, ενώ είχε για πρότυπα Αμερικανούς συγγραφείς όπως ο Χέμινγουεϊ και ο Φιτζέραλντ και ήθελε να ακολουθήσει τη δική τους συγγραφική «παράδοση», κάπου βγήκε από αυτό το μονοπάτι και ανακάλυψε ότι είχε ταλέντο στο να γράφει σενάρια, συνηθίζοντας έτσι σε μια καλά αμειβόμενη ρουτίνα, στην οποία ωστόσο δεν αισθανόταν και πολύ άνετα.
Κάπου, οι δρόμοι γαμπρού και πεθερικών δεν ταιριάζουν και μέσα σε όλα η άφιξη στο Παρίσι ξυπνάει στον Ζιλ τις λογοτεχνικές του φιλοδοξίες και όνειρα, τα οποία από το πρώτο κιόλας βράδυ, που αποφασίζει να κάνει μια βόλτα μόνος στο Παρίσι και χάνεται, τα πραγματοποιεί.
Ζει δηλαδή, τις ψευδαισθήσεις του με ένα τρόπο που μόνον ο Γούντι Άλεν θα μπορούσε να δημιουργήσει, έχοντας την προηγούμενη εμπειρία του από το έργο «Το πορφυρό ρόδο του Καΐρου» (στο οποίο ο πρωταγωνιστής μιας ταινίας βγαίνει από την οθόνη του σινεμά και περιπλανιέται στους δρόμους του Λος Άντζελες).
Με τον ίδιο ευρηματικό τρόπο και ο Ζιλ, αρχίζει τις μεταμεσονύκτιες περιπλανήσεις του στο Παρίσι των αρχών του 20ού αιώνα. Μαζί του και μια γνωριμία, η Αντριάνα (την υποδύεται η Μαριόν Κοτιγιάρ), μία όμορφη και επίδοξη σχεδιάστρια μόδας, ερωμένη και μούσα μίας σειράς γνωστών καλλιτεχνών, η οποία έχει και αυτή την τάση να λατρεύει κάθε τι παλιό και ρομαντικό. Στο μεταμεσονύκτιο διάβα τους, θα έχουν την ευκαιρία να συναντήσουν όλους όσους σκιαγράφησαν την παρισινή κουλτούρα των αρχών του προηγούμενου αιώνα (μεταξύ των οποίων ο Νταλί, ο Τουλούζ Λοτρέκ, οι αγαπημένοι του Ζιλ συγγραφείς, Χέμινγουεϊ και Φιτζέραλντ αλλά και άλλοι πολλοί).
Η ρετρό φωτογραφία και η αντίστοιχη μουσική, αγγίζουν τον ρομαντικό θεατή, ενώ το πέρασμα του φακού από γνωστά σημεία του Παρισιού (το βιβλιοπωλείο Shakespeare & Co., η αίθουσα με τους καθρέπτες στις Βερσαλίες, οι κήποι του Μονέ στο Ζιβερνί, το Μουσείο Οrangerie, το μουσείο Rodin, το μουσείο Arts Forains, η ανοιχτή αγορά Paul Bert, ο δρόμος Montagne St. Genevieve, η πλατεία Jean XXXIII μπροστά από την Παναγία των Παρισίων, η πλατεία Dauphin, η προκυμαία Quai de la Tournelle με τα υπαίθρια βιβλιοπωλεία, η γέφυρα Alexandre III, καθώς και τα εστιατόρια Le Grand Véfour, Les Lyonnais, και Lapérouse), ξυπνούν ρομαντικές και αισθαντικές αναμνήσεις και εξάπτουν την φαντασία ακόμα και όσων δεν έχουν επισκεφθεί ποτέ την Πόλη του Φωτός.
Ας σημειώσω εδώ, ότι ανάμεσα στους ηθοποιούς βλέπουμε και την κυρία Κάρλα Μπρούνι – Σαρκοζί να υποδύεται μια ξεναγό, που βοηθά τον Ζιλ να μάθει κάποια πράγματα παραπάνω για την πόλη.
Συνοπτικά, ο Γούντι Άλεν έχει κάνει την απόλυτα ρομαντική και αισιόδοξη ταινία, με φόντο μια πόλη που έχει αγαπήσει, μέσα από ένα πραγματικά ασυνήθιστο ταξίδι του ήρωά του. Ένα ταξίδι μαγικό.
Είναι μια ταινία που αξίζει να δει κανείς και να αντιληφθεί ότι καμιά φορά οι αυταπάτες μπορεί να φαίνονται όμορφες, αλλά όπως και ο Ζιλ καταλαβαίνει προς το τέλος της ταινίας, είναι καλύτερα να ζει χωρίς αυτές και να προσπαθεί να βρει την ισορροπία με τον εαυτό του και να συνειδητοποιεί ότι η ικανοποίηση, η ευτυχία και η πνευματική ηρεμία που χρειάζεται για να τα βγάλει πέρα στη ζωή είναι μέσα του.


19/9/11

"Η Ελλάδα των κρίσεων"

Σχόλιο πάνω στο "προσωπικό δοκίμιο" του Βασιλείου Μαρκεζίνη

Δεν είμαι του μεγέθους του κ. Βασιλείου Μαρκεζίνη, ώστε να του απαντήσω αναλυτικά πάνω σε όσα διαφωνώ, τα οποία είναι λιγότερα από αυτά με τα οποία συμφωνώ. Μπορώ όμως να σχολιάσω το ρεζουμέ του, το οποίο δημοσιεύεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του «Η Ελλάδα των κρίσεων». Βιβλίο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα (εκδ. Λιβάνη) και το διάβασα με τρομερό ενδιαφέρον.
Γράφει λοιπόν: «Kατηγορούμαστε ότι “όλοι μαζί τα φάγαμε” και ότι όλοι είμαστε υπαίτιοι για το σημερινό χάος. Διαφωνώ. Ο απλός λαός είχε και έχει συνείδηση των καθηκόντων του, ήταν και είναι ευαισθητοποιημένος ως προς τη σπουδαιότητα των θεσμών, καταφεύγοντας στη μικροαπάτη μόνο όταν ενθαρρύνεται από ένα αδιάφορο, πολιτικοποιημένο κράτος»
Διαφωνώ με τον κ. Μαρκεζίνη, ο οποίος πάνω σε έναν αφορισμό, διαφωνεί με άλλο αφορισμό. Δεν ξέρω πως ο απλός λαός έχει συνείδηση των καθηκόντων του, όταν δεν γνωρίζει τι ακριβώς θέλει. Θέλει να παραμείνουμε εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή όχι. Αν η πλειοψηφία των ελλήνων πολιτών δέχεται να παραμείνουμε εντός της ΕΕ – στην οποία σημειωτέον την παρούσα χρονική περίοδο το πάνω χέρι έχουν συντηρητικές νεοφιλεύθερες δυνάμεις - δεν θα πρέπει να ακολουθήσει την πολιτική της, τους όρους της; Είναι έτοιμος ο ελληνικός λαός να χάσει το βόλεμα και τις ανέσεις του (τα σινιέ ρούχα, το τζιπ, το εξοχικό, το σπίτι στα βόρεια προάστια κ.τ.λ.) και να ζήσει φτωχικά για μια ιδέα και για κάποιο χρονικό διάστημα, ώστε να πάει προς ένα καλύτερο κόσμο;
«Μικροαπατεώνας» είναι, ο συστηματικά φοροδιαφεύγων ή αυτός που βοηθά άλλους να φοροδιαφεύγουν; Μικροαπατεώνας, ο βολεμένος από το παράθυρο στο Δημόσιο; Ο αυθαίρετος οικιστικής, ο διεφθαρμένος υπάλληλος που τα παίρνει, ο πανεπιστημιακός της οικογενειοκρατίας και των κομματικών σχέσεων που μάχεται να μην αλλάξει τίποτα; Ο ανήκων σε διάφορες συντεχνίες (δικηγόρος, γιατρός, μηχανικός, φαρμακοποιός ταξιτζής φορτηγατζής, και άλλοι ων ουκ έστι αριθμός;
Διότι εδώ, απεδείχθη ότι δεν έχουμε απλά μια μικροαπάτη, που «ενθαρρύνεται από ένα αδιάφορο, πολιτικοποιημένο κράτος», αλλά έχουμε την ισχύ -σε υπερθετικό βαθμό- της παροιμίας των πατεράδων μας «δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι», που ξεκινά από τον απλό πολίτη και φτάνει στους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους του. Εδώ ισχύει και το «αφού παρανομεί ο απέναντι, θα παρανομήσω κι εγώ».
Γράφει επίσης, o κ. Β. Μαρκεζίνης: «Από τις τάξεις του απλού αυτού κόσμου, θα μπορούσε η χώρα

30/8/11

Πού ήσουν φίλε μου;

Και ενώ εσείς λείπατε στις διακοπές του Αυγούστου, η στήλη έλαβε το πιο κάτω μήνυμα με τίτλο «Εσύ πού ήσουν;» και εγώ τι να απαντήσω; Που να ήμουν; Εδώ ήμουν, μαζί με όλους τους «άλλους». Αλλά διαβάστε το καλύτερα και το όνομα του αποστολέα δεν χρειάζεται:
  • «Έχω βουλιάξει κι εγώ μεσ’ τη συλλογική κατήφεια, μεσ’ την κατάθλιψη. Φοβάμαι, ανησυχώ, θλίβομαι, αναρωτιέμαι για το μέλλον των παιδιών μου, για το γκρέμισμα των ονείρων μου και των μακρυχρόνιων προσπαθειών μου. Αλλά ακόμα και αυτά καλύπτονται από την βαθιά μου οργή...
  • Πού ήμουν όλα αυτά τα χρόνια εγώ;
  • Πού ήσουν όλα αυτά τα χρόνια εσύ, εαυτέ μου;
  • Πού ήσουν όλα αυτά τα χρόνια εσύ, φίλε μου;
  • Πού ήσουν όταν μας κορόιδευαν, μας ξεπουλούσαν, μας πέταγαν τα πλαστικά όνειρα στη μούρη κι εσύ τα κυνηγούσες;
  • Πού ήσουν, όταν ο γιατρός ζητούσε το φακελάκι για να σε κάνει καλά και αντί να τον καταγγείλεις, τον πλήρωνες αποκαλώντας τον «γιατρέ μου»;
  • Πού ήσουν, όταν έβλεπες τους μεγαλοδικηγόρους να γίνονται μοντελάκια ζωής στην τηλεόραση και να κόπτονται για το κοινό καλό και το δίκαιο, δηλώνοντας 10.000 ευρώ εισόδημα;
  • “Πόσο καλά τα λέει ο π...” έλεγες.
  • Πού ήσουν, όταν έτρεχες στα γραφεία των βουλευτών για να τους παρακαλέσεις να βολέψουν το σπλάχνο σου, το άχρηστο σπλάχνο σου, που δεν κατάφερε να κάνει τίποτα περισσότερο στη ζωούλα του από το να γλύφει κατουρημένες ποδιές και βρώμικους κ...;
  • Πού ήσουν, όταν ανταγωνιζόσουν στις συγκεντρώσεις των προβάτων (ουπς, κομμάτων ήθελα να πω), με τους λοιπούς «συντρόφους» για το ποιος θα σηκώσει τη μεγαλύτερη σημαία;
  • Πού ήσουν, όταν ξελαρυγγιαζόσουν για το δίκαιο του λαού, πηδώντας πάνω κάτω μόλις έβλεπες φακό για να σιγουρευτείς ότι θα σε δει ο πολιτευτής που θα σε βάλει εποχικό, συμβασιούχο στο δήμο; (Άλλος ένας που θα μπαίνει στο Facebook, εν ώρα εργασίας).
  • Πού ήσουν μικρομεγαλεπιχειρηματία, όταν μαγείρευες τα βιβλία σου για να πληρώσεις λιγότερα, για να πάρεις το τέρας SUV, που θα κάλυπτε τη libido σου με το μέγεθός του;
  • Πού ήσουν, όταν γελούσες σαν ηλίθιος στη δασκάλα του παιδιού σου, που μαλ…. έμαθε, μαλ…. το μαθαίνει; Αλλά πού να τρέχεις για καταγγελίες τώρα; Έχεις κι άλλες δουλειές.
  • Άλλωστε το παιδί θα το στείλουμε στο Λονδίνο να σπουδάσει». Εκεί θα καλυφθούν όλες οι ανεπάρκειες, οι δικές του, αλλά και του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
  • Πού ήσουν, συνδικαλιστή της πλάκας και του ελέους, όταν με τη δύναμη που σου δίνει το βόλεμα σε μια δημόσια επιχείρηση, κατέβαζες τους διακόπτες μιας ολόκληρης χώρας, δημιουργώντας τόσα προβλήματα, ίσα για να διαμαρτυρηθείς - εκβιάσεις για τα δικά σου μικροσυμφέροντα;
  • Πού ήσουν, όταν το ελληνικό όνειρο έσκασε μύτη; (Αγόραζες ροζ εφημερίδες εξυπνάκια και έπαιζες χρηματιστήριο λες και είναι Λόττο).
  • Πού ήσουν, όταν εταιρείες ανύπαρκτες, με ένα γραφειάκι 2Χ3 και ένα άτομο προσωπικό, χτύπαγαν limit up κάθε μέρα;
  • Πού ήσουν, όταν έπαιρνες μετοχοδάνεια και υποθήκευες τα χωραφάκια του παππού, πιστεύοντας ότι θα γίνεις πλούσιος σε ένα μήνα; (Και πολύ λέω).
  • Πού ήσουν, όταν πέταγες τα σκουπίδια, δεξιά και αριστερά μέσα στο δάσος, όταν γέμιζες τις παραλίες αποτσίγαρα και πλαστικά ποτήρια φραπέ; (Και φρέντο, τώρα που εξελιχθήκαμε).
  • Πού ήσουν, όταν το παιδί σου ούρλιαζε στο αυτί του διπλανού, αδιαφορώντας για την ύπαρξή του;
  • Πού ήσουν, όταν έβλεπες τα σκάνδαλα να σκάνε το ένα μετά το άλλο;
  • Πού ήσουν, όταν η χώρα σου καιγόταν απ’ άκρη σε άκρη;
  • Πού ήσουν, όταν λίγο έλειψε να χαθεί η Ολυμπία; Πήρες το τριχίλιαρο και το βούλωσες και ναι (ναι, ναι) τους ξαναψήφισες και ξανά και ξανά.
  • Πού ήσουν, όταν οι ροζ ιστορίες πλημμύρισαν τη ζωή σου; Έσκυψες κι εσύ στην κλειδαρότρυπα, αυτό έκανες.
  • Και για το πάπλωμα κουβέντα κανείς. Για την ταμπακέρα σιωπή.
  • Όλοι βολεμένοι στον μικρόκοσμό τους. Ποιος θα έχει την πιο μεγάλη τζιπάρα, την πιο ξανθή γκόμενα, την πιο σικ γυναίκα, τα πιο όμορφα παιδιά, τις πιο καλές σπουδές, το πιο μεγάλο σπίτι, το πιο μεγάλο τζάκι, το πιο άνετο σαλόνι, τον πιο βαθύ καναπέ, την πιο μεγάλη τηλεόραση, το πιο σύγχρονο ηχοσύστημα, τις πιο σικάτες διακοπές, τις πιο χλιδάτες αποδράσεις, τις πιο γκλαμουράτες εξόδους.
  • Και δανειζόσουν βλάκα, δανειζόσουν. Όχι χρήμα όμως, χρόνο δανειζόσουν.
  • Αλλά απλά ο χρόνος τέλειωσε. Κάποτε θα ερχόταν η ώρα. Νομοτελειακό είναι.
  • Τώρα μη φωνάζεις, λοιπόν. Αποδέξου και μη φωνάζεις... γιατί φταις για όλα.
  • ΚΙ εγώ φταίω. Φταίμε.
  • Καιρός είναι να κάνουμε μια καλή αυτοκριτική, να πούμε εγώ φταίω και να δούμε πώς θα καθαρίσουμε τα σκ… που εμείς δημιουργήσαμε.
  • Που εμείς ψηφίσαμε και μάλλον θα ξαναψηφίσουμε γιατί είμαστε και λίγο μ… (μην πω).
  • Που εμείς αφήσαμε να μας πνίξουν...
  • Σταμάτα λοιπόν τις κορώνες, κατέβασε τους τόνους της “αγανάκτησής” σου και σκέψου τη δική σου συμμετοχή, τα δικά σου λάθη.
  • Ελληνάρα, ε ελληνάρα.»
(Δημοσιεύτηκε στην Αμαρυσία στις 27/8/2011)

14/8/11

Η ώρα του φεγγαριού

Ερήμωσε η πόλη, καταλάγιασε ο θόρυβος στα λιμάνια απ' αυτούς που έφευγαν, άδειασαν οι δρόμοι από αυτοκίνητα. Χθες βράδυ πολύς κόσμος ανεβοκατέβαινε τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου στην Αθήνα, όπου όλα τα τραπεζάκια καφετεριών και ταβερνών ήσαν κατηλλειμένα εν αναμονή της πανσέληνου πάνω από την Ακρόπολη. Ένα μοναδικό θέαμα, που το ακολούθησαν απανωτές λάμψεις φωτογραφικών φλας. Όλοι ήθελαν να θυμούνται τη στιγμή. Πόζες, γέλια, φιλιά κάτω απ' το Αυγουστιάτικο φεγγάρι.
Τι απέγιναν άραγε οι "αγανακτισμένοι" της πλατείας Συντάγματος;

3/8/11

Έχουμε τη θέληση

Πριν από μερικές μέρες πριν από τα τραγικά γεγονότα στο νησί Οτόγια, μιλούσα με έναν φίλο για το πώς η χαρά της ζωής και η θλίψη για το ότι τα πάντα αλλάζουν πάνε πάντα μαζί. Για το πώς ακόμα και το πιο λαμπρό μέλλον δεν μπορεί να αναπληρώσει το γεγονός ότι κανένας δρόμος δεν επιστρέφει ποτέ πίσω: Στην αθωότητα της παιδικής μας ηλικίας. Στην πρώτη φορά που ερωτευτήκαμε. Στις ευωδιές του Ιουλίου, στο χορτάρι που γαργαλά την ιδρωμένη πλάτη σου, λίγο πριν πηδήξεις από τους βράχους και βρεθείς την άλλη στιγμή μέσα στα παγωμένα νερά του νορβηγικού φιόρδ έχοντας στο στόμα και τη μύτη σου τη γεύση του αλατιού και των παγετώνων. Κανένας δρόμος που να οδηγεί στα δεκαεφτά σου, όταν είχες μόνο δέκα φράγκα στην τσέπη και παρατηρούσες στο λιμάνι των Καννών δύο άντρες ντυμένους με την ίδια ηλίθια στολή να τραβάνε κουπί οδηγώντας στη στεριά μια γυναίκα με το κανίς και τις πιστωτικές της κάρτες, και συνειδητοποιούσες πως η κοινωνία ισότητας από την οποία προερχόσουν ήταν μάλλον η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Ή όταν έκπληκτος κοιτούσες εθνικές συγκεντρώσεις άλλων χωρών να βρίσκονται περικυκλωμένες από φρουρούς με αυτόματα όπλα – ένα θέαμα που σε έκανε να κουνάς αποδοκιμαστικά το κεφάλι με ένα μείγμα παραίτησης και ικανοποίησης σκεπτόμενος: στην πατρίδα μου δεν έχουμε ανάγκη από τέτοια μέτρα. Γιατί στην πατρίδα μου ο φόβος του άλλου δεν έχει ρίζες. Μια χώρα από την οποία μπορούσες να λείψεις για τρεις μήνες για να ταξιδέψεις αλλού και να ζήσεις δύο πραξικοπήματα, έναν καταστροφικό λιμό, ένα μακελειό σε σχολείο, δύο δολοφονίες, ένα τσουνάμι, για να γυρίσεις πάλι πίσω και διαβάζοντας την εφημερίδα να διαπιστώσεις πως το μόνο πράγμα που άλλαξε ήταν το σταυρόλεξο της τελευταίας σελίδας. Μια χώρα που κατάφερε να καλύψει τις υλικές ανάγκες των κατοίκων της, όταν βρήκε πετρέλαιο το 1970, και που απέκτησε πολιτικό όραμα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ομοψυχία ήταν διάχυτη, οι πολιτικές συζητήσεις επικεντρώνονταν στην εύρεση των καλύτερων τρόπων για να επιτευχθούν εκείνοι οι στόχοι που όλοι (δεξιοί και αριστεροί) είχαν χαράξει. Μια χώρα που πίστευε πως εξυπηρετεί τα συμφέροντά της με το να ασχολείται μόνο με ό,τι την αφορούσε και επέλεξε να μείνει εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν αντίστοιχα μικρές χώρες θα έκαναν τα πάντα για να γίνουν δεκτές.
Οι ιδεολογικές διαμάχες ανέκυψαν μόνο όταν η παγκόσμια πραγματικότητα άρχισε να χτυπά την πόρτα μας. Όταν ένα έθνος που μέχρι τη δεκαετία του 1970 αποτελούνταν από μια ίδιας εθνικότητας και κουλτούρας πλειοψηφία έπρεπε να αποφασίσει αν οι νέοι της κάτοικοι δικαιούνται να φοράνε μπούρκα και να χτίζουν τζαμιά και όταν νορβηγοί στρατιώτες στάλθηκαν στο Αφγανιστάν και στη Λιβύη. Αλλά πριν από τις 22 Ιουλίου η εικόνα της Νορβηγίας ήταν εκείνη μιας παρθένας φύσης ακόμα ανέγγιχτης. Ένα έθνος αμόλυντο από τα δεινά της κοινωνίας.
Υπερβολή βεβαίως. Μια ματιά στα αστυνομικά αρχεία ήταν αρκετή. Κι όμως. Τον Ιούνιο έκανα ποδήλατο στους δρόμους του Όσλο με τον πρωθυπουργό της χώρας Jens Stoltenberg και έναν κοινό μας φίλο, ξεκινώντας για μια πεζοπορία σε μια δασώδη πλαγιά εντός των συνόρων αυτής της μεγάλης αλλά μικρής πόλης. Δύο σωματοφύλακες μας ακολουθούσαν ποδηλατώντας. Καθώς σταματήσαμε σε ένα κόκκινο φανάρι, ένα αυτοκίνητο με ανοιχτό παράθυρο προσέγγισε τον πρωθυπουργό. Ο οδηγός φώναξε το όνομά του. «Jens!». Το γεγονός ότι ο νορβηγικός λαός μιλά συνήθως για τον ηγέτη της χώρας και του απευθύνεται στον ενικό είναι σύμφυτο με το πνεύμα ισότητας της κοινωνίας μας και δεν μου προκαλεί καμία έκπληξη πλέον.
«Υπάρχει εδώ ένας μικρός που θέλει πολύ να σου πει ένα γεια», είπε ο οδηγός.
Ο Jens Stoltenberg χαμογέλασε και έδωσε το χέρι στο αγοράκι. «Γεια σου, είμαι ο Jens.»
Ο πρωθυπουργός φορούσε το ποδηλατικό του κράνος. Το αγόρι φορούσε τη ζώνη ασφαλείας του. Και οι δύο σταμάτησαν στο κόκκινο φανάρι. Οι σωματοφύλακες είχαν σταματήσει διακριτικά λίγα μέτρα πιο πίσω. Χαμογελώντας. Ήταν μια εικόνα ασφάλειας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Η εικόνα της ειδυλλιακής νορβηγικής κοινωνίας που όλοι είχαμε ως δεδομένο, αυτού που θεωρούσαμε απολύτως φυσιολογικού. Πώς θα μπορούσε να πάει κάτι στραβά; Είχαμε κράνη και ζώνες και υπακούγαμε στον κώδικα οδικής κυκλοφορίας.
Και βέβαια κάτι μπορούσε να πάει στραβά. Πάντα κάτι μπορεί να πάει στραβά.
[…]

Έχουμε τη θέληση.
Κι όμως, δεν υπάρχει δρόμος που να οδηγεί στο αθώο παρελθόν.
Χθες άκουσα έναν άντρα να ουρλιάζει θυμωμένος μέσα στο τρένο. Πριν από τις 22 Ιουλίου η αυτόματη αντίδρασή μου θα ήταν να γυρίσω να κοιτάξω ίσως και να τον προσεγγίσω. Θα μπορούσε να ήταν μια ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση που θα μου επέτρεπε να διαλέξω πλευρά έπειτα από μια αντικειμενική αξιολόγηση των επιχειρημάτων. Τώρα όμως η αυτόματη αντίδρασή μου ήταν να γυρίσω να κοιτάξω αν η κόρη μου ήταν ασφαλής και να εντοπίσω ασφαλή έξοδο κινδύνου. Ελπίζω πως αυτή η αντίδραση με τον καιρό θα καταλαγιάσει. Αλλά ήδη γνωρίζω ότι ποτέ –μα ποτέ- δεν πρόκειται να εκλείψει τελείως. Η ημερομηνία θα επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, 22 Ιουλίου, και για εμάς που ζούμε σήμερα θα είναι μια εφόρου ζωής υπενθύμιση πως τίποτα δεν είναι δεδομένο παρά τα κράνη και τις ζώνες ασφαλείας.
Αφού εξερράγη η βόμβα –κάτι που έγινε αισθητό στο Όσλο όπου μένω- και άρχισαν να συρρέουν ειδήσεις για όσα συνέβησαν στο νησί της Οτόγια, ρώτησα την κόρη μου αν φοβόταν. Απάντησε με μια φράση που της είχα κάποτε πει: «Ναι, αλλά αν δεν φοβάσαι, δεν μπορείς και να είσαι γενναίος.»
Αν λοιπόν δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής στο παρελθόν, στην απόλυτη, ασύνειδη και αφελή έλλειψη φόβου και σε όλα όσα παρέμεναν ανέγγιχτα, υπάρχει ωστόσο ένας δρόμος που μας πάει μπροστά. Που μας κάνει γενναίους. Που μας κάνει να συνεχίζουμε όπως πριν. Που μας κάνει να γυρνάμε το άλλο μάγουλο ρωτώντας «Τι, αυτό ήταν μόνο;». Που μας κάνει να αρνούμαστε στον φόβο να ορίσει τον τρόπο που θα συνεχίσουμε να χτίζουμε τη δική μας κοινωνία.

Ήταν ένα κείμενο του Nορβηγού συγγραφέα Jo Nesbo που γράφτηκε σε περίληψη στις 26 Ιουλίου στους Νew York Times (εδώ είναι ολόκληρο σε mετάφραση Κυριάκου Χαρίτου).
Στην Ελλάδα, από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ κυκλοφορεί το βιβλίο του Jo Nesbo "Νέμεσις", ενώ τον Οκτώβριο πρόκειται να κυκλοφορήσει "Το αστέρι του διαβόλου", το επόμενο της σειράς με πρωταγωνιστή τον cult ντετέκτιβ Χάρι Χόλε.





18/6/11

Στροφή στην επαρχία

Με δύο διαφορετικές ματιές είδα την ταινία THE COMPANY MEN, που πρόκειται να βγει στους κινηματογράφους στις 23 Ιουνίου 2011.

Η μια είναι η ματιά του σκηνοθέτη, που αν και είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, την πήγε πολύ καλά, εικονογραφώντας την αμερικανική ύφεση. Άνθρωποι που εργάζονται σκληρά επί χρόνια για να προσφέρουν στην επιχείρησή τους την άνοδό της, αλλά και στον εαυτό τους μια καλύτερη ζωή, βρίσκονται ξαφνικά στο δρόμο. Με τις γνώσεις τους και τα πτυχία τους να μην έχουν καμία αξία μπροστά στις νέες συνθήκες της αμείλικτης αγοράς, η οποία λόγω της κερδοσκοπίας των τραπεζών, αλλά και του τζόγου στον οποίο επιδίδονται τα ανώτερα στελέχη, δεν «σέβεται» τίποτα και ισοπεδώνει τα πάντα. Οι δε τραπεζίτες και τα πολύ μεγάλα στελέχη συνεχίζουν την επιδρομή, θησαυρίζοντας και θυσιάζοντας τους πάντες και τα πάντα, χωρίς αίσθημα ενοχής, ενώ κάποιος κόσμος την ίδια στιγμή χάνει το σπίτι του, ή δεν μπορεί να συντηρήσει την οικογένειά του.

Η άλλη ματιά είναι αυτή του Έλληνα θεατή, ο οποίος συνειδητοποιεί ότι αυτό το σύστημα που δεν υπολογίζει τους δικούς του ανθρώπους, που πάσχιζαν να το κάνουν πανίσχυρο, αυτό το «αχάριστο» σύστημα δεν θα διαστάσει να «κουρέψει» έναν ολόκληρο λαό, ο οποίος δεν του προσφέρει τίποτα εκτός από το να καταναλώνει τα προϊόντα που του πλασάρονται και δεν παράγει τίποτα το πρωτογενές, εκτός από τουρισμό (που μάλιστα τον ακριβοπουλάει) και γεωργικά προϊόντα (που τα εγκατέλειψε με τις πρώτες επιχορηγήσεις της ΕΕ για να μετατρέψει τις επιχορηγήσεις σε βίλες, πισίνες, κότερα, τζιπ, δεύτερα και τρίτα σπίτια σε νησιά και βουνά και πάει λέγοντας).

Η ταινία εστιάζει στην καθημερινότητα τριών ανδρών, που προσπαθούν να επιβιώσουν μιας σειράς αλλαγών που επέρχονται σε μια πολυεθνική κατασκευαστική εταιρεία – και στο πώς αυτό επηρεάζει τόσο τους ίδιους, όσο και τις οικογένειες τους. Και οι τρεις απολύονται, χωρίς έλεος, μπροστά στις νέες συνθήκες της αγοράς (πτώση εργασιών, συγχωνεύσεις, ανταγωνισμός) και αντιμετωπίζουν ο καθένας με το δικό του τρόπο τη νέα του κατάσταση, με τον πρωταγωνιστή να επιμένει στην αλαζονική και μη συμβιβαστική του διάθεση και στο τέλος να υποχωρεί και να αποδέχεται τη θέση που του προτείνει ο αδερφός του να δουλέψει πηλοφόρι ή ξυλουργός στην οικοδομή μαζί του.

Η ταινία δείχνει ένα μάλλον ελπιδοφόρο και αισιόδοξο τέλος, το οποίο υπακούει στον κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο πρέπει να δουλεύουμε και να αγωνιζόμαστε για να αναγεννηθεί ένας νέος κόσμος δικαιότερος και πιο ανθρώπινος και συμπονετικός και αφήνει ένα επίκαιρο για την Ελλάδα δίδαγμα: πως όταν ξεπεράσουμε τον πανικό του «τι κάνουμε τώρα;» μας μένει η λύση του «πήραμε το μάθημά μας και αλλάζουμε» και όπως δηλώνει ένας από τους πρωταγωνιστές στην ταινία: «Αυτό σημαίνει ότι ανησυχούμε λιγότερο για το τι αυτοκίνητο έχουμε στο γκαράζ και περισσότερο για το πόσο χρόνο περνάμε με τις οικογένειές μας και τους ανθρώπους, που πρόκειται να μας στηρίξουν στις δύσκολες στιγμές».

Η ταινία είναι έξοχη και διαθέτει στη διανομή των ρόλων τους: Κέβιν Κόστνερ, Μπεν Άφλεκ, Τόμι Λι Τζόουνς, Μαρία Μπέλο, Κρις Κούπερ και Κρεγκ Τ. Νέλσον. Τη σκηνοθετεί με πολύ μαεστρία ο Τζον Γουέλς, που έχει γράψει και το πολυεπίπεδο σενάριο.

(Στη φωτογραφία, πρώην μεγαλοστελέχη επιχειρήσεων σε ηλικίες που κανείς δεν φαντάζονταν, να ψάχνουν για νέες δουλειές, με τον Κρις Κούπερ σε πρώτο πλάνο)

16/6/11

Ο Σεπουλβέδα για την κρίση

«Αν έγραφα ένα μυθιστόρημα για την κρίση, θα άρχιζε κάπως έτσι: “Ξημέρωσε μια υπέροχη μέρα, τα πτώματα χιλιάδων τραπεζιτών και χιλιάδων υπουργών κρέμονταν από τα φανάρια της Πλάθα Μαγιόρ”»
Αυτή ήταν μια δήλωση για την κρίση, του διάσημου χιλιανού συγγραφέα Λούις Σεπουλβέδα σε συνέντευξή του προς το ΒΗΜagazino (12/6/11), στην οποία συνέντευξη είπε και το άλλο: «Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είναι απαραίτητο να διαβάζουμε, να διαβάζουμε και να διαβάζουμε. Η ανάγνωση σώζει από την κατάθλιψη».
Έχω διαβάσει το βιβλίο του "Η ιστορία ενός γάτου που έμαθε σ' ένα γλάρο να πετάει» 

9/6/11

Συνοικία το όνειρο

Η «Συνοικία το όνειρο» είναι μια ταινία που έχει αφήσει ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο και αυτό γιατί είναι μια από τις λίγες ελληνικές, που γυρίστηκαν στο ύφος του ιταλικού νεορεαλισμού.
Πρόκειται για μία έντονα πολιτικά και κοινωνικά φορτισμένη και άψογη ηθογραφία των φτωχότερων περιοχών της Αθήνας, επεισοδιακή στην πρώτη προβολή της και χτυπημένη βαριά από τη λογοκρισία της εποχής.
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης, πίσω από την κάμερα του σκηνοθέτη, αναλαμβάνει να δείξει μια Αθήνα πολύ μακριά από την «επίσημη», ωραιοποιημένη και «τουριστική» εικόνα της. Δημιούργησε μια ταινία, που φαινόταν -το λιγότερο- αριστερή, και εξαγρίωσε τους λογοκριτές, οι οποίοι την είδαν ως «κομμουνιστική προπαγάνδα», ενώ θεωρούσαν και απαράδεκτο να αφήνεται να βγαίνει προς τα έξω μια αληθινή, ωμή, ρεαλιστική και πικρή εικόνα της Ελλάδας, σε μια εποχή που άλλες ταινίες παρουσίαζαν ένα λαό ανέμελο και χαρούμενο. Η εικόνα του Αλεξανδράκη όμως ήταν πέρα για πέρα υπαρκτή…
Οι χαρακτήρες στην ταινία είναι αντι-ήρωες, υποφέρουν, δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, είναι πάμπτωχοι,