16/8/19

Το πανηγύρι της Παναγίας

Τρώγοντας τα νηστίσιμά μας παρέα με το φίλο μου Θωμά και τις συζύγους μας προχθές το μεσημέρι στην πλατεία Ηρώων, μου είπε ότι μετά από αρκετά χρόνια που ζει στο Μαρούσι είναι πρώτη φορά που μένει στο Μαρούσι της Παναγίας. «Δηλαδή», τον ρώτησα «δεν έχεις δει τα πανηγύρια που γίνονταν εδώ, στο χωριό μας;»
Ύστερα από τη δήλωση της άγνοιας του γεγονότος, ότι η πλατεία Ηρώων γινόταν ένα απέραντο υπαίθριο ξενοδοχείο δύο μέρες πριν τη μεγάλη γιορτή της Παναγίας για την πόλη μας, δεν πίστευε στ’ αυτιά του, όταν του εξήγησα ότι για τη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου έρχονταν πιστοί από πολύ μακρινά μέρη -και όχι μόνον της Αττικής- και κατασκήνωναν σε αυτοσχέδια αντίσκηνα ή ακόμα κοιμόντουσαν και στην ύπαιθρο, προκειμένου να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα και να ακολουθήσουν τη λιτάνευσή της. 
Η πλατεία Ηρώων δεν ήταν πλακοστρωμένη και είχε περισσότερα δέντρα από σήμερα (πεύκα, λεύκες, ευκαλύπτους, πλατάνια) και ήταν σχεδόν ένα μικρό δασάκι με τη βρύση στο κέντρο (υπάρχει ακόμα) που έτρεχε νερό συνεχώς. Για πολλούς αρκούσε ένα σκοινί δεμένο από δέντρο σε δέντρο με μια κουρελού ή μια μεγάλη χακί κουβέρτα του στρατού (απομεινάρι άλλων αναμνήσεων, που ξέρω από αφηγήσεις), για να χωρίσει τη στρωματσάδα της μιας οικογένειας από την άλλη. Ήταν λοιπόν η πλατεία Ηρώων ένα προσωρινό camping, όπως θα λέγαμε σήμερα, το οποίο περιβάλλονταν από μικρά σπίτια μονώροφα κυρίως και δεν είχε ταβέρνες ή καφενεία, όπως η «κάτω πλατεία» η Κασταλίας.  
Ενώ η πλατεία Ηρώων γινόταν τον Δεκαπενταύγουστο Public Camping, η πλατεία Αγίας Λαύρας εξελισσόταν σε Entertainment Park. Πρώτα – πρώτα δεν είχε το χάλι που έχει σήμερα πλακοστρωμένη και γυμνή από πράσινο. Είχε περισσότερο, είχε την λιμνούλα της στο μέσον και ήταν πιο «τουριστική». Να σκεφτείς, φίλε Θωμά, ότι απέναντι από την πλατεία στη λεωφόρο Κηφισίας υπήρχε το ξενοδοχείο Τριανόν. Το Μαρούσι είχε ξηρό και δροσερό κλίμα και έλκυε μπόλικους επισκέπτες.
Γύρω από την πλατεία Αγίας Λαύρας, υπήρχαν αρκετά οικόπεδα, αλάνες, λίγα σπίτια και ο θερινός κινηματογράφος Αμαρυσία, εκεί που σήμερα υπάρχει το εμπορικό κέντρο και το σούπερ μάρκετ. Έτσι λίγες μέρες πριν τη γιορτή της Παναγίας ξεκινούσαν εργασίες για τεράστιες (για εμάς τους μικρούς) εγκαταστάσεις: Γωνία με την οδό Σαλαμίνος, κτιζόταν το τεράστιο βαρέλι για το Γύρο του Θανάτου, όπου μοτοσικλετιστές αψηφούσαν τη βαρύτητα με τις μεγάλες ταχύτητες των μηχανών τους και (χάρη στη φυγόκεντρο) έτρεχαν οριζόντια στα πλευρά του βαρελιού κάνοντας τα κοριτσόπουλα να στριγκλίζουν και τα αγόρια «έλα μωρέ τώρα κι εγώ μπορώ να το κάνω», αλλά η ψυχούλα μας το ήξερε…
Κοντά στο σινεμά στήνονταν, το γνωστό καρουσέλ με τα αλογάκια και εκείνη τη γλυκερή μουσική, που ακόμα τη θυμάμαι. Δίπλα στο καρουσέλ, οι τεράστιες κούνιες-βάρκες που ανεβοκατέβαιναν ανάλογα με τη δύναμη των επιβατών τους που τραβούσαν σκοινιά από το κεντρικό δοκάρι. Παραδίπλα, ο τεράστιος οριζόντιος τροχός με τα ατομικά καρεκλάκια, που κρέμονταν με αλυσίδες στην περιφέρειά του και όσο πιο γρήγορα γύριζε τόσο πιο ψηλά πηγαίναμε δεμένοι στα μικροσκοπικά καθίσματα. Από φωνές και στριγκλίσματα δεν σου συζητώ. Μερικές χρονιές ερχόταν και κάθετος τροχός τεραστίων διαστάσεων (αλά Πράτεν) που στηνόταν πίσω από το Τριανόν. Μεγαλεία.  
Επίσης, στήνονταν τσαντήρια, με την Ομιλούσα Κεφαλή, τον Μεγάλο Όφη από την Αφρική, την πιο Ψηλή Γυναίκα του Κόσμου, τους παραμορφωτικούς καθρέφτες. Ναι, ναι. Και ήσαν τοποθετημένα στη σειρά στην πλευρά της πλατείας όπου και ο κινηματογράφος.
Στην απέναντι πλευρά, της πλατείας, το Entertainment Park της Αγίας Λαύρας το συμπλήρωναν τα παιχνίδια (τεχνικά και τυχερά), όπως σκοποβολή με αεροβόλα, τραπέζια με μπαλάκια που έπρεπε να τα περάσουμε από μικρές τρύπες, στόχοι από βαριά κονσερβοκούτια που έπρεπε να τα πετύχεις με υφασμάτινες μπάλες. Παιχνίδια, όπως αυτοσχέδιες ρουλέτες (κόκκινο-μαύρο, μικρό-μεγάλο, μονό-ζυγό), κάποιος παπατζής που ξεφύτρωνε εκεί που δεν τον έσπερνες, όπως άλλωστε και οι αστυφύλακες του Ηθών που έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Παιχνίδια ισχύος, να χτυπάς τη γροθιά σου σε ένα ελατήριο που έδινε ώθηση σε μια βαριά μπάλα που ανέβαινε σε ένα διαβαθμισμένο σωλήνα και εάν χτυπούσες το καμπανάκι στην κορυφή, ήσουν και ο πρώτος. Όλα τα παιχνίδια είχαν ως βραβεία, κούκλες, παιχνίδια ή το δικαίωμα να παίξεις άλλη μια φορά δωρεάν.
Από όσο θυμάμαι στη δυτική πλευρά της πλατείας, στην οδό Σαλαμίνος υπήρχε μια ταβέρνα (ή δύο;) και εκεί στηνόταν το λαϊκό παλκοσένικο. Εξέδρα, πολύχρωμα λαμπάκια γύρω-γύρω και λαϊκή ορχήστρα πλήρης (μπουζούκια, κιθάρες, ακορντεόν), όπου τραγουδούσαν ο Σπύρος και η Ζωή Ζαγοραίου. Ναι, ναι, τους θυμάμαι σαν τώρα. Αν έρχονταν και άλλοι διάσημοι της εποχής, θα σε γελάσω, φίλε μου Θωμά.
Αυτά με την Αγίας Λαύρας, διότι είχαμε και την πλατεία Κασταλίας. Καμία σχέση με τη σημερινή. Ήταν και αυτή γεμάτη τεράστια πλατάνια και ευκαλύπτους και κατά τη διάρκεια του εορταστικού διήμερου τα καφενεία οργανώνονταν καλύτερα, ώστε να προσφέρουν όχι μόνο καφέδες και αναψυκτικά, αλλά ουζάκια και μεζέδες, ενώ οι ταβέρνες κατά μήκος της Βασιλίσσης Σοφίας με προεξάρχουσα τη ταβέρνα Ρούμελη του κυρ-Βασίλη έβγαζαν τραπέζια σε όλο το μήκος του δρόμου. Το ίδιο έκανε και η ταβέρνα του Ατσελέ στο μήκος της οδού Μητροπόλεως, όπως άλλωστε και του Ασβεστόλακου στην Κοιμήσεως Θεοτόκου. Μέχρι και ο θείος μου που είχε μηχανή με χωνάκι παγωτό έβγαζε εξτρά τραπέζια. Ήταν η πλατεία Κασταλίας, δηλαδή, η πλατεία της χαλάρωσης και του φαγητού, κάτω από τους ήχους μάλιστα λαϊκών ή δημοτικών τραγουδιών, που έπαιζε κάποιο διερχόμενο μουσικό και ολιγομελές συγκρότημα.
Τέλος, υπήρχε και η «επάνω πλατεία», όπως αποκαλούσαμε την πλατεία Ευτέρπης όπου σήμερα βρίσκεται η Smart Plaza. Εκεί υπήρχε άλλη εξέδρα, αλλά το πρόγραμμα ήταν πιο ελαφρύ. Συνήθως ερχόταν ο κονφερασιέ Ηλίας Καραμανέας που καλούσε (και προκαλούσε) νέες και νέους να δοκιμάσουν το ταλέντο τους στο τραγούδι, ώστε να αναδειχθούν «νέα ταλέντα». Στο διάλειμμα μεταξύ των διαγωνιζομένων –κυρίως κοριτσιών που μιμούντο την Αλίκη (νιάου βρε γατούλα) Βουγιουκλάκη- εμφανιζόταν τραγουδιστές και τραγουδίστριες του ελαφρού τραγουδιού, ο Αγκόπ και διάφοροι μίμοι που προκαλούσαν το γέλιο των θαμώνων των καφενείων του σταθμού, τα οποία με τα τραπέζια τους κατελάμβαναν όλη την έκταση κάτω  και πάνω από το σταθμό μέχρι το θερινό κινηματογράφο Τιτάνια. Εδώ δεν μύριζε τσίκνα όπως στην Κασταλίας και τους γύρω δρόμους της, εδώ προσφέρονταν καφέδες, αναψυκτικά (κυρίως ΗΒΗ Αμαρουσίου), γλυκά του κουταλιού και υποβρύχια (μια κουταλιά βανίλια σε ένα ποτήρι παγωμένο νερό). Η πλατεία του Σταθμού ήταν, κατά κάποιο τρόπο αυτό που λέμε Αναψυκτήριο.
Ακόμα και στο θερινό κινηματογράφο ΡΕΞ στην οδό Ράλλη, ο θείος μου που τον είχε από το 1946 συνεταιρικά με τον πατέρα μου, αντί για ταινίες το διήμερο της Παναγίας εξασφάλιζαν «ρεβεγιόν», με κάποια θεατρικά μπουλούκια, καθώς επίσης και χειροδύναμους άντρες που σήκωναν βάρη και μασκοφόρους παλαιστές (τους εξασφάλιζε ο πατέρας μου από την οδό Αθηνάς στην Αθήνα) που πλακωνόντουσαν σε αυτοσχέδιο ριγκ.
Όλα αυτά την ώρα που στους ενδιάμεσους δρόμους (Σαλαμίνος, Παπαφλέσσα, Χατζηαντωνίου, Μητροπόλεως, Ερμού και 28ης) κυριαρχούσε το… εμπόριο από ντόπιους εμπόρους που έβγαζαν πάγκους έξω από τα μαγαζιά τους ή και άλλους από άλλες περιοχές που έβγαζαν άδειες για να τοποθετήσουν πάγκους με ό,τι μπορείς να φανταστείς, φίλε μου Θωμά. Από λευκά είδη προικός, μέχρι ρούχα, υποδήματα και εσώρουχα. Και από εξοπλισμό κουζίνας και σπιτιού (φανάρια με σίτα για τη φύλαξη τροφίμων, μέχρι σκούπες και φαράσια) μέχρι εργαλεία κάθε είδους (για υδραυλικούς και ηλεκτρολόγους), για κήπους και χωράφια ή αμπέλια. Υπήρχαν φτυάρια, κασμάδες και τσουγκράνες. Παράλληλα, υπήρχαν ατελείωτοι πάγκοι με παιχνίδια επιτραπέζια (φιδάκια, τρίλιζες, γκρινιάρηδες) ή δρόμου και αλάνας (μπάλες ποδοσφαίρου ή βόλεϊ), διότι τότε από τους δρόμους περνούσαν ελάχιστα αυτοκίνητα και αναφέρομαι στα χρόνια πριν το 1960, έτσι; 
Επίσης, υπήρχαν πάγκοι με βιβλία, για βίους αγίων, μαζί με εικόνες θυμιατήρια και τα σχετικά, όπως επίσης και παιδικά βιβλία και παραμύθια καθώς και τσέπης με αστυνομικά μυθιστορήματα για μεγάλους και πολλά άλλα αντικείμενα που δεν μου έρχονται στο μυαλό τώρα.
Θυμάμαι όμως την πολυκοσμία και το στρίμωγμα που υπήρχε στους δρόμους και τον κόσμο που ανεβοκατέβαινε συνεχώς με κορυφαίο το πήξιμο στη διασταύρωση Κοιμήσεως Θεοτόκου και Μητροπόλεως, όπου οι περαστικοί ανακατεύονταν με τους πιστούς που περίμεναν να εισέλθουν στο ναό, αλλά και αυτούς που έκαναν ουρά για τον Ασβεστόλακκο. Χαμός. 
Εμείς σαν παιδιά συναντούσαμε τους συμμαθητές και τους φίλους από τις γειτονιές δύο και τρεις φορές κάνοντας την «περατζάδα» από την πλατεία Αγίας Λαύρας μέχρι την οδό Περικλέους, στο ύψος της βίλας Παπουτσάνη όπου κάναμε μεταβολή και επιστρέφαμε για το ίδιο δρομολόγιο. Και μην αρχίσω να σου περιγράφω για το φλερτ με τις συμμαθήτριες, που λόγω του κλεισίματος του σχολείου από τον Ιούνιο είχαμε μοναδική ευκαιρία τον 15αύγουστο να τις ξανασυναντήσουμε στο πανηγύρι. Όλοι μας ντυμένοι με «τα καλά μας». Μη ξεχνάς ότι «κινητά» δεν υπήρχαν και τα «σταθερά» ήταν για τα μπακάλικα και τα παγωτατζίδικα. Εάν κάποιο περίπτερο είχε τηλέφωνο, αναρτούσε πινακίδα «Εδώ τηλεφωνείτε». Αλλά εδώ ξεκινάμε άλλη ιστορία.
Το πανηγύρι τελείωνε με τα πυροτεχνήματα, ανήμερα το βράδυ της Παναγίας, που σηματοδοτούσαν τη λήξη και μας έβγαινε αυθόρμητα η ευχή «άντε και του χρόνου να ‘μαστε καλά». Τα πυροτεχνήματα εκτοξεύονταν από το οικόπεδο πίσω από το Παλαιό Δημαρχείο, εκεί που σήμερα βρίσκεται το υπαίθριο πάρκινγκ και απ’ όσο θυμάμαι υπήρχε μεγάλη ασφάλεια. Δεν είχαν σημειωθεί ποτέ ατυχήματα και το θέαμα ήταν μεγαλόπρεπο. Δεν θυμάμαι να πλησιάζαμε συχνά εκεί. Τα παρακολουθούσαμε από μακριά.
Αυτά έλεγα στο φίλο μου το Θωμά και περάσαμε την ώρα μας τρώγοντας τα νηστήσιμα την παραμονή της Παναγίας (14/8/2019) στην στεγασμένη πλατεία Ηρώων, που περάσαμε και χθες βράδυ –ανήμερα- με την Αθηνά και μας έπιασε μια κατάθλιψη. Ίσως έφταιγε η πανσέληνος που μόλις φαινόταν ανάμεσα από τα σύννεφα. Έτσι πήγαμε μέχρι την πλατεία του σταθμού, με τα προσφάτως εγκαινιασθέντα σιντριβάνια και τις καφετέριες με τα «σαλονάκια» και τους χαμηλούς φωτισμούς με τις διαφορετικές μουσικές (από τα ηχεία) και πήραμε από ένα cocktail. Εγώ ένα μαλακό Singapoure Sling και η Αθηνά ένα σκληρό Martini. Έτσι, για να χαλαρώσουμε. Α, δεν σας είπα… Ψιχάλισε κιόλας. Αλλά κανείς δεν κουνήθηκε από τη θέση του.