Το όνομα του Νόαμ Τσόμσκυ δεν είναι άγνωστο στα ελληνικά γράμματα και η φωνή του είναι ευρύτατα γνωστή και συνυφασμένη με την αντίσταση και την κριτική της βορειοαμερικάνικης εξουσίας και κοινωνίας.
Ο Τσόμσκυ είναι ο τελευταίος φιλόσοφος του αιώνα μας, ο οποίος εδώ και πολλά χρόνια με τα κείμενα και τις συνεντεύξεις του, που δίνει στον προσωπικό του –πλέον– δημοσιογράφο Ντέηβιντ Μπαρσαμιάν παρεμβαίνει στο δημόσιο διάλογο γύρω από πάσης φύσεως θέματα, εσωτερικά και εξωτερικά, που απασχολούν την αμερικάνικη κοινωνία και πολιτική.
«Το κοινό καλό» (εκδ. Scripta), δεν είναι το πρώτο βιβλίο του, που κυκλοφορεί στα ελληνικά και ούτε είναι το πρώτο του που διαβάζω, αλλά οι συνεντεύξεις που δημοσιεύονται και τις οποίες έχει δώσει και πάλι στον Μπαρσαμιάν (όπως και στο βιβλίο του «Οι έχοντες και οι μη κατέχοντες»), είναι συνεντεύξεις με θέματα παγκοσμίου ενδιαφέροντος, τα οποία αναπτύσσονται αποσπασματικά μεν, αλλά με τρόπο που δίνουν στον ανυποψίαστο αναγνώστη να καταλάβει ότι τα θέματα δεν έχουν ακριβώς έτσι, όπως παρουσιάζονται από τους ανθρώπους, που κυβερνούν και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Ο κορυφαίος γλωσσολόγος, αναφερόμενος για παράδειγμα στα ναρκωτικά τονίζει το αυτονόητο, αλλά σπανίως αποδεκτό στην αμερικάνικη κοινωνία γεγονός, ότι ο πόλεμος των ναρκωτικών είναι «τελείως πλαστός» και πως σ’ αυτόν συλλαμβάνονται τα βαποράκια και αγνοούνται οι μεγαλοκαρχαρίες, που ασχολούνται με ναρκωδολάρια και την εξαγωγή χημικών προϊόντων στη Λατινική Αμερική.
Από τις συνεντεύξεις του, δεν λείπουν και τα σχόλια για το σύγχρονο πολιτικό σύστημα στην Αμερική, το οποίο εξαρτάται από το χρήμα. Κατά τον Τσόμσκυ ο ρόλος του χρήματος φαίνεται στην ίδια την διαδικασία ανάδειξης του Προέδρου, κατά την οποία δαπανώνται τεράστια ποσά, αλλά τελικά ψηφίζει μόνο το 50% του εκλογικού σώματος.
Στη διεθνή σκηνή ο Τσόμσκυ διαπιστώνει, ιδίως μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, την εξάπλωση του φαινομένου της «παγκοσμιοποίησης», που δεν είναι τίποτα άλλο από το εμπόριο μεταξύ των μεγάλων εταιρειών, που υποστηρίζονται από την κρατική εξουσία. Αντιμετωπίζει, μάλιστα, με συμπάθεια αυτούς, που με κάθε τρόπο αντιστέκονται στην παγκοσμιοποίηση και την παγκόσμια κουλτούρα (του Χόλυγουντ και της τηλεόρασης).
Για το χρέος του Τρίτου Κόσμου ο Τσόμσκυ πιστεύει ότι δημιουργήθηκε, επειδή τα δάνεια έχουν μπει στις τσέπες της ντόπιας ολιγαρχίας. Οι συζητήσεις, αναφέρει, περί μορατόριουμ των χρεών δεν είναι στην ουσία το κύριο θέμα. Αν οι πλούσιοι της Βραζιλίας δεν είχαν αφεθεί ελεύθεροι και ανεξέλεγκτοι, η Βραζιλία δεν θα είχε εξαρχής χρέος. «Ας δώσουν πίσω τα λεφτά αυτοί που τα δανείστηκαν. Κανενός άλλου δεν είναι το πρόβλημα», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενος στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, ο Τσόμσκυ επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι ΗΠΑ δεν σέβονται και δεν τηρούν τους διεθνείς κανονισμούς, υπονομεύουν συστηματικά τον ΟΗΕ και η υποκρισία και μεροληψία τους είναι κραυγαλέα.
Η φιλοσοφία του Τσόμσκυ επικεντρώνεται γύρω από τις σκέψεις του Αριστοτέλη, που υποστηρίζει ότι η δημοκρατία πρέπει να είναι πλήρως συμμετοχική και πρέπει να αποβλέπει στο κοινό καλό. Για να πετύχει, οφείλει να εξασφαλίζει σχετική ισότητα, «λελογισμένη και επαρκή ιδιοκτησία» και «διαρκή ευημερία» για τον καθένα.
Θεωρώ ότι πρόκειται για ένα πάντα επίκαιρο βιβλίο